Στο περιοδικό Νέα Πολιτική, τεύχος 10, δημοσιεύεται μια εκτενής συνέντευξη του Γιώργου Καραμπελιά στον Γιάννη Σακιώτη, τον Αντώνη Παπαγιαννίδη και τον Μελέτη Μελετόπουλο. Από αυτή την συνέντευξη, που διαγράφει όλη την πορεία της χώρας στη μεταπολίτευση και τα σύγχρονα προβλήματα του κόσμου μας, δημοσιεύουμε ένα μικρό μέρος. Όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να την βρει ολόκληρη στη Νέα Πολιτική που κυκλοφορεί.
Άρδην
Ερωτήσεις Γιάννη Σακιώτη
Είσαστε μία εμβληματική φυσιογνωμία στην κοινωνία πολιτών και στον πολιτικό κόσμο, με αναγνωρισιμότητα και αποδοχή πολύ πέραν της εμβέλειας των πάλαι ποτέ Οικολόγων Εναλλακτικών, το τελευταίο πολιτικό σχήμα με το οποίο συμμετείχατε σε εκλογές και στο οποίο υπήρξατε ηγετικό ιδρυτικό μέλος (την περίοδο 1989-1990). Γιατί από τότε δεν συμμετείχατε ενεργά σε άλλο πολιτικό σχήμα, με εξαίρεση την Σπίθα, από την οποία πάντως φύγατε νωρίς; Δεν σας πρότεινε καμία δύναμη της Αριστεράς ή του πατριωτικού χώρου να συμμετάσχετε; Ή είχατε επιφυλάξεις βλέποντας ότι στην μεν Αριστερά οι πατριωτικές ιδέες αποτελούσαν μειοψηφικό ρεύμα και το πολιτικό παιχνίδι ήταν στημένο, στον δε πατριωτικό χώρο επικρατούσαν συντηρητικές ιδεολογίες;
Το εγχείρημα των Οικολόγων Εναλλακτικών
……
Η «κατάδυση» στην ελληνική ιδιοπροσωπία
Μετά το 1993 και αφού διαλύθηκαν οι Οικολόγοι-Εναλλακτικοί, αρχίζει μια μακρά περίοδος «κατάδυσης» στην ελληνική ιδιοπροσωπία και την ιστορία της, ως μοναδική απάντηση στον διογκούμενο με εκπληκτική ταχύτητα εθνομηδενισμό και την παγκοσμιοποιητική ιδεολογία. Αρκεί να δούμε την ταχύτατη συρρίκνωση του πατριωτικού ΠΑΣΟΚ, με τη σταδιακή περιθωριοποίηση όλων των εκδοχών του (Τσοβόλας, Παπαθεμελής, Χαραλαμπίδης) και την επικράτηση του λεγόμενου εκσυχρονιστικού ΠΑΣΟΚ, με εμβληματική φυσιογνωμία του τον Σημίτη. Ανάλογες υπήρξαν οι εξελίξεις και στον χώρο της Αριστεράς. Το ΚΚΕεσωτ., που είχε κάποτε ως σύμβολό του το σφυροδρέπανο με την ελληνική σημαία, μεταβάλλεται στον οιονεί συλλογικό διανοούμενο του εκσυγχρονιστικού στρατοπέδου, τροφοδοτώντας με εκατοντάδες στελέχη και διανοουμένους το σημιτικό ΠΑΣΟΚ, «καταλαμβάνοντας» τα πανεπιστήμια, τα ΜΜΕ, τους χώρους της πνευματικής και πολιτισμικής αναπαραγωγής (εκδοτικούς οίκους, γκαλερί, θέατρα κ.λπ.), «επεκτεινόμενο» τέλος, μέσω της περεστρόικα και της συγκρότησης του «Συνασπισμού», και σε ένα μεγάλο μέρος των στελεχών του ΚΚΕ.
Με τη συμβολή του πακτωλού χρημάτων που διοχετεύεται μέσα από τα ευρωπαϊκά προγράμματα, την ανάπτυξη των ΜΚΟ και τον νέο πλούτο που φέρνει η παρασιτική διόγκωση του ΑΕΠ, διαμορφώνεται ένα ευρύτατο στρώμα διανοουμένων που, για πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία, έχει ως σημείο αναφοράς –και παρεμπιπτόντως και χρηματοδότησης– όχι πια το ελληνικό έθνος-κράτος αλλά το ευρωπαϊκό μετα-έθνος/κράτος και τη Δύση συνολικότερα. Γι’ αυτό ο εθνομηδενισμός, από δευτερεύουσα ιδεολογική διάσταση της συγκρότησης αυτών των ρευμάτων, στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, μεταβάλλεται στον ηγεμονικό ιδεολογικό άξονα τους.
Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα, οι λίγοι άνθρωποι που συνεχίζαμε την πορεία των προηγούμενων δεκαετιών, βρεθήκαμε κυριολεκτικώς σε «πόλεμο» με τον ίδιο τον χώρο μας, καθώς και με το μεγαλύτερο μέρος της Αριστεράς. Γι’ αυτό και το περιοδικό Άρδην, που εκδίδεται από το 1995, ενώ αρχικώς είχε ως στόχο του μια παρέμβαση στο σύνολο των προβλημάτων της ελληνικής κοινωνίας, επικεντρώνεται σταδιακώς στα ζητήματα της ταυτότητας, της γεωπολιτικής, της ιστορίας και του ελληνικού πολιτισμού. Έτσι αποφάσισε η ίδια η πραγματικότητα διότι όσοι ήταν διατεθειμένοι να συμμετάσχουν σ’ αυτό, ή να συνεργαστούν μαζί μας, στρέφονταν κατ’ εξοχήν προς αυτή τη θεματική, ενώ, αντίστροφα, οι ασχολούμενοι με τα οικολογικά και «κοινωνικά» ζητήματα διέπονταν όλο και πιο έντονα από εθνομηδενιστικές αντιλήψεις.
Είμαστε υποχρεωμένοι, λοιπόν, να έρθουμε σε ρήξη τόσο με τον δυτικό μαρξισμό όσο και με τον κοσμοπολίτικο οικολογισμό, πραγματοποιώντας μια κυριολεκτική ιδεολογική επανάσταση. Έπρεπε να ανακαλύψουμε εξ αρχής τη σημασία της ορθοδοξίας στη διαμόρφωση της ιδιοπροσωπίας του ελληνικού λαού, που αποτελεί ακόμα και σήμερα ένα ισχυρότατο ταμπού για τους προερχόμενους από την Αριστερά. Εξάλλου, η ίδια η Εκκλησία, που σε όλη τη μετεμφυλιακή περίοδο, μέχρι και τη δικτατορία, είχε ταυτιστεί με την κυρίαρχη Δεξιά και τη Δύση, έμπαινε σε μια νέα εποχή διότι η παγκοσμιοποίηση και η διάλυση των ιδιαίτερων ταυτοτήτων είχε ως προαπαιτούμενο και την απίσχνασή της. Εξ ου και η μεγάλη σύγκρουση μεταξύ του Σημίτη και του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου για το θέμα των ταυτοτήτων και όχι μόνον. Παράλληλα, η κατάρρευση των σοσιαλιστικών καθεστώτων ξανάφερε σε επαφή την ελληνική με τη σλαβική ορθοδοξία (στη Σερβία, το Μαυροβούνιο, τη Ρωσία κ.λπ.) και έτσι ενίσχυσε εκ νέου την έννοια της ορθόδοξης κοινότητας, απέναντι στη δυτικόστροφη ελληνική Εκκλησία του ψυχρού πολέμου.
Είναι η στιγμή κατά την οποία η «μεταπολίτευση» ερχόταν να συναντήσει την ελληνική παράδοση. Ένα μεγάλο και αρχικώς αδιαφοροποίητο ρεύμα θα στραφεί προς την αρχαία ελληνική παράδοση, που βίωνε μια νέα άνοιξη μέσα από την αρχαιολατρία και η οποία οδηγούσε είτε στην παγκοσμιοποιητική αντίληψη του Δαυλού ή εν μέρει του Κορνήλιου Καστοριάδη (με το σκεπτικό ότι η αρχαία ελληνική παράδοση έχει μεταβληθεί σήμερα σε ιδεολογικό και πολιτιστικό υπόβαθρο του δυτικού πολιτισμού), είτε στις νεοναζιστικές ονειροφαντασίες των χρυσαυγιτών, στην κατεύθυνση που είχε χαράξει ο Κωνσταντίνος Πλεύρης.
Εμείς, προερχόμενοι από την Αριστερά, χωρίς πρότερη θρησκευτική ή μεταφυσική αναφορά, στην προσπάθεια της σύνδεσής μας με την εθνική ιδιοπροσωπία, ερχόμαστε να συναντήσουμε την ορθοδοξία ως αποφασιστικό στοιχείο της σύγχρονης ταυτότητας των Ελλήνων και ως ευρεία λαϊκή βάση αντίστασης στην παγκοσμιοποίηση. Σε αυτή την περίοδο, λοιπόν, θα έρθω σε επαφή με το νεο-ορθόδοξο ρεύμα, ξανασυναντώντας παλιούς φίλους, όπως τον Κώστα Ζουράρι, ή συναντώντας για πρώτη φορά τον Χρήστο Γιανναρά, τον π. Βασίλειο Γοντικάκη ή τον π. Γεώργιο Μεταλληνό κ.ά.
Το Άρδην μεταβάλλεται έτσι σε ένα πολιτικό και ιδεολογικό εργαστήριο που φέρνει σε επαφή οικολογικές ευαισθησίες, κοινωνικά ζητήματα, ορθοδοξία, εθνοτικές ταυτότητες του ελληνισμού, Πόντιους, Κύπριους κ.λπ., προσπαθώντας να διαμορφώσει ένα νέο ιδεολογικό και οραματικό πρόταγμα που έχουμε επιχειρήσει να διατυπώσουμε σ’ ένα πεντάπτυχο. Πατριωτισμός και εθνική ιδιοπροσωπία, κοινωνική δικαιοσύνη, περιβαλλοντική ευαισθησία και οικολογική ταυτότητα, άμεση δημοκρατία και πολιτιστική αναγέννηση.
……
Η «κατάδυση» στην ελληνική ιδιοπροσωπία
Μετά το 1993 και αφού διαλύθηκαν οι Οικολόγοι-Εναλλακτικοί, αρχίζει μια μακρά περίοδος «κατάδυσης» στην ελληνική ιδιοπροσωπία και την ιστορία της, ως μοναδική απάντηση στον διογκούμενο με εκπληκτική ταχύτητα εθνομηδενισμό και την παγκοσμιοποιητική ιδεολογία. Αρκεί να δούμε την ταχύτατη συρρίκνωση του πατριωτικού ΠΑΣΟΚ, με τη σταδιακή περιθωριοποίηση όλων των εκδοχών του (Τσοβόλας, Παπαθεμελής, Χαραλαμπίδης) και την επικράτηση του λεγόμενου εκσυχρονιστικού ΠΑΣΟΚ, με εμβληματική φυσιογνωμία του τον Σημίτη. Ανάλογες υπήρξαν οι εξελίξεις και στον χώρο της Αριστεράς. Το ΚΚΕεσωτ., που είχε κάποτε ως σύμβολό του το σφυροδρέπανο με την ελληνική σημαία, μεταβάλλεται στον οιονεί συλλογικό διανοούμενο του εκσυγχρονιστικού στρατοπέδου, τροφοδοτώντας με εκατοντάδες στελέχη και διανοουμένους το σημιτικό ΠΑΣΟΚ, «καταλαμβάνοντας» τα πανεπιστήμια, τα ΜΜΕ, τους χώρους της πνευματικής και πολιτισμικής αναπαραγωγής (εκδοτικούς οίκους, γκαλερί, θέατρα κ.λπ.), «επεκτεινόμενο» τέλος, μέσω της περεστρόικα και της συγκρότησης του «Συνασπισμού», και σε ένα μεγάλο μέρος των στελεχών του ΚΚΕ.
Με τη συμβολή του πακτωλού χρημάτων που διοχετεύεται μέσα από τα ευρωπαϊκά προγράμματα, την ανάπτυξη των ΜΚΟ και τον νέο πλούτο που φέρνει η παρασιτική διόγκωση του ΑΕΠ, διαμορφώνεται ένα ευρύτατο στρώμα διανοουμένων που, για πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία, έχει ως σημείο αναφοράς –και παρεμπιπτόντως και χρηματοδότησης– όχι πια το ελληνικό έθνος-κράτος αλλά το ευρωπαϊκό μετα-έθνος/κράτος και τη Δύση συνολικότερα. Γι’ αυτό ο εθνομηδενισμός, από δευτερεύουσα ιδεολογική διάσταση της συγκρότησης αυτών των ρευμάτων, στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, μεταβάλλεται στον ηγεμονικό ιδεολογικό άξονα τους.
Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα, οι λίγοι άνθρωποι που συνεχίζαμε την πορεία των προηγούμενων δεκαετιών, βρεθήκαμε κυριολεκτικώς σε «πόλεμο» με τον ίδιο τον χώρο μας, καθώς και με το μεγαλύτερο μέρος της Αριστεράς. Γι’ αυτό και το περιοδικό Άρδην, που εκδίδεται από το 1995, ενώ αρχικώς είχε ως στόχο του μια παρέμβαση στο σύνολο των προβλημάτων της ελληνικής κοινωνίας, επικεντρώνεται σταδιακώς στα ζητήματα της ταυτότητας, της γεωπολιτικής, της ιστορίας και του ελληνικού πολιτισμού. Έτσι αποφάσισε η ίδια η πραγματικότητα διότι όσοι ήταν διατεθειμένοι να συμμετάσχουν σ’ αυτό, ή να συνεργαστούν μαζί μας, στρέφονταν κατ’ εξοχήν προς αυτή τη θεματική, ενώ, αντίστροφα, οι ασχολούμενοι με τα οικολογικά και «κοινωνικά» ζητήματα διέπονταν όλο και πιο έντονα από εθνομηδενιστικές αντιλήψεις.
Είμαστε υποχρεωμένοι, λοιπόν, να έρθουμε σε ρήξη τόσο με τον δυτικό μαρξισμό όσο και με τον κοσμοπολίτικο οικολογισμό, πραγματοποιώντας μια κυριολεκτική ιδεολογική επανάσταση. Έπρεπε να ανακαλύψουμε εξ αρχής τη σημασία της ορθοδοξίας στη διαμόρφωση της ιδιοπροσωπίας του ελληνικού λαού, που αποτελεί ακόμα και σήμερα ένα ισχυρότατο ταμπού για τους προερχόμενους από την Αριστερά. Εξάλλου, η ίδια η Εκκλησία, που σε όλη τη μετεμφυλιακή περίοδο, μέχρι και τη δικτατορία, είχε ταυτιστεί με την κυρίαρχη Δεξιά και τη Δύση, έμπαινε σε μια νέα εποχή διότι η παγκοσμιοποίηση και η διάλυση των ιδιαίτερων ταυτοτήτων είχε ως προαπαιτούμενο και την απίσχνασή της. Εξ ου και η μεγάλη σύγκρουση μεταξύ του Σημίτη και του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου για το θέμα των ταυτοτήτων και όχι μόνον. Παράλληλα, η κατάρρευση των σοσιαλιστικών καθεστώτων ξανάφερε σε επαφή την ελληνική με τη σλαβική ορθοδοξία (στη Σερβία, το Μαυροβούνιο, τη Ρωσία κ.λπ.) και έτσι ενίσχυσε εκ νέου την έννοια της ορθόδοξης κοινότητας, απέναντι στη δυτικόστροφη ελληνική Εκκλησία του ψυχρού πολέμου.
Είναι η στιγμή κατά την οποία η «μεταπολίτευση» ερχόταν να συναντήσει την ελληνική παράδοση. Ένα μεγάλο και αρχικώς αδιαφοροποίητο ρεύμα θα στραφεί προς την αρχαία ελληνική παράδοση, που βίωνε μια νέα άνοιξη μέσα από την αρχαιολατρία και η οποία οδηγούσε είτε στην παγκοσμιοποιητική αντίληψη του Δαυλού ή εν μέρει του Κορνήλιου Καστοριάδη (με το σκεπτικό ότι η αρχαία ελληνική παράδοση έχει μεταβληθεί σήμερα σε ιδεολογικό και πολιτιστικό υπόβαθρο του δυτικού πολιτισμού), είτε στις νεοναζιστικές ονειροφαντασίες των χρυσαυγιτών, στην κατεύθυνση που είχε χαράξει ο Κωνσταντίνος Πλεύρης.
Εμείς, προερχόμενοι από την Αριστερά, χωρίς πρότερη θρησκευτική ή μεταφυσική αναφορά, στην προσπάθεια της σύνδεσής μας με την εθνική ιδιοπροσωπία, ερχόμαστε να συναντήσουμε την ορθοδοξία ως αποφασιστικό στοιχείο της σύγχρονης ταυτότητας των Ελλήνων και ως ευρεία λαϊκή βάση αντίστασης στην παγκοσμιοποίηση. Σε αυτή την περίοδο, λοιπόν, θα έρθω σε επαφή με το νεο-ορθόδοξο ρεύμα, ξανασυναντώντας παλιούς φίλους, όπως τον Κώστα Ζουράρι, ή συναντώντας για πρώτη φορά τον Χρήστο Γιανναρά, τον π. Βασίλειο Γοντικάκη ή τον π. Γεώργιο Μεταλληνό κ.ά.
Το Άρδην μεταβάλλεται έτσι σε ένα πολιτικό και ιδεολογικό εργαστήριο που φέρνει σε επαφή οικολογικές ευαισθησίες, κοινωνικά ζητήματα, ορθοδοξία, εθνοτικές ταυτότητες του ελληνισμού, Πόντιους, Κύπριους κ.λπ., προσπαθώντας να διαμορφώσει ένα νέο ιδεολογικό και οραματικό πρόταγμα που έχουμε επιχειρήσει να διατυπώσουμε σ’ ένα πεντάπτυχο. Πατριωτισμός και εθνική ιδιοπροσωπία, κοινωνική δικαιοσύνη, περιβαλλοντική ευαισθησία και οικολογική ταυτότητα, άμεση δημοκρατία και πολιτιστική αναγέννηση.
Η διατύπωση ενός νέου προτάγματος
Με όλες βέβαια τις ιδεολογικές και πνευματικές «επαναστάσεις» που απαιτεί και προϋποθέτει ένα τέτοιο εγχείρημα. Κατ’ εξοχήν την υπέρβαση της δυτικής νοησιαρχίας και του διαφωτισμού σε μια νέα σύνθεση νόησης και συναισθήματος, διαφωτισμού και ρομαντισμού, μεταφυσικής και ορθού λόγου. Δεύτερον, την απόρριψη των μονοδιάστατων και μονοπαραγοντικών ιδεολογιών όπως ο μαρξισμός, ο εθνικισμός, ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός ή ο οικολογισμός, που επιλέγουν ένα και μόνο κλειδί για την ερμηνεία της ιστορίας και των ανθρώπινων αντιθέσεων. Ο πρώτος, ο μαρξισμός, την πάλη των τάξεων. Ο δεύτερος, ο εθνικισμός και ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός τα έθνη και τις θρησκευτικές ταυτότητες αποκλειστικά (όπως ο ναζισμός παλαιότερα ή ο ισλαμικός φονταμενταλισμός). Τέλος, ο τελευταίος, την αντίθεση άνθρωπος-φύση και μόνο. Εμείς, τόσο μέσα από το Άρδην όσο και μέσα από τις Εναλλακτικές εκδόσεις, προσπαθήσαμε να διατυπώσουμε ένα πολυπαραγοντικό σύστημα αντιθέσεων, στο οποίο η μία αντίθεση δεν ανάγεται στις άλλες. Δηλαδή, η πάλη των τάξεων δεν μπορεί μόνη της να ερμηνεύσει όλη την ανθρώπινη ιστορία, ούτε τα έθνη και οι θρησκείες, ενώ προφανώς, εκτός από την αντίθεση άνθρωπος-φύση υπάρχουν και διαδραματίζουν αποφασιστικό ρόλο οι αντιθέσεις μεταξύ των ανθρώπων.
Το μόνο που μπορεί να συμβεί είναι κάποια από αυτές τις αντιθέσεις να καταστεί συγκυριακά ηγεμονική, χωρίς όμως να μπορεί να απορροφήσει τις υπόλοιπες. Αυτή η αναγωγική θεωρία είναι η πηγή όλων των ολοκληρωτισμών του 20ού αιώνα και όχι μόνον.
Αυτή τη νέα πορεία την είχαμε ήδη εγκαινιάσει ουσιαστικώς από το 1985 (όταν εγώ, τουλάχιστον, έπαψα να αποδέχομαι τη γραμμική μαρξιστική αντίληψη της ιστορίας, όπως καταγράφεται και στο σχετικό δοκίμιο που εξέδωσα εκείνη την εποχή, Ούτε Θεός ούτε Ιστορία) και την εμβαθύνουμε στη συνέχεια. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και στο εξής, κατανοούμε σταδιακώς ένα νέο αποφασιστικό δεδομένο: επειδή ο ελληνισμός διανύει την κρισιμότερη φάση του, απειλούμενος με κυριολεκτική εξαφάνιση ως συλλογικό ιστορικό υποκείμενο (η δημογραφική κατάρρευση, η πολιτισμική συρρίκνωση, η παραγωγική απίσχναση και η γεωγραφική μας θέση ως «συνόρου» των κόσμων καθιστούν τον 21ο αιώνα τον κρισιμότερο της ιστορικής μας διαδρομής), γι’ αυτό και αντιληφθήκαμε πως η επιβίωσή μας απαιτεί μια επανάσταση σε όλα τα επίπεδα και κυριολεκτικώς προς όλα τα αζιμούθια. Και όχι μόνον πνευματική, πολιτισμική, πολιτική αλλά και πρωτίστως παραγωγική.
Η επιβίωσή μας προϋποθέτει έναν νέο κόσμο, όπου το τοπικό και το «μικρό», σύμφωνα με την έκφραση του Σουμάχερ, θα καταστεί αποδοτικότερο από το μεγάλο και παγκοσμιοποιημένο (κατά τον ίδιο τρόπο που τα μικρά θηλαστικά επέζησαν των δεινοσαύρων). Μέσα στις συνθήκες μιας διευρυνόμενης οικολογικής και οικονομικής κρίσης, το πολυκαλλιεργητικό μοντέλο της βιολογικής γεωργίας θα αντικαταστήσει τη βιομηχανική γεωργία, οι εναλλακτικές μορφές ενέργειας θα επιτρέψουν αυτονομία σε μικρά νησιά, περιφέρειες και έθνη, ενώ οι νέες δυνατότητες της ηλεκτρονικής θα κάνουν δυνατή την παραγωγή του μεγαλύτερου μέρους των προϊόντων σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο. Τέλος, οι μικρές συνεταιριστικές και κοινωνικές επιχειρήσεις θα αντικαταστήσουν εν πολλοίς τις μεγάλες ενεργοβόρες και αναποτελεσματικές μονάδες παραγωγής. Στην εποχή της ηλεκτρονικής και μικροηλεκτρονικής, οι οικονομίες «κλίμακας» μπορούν να έχουν αντίθετη φορά από εκείνη της βιομηχανικής εποχής και των τεράστιων μονάδων παραγωγής.
Σε αυτό το νέο στοίχημα, το οποίο αποκαλέσαμε εκσυγχρονισμό της παράδοσης, δηλαδή άρνηση του διπόλου: εισαγόμενος εκσυγχρονισμός και παρελθοντολογική παράδοση, που για αιώνες κατατρύχει το γένος μας, θελήσαμε να στηρίξουμε την ιδεολογική επανάσταση που θεωρούμε αναγκαία για οποιαδήποτε αυθεντική και «βιώσιμη» αλλαγή στη χώρα μας. Εκεί βρίσκεται και η απάντηση σε πολλά άλλα ερωτήματα που έχουν τεθεί.
Γιατί και πώς δεν ταυτιστήκαμε στο παρελθόν με πατριωτικές απόπειρες που έβγαιναν κατ’ εξοχήν από το πατριωτικό ΠΑΣΟΚ ή πρόσφατα και από τη «λαϊκή δεξιά»; Διότι, δυστυχώς, είναι δυνάμεις που αντλούν κυρίως από το παρελθόν, έχουν μία αντίληψη για το έθνος που αρνείται να συναρθρώσει την παράδοση και την ταυτότητα με τον σύγχρονο κόσμο, τον οποίο χαρίζει έτσι στον εθνομηδενιστικό εκσυγχρονισμό. Έτσι, επί παραδείγματι, προτάσσει τα εθνικά ζητήματα, χωρίς να τα συνδέει με την οικονομική αυτεξουσιότητα, απαραίτητο όρο για να διαθέτεις αυτόνομη υπόσταση και η οποία σήμερα είναι δυνατή μόνο εάν επενδύσουμε σ’ έναν μετασχηματισμό του οικονομικού υποδείγματος.
Δηλαδή, η Ελλάδα, αν θέλει να είναι ανεξάρτητη, θα πρέπει να είναι ταυτόχρονα περιβαλλοντικά βιώσιμη, οικονομικά αυτοδύναμη (αυτό δεν ταυτίζεται με κάποια μυθική αυτάρκεια) και κοινωνικά δίκαιη και ισορροπημένη. Διαφορετικά, είτε θα είναι απόλυτα εξαρτημένη, όπως σήμερα που έχει μετατραπεί σε αποικία χρέους, είτε/και θα οδηγηθεί σε μια πλήρη ιστορική έκλειψη. Παρ’ όλο λοιπόν που κάθε φορά ενισχύαμε τις πατριωτικές δυνάμεις που εμφανίζονταν στο πατριωτικό προσκήνιο, ακόμα και στις πρόσφατες ευρωεκλογές ψήφισα τον Κώστα Ζουράρι, που ήταν υποψήφιος με τους ΑΝΕΛ, αρνήθηκα να ενταχθώ σε πολιτικά σχήματα, πιστεύοντας πως μια τέτοια ένταξη θα υπονόμευε και θα νόθευε την προσπάθεια ενός ιδεολογικού Risorgimento, που θεωρώ προϋπόθεση για ένα νέο πολιτικό κίνημα που σκοπεύει ψηλά και μακριά.
Παράλληλα, βέβαια, όλα αυτά τα χρόνια, παρέμενα πολιτικά ενεργός συμμετέχοντας σε κινητοποιήσεις ενάντια στον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία, το Ιράκ, για την απελευθέρωση του Οτσαλάν, ή για τις ταυτότητες, κατ’ εξοχήν για την Κύπρο και ενάντια στο σχέδιο Ανάν, πρωτοστατώντας στις σχετικές κινητοποιήσεις. Τέλος, συμμετείχα στη μεγάλη ιδεολογική και πολιτική μάχη ενάντια στον εθνομηδενισμό στην ιστορία και την εκπαίδευση, που έχει ταυτιστεί εν μέρει με την κινητοποίηση για το βιβλίο της 6ης Δημοτικού της κ. Ρεπούση.
Η επιμονή μου από το 1974 για την αυτοδιάθεση της Κύπρου, ως προϋπόθεση οποιασδήποτε θετικής εξέλιξης που θα επιτρέψει την επιβίωση του ελληνισμού στη μεγαλόνησο, έχει σφραγίσει την προσωπική και πολιτική μου διαδρομή. Όλα αυτά τα χρόνια, είμαι παρών στην Κύπρο, αρχίζοντας το 1975 από τους καταυλισμούς των προσφύγων μέχρι πρόσφατα όταν το Άρδην οργάνωσε στην Κύπρο την πρώτη κοινή ομιλία μεταξύ του Νικόλα Παπαδόπουλου και του Γιώργου Λιλλήκα. Και αυτό επειδή πιστεύω πως η οριστική απώλεια της Κύπρου θα σημάνει για τον ελληνισμό μια ανεπανόρθωτη καταστροφή, επειδή θα τον αποκόψει οριστικά και τελεσίδικα από το ιστορικό του υπόβαθρο, στην ανατολική Μεσόγειο, και θα τον περιορίσει σε ένα μικρό υπό εξαφάνιση κρατίδιο.
Άλλωστε, τα τελευταία χρόνια, επικέντρωσα τη συγγραφική και ερευνητική μου δραστηριότητα στη «διαμάχη για την ιστορία», έχοντας εκδώσει ήδη έξι βιβλία που αφορούν τη γένεση του νεώτερου ελληνισμού. Σε αυτά προσπαθώ να αντιμετωπίσω ιστορικά και θεωρητικά την εθνομηδενιστική θεωρία για την κατασκευή του έθνους μέσω του κράτους. Πρώτος την διετύπωσε ο Φαλμεράιερ ενώ, σήμερα, υποστηρίζεται από τον Χομπσμπάουμ, τον Μάνγκο και τους Έλληνες ζηλωτές τους (από τον Αντώνη Λιάκο έως τη Μαρία Ρεπούση). Και όντως εάν το ελληνικό έθνος είναι δημιούργημα του ελληνικού κράτους, η σημερινή του ένταξή σε υπερεθνικούς κρατικούς οργανισμούς, όπως η Ε.Ε. ή το ΝΑΤΟ, συνεπάγεται και την υποβάθμιση ή την έκλειψη του ελληνικού έθνους. Γι’ αυτό και η τόση επιμονή από μέρους τους στη θεωρία της ασυνέχειας ανάμεσα στους σημερινούς και τους παλαιότερους Έλληνες.
[ ]
Το μόνο που μπορεί να συμβεί είναι κάποια από αυτές τις αντιθέσεις να καταστεί συγκυριακά ηγεμονική, χωρίς όμως να μπορεί να απορροφήσει τις υπόλοιπες. Αυτή η αναγωγική θεωρία είναι η πηγή όλων των ολοκληρωτισμών του 20ού αιώνα και όχι μόνον.
Αυτή τη νέα πορεία την είχαμε ήδη εγκαινιάσει ουσιαστικώς από το 1985 (όταν εγώ, τουλάχιστον, έπαψα να αποδέχομαι τη γραμμική μαρξιστική αντίληψη της ιστορίας, όπως καταγράφεται και στο σχετικό δοκίμιο που εξέδωσα εκείνη την εποχή, Ούτε Θεός ούτε Ιστορία) και την εμβαθύνουμε στη συνέχεια. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και στο εξής, κατανοούμε σταδιακώς ένα νέο αποφασιστικό δεδομένο: επειδή ο ελληνισμός διανύει την κρισιμότερη φάση του, απειλούμενος με κυριολεκτική εξαφάνιση ως συλλογικό ιστορικό υποκείμενο (η δημογραφική κατάρρευση, η πολιτισμική συρρίκνωση, η παραγωγική απίσχναση και η γεωγραφική μας θέση ως «συνόρου» των κόσμων καθιστούν τον 21ο αιώνα τον κρισιμότερο της ιστορικής μας διαδρομής), γι’ αυτό και αντιληφθήκαμε πως η επιβίωσή μας απαιτεί μια επανάσταση σε όλα τα επίπεδα και κυριολεκτικώς προς όλα τα αζιμούθια. Και όχι μόνον πνευματική, πολιτισμική, πολιτική αλλά και πρωτίστως παραγωγική.
Η επιβίωσή μας προϋποθέτει έναν νέο κόσμο, όπου το τοπικό και το «μικρό», σύμφωνα με την έκφραση του Σουμάχερ, θα καταστεί αποδοτικότερο από το μεγάλο και παγκοσμιοποιημένο (κατά τον ίδιο τρόπο που τα μικρά θηλαστικά επέζησαν των δεινοσαύρων). Μέσα στις συνθήκες μιας διευρυνόμενης οικολογικής και οικονομικής κρίσης, το πολυκαλλιεργητικό μοντέλο της βιολογικής γεωργίας θα αντικαταστήσει τη βιομηχανική γεωργία, οι εναλλακτικές μορφές ενέργειας θα επιτρέψουν αυτονομία σε μικρά νησιά, περιφέρειες και έθνη, ενώ οι νέες δυνατότητες της ηλεκτρονικής θα κάνουν δυνατή την παραγωγή του μεγαλύτερου μέρους των προϊόντων σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο. Τέλος, οι μικρές συνεταιριστικές και κοινωνικές επιχειρήσεις θα αντικαταστήσουν εν πολλοίς τις μεγάλες ενεργοβόρες και αναποτελεσματικές μονάδες παραγωγής. Στην εποχή της ηλεκτρονικής και μικροηλεκτρονικής, οι οικονομίες «κλίμακας» μπορούν να έχουν αντίθετη φορά από εκείνη της βιομηχανικής εποχής και των τεράστιων μονάδων παραγωγής.
Σε αυτό το νέο στοίχημα, το οποίο αποκαλέσαμε εκσυγχρονισμό της παράδοσης, δηλαδή άρνηση του διπόλου: εισαγόμενος εκσυγχρονισμός και παρελθοντολογική παράδοση, που για αιώνες κατατρύχει το γένος μας, θελήσαμε να στηρίξουμε την ιδεολογική επανάσταση που θεωρούμε αναγκαία για οποιαδήποτε αυθεντική και «βιώσιμη» αλλαγή στη χώρα μας. Εκεί βρίσκεται και η απάντηση σε πολλά άλλα ερωτήματα που έχουν τεθεί.
Γιατί και πώς δεν ταυτιστήκαμε στο παρελθόν με πατριωτικές απόπειρες που έβγαιναν κατ’ εξοχήν από το πατριωτικό ΠΑΣΟΚ ή πρόσφατα και από τη «λαϊκή δεξιά»; Διότι, δυστυχώς, είναι δυνάμεις που αντλούν κυρίως από το παρελθόν, έχουν μία αντίληψη για το έθνος που αρνείται να συναρθρώσει την παράδοση και την ταυτότητα με τον σύγχρονο κόσμο, τον οποίο χαρίζει έτσι στον εθνομηδενιστικό εκσυγχρονισμό. Έτσι, επί παραδείγματι, προτάσσει τα εθνικά ζητήματα, χωρίς να τα συνδέει με την οικονομική αυτεξουσιότητα, απαραίτητο όρο για να διαθέτεις αυτόνομη υπόσταση και η οποία σήμερα είναι δυνατή μόνο εάν επενδύσουμε σ’ έναν μετασχηματισμό του οικονομικού υποδείγματος.
Δηλαδή, η Ελλάδα, αν θέλει να είναι ανεξάρτητη, θα πρέπει να είναι ταυτόχρονα περιβαλλοντικά βιώσιμη, οικονομικά αυτοδύναμη (αυτό δεν ταυτίζεται με κάποια μυθική αυτάρκεια) και κοινωνικά δίκαιη και ισορροπημένη. Διαφορετικά, είτε θα είναι απόλυτα εξαρτημένη, όπως σήμερα που έχει μετατραπεί σε αποικία χρέους, είτε/και θα οδηγηθεί σε μια πλήρη ιστορική έκλειψη. Παρ’ όλο λοιπόν που κάθε φορά ενισχύαμε τις πατριωτικές δυνάμεις που εμφανίζονταν στο πατριωτικό προσκήνιο, ακόμα και στις πρόσφατες ευρωεκλογές ψήφισα τον Κώστα Ζουράρι, που ήταν υποψήφιος με τους ΑΝΕΛ, αρνήθηκα να ενταχθώ σε πολιτικά σχήματα, πιστεύοντας πως μια τέτοια ένταξη θα υπονόμευε και θα νόθευε την προσπάθεια ενός ιδεολογικού Risorgimento, που θεωρώ προϋπόθεση για ένα νέο πολιτικό κίνημα που σκοπεύει ψηλά και μακριά.
Παράλληλα, βέβαια, όλα αυτά τα χρόνια, παρέμενα πολιτικά ενεργός συμμετέχοντας σε κινητοποιήσεις ενάντια στον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία, το Ιράκ, για την απελευθέρωση του Οτσαλάν, ή για τις ταυτότητες, κατ’ εξοχήν για την Κύπρο και ενάντια στο σχέδιο Ανάν, πρωτοστατώντας στις σχετικές κινητοποιήσεις. Τέλος, συμμετείχα στη μεγάλη ιδεολογική και πολιτική μάχη ενάντια στον εθνομηδενισμό στην ιστορία και την εκπαίδευση, που έχει ταυτιστεί εν μέρει με την κινητοποίηση για το βιβλίο της 6ης Δημοτικού της κ. Ρεπούση.
Η επιμονή μου από το 1974 για την αυτοδιάθεση της Κύπρου, ως προϋπόθεση οποιασδήποτε θετικής εξέλιξης που θα επιτρέψει την επιβίωση του ελληνισμού στη μεγαλόνησο, έχει σφραγίσει την προσωπική και πολιτική μου διαδρομή. Όλα αυτά τα χρόνια, είμαι παρών στην Κύπρο, αρχίζοντας το 1975 από τους καταυλισμούς των προσφύγων μέχρι πρόσφατα όταν το Άρδην οργάνωσε στην Κύπρο την πρώτη κοινή ομιλία μεταξύ του Νικόλα Παπαδόπουλου και του Γιώργου Λιλλήκα. Και αυτό επειδή πιστεύω πως η οριστική απώλεια της Κύπρου θα σημάνει για τον ελληνισμό μια ανεπανόρθωτη καταστροφή, επειδή θα τον αποκόψει οριστικά και τελεσίδικα από το ιστορικό του υπόβαθρο, στην ανατολική Μεσόγειο, και θα τον περιορίσει σε ένα μικρό υπό εξαφάνιση κρατίδιο.
Άλλωστε, τα τελευταία χρόνια, επικέντρωσα τη συγγραφική και ερευνητική μου δραστηριότητα στη «διαμάχη για την ιστορία», έχοντας εκδώσει ήδη έξι βιβλία που αφορούν τη γένεση του νεώτερου ελληνισμού. Σε αυτά προσπαθώ να αντιμετωπίσω ιστορικά και θεωρητικά την εθνομηδενιστική θεωρία για την κατασκευή του έθνους μέσω του κράτους. Πρώτος την διετύπωσε ο Φαλμεράιερ ενώ, σήμερα, υποστηρίζεται από τον Χομπσμπάουμ, τον Μάνγκο και τους Έλληνες ζηλωτές τους (από τον Αντώνη Λιάκο έως τη Μαρία Ρεπούση). Και όντως εάν το ελληνικό έθνος είναι δημιούργημα του ελληνικού κράτους, η σημερινή του ένταξή σε υπερεθνικούς κρατικούς οργανισμούς, όπως η Ε.Ε. ή το ΝΑΤΟ, συνεπάγεται και την υποβάθμιση ή την έκλειψη του ελληνικού έθνους. Γι’ αυτό και η τόση επιμονή από μέρους τους στη θεωρία της ασυνέχειας ανάμεσα στους σημερινούς και τους παλαιότερους Έλληνες.
[ ]
Οι προσπάθειες για τη διαμόρφωση ενός πολιτικού υποκειμένου
Έσχατο, αλλά όχι ελάχιστο, είναι το εγχείρημα που εγκαινιάζεται από το 2007 με την έκδοση της εφημερίδας Ρήξη, για τον σταδιακό μετασχηματισμό ενός ιδεολογικού εγχειρήματος σε πολιτικό επιχειρώντας, ίσως, τον τετραγωνισμό του κύκλου, δηλαδή να περάσουμε από τη σπορά στον θερισμό, πράγμα που σπανίως επιτυγχάνεται από τους ίδιους ανθρώπους στην ιστορία, διότι συνήθως άλλος ο καιρός του σπείρειν και άλλος του θερίζειν. Όμως οι άνθρωποι έλκονται πάντα από το δυσκολότερο αν όχι το ακατόρθωτο! Το πώς δηλαδή ένα ιδεολογικό πρόταγμα θα μεταβληθεί και σε ένα σχετικά ολοκληρωμένο πολιτικό εγχείρημα. Από τη στιγμή και πέρα όπου ένα μίνιμουμ ανθρώπων άρχισαν να συγκλίνουν προς αυτή την κατεύθυνση –εξάλλου ποτέ δεν πάψαμε να είμαστε πολιτικά ενεργοί–, δημιουργώντας την «Κίνηση Πολιτών Άρδην», το 2008, αρχίσαμε μια «μακρά πορεία» μετασχηματισμού σε πολιτικό πόλο, παράλληλα με την επιμονή στην ιδεολογική και θεωρητική επεξεργασία (όλα αυτά τα χρόνια έχουμε οργανώσει και έχουμε παρέμβει σε εκατοντάδες αν όχι χιλιάδες συζητήσεις, εκδηλώσεις, διαδηλώσεις κ.λπ.).
Η κρίση του 2010 επιτάχυνε και ταυτόχρονα μετασχημάτισε το σκηνικό, υποχρεώνοντας όλους μας σε μια ταχύτερη «πολιτικοποίηση», μια και πλέον δεν υπήρχε ο χρόνος και η πολυτέλεια ενός σταδιακού μετασχηματισμού. Από τη συμμετοχή μας στις «πλατείες» και στις κινητοποιήσεις των Αγανακτισμένων, υπό την πίεση του επείγοντος χαρακτήρα μιας άμεσης απάντησης, παρ’ ότι γνωρίζαμε ότι αυτή δεν θα ήταν κατ’ ανάγκη απόλυτα ικανοποιητική, φθάσαμε και στη συμμετοχή μας στη «Σπίθα».
Η άποψή μου για τις πολιτικές και πνευματικές ελίτ της χώρας, όσες πρωταγωνίστησαν στην περίοδο 1974-2010, ήταν και εξακολουθεί να παραμένει πως, στην καλύτερη περίπτωση, είναι βαθύτατα φθαρμένες, όταν δεν είναι διεφθαρμένες. Γι’ αυτό ποτέ δεν πίστευα κατά βάθος ότι η πρωτοβουλία που πήρε ο Μίκης Θεοδωράκης θα μπορούσε να είναι αποδοτική και να οδηγήσει στη συγκρότηση του ελλείποντος πολιτικού πόλου. Εξάλλου, στο παρελθόν, παρά τις εκκλήσεις μου, ο άλλος «μεγάλος γέρων» της Αριστεράς, ο Μανώλης Γλέζος, είχε αποτύχει και αυτός να εκφράσει τις ανάγκες της χώρας, στη νέα περίοδο μετά το 1990, παρά την εμβληματική και χαρισματική του προσωπικότητα. Από τις αρχές της δεκαετίας του 90, όταν είχε εξαντληθεί το εγχείρημα των Οικολόγων-Εναλλακτικών, προσπαθούσα να πείσω τον Μ. Γλέζο, με το κύρος που διέθετε, να απευθυνθεί στην ελληνική κοινωνία και, με άξονα το πεντάπτυχο που προανέφερα –το συμμερίζονταν και άλλοι όπως και ο Μιχάλης Ράπτης (Πάμπλο) με τον οποίο είχαμε ξεκινήσει την έκδοση του Άρδην αλλά χάθηκε δυστυχώς πριν καν τυπωθεί το πρώτο τεύχος του– να προχωρήσουμε στη διαμόρφωση ενός νέου ιδεολογικοπολιτικού πόλου. Ενός πόλου που δεν θα χώριζε τους Έλληνες σε δεξιούς και αριστερούς, αλλά θα εκκινούσε από τη συμφωνία γύρω από τις κατευθύνσεις και όχι από τις πολιτικές ταμπέλες του ενός ή του άλλου τύπου. Διότι η εμπειρία του υπαρκτού σοσιαλισμού, της σοσιαλδημοκρατίας στη Δύση και της υπαρκτής οικολογίας στη Γερμανία, είχε καταδείξει πως οι παλιοί όροι δεν αντιστοιχούν στα κοινωνικά υποκείμενα και τα προτάγματα της εποχής μας. Συνεπώς, θα ήταν λανθασμένη μια απόπειρα που θα επανέφερε στο προσκήνιο τα ιστορικά φαντάσματα της παλιάς αριστεράς και της παλιάς δεξιάς, ιδιαίτερα σε μια χώρα με βεβαρυμένη εμφυλιοπολεμική παράδοση.
Ο Μανώλης Γλέζος όμως προτίμησε την πεπατημένη, την απεύθυνση στην «Αριστερά» και τη συγκρότηση μιας ομάδας διαλόγου ανάμεσα σε αριστερές ομαδοποιήσεις, απόληξη της οποίας, μέσα από διαδοχικούς μετασχηματισμούς και διευρύνσεις, είναι ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι λοιπόν ο Μ. Γλέζος, με την επιμονή του, κατόρθωσε να εγκαινιάσει τη διαδικασία της συγκρότησης ενός πολιτικού πόλου, μόνο που αυτός δεν βρίσκεται πλέον στην πολιτική γραμμή που ο ίδιος επιθυμούσε αρχικώς! Αντίθετα, τόσο ο ίδιος όσο και στη συνέχεια ο Π. Λαφαζάνης ή ο Α. Αλαβάνος, για να προσαρμοστούν στον εθνομηδενιστικό μέσο όρο της υπαρκτής αριστεράς, υπέστειλαν οι ίδιοι τη πατριωτική διάσταση της άποψής τους και έφθασαν, οι δύο τελευταίοι, να υπογράφουν προσωπικά, κείμενα υπέρ της …. Μαρίας Ρεπούση!
Τώρα λοιπόν, δεκαπέντε χρόνια μετά, στις συνθήκες της κρίσης, ένα άλλο ιστορικό στέλεχος της αριστεράς και βάρδος του ελληνικού πολιτισμού, ο Μίκης Θεοδωράκης, ανελάμβανε να αναπληρώσει τον ρόλο που δεν είχε παίξει ο Μ. Γλέζος, απευθυνόμενος σε όλους τους Έλληνες, αδιακρίτως ιδεολογικής και πολιτικής προέλευσης. Ωστόσο, παρά τον ενθουσιασμό που προκάλεσε η έκκληση του, έφερε τις υποθήκες του παρελθόντος και της ιστορίας του. Είχε συμμετάσχει σε κυβερνήσεις και κόμματα, ήταν ένας από τους πιο προβεβλημένους Έλληνες, διαθέτει μεγάλη οξυδέρκεια ταυτόχρονα, όμως, είναι μεγάλο το βάρος μιας διαδρομής στα δώματα και τους προθαλάμους της εξουσίας: από το περιβόητο «ή Καραμανλής ή τανκς» του 1974 έως τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση Μητσοτάκη και την επιμονή του στα βραβεία Ιπεκτσί και την «ελληνοτουρκική φιλία». Όλα αυτά με έκαναν να δυσπιστώ προκαταβολικά, αλλά δέχτηκα να αναστείλω αυτές μου τις επιφυλάξεις, διότι, απέναντι στο κύμα της αγανάκτησης που φούντωνε, στην κορυφή του οποίου βρισκόταν ο Μίκης Θεοδωράκης, θα ήμουν ανεπίτρεπτα επιφυλακτικός. Έτσι, για μια περίοδο έξι μηνών και μετά από κάλεσμα του ίδιου του Μίκη, εγώ και οι φίλοι μου του Άρδην ανταποκριθήκαμε σε αυτό. Δεν είναι της ώρας να περιγράψω το πώς και γιατί απέτυχε και αυτό το εγχείρημα, που συνεπήρε και συνήγειρε τόσους και τόσους συμπατριώτες μας. Εν τέλει, ο πυρετός της «Σπίθας» έπεσε, μαζί με τον πυρετό της αγανάκτησης, για να οδηγήσει στην επιβεβαίωση δύο άλλων πολιτικών σχημάτων τα οποία επένδυαν ακριβώς στην αντίθεση Αριστερά¬¬-Δεξιά, παρότι ήθελαν και αυτά να εκφράσουν τους αγανακτισμένους και τους αντιμνημονιακούς. Από τη μια πλευρά, της Αριστεράς, ο ΣΥΡΙΖΑ, και από την πλευρά της Δεξιάς, η Χ.Α. Η απόπειρα μιας ιστορικής επιτάχυνσης, μέσω της κρίσης που θα αναδείκνυε έναν πατριωτικό, κοινωνικό, οικολογικό, πολιτικό πόλο, όπως είχαμε φανταστεί και δοκιμάσαμε να κάνουμε με τη «Σπίθα», απέτυχε. Το θαύμα απεδείχθη βραχύβιο.
Δυστυχώς, η εμπειρία της «Σπίθας» ήρθε να επιβεβαιώσει αυτό που ήδη γνώριζα: πως όχι μόνο δεν υπάρχουν συστημικές μορφές και φυσιογνωμίες, ικανές να εκφράσουν δημιουργικά την αγανάκτηση των Ελλήνων και τις νέες ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας για μία ριζική και καθολική επ-ανάσταση, αλλά πως είναι τεράστια και η σύγχυση που βασιλεύει μέσα στους αγανακτισμένους Έλληνες. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι έχει φθαρεί όχι μόνο το πολιτικό προσωπικό και οι κάθε είδους ελίτ αλλά και το ίδιο το λαϊκό σώμα, που μέσα από την παρασιτική ενσωμάτωση στη Δύση, ιδιαίτερα κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια, έχει απολέσει αντιστασιακά αντανακλαστικά και οράματα. Θα πρέπει, λοιπόν, από αυτό το υπαρκτό λαϊκό σώμα και πρωτίστως από τους «ανώνυμους», μέσα από την επίπονη και οδυνηρή διαδικασία της κρίσης και της καταστροφής, να αναδειχθούν τα νέα πολιτικά υποκείμενα που έχει ανάγκη η χώρα μας.
Αποφασιστικός παράγοντας αυτής της σχετικά επίπονης διαδικασίας μετασχηματισμού είναι η δημογραφική εξασθένιση του ελληνισμού και η γήρανση του πληθυσμού (ο μέσος όρος ηλικίας των Ελλήνων φθάνει το 42 χρόνια όταν στην Τουρκία είναι 26-27 και στην Αίγυπτο 23). Η γήρανση αυτή κάνει τους μετασχηματισμούς πιο αργούς, ενώ οι ιδεολογικές μετατοπίσεις γίνονται πιο δύσκολες και εκφράζονται αρχικώς μάλλον με την απαξίωση της πολιτικής και όχι με μια επαναστατική και οραματική ανατροπή. Όποιοι ζήσαμε το κίνημα των Αγανακτισμένων, γνωρίζουμε καλά πως επρόκειτο κυρίως για ένα κίνημα μεσήλικων κατεστραμμένων οικονομικά μικροϊδιοκτητών, μισθωτών του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και ανέργων, και όχι για ένα κίνημα νέων με καινούργια οράματα και αξίες.
Αντίθετα, οι σχετικά λίγοι νέοι της χώρας μας είχαν παραδοθεί, τα τελευταία χρόνια, σχεδόν ολοκληρωτικά στις εισαγόμενες με παρασιτικό τρόπο αξίες του καταναλωτισμού. Γι’ αυτό και η μόνη «επανάσταση» που αποπειράθηκαν τον Δεκέμβρη του 2008 ήταν κυριολεκτικά μια μηδενιστική επανάσταση, χωρίς άλλο όραμα εκτός από μια καταστροφή που υποκαθιστούσε τα τηλεοπτικά παιχνίδια στα οποία ήταν εθισμένοι. Αυτή λοιπόν η βαθιά κρίση της ελληνικής κοινωνίας εξηγεί και γιατί εν τέλει προσέφυγε είτε σε δοκιμασμένες συνταγές είτε στον εμφυλιακό παροξυσμό της Χ.Α. και όχι βέβαια, τουλάχιστον ακόμα, στη διατύπωση ενός νέου προτάγματος με όρους πολιτικού κινήματος.
Η κρίση του 2010 επιτάχυνε και ταυτόχρονα μετασχημάτισε το σκηνικό, υποχρεώνοντας όλους μας σε μια ταχύτερη «πολιτικοποίηση», μια και πλέον δεν υπήρχε ο χρόνος και η πολυτέλεια ενός σταδιακού μετασχηματισμού. Από τη συμμετοχή μας στις «πλατείες» και στις κινητοποιήσεις των Αγανακτισμένων, υπό την πίεση του επείγοντος χαρακτήρα μιας άμεσης απάντησης, παρ’ ότι γνωρίζαμε ότι αυτή δεν θα ήταν κατ’ ανάγκη απόλυτα ικανοποιητική, φθάσαμε και στη συμμετοχή μας στη «Σπίθα».
Η άποψή μου για τις πολιτικές και πνευματικές ελίτ της χώρας, όσες πρωταγωνίστησαν στην περίοδο 1974-2010, ήταν και εξακολουθεί να παραμένει πως, στην καλύτερη περίπτωση, είναι βαθύτατα φθαρμένες, όταν δεν είναι διεφθαρμένες. Γι’ αυτό ποτέ δεν πίστευα κατά βάθος ότι η πρωτοβουλία που πήρε ο Μίκης Θεοδωράκης θα μπορούσε να είναι αποδοτική και να οδηγήσει στη συγκρότηση του ελλείποντος πολιτικού πόλου. Εξάλλου, στο παρελθόν, παρά τις εκκλήσεις μου, ο άλλος «μεγάλος γέρων» της Αριστεράς, ο Μανώλης Γλέζος, είχε αποτύχει και αυτός να εκφράσει τις ανάγκες της χώρας, στη νέα περίοδο μετά το 1990, παρά την εμβληματική και χαρισματική του προσωπικότητα. Από τις αρχές της δεκαετίας του 90, όταν είχε εξαντληθεί το εγχείρημα των Οικολόγων-Εναλλακτικών, προσπαθούσα να πείσω τον Μ. Γλέζο, με το κύρος που διέθετε, να απευθυνθεί στην ελληνική κοινωνία και, με άξονα το πεντάπτυχο που προανέφερα –το συμμερίζονταν και άλλοι όπως και ο Μιχάλης Ράπτης (Πάμπλο) με τον οποίο είχαμε ξεκινήσει την έκδοση του Άρδην αλλά χάθηκε δυστυχώς πριν καν τυπωθεί το πρώτο τεύχος του– να προχωρήσουμε στη διαμόρφωση ενός νέου ιδεολογικοπολιτικού πόλου. Ενός πόλου που δεν θα χώριζε τους Έλληνες σε δεξιούς και αριστερούς, αλλά θα εκκινούσε από τη συμφωνία γύρω από τις κατευθύνσεις και όχι από τις πολιτικές ταμπέλες του ενός ή του άλλου τύπου. Διότι η εμπειρία του υπαρκτού σοσιαλισμού, της σοσιαλδημοκρατίας στη Δύση και της υπαρκτής οικολογίας στη Γερμανία, είχε καταδείξει πως οι παλιοί όροι δεν αντιστοιχούν στα κοινωνικά υποκείμενα και τα προτάγματα της εποχής μας. Συνεπώς, θα ήταν λανθασμένη μια απόπειρα που θα επανέφερε στο προσκήνιο τα ιστορικά φαντάσματα της παλιάς αριστεράς και της παλιάς δεξιάς, ιδιαίτερα σε μια χώρα με βεβαρυμένη εμφυλιοπολεμική παράδοση.
Ο Μανώλης Γλέζος όμως προτίμησε την πεπατημένη, την απεύθυνση στην «Αριστερά» και τη συγκρότηση μιας ομάδας διαλόγου ανάμεσα σε αριστερές ομαδοποιήσεις, απόληξη της οποίας, μέσα από διαδοχικούς μετασχηματισμούς και διευρύνσεις, είναι ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι λοιπόν ο Μ. Γλέζος, με την επιμονή του, κατόρθωσε να εγκαινιάσει τη διαδικασία της συγκρότησης ενός πολιτικού πόλου, μόνο που αυτός δεν βρίσκεται πλέον στην πολιτική γραμμή που ο ίδιος επιθυμούσε αρχικώς! Αντίθετα, τόσο ο ίδιος όσο και στη συνέχεια ο Π. Λαφαζάνης ή ο Α. Αλαβάνος, για να προσαρμοστούν στον εθνομηδενιστικό μέσο όρο της υπαρκτής αριστεράς, υπέστειλαν οι ίδιοι τη πατριωτική διάσταση της άποψής τους και έφθασαν, οι δύο τελευταίοι, να υπογράφουν προσωπικά, κείμενα υπέρ της …. Μαρίας Ρεπούση!
Τώρα λοιπόν, δεκαπέντε χρόνια μετά, στις συνθήκες της κρίσης, ένα άλλο ιστορικό στέλεχος της αριστεράς και βάρδος του ελληνικού πολιτισμού, ο Μίκης Θεοδωράκης, ανελάμβανε να αναπληρώσει τον ρόλο που δεν είχε παίξει ο Μ. Γλέζος, απευθυνόμενος σε όλους τους Έλληνες, αδιακρίτως ιδεολογικής και πολιτικής προέλευσης. Ωστόσο, παρά τον ενθουσιασμό που προκάλεσε η έκκληση του, έφερε τις υποθήκες του παρελθόντος και της ιστορίας του. Είχε συμμετάσχει σε κυβερνήσεις και κόμματα, ήταν ένας από τους πιο προβεβλημένους Έλληνες, διαθέτει μεγάλη οξυδέρκεια ταυτόχρονα, όμως, είναι μεγάλο το βάρος μιας διαδρομής στα δώματα και τους προθαλάμους της εξουσίας: από το περιβόητο «ή Καραμανλής ή τανκς» του 1974 έως τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση Μητσοτάκη και την επιμονή του στα βραβεία Ιπεκτσί και την «ελληνοτουρκική φιλία». Όλα αυτά με έκαναν να δυσπιστώ προκαταβολικά, αλλά δέχτηκα να αναστείλω αυτές μου τις επιφυλάξεις, διότι, απέναντι στο κύμα της αγανάκτησης που φούντωνε, στην κορυφή του οποίου βρισκόταν ο Μίκης Θεοδωράκης, θα ήμουν ανεπίτρεπτα επιφυλακτικός. Έτσι, για μια περίοδο έξι μηνών και μετά από κάλεσμα του ίδιου του Μίκη, εγώ και οι φίλοι μου του Άρδην ανταποκριθήκαμε σε αυτό. Δεν είναι της ώρας να περιγράψω το πώς και γιατί απέτυχε και αυτό το εγχείρημα, που συνεπήρε και συνήγειρε τόσους και τόσους συμπατριώτες μας. Εν τέλει, ο πυρετός της «Σπίθας» έπεσε, μαζί με τον πυρετό της αγανάκτησης, για να οδηγήσει στην επιβεβαίωση δύο άλλων πολιτικών σχημάτων τα οποία επένδυαν ακριβώς στην αντίθεση Αριστερά¬¬-Δεξιά, παρότι ήθελαν και αυτά να εκφράσουν τους αγανακτισμένους και τους αντιμνημονιακούς. Από τη μια πλευρά, της Αριστεράς, ο ΣΥΡΙΖΑ, και από την πλευρά της Δεξιάς, η Χ.Α. Η απόπειρα μιας ιστορικής επιτάχυνσης, μέσω της κρίσης που θα αναδείκνυε έναν πατριωτικό, κοινωνικό, οικολογικό, πολιτικό πόλο, όπως είχαμε φανταστεί και δοκιμάσαμε να κάνουμε με τη «Σπίθα», απέτυχε. Το θαύμα απεδείχθη βραχύβιο.
Δυστυχώς, η εμπειρία της «Σπίθας» ήρθε να επιβεβαιώσει αυτό που ήδη γνώριζα: πως όχι μόνο δεν υπάρχουν συστημικές μορφές και φυσιογνωμίες, ικανές να εκφράσουν δημιουργικά την αγανάκτηση των Ελλήνων και τις νέες ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας για μία ριζική και καθολική επ-ανάσταση, αλλά πως είναι τεράστια και η σύγχυση που βασιλεύει μέσα στους αγανακτισμένους Έλληνες. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι έχει φθαρεί όχι μόνο το πολιτικό προσωπικό και οι κάθε είδους ελίτ αλλά και το ίδιο το λαϊκό σώμα, που μέσα από την παρασιτική ενσωμάτωση στη Δύση, ιδιαίτερα κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια, έχει απολέσει αντιστασιακά αντανακλαστικά και οράματα. Θα πρέπει, λοιπόν, από αυτό το υπαρκτό λαϊκό σώμα και πρωτίστως από τους «ανώνυμους», μέσα από την επίπονη και οδυνηρή διαδικασία της κρίσης και της καταστροφής, να αναδειχθούν τα νέα πολιτικά υποκείμενα που έχει ανάγκη η χώρα μας.
Αποφασιστικός παράγοντας αυτής της σχετικά επίπονης διαδικασίας μετασχηματισμού είναι η δημογραφική εξασθένιση του ελληνισμού και η γήρανση του πληθυσμού (ο μέσος όρος ηλικίας των Ελλήνων φθάνει το 42 χρόνια όταν στην Τουρκία είναι 26-27 και στην Αίγυπτο 23). Η γήρανση αυτή κάνει τους μετασχηματισμούς πιο αργούς, ενώ οι ιδεολογικές μετατοπίσεις γίνονται πιο δύσκολες και εκφράζονται αρχικώς μάλλον με την απαξίωση της πολιτικής και όχι με μια επαναστατική και οραματική ανατροπή. Όποιοι ζήσαμε το κίνημα των Αγανακτισμένων, γνωρίζουμε καλά πως επρόκειτο κυρίως για ένα κίνημα μεσήλικων κατεστραμμένων οικονομικά μικροϊδιοκτητών, μισθωτών του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και ανέργων, και όχι για ένα κίνημα νέων με καινούργια οράματα και αξίες.
Αντίθετα, οι σχετικά λίγοι νέοι της χώρας μας είχαν παραδοθεί, τα τελευταία χρόνια, σχεδόν ολοκληρωτικά στις εισαγόμενες με παρασιτικό τρόπο αξίες του καταναλωτισμού. Γι’ αυτό και η μόνη «επανάσταση» που αποπειράθηκαν τον Δεκέμβρη του 2008 ήταν κυριολεκτικά μια μηδενιστική επανάσταση, χωρίς άλλο όραμα εκτός από μια καταστροφή που υποκαθιστούσε τα τηλεοπτικά παιχνίδια στα οποία ήταν εθισμένοι. Αυτή λοιπόν η βαθιά κρίση της ελληνικής κοινωνίας εξηγεί και γιατί εν τέλει προσέφυγε είτε σε δοκιμασμένες συνταγές είτε στον εμφυλιακό παροξυσμό της Χ.Α. και όχι βέβαια, τουλάχιστον ακόμα, στη διατύπωση ενός νέου προτάγματος με όρους πολιτικού κινήματος.
Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr