Του Γεράσιμου Δεληβοριά
«Ένα από τα πιο ουσιαστικά καθήκοντα των πολιτικών αντρών συνίσταται λοιπόν στο να βαφτίζουν με λαοφιλείς λέξεις, ή τουλάχιστον ουδέτερες, τα πράγματα που οι μάζες απεχθάνονται με τα παλιά τους ονόματα. Η δύναμη των λέξεων είναι τόσο μεγάλη, που αρκούν όροι καλά επιλεγμένοι για να τις κάνουν να δεχτούν τα πιο μισητά πράγματα».
(Γκυστάβ Λε Μπόν, «Η ψυχολογία των μαζών» (1895) εκδ. ΤΟ ΒΗΜΑ 2010 σελ. 92)
Καταλαβαίνει λοιπόν κι όποιος δεν είναι καθηγητής σε Αγγλικό πανεπιστήμιο όπως ο διευθυντής του πολιτικού γραφείου του Αλέξη Τσίπρα κ. Παππάς, γιατί η «τρόϊκα» έγινε «θεσμοί», το «μνημόνιο» «πρόγραμμα» κι όλα τα άλλα που άλλαξαν όνομα τον τελευταίο καιρό.
Είναι μια μέθοδος διακυβέρνησης (των μαζών), που βασίζεται πάνω στην ψυχολογία (των μαζών).
Έτσι λοιπόν βλέπει τον ελληνικό λαό ο Αλέξης Τσίπρας και το επιτελείο του; Σαν «μάζα» που μπορεί να χειραγωγηθεί με τεχνάσματα;
Οι παραπάνω πρακτικές αυτό τουλάχιστον δείχνουν. Κι αυτό είναι το σημαντικό. Όχι το γεγονός πως υποχωρεί απέναντι στις απαιτήσεις των δανειστών (εταίροι λέγονται τώρα). Κανείς δεν πίστεψε ποτέ πως θα μπορούσε να κερδίσει όσα διατυμπάνιζε εξ αρχής στις διαπραγματεύσεις με τους γύπες που τρώνε τις σάρκες μας.
Θα μπορούσε όμως να είχε κερδίσει έστω μερικά ψίχουλα κι αυτό θα ήτανε μεγάλη επιτυχία στην κατάσταση που βρίσκεται η χώρα, ΑΝ, αν είχε προχωρήσει λέγοντας την αλήθεια στο λαό και τον καλούσε να συστρατευθεί σ’ έναν αγώνα μακρύ και δύσκολο, όπου «το αίμα και τα δάκρυα» θα κυλούσαν άφθονα μέχρι ν’ απαλλαγούμε από τους δυνάστες μας.
Και σίγουρα θάχε επιτυχία μια τέτοια τακτική. Ήτανε τόση η αγανάκτηση της κοινωνίας για τους μέχρι τα τότε κυβερνήτες της, που ακόμη κι αν δεν κέρδιζε την δημοτικότητα των πρώτων εβδομάδων, σίγουρα το ποσοστό θα ήταν πολύ μεγαλύτερο του 36% των εκλογών.
Και το κυριότερο, αυτό το πλήθος των ανθρώπων, θα ήταν αποφασισμένο.
Κι όλοι το ξέρουν, η ιστορία τόχει δείξει, η ιστορία της πατρίδας μας πολλές φορές, πως ένα σύνταγμα αποφασισμένων ανθρώπων μπορεί να γυρίσει τον τροχό της μοίρας ανάποδα.
Αυτό που ζητούσε εκείνη την ώρα ο λαός, ήταν ένας ηγέτης. Να συσπειρωθεί γύρω του, ν’ ανέβει μαζί του. Νόμισε πως τον βρήκε.
Υπάρχει μια ιστορία εδώ, βγαλμένη λες από την θεωρία των παιγνίων, που τόσο αρέσει στον κ Βαρουφάκη. Το 1981, λίγο πριν από τις εκλογές που τον ανέδειξαν πρόεδρο της Γαλλίας, ο Φρανσουά Μιτεράν έδωσε μια συνέντευξη σε δύο δημοσιογράφους. Εκείνη την εποχή, γινόταν μεγάλη συζήτηση στη Γαλλία για την κατάργηση της θανατικής ποινής – υπήρχε ακόμη η γκιλοτίνα.
Οι δημοσκοπήσεις έδειχναν πως η κοινή γνώμη επιθυμούσε τη διατήρηση της θανατικής ποινής. Την ώρα της συνέντευξης, ο ένας από τους δημοσιογράφους έκανε στον Μιτεράν μιαν ερώτηση που δεν είχε συμφωνηθεί. Αυθόρμητα τον ρώτησε την γνώμη του για την θανατική ποινή. Ο Μιτεράν ήρεμα απάντησε πως αν και το έθνος επιθυμούσε τη διατήρηση της, ο ίδιος ήταν αντίθετος και πως αν εκλέγονταν πρόεδρος, θα πρότεινε την κατάργηση της. Εκείνη την ώρα, είπε αργότερα ο δημοσιογράφος, κατάλαβα πως ο Μιτεράν είχε κερδίσει τις εκλογές.
Ο Μιτεράν ρίσκαρε και κέρδισε, γιατί κατάλαβε πως το γαλλικό έθνος επιθυμούσε αλλαγή πολιτικής και ασυνείδητα έψαχνε έναν ηγέτη που θα το οδηγούσε σ’ αυτήν. Και ο πραγματικός ηγέτης είναι αυτός που κοιτάζει το λαό, του λέει την αλήθεια και δεν φοβάται το πολιτικό κόστος όταν είναι να συγκρουστεί με καθιερωμένες ή πλάνες αντιλήψεις.
Ο Αλέξης Τσίπρας και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ αντίθετα, προτίμησαν τον σίγουρο δρόμο του πολιτικαντισμού. Χαϊδεύοντας τα αυτιά των μαζών. Λέγοντας τους αυτά που θέλουν ν΄ ακούσουν. Βαφτίζοντας το κρέας ψάρι, την τρόϊκα θεσμό, τούς καγχασμούς των δανειστών δικές τους νίκες.
Και η ζωή συνεχίζεται.