Τετάρτη 22 Ιουλίου 2015

Είναι το ευρώ κοινό νόμισμα;

Του Μωυσή Λίτση

Το ερώτημα μοιάζει ρητορικό αφού με το ίδιο ευρώ μπορείς να πληρώσεις για προϊόντα και υπηρεσίες, στην Αθήνα, το Βερολίνο ή τη Μαδρίτη χωρίς συναλλαγματικό κόστος, αν και οι προμήθειες των τραπεζών-τουλάχιστον στην Ελλάδα-παρέμειναν αλμυρές όχι μόνο για να μεταφέρεις ευρώ σε κάποια από τα κράτη μέλη της ευρωζώνης αλλά ακόμη και από τράπεζα σε τράπεζα και ας απέχει μόλις μερικά τετράγωνα…
Πόσο κοινό είναι άλλωστε ένα νόμισμα το οποίο χρησιμοποιείται ως απειλή, επειδή ένας λαός ψήφισε «λάθος» στις εκλογές ή το δημοψήφισμα, στο οποίο οι ίδιοι οι εταίροι έθεσαν το δίλημμα « ή ψηφίζετε ΝΑΙ ή Grexit»;

Αλλά αφού έτσι κι αλλιώς το Grexit έχει μπει για τα καλά στη ζωή μας, ας δούμε κάποιους από τους μύθους που περιβάλλαν τη δημιουργία του ευρώ και την ένταξη της χώρας μας σε αυτό. Παραμονές της εισόδου της χώρας μας στο ευρώ, ένα από τα κυριότερα επιχειρήματα για τα οφέλη που θα έφερνε η νέα εποχή, ήταν η…μείωση του δημόσιου χρέους. Ή σωστότερα το κόστος  εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, του εξωτερικού δημόσιου χρέους, το οποίο μέχρι τότε ήταν κυρίως σε δολάρια και άλλα ξένα νομίσματα και επηρεαζόταν άμεσα από τις συνεχείς υποτιμήσεις της δραχμής. Χρειαζόντουσαν δηλαδή όλο και περισσότερες δραχμές για να αγοραστούν τα δολάρια για την εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους και με δεδομένη τη συνεχή διολίσθηση του εθνικού νομίσματος, η επιβάρυνση γινόταν όλο και μεγαλύτερη.   Αφού το χρέος θα γινόταν πλέον σε ευρώ, το οποίο μετατρέπονταν αυτόματα σε εθνικό μας  νόμισμα, περιοριζόταν, έλεγαν, το βάρος εξυπηρέτησης του χρέους, το οποίο θα ήταν κυρίως σε ευρώ: σε ένα σταθερό νόμισμα με το οποίο κλείδωνε πλέον η ισοτιμία της δραχμής, η οποία άφηνε πίσω χρόνια αστάθειας και υποτιμήσεων…

Υπερχρέωση σε ευρώ…
Τι στην πραγματικότητα συνέβη; To δημόσιο χρέος δηλαδή τα ομόλογα που κατά καιρούς εξέδιδε το ελληνικό δημόσιο για τις χρηματοδοτικές του ανάγκες, βρισκόταν ήδη από το 1999-έτος δημιουργίας του ευρώ ως «εικονικού» αρχικά νομίσματος, πριν τεθούν σε κυκλοφορία τα νέα χαρτονομίσματα και κέρματα το 2002-σε ξένα χέρια.
Διαβάζουμε σε δελτίο του Investment Research & Analysis Journal του Απριλίου 1999. « Όσον αφορά στη διάρθρωση του συνολικού χρέους του Ελληνικού Δημοσίου, βάσει των τελευταίων διαθεσίμων στοιχείων της 31ης Μαρτίου 1999, το εσωτερικό χρέος ανερχόταν στο 77,8% και το εξωτερικό στο 22,2%. Το εσωτερικό χρέος συνίστατο σε ομόλογα(70,5%), έντοκα γραμμάτια(16,6%) και δάνεια της Τράπεζας της Ελλάδος(12,9%), ενώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι το μεγαλύτερο μέρος των ομολόγων ανήκει σε ξένους επενδυτές…Είναι φανερό ότι η πολιτική των οικονομικών αρχών έχει προσανατολιστεί προς τη επιμήκυνση της διάρκειας του εσωτερικού χρέους με την προγραμματιζόμενη π.χ. έκδοση των 20ετών ομολόγων. Το σκεπτικό αυτής της στάσης στηρίζεται στην προοπτική μείωσης των επιτοκίων-λόγω υιοθέτησης του ευρώ-με αποτέλεσμα να επιτευχθούν ευνοϊκότερες πληρωμές τόκων στο μέλλον». Με το ευρώ το πρόβλημα χρέους μετατέθηκε για το μέλλον και τα υποσχόμενα πιο χαμηλά επιτόκια…
Η ένταξη στο ευρώ  και η πρωτοφανής μείωση επιτοκίων που αυτή έφερνε, χρησιμοποιήθηκε μάλιστα ως άλλοθι, για ακόμη μεγαλύτερη υπερχρέωση της χώρας αλλά και των νοικοκυριών στην Ελλάδα, αλλά και άλλες χώρες του νότου(Ισπανία, Ιρλανδία, Πορτογαλία). Στην πραγματικότητα οι ιδιώτες πιστωτές δεν έβλεπαν διαφορά μεταξύ του αξιόχρεου των κρατών μελών και δάνειζαν όλες τις χώρες με εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια ασχέτως του ισοζυγίου πληρωμών, την πιθανότητα στάσης πληρωμών ή άλλα ρίσκα, ποντάροντας στο γεγονός ότι ακόμη και αν μια χώρα δεν πάει και τόσο καλά, έχει πίσω της το «ιππικό»(Γερμανία, ΕΚΤ) που θα σπεύσει να τη σώσει…Οι Ευρωπαϊκές Συνθήκες απαγόρευαν ωστόσο τη «διάσωση» αφού η αλαζονεία των δημιουργών του ευρώ εκτιμούσε ότι ένα ισχυρό νόμισμα δεν θα βρισκόταν ποτέ σε κρίση. Από την άλλη τα κράτη μέλη παρέμεναν υπεύθυνα για την οικονομική τους πολιτική, χωρίς ωστόσο να έχουν δυνατότητα διαρθρωτικών παρεμβάσεων(υποτίμηση, κυκλοφορία χρήματος).
Με άλλα λόγια η κρίση ανέδειξε όλες τις εγγενείς αντιφάσεις της Οικονομικής Νομισματικής Ένωσης, η οποία δεν στηρίζεται σε μία ενιαία Αρχή, αλλά σε διακρατικά συμφέροντα και διαφορά ισχύος(οικονομικής και πολιτικής) μεταξύ του πλούσιου βορρά και ιδιαίτερα της Γερμανίας που έχει πλέον το πάνω χέρι και του εξασθενημένου νότου, αλλά και μεταξύ των ισχυρών οικονομιών, λόγω της απόκλισης σε ανταγωνιστικότητα π.χ. της Ιταλίας και της Γαλλίας σε σχέση με την ισχυρή και φαινομενικά λιγότερο επηρεασμένη από την κρίση Γερμανία.
Με το ξέσπασμα της κρίσης δημιουργήθηκαν οι μηχανισμοί που έλειπαν για την αντιμετώπιση των κρίσεων ρευστότητας(EFSM, ESM), διατηρώντας ωστόσο τον υπερεθνικό τους χαρακτήρα. Για παράδειγμα η διάσωση της Καλιφόρνια στις ΗΠΑ ήταν θέμα αποκλειστικά της Ομοσπονδιακής κυβέρνησης των ΗΠΑ, χωρίς απειλές «Californiaexit», ενώ το δίλημμα μέσα ή έξω από το ευρώ ακολουθεί την Ελλάδα(και ολοένα και περισσότερες χώρες) από την πρώτη στιγμή της κρίσης.
Το ευρώ δημιούργησε την ψευδαίσθηση «κοινού νομίσματος», ενώ δεν ήταν παρά το μέσον, το οποίο μέσω της υποτιθέμενης οικονομικής ευημερίας και νομισματικής σταθερότητας, θα χαλύβδωνε το κοινό ευρωπαϊκό συμφέρον, θα μετρίαζε τις ενδοευρωπαϊκές αντιθέσεις και θα απέτρεπε στο να ξυπνήσει ο γερμανικός ηγεμονισμός-όπως ήλπιζαν Μιτεράν και Κολ που έθεσαν τις βάσεις του ευρώ-μετά τη γερμανική ενοποίηση και το ολοκληρωτικό σπάσιμο των γερμανικών ενοχών για τα δεινά του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τα οποία το ευρωπαϊκό εγχείρημα από τη δεκαετία το ’50 και μετά επιχειρούσε να αποτρέψει…
Κοινό νόμισμα σημαίνει βέβαια και κοινή κεντρική τράπεζα. Η ΕΚΤ είναι υποτίθεται ανεξάρτητη από πολιτικές επιρροές κατά το πρότυπο της γερμανικής Μπούντεσμπανκ. Οι κεντρικές τράπεζες δημιουργήθηκαν στον 20ο αιώνα ως καταφύγιο ύστατης στιγμής για να αντιμετωπιστούν οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις και οι συνακόλουθες κρίσεις ρευστότητας.
Θα μπορούσε κανείς να διανοηθεί να κλείνουν π.χ. οι τράπεζες σε άλλη αναπτυγμένη χώρα και η κεντρική τράπεζα αντί να σπεύδει να βοηθήσει να ρίχνει κι’ άλλο λάδι στη φωτιά;  Αντί να ενισχύει τη ρευστότητα(έστω προσωρινά) να κλείνει όλες τις τράπεζες της χώρας; Χωρίς να υπάρχει κάποιο σχέδιο για την παραπέρα πορεία;-το 1932 π.χ. ο Ρούσβελτ έκλεισε τις αμερικανικές τράπεζες για μία εβδομάδα, τις εθνικοποίησε, προχώρησε στην πλήρη αναμόρφωσή τους και θέσπισε νομοθετικό πλαίσιο το οποίο ίσχυε μέχρι τα τέλη του ΄90.
Επιπλέον η ΕΚΤ στο τελευταίο επεισόδιο του σήριαλ που λέγεται Grexit, λειτούργησε ως υπερεθνικός οργανισμός με σαφή πολιτική εντολή,  αφού συνέχισε τον οικονομικό στραγγαλισμό, με προφανή στόχο την αποδοχή των μέτρων ή την ανατροπή της κυβέρνησης Τσίπρα, υπό το βάρος της κοινωνικής δυσαρέσκειας που ενδεχομένως θα προκαλούσε ένα τέτοιο μέτρο.
Όσο για την απειλή μηδενισμού των καταθέσεων, την οποία εκστόμισαν οι ηγέτες της ΕΕ στον Έλληνα πρωθυπουργό, δεν είναι παρά η απόδειξη ότι το ευρώ δεν είναι στην πράξη «κοινό νόμισμα», αλλά μέσον επιβολής και δημιουργίας σχέσεων νεοαποικιοκρατίας. Σε άλλες εποχές η απειλή «μηδενισμού των καταθέσεων» θα ήταν αφορμή για casus belli.

Τι θα συμβεί σε περίπτωση εξόδου από το ευρώ;
Το ερώτημα είναι δύσκολο να απαντηθεί καθώς δεν έχει υπάρξει προηγούμενο αποχώρησης ενός κράτους από νομισματική ένωση, η οποία αυτό-προσδιορίζεται μάλιστα ως αμετάκλητη…
Τα πιο κοντινά παραδείγματα σε μια παρόμοια κατάσταση είναι οι υποτιμήσεις που ακολούθησαν πρόσφατες πτωχεύσεις και αποδέσμευση νομισμάτων από την πρόσδεσή τους με το δολάριο στην Λατ. Αμερική, με τη διαφορά ότι στις χώρες αυτές κυκλοφορούσε εθνικό νόμισμα, ενώ στην περίπτωση ενός Grexit, απαιτείται μία τεράστια τεχνική προετοιμασία: από το τύπωμα νέων χαρτονομισμάτων και κόψιμο κερμάτων μέχρι τη λογιστική προσαρμογή τραπεζών, χρηματιστηρίου και επιχειρήσεων στο νέο νόμισμα.
Για παράδειγμα η Αργεντινή με την πτώχευση του 2001 αποδέσμευσε το πέσο από το δολάριο, με το οποίο είχε προσδεθεί το νόμισμα με τη σταθερή ισοτιμία ένα προς ένα. Μετά την αποδέσμευση το πέσο έφθασε να υποχωρεί ως τα 4 ως προς το δολάριο. Η Αργεντινή άρχισε να ανακάμπτει δύο χρόνια μετά την πτώχευση, αλλά σε αυτό βοήθησε και η μεγάλη αύξηση στις διεθνείς τιμές των τροφίμων, με την Αργεντινή να διαθέτει σημαντική παραγωγή κρέατος και σιτηρών.
Στο Μεξικό η εγκατάλειψη το 1994 της συνδεδεμένης ισοτιμίας, προκάλεσε πτώση του πέσο από τα 3,4 ανά δολάριο σχεδόν στα οκτώ τον επόμενο χρόνο.
Το ευρώ βέβαια πέρα από νόμισμα είναι κατά βάση πολιτικό εγχείρημα. Μία έξοδος δηλαδή δεν θα έχει μόνο οικονομικές και νομισματικές επιπτώσεις, αλλά και ευρύτερες γεωπολιτικές ως προς το ρόλο και τη σχέση της χώρας μας στο διεθνές πλαίσιο. Ενδεχομένως να σημάνει και αυτόματη έξοδο από την ΕΕ και να οδηγήσει αναγκαστικά σε αναπροσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής σε έναν κατά βάση μονοπολικό κόσμο, με τις ανερχόμενες Κίνα και Ρωσία, να παραμένουν καπιταλιστικές οικονομίες(και μάλιστα κρατικά ελεγχόμενες), με τις δικές τους οικονομικές και γεωπολιτικές προτεραιότητες.

Θα διαλυθεί η Ευρωζώνη;
Το να απαντήσει κάποιος στο ερώτημα αυτό θα ήταν σαν να μπορούσε κάποιος να προβλέψει το 1985 ότι πέντε χρόνια μετά θα κατέρρεε η πρώην ΕΣΣΔ. Σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στην βρετανική εφημερίδα Telegraph, η ευρωζώνη δεν θα μπορέσει να επιβιώσει στη σημερινή της μορφή.
Η εν λόγω μελέτη αναφέρει ότι τα κράτη μέλη της ευρωζώνης αποκλίνουν όλο και περισσότερο οικονομικά, καθιστώντας αδύνατη την καθιέρωση ενιαίου επιτοκίου για όλες τις χώρες. Οι πολιτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές διαφορές καθιστούν επίσης όλο και πιο δύσκολο για τα κράτη μέλη να μοιράζονται ένα κοινό νόμισμα.
Αντί της περιώνυμης σύγκλισης συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Οι οικονομίες της ευρωζώνης παρουσιάζουν σήμερα μεγαλύτερη απόκλιση από ότι το 1982.

Ποιος έχει σειρά;
Κι’ όμως Ιταλία και Γαλλία αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο πρόβλημα από την Ελλάδα, που ούτως ή άλλως από την αρχή χρησιμοποιήθηκε ως φόβητρο για αυτά που θα επακολουθούσαν…Το συνολικό ιταλικό χρέος(δημόσιο, νοικοκυριών και επιχειρήσεων) ανέρχεται σε 259% του ΑΕΠ, καταγράφοντας αύξηση 55% από το 2007. Το αντίστοιχο χρέος της Γαλλίας είναι 280% του ΑΕΠ, υψηλότερο κατά 66% από το 2007.
Η Ιταλία παρουσιάζει δημοσιονομικό έλλειμμα 2,9%, με το δημόσιο χρέος της στα 2,1 τρισ. ευρώ, 132% του ΑΕΠ. Το γαλλικό δημόσιο χρέος ανέρχεται σε 2 τρισ. ευρώ, 95% του ΑΕΠ, με δημοσιονομικό έλλειμμα 4,2% του ΑΕΠ. Η Γαλλία δεν είχε ούτε έναν ισοσκελισμένο προϋπολογισμό από το 1974.
Η ιταλική οικονομία έχει συρρικνωθεί περί το 10% από το 2007, με ανεργία πάνω από 12% και ανεργία των νέων στο 44%. Η ανάπτυξη στη Γαλλία είναι οριακή, με ανεργία πάνω από 10% και ανεργία στους νέους στο 25%.
*Το παρόν άρθρο προοριζόταν με μικρές αλλαγές να δημοσιευτεί στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού ΜΕΤΡΟ, το οποίο δυστυχώς ανέστειλε την έκδοσή του λόγω των γνωστών οικονομικών προβλημάτων.
** Για το ίδιο θέμα βλέπε και παλαιότερο άρθρο μου:
Πηγές:

Ανάρτηση από: http://oikonomiallomati.blogspot.gr