Ήρθε λοιπόν και η στιγμή που βρίσκονται και οι Φιλόλογοι να πλεονάζουν στις σχολικές μονάδες όπως συμβαίνει εδώ και κάποια χρόνια με άλλες ειδικότητες, όπως των ξένων γλωσσών, της Πληροφορικής, τους Γυμναστές, τους Θεολόγους αλλά και της Οικιακής Οικονομίας: να χάνουν τις οργανικές τους θέσεις, να τοποθετούνται όσοι βρίσκονται ακόμη στη διάθεση των συμβουλίων σε μακρινές περιοχές, να μην παίρνουν εύκολα απόσπαση για τον τόπο κατοικίας τους, να συμπληρώνουν ωράριο σε δύο σχολεία, να χάνονται θέσεις αναπληρωτών, ακόμη και της ειδικής αγωγής αφού τα τμήματα ένταξης καλύπτονται συχνά από μόνιμους που πλεονάζουν. Αιτία του περιορισμού των θέσεων των φιλολόγων υπήρξε η σταδιακή και στοχευμένη, ειδικά τη φετινή χρονιά, μείωση των ωρών διδασκαλίας των φιλολογικών μαθημάτων στα Γυμνάσια και τα Γενικά και Επαγγελματικά Λύκεια. Πιο συγκεκριμένα έχουν καταργηθεί η μία ώρα διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών από την Γ΄ Λυκείου, όπου διδασκόταν ο «Επιτάφιος» του Θουκυδίδη, δύο ώρες Λατινικών από τη Β΄ Λυκείου, μία ώρα Ιστορίας στην Γ΄ Γυμνασίου, τρεις ώρες Αρχαίων Ελληνικών του Γυμνασίου ενώ αυξήθηκε μόνο η διδασκαλία της Νέας Ελληνικής Γλώσσας στην Α΄ Γυμνασίου κατά μία ώρα. Αντίστοιχα στα ΕΠΑΛ η Ιστορία πλέον διδάσκεται μόνο μία ώρα στην Α΄ τάξη ενώ έχει καταργηθεί το μάθημα Υποστήριξης της Νεοελληνικής Γλώσσας στην Α΄ και Β΄ τάξη. Η απώλεια αυτή έχει μόνο εν μέρει αντισταθμιστεί από την αύξηση της διδασκαλίας των Νέων Ελληνικών σε τέσσερις ώρες στην Α΄ τάξη και σε τρεις στη Β΄ ως ενιαίο όμως μάθημα πλέον μαζί με την Νεοελληνική Λογοτεχνία που πλέον διδάσκεται ξεχωριστά μόνο στην Γ΄ τάξη.
Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως ο κύριος λόγος που υπαγορεύει την περικοπή των φιλολογικών ωρών είναι λογιστικός: με την διευθέτηση αυτή περιορίζονται οι ανάγκες σε Φιλολόγους. Και πράγματι αυτό ισχύει. Ισχύει ωστόσο και η λογική: «πονάει κεφάλι, κόψει κεφάλι». Και εξηγούμαι: όπως διαπιστώνεται από όσους εμπλέκονται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στην ελληνική εκπαίδευση ότι τα παιδιά όχι μόνο αρχαία ελληνικά δεν μαθαίνουν, παρότι τα διδάσκονται υποτίθεται από την Α΄ Γυμνασίου, αλλά ούτε Νέα Ελληνικά στον βαθμό που απαιτείται και φυσικά ούτε Ιστορία. Όσο για τον «Επιτάφιο» του Περικλέους, αυτό το μνημείο δημοκρατικής διαπαιδαγώγησης, είχε προ πολλού απαξιωθεί η διδασκαλία του ως «περιττού» μαθήματος Γενικής Παιδείας. Περιττό να αναφέρουμε την χορήγηση απολυτηρίου Γυμνασίου σε μαθητές που όχι μόνον από αρχαία ελληνικά δεν είχαν ιδέα, αλλά ούτε και από Νέα Ελληνικά! Έχω το παράδειγμα και πάλι της Α΄ τάξης του δικού μου ΕΠΑΛ, το σχολικό έτος 2009-2010, όταν είχαμε τέσσερις μαθητές, αποφοίτους Γυμνασίου στην Ελλάδα που γνώριζαν ελάχιστα ελληνικά οι οποίοι είχαν τελειώσει και το Δημοτικό στην χώρα μας. Αλλά ούτε και η Λογοτεχνία εξαιρείται από τη γενικευμένη αμάθεια: το 2009 ένας στους τέσσερις μαθητές της Α΄ τάξης του ΕΠΑΛ που υπηρετώ δεν θυμόταν να αναφέρει ούτε έναν Έλληνα λογοτέχνη ενώ τη φετινή χρονιά το ποσοστό αυτό έφτασε στο 40%. Έως τότε, οι παρεμβάσεις των συλλογικών θεσμικών οργάνων των Φιλολόγων υπήρξαν από ανύπαρκτες έως χλιαρές ή περιορίζονταν στην αντίθεσή τους στην ανάθεση φιλολογικών μαθημάτων σε άλλες ειδικότητες ενώ η άλλη πλευρά, η κυβέρνηση επέλεξε την λογική που περιγράψαμε ως «πονάει κεφάλι, κόψει κεφάλι»: τις περικοπές ωρών και την κατάργηση μαθημάτων.
Με αυτή την έννοια είναι από υποκριτική έως αφελής και σε κάθε περίπτωση πολύ στενά συντεχνιακή η αντίδραση των συλλογικών θεσμικών οργάνων των φιλολόγων που διαμαρτύρονται κάθε φορά για κάθε μία από τις περικοπές. Δεν είναι δυνατόν να ισχυρίζεται κανείς σοβαρά ότι τα προηγούμενα χρόνια τα παιδιά μάθαιναν αρχαία ελληνικά ούτε είναι πειστικό να υπερασπίζεται κανείς την τελική γραπτή εξέταση στο Γυμνάσιο στα αρχαία ελληνικά αποκλειστικά. Όσο για την δεύτερη ανάθεση της Ιστορίας, κυρίως στους συναδέλφους των ξένων φιλολογιών, είναι μια πονεμένη… ιστορία καθώς πολύ συχνά παλιότερα δινόταν ευχαρίστως η διδασκαλία της από ορισμένους Φιλολόγους που έβρισκαν το μάθημα «κουραστικό». Εξάλλου οι φωνασκίες και οι οδυρμοί για τις περικοπές των φιλολογικών μαθημάτων, ακόμη κι όταν είναι ειλικρινείς, χρεώνονται στον «συντηρητισμό» και τον «εθνικισμό» και εύκολα στοχοποιούνται όταν περιορίζονται σε συντεχνιακά πλαίσια.
Έτσι, το Υπουργείο σήμερα παίζει ουσιαστικά χωρίς αντίπαλο αφού οι όποιες αντιδράσεις δεν αντιμετωπίζουν τα φιλολογικά μαθήματα, και την ανθρωπιστική παιδεία συνολικά ως μορφωτικό και πολιτισμικό κεφάλαιο για τον τόπο και τον λαό μας με συγκεκριμένες προτάσεις για την αναβάθμιση και την ουσιαστική εμπέδωσή τους από τα παιδιά. Μία τέτοια προσέγγιση θα αφορούσε πραγματικά την ελληνική κοινωνία που αφενός ματώνει για να μορφώσει τα παιδιά της αφετέρου νοιάζεται και πονάει ακόμη για τον ελληνικό πολιτισμό, την Ιστορία και την γλώσσα. Έτσι η «ήττα» των Φιλολόγων καταλήγει ήττα της Παιδείας και με δική μας ευθύνη.
Τάσος Χατζηαναστασίου, Δρ Ιστορίας, Φιλόλογος στο ΕΠΑΛ Ναυπλίου
Ανάρτηση από: https://geromorias.blogspot.gr