Του Χρήστου Γιανναρά
Πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα – Δομές παθογένειας – Τι πρέπει να αλλάξει»: Θέμα ημερίδας, σε κεντρικό ξενοδοχείο της Θεσσαλονίκης, στην εβδομάδα που πέρασε. Τέτοιες διοργανώσεις, για το ίδιο θέμα (με παραλλαγές στην τιτλοφόρηση) πραγματοποιούνται πληθωρικά, σε βαθμό που καταπλήσσει, παντού στην Ελλάδα. Χρόνια τώρα, δεκαετίες. Φυσικά, δεν αλλάζει τίποτα στη χώρα.
Στις διοργανώσεις προσθέστε και την πλήθουσα αρθρογραφία - επιφυλλιδογραφία με το ίδιο θέμα, στον Τύπο και στα ηλεκτρονικά «μέσα». Δεν πρέπει να υπάρχει άλλη κοινωνία, σε παρόμοιο αργόσυρτο, σπαραχτικό ψυχορράγημα επί τόσα χρόνια, όπου τόσοι πολλοί, με τόση βεβαιότητα, «ξέρουμε» τι πρέπει να αλλάξει, για να αποτραπεί ο ατιμωτικός θάνατος, η ιστορική εξαφάνιση. «Ξέρουμε», το καταθέτουμε με δημόσιο λόγο, κατακλυζόμαστε από προτάσεις, γνωματεύσεις, υποδείξεις – και δεν αλλάζει τίποτα.
Μια, όχι παράλογη, αιτιολόγηση της αυτοπεποίθησης για τη γνώση μας είναι το γεγονός της ακαταμάχητης προφάνειας που έχουν τα συμπτώματα της ιστορικής παρακμής μας, της κοινωνικής μας αποσύνθεσης, της πολιτικής διαφθοράς μας. Ομως, για να συμπέσουμε στο «τι δέον γενέσθαι», προϋποτίθεται εξαιρετικά υψηλός δείκτης κατά κεφαλήν καλλιέργειας (κατάρτισης, οξύνοιας, ανιδιοτέλειας), έκτακτη συλλογική ωριμότητα.
Εχει λείψει, σε σημείο πια ανήκεστης απώλειας, η ετοιμότητα αποδοχής ευθυνών που θα θίξουν, έστω κατ’ ελάχιστο, την ατομική μας εξασφάλιση. Το κράτος χρεοκόπησε εξευτελιστικά, με ορατή την απειλή της ιστορικής του εξαφάνισης, επειδή καταληστεύθηκε από τα κομματικά ρουσφέτια. Ομως, στα δέκα χρόνια τώρα της παντοδαπής καταστροφής και του εξευτελισμού μας, διανοήθηκε πρωθυπουργός ή υπουργός των «μνημονιακών» κυβερνήσεων να αποτολμήσει την ανατροπή των ρουσφετολογικών δεδομένων; Να καταμετρήσει: πόσους υπαλλήλους χρειάζεται κάθε δημόσια υπηρεσία και πόσους της έχουν φορτώσει τα ρουσφέτια; Πόσες δημόσιες υπηρεσίες είναι άχρηστες και περιττές, «μαϊμούδες» που νομιμοποιούν αργόσχολους, δηλαδή κοινωνικά παράσιτα;
Διανοήθηκε, πρωθυπουργός ή υπουργός, το πρώτο και στοιχειώδες του περιορισμού των δαπανών: να αναστείλει τη χορήγηση σύνταξης σε όσους συνταξιοδοτήθηκαν σε ηλικία κάτω των πενήντα ετών ή χωρίς ποτέ να εργαστούν; Να διερευνήσει, πόσα από τα νομιμοποιημένα αυθαίρετα χτίσματα (σύμβολα ατίμωσης κάθε έννοιας «συντεταγμένης» κοινωνίας) χρησιμοποιούνται (εγκύρως πιστοποιημένα) ως πρώτη κατοικία και πόσα είναι ωμός και χυδαίος σφετερισμός κοινωνικής περιουσίας για επίδειξη «εξοχικού» ή για «μπίζνες»;
Η εφιαλτική δεκαετία της «κρίσης» γύμνωσε σε κοινή θέα την τερατώδη, αδιάντροπη ακολασία της κομματοκρατίας, που οδήγησε την Ελλάδα στη νομοτελειακή πια προοπτική της ιστορικής εξαφάνισης. Ακολασία, προκλητικά και αδιάντροπα εδραιωμένη. Η λαϊκή ψήφος νόμισε ότι τιμωρεί τους ενόχους του κακουργηματικού και δόλιου υπερδανεισμού της χώρας εκτινάσσοντας στην εξουσία ένα περιθωριακό συνονθύλευμα εμμονών σε μαρξιστικές ιδεοληψίες, επειδή ακριβώς το συνονθύλευμα δεν είχε συμπράξει στην αφροσύνη του υπερδανεισμού. Αγνόησε η λαϊκή οργή ότι ο Ιστορικός Υλισμός είναι διπρόσωπος, «Ιανός»: η ίδια απανθρωπία σύμφυτη με τις πρακτικές τόσο του μαρξισμού όσο και του αχαλίνωτου καπιταλισμού – αυτονόητα συμπεθεριάζει ο Τσίπρας με τον Καμμένο, για να εξασφαλίσουν την άφωνη σφαγή ενός λαού στον βωμό των «Αγορών».
Οχι εντελώς άφωνη η σφαγή, το συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης, στις 21/1, για την ελληνικότητα της Μακεδονίας, ήταν κάτι σαν ιαχή, μια απίστευτη έκπληξη. Να ξεχωρίσουμε, βέβαια, το «γεγονός» από τον φορμαλισμό του. Η φόρμα ήταν αυτό που όλοι ξέραμε και περιμέναμε: Πατριωτική ρητορεία, στόμφος, εμβατήρια, σημαίες, λάβαρα, ιστορικές ενδυμασίες, οι δεσποτάδες σαν διακοσμητικές κούκλες, χαιρετισμοί παιδαριώδεις ατέλειωτων συλλόγων που αναμασάνε συναισθηματισμούς χωρίς να κομίζουν νόημα. Και δυο-τρεις «λόγοι» με σοβαρή συγκρότηση και αξιοπρεπή εκφορά, έστω και παγιδευμένοι στο εξαγγελτικό ύφος, σε βάρος της διαλογικής αμεσότητας.
Αυτά για τη φόρμα, την επιτέλεση. Αλλά το απρόσμενο, η συγκλονιστική έκπληξη, ήταν το γεγονός: Η πληθυσμική πλημμυρίδα, τα πρόσωπα, το ύφος, η έκφραση, η γλώσσα των σωμάτων και των βλεμμάτων, η συνείδηση μετοχής, όχι θέασης. Κατέβαιναν τα κύματα της ανθρωποθάλασσας και στις όψεις των ανθρώπων βεβαιωνόταν ότι συνάζονταν σε Γιορτή. Η ύβρις των Σκοπιανών ήταν μόνο η αφορμή, τη μετοχή στο συλλαλητήριο πυροδοτούσε η ανάγκη να βεβαιώσει ο Ελληνας την αξιοπρέπεια που του έχουν αφαιρέσει τα κόμματα.
Πόσες ταπεινώσεις αποτίναζε από την ψυχή του το πλήθος; Τα ειρωνικά χαμόγελα χολής του Σόιμπλε, την ποταπή ιταμότητα του Νταϊσελμπλουμ, τα μικρονοϊκά μηχανεύματα εμπάθειας και δολιότητας του Ντράγκι, τον σιχαμερό καθωσπρεπισμό της Λαγκάρντ, τη γλοιώδη υποκρισία του Γιούνκερ – όλον αυτόν τον εφιάλτη της ατιμίας που εμφανίζεται σαν «Ευρώπη» υπάσσοντας το όραμα της «ενοποίησης» στην απανθρωπία και στον αμοραλισμό του κατ’ ευφημισμόν Διεθνούς Χρηματοπιστωτικού Συστήματος. Το παρανοϊκό θράσος των Σκοπιανών παραπέμπει τον Ελληνα ευθέως στην καμουφλαρισμένη με τον «δανεισμό» καινούργια υποτέλεια, «επιτρόπευση», λεηλασία που υφίσταται «υπό ευρωπαϊκήν προστασίαν».
Φυσικά, με δωσίλογο «διαχειριστή» της υποτέλειας την εγχώρια κομματοκρατία. Που αυτή τη φορά απειλήθηκε εναργέστερα από μόνη την εικόνα του συλλαλητηρίου. Την εικόνα-ενδεχόμενο η ίδια αυτή ανθρωποθάλασσα να σταθεροποιεί, εκεί, στην παραλία της Συμβασιλεύουσας, για μέρες, για εβδομάδες. Μέχρι να καταρρεύσει η φενάκη του κομματικού μας συστήματος και να προκηρυχθούν εκλογές Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης.
Ανάρτηση από: http://www.kathimerini.gr