Του Σταύρου Λυγερού
Και μόνο το γεγονός ότι γίνεται τέτοια ανταλλαγή πυρών για τον αριθμό των πολιτών που συμμετείχαν στο συλλαλητήριο της Αθήνας είναι αλάνθαστη ένδειξη προπαγανδιστικού παροξυσμού, που έχει υπερβεί τα όρια της πολιτικής γελοιότητας. Ποιος, άλλωστε, μπορεί να υπολογίσει με ακρίβεια το πλήθος; Και πως μπορεί να υπολογιστεί ο αριθμός όσων δεν κατάφεραν να φθάσουν στο Σύνταγμα, λόγω των εμποδίων στη μετακίνησή τους; Κανείς. Ως εκ τούτου, οι εκτιμήσεις που υποεκτιμούν, όπως και οι άλλες που υπερεκτιμούν, δεν αξίζουν σοβαρό σχολιασμό.
Το πολιτικά κρίσιμο ερώτημα δεν είναι εάν το πλήθος ήταν 1.000.000 ή 500.000 ή ακόμα και 300.000. Όσα τρικ κι αν επιστρατευθούν κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι ήταν ένα συλλαλητήριο πολύ μεγάλων διαστάσεων. Ειδικά αν ληφθεί υπόψη ότι σε αυτούς τους καιρούς οι πολίτες δεν συμμετέχουν μαζικά σε συγκεντρώσεις. Είναι αξιοθρήνητο να εκφράζονται υποτιμητικά σχόλια για τον όγκο, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ δεν μπορούν να συγκεντρώσουν ούτε το ένα δέκατο όσων συμμετείχαν την Κυριακή.
Όσοι ψάχνουν τα δένδρα για να αποκρύψουν το δάσος το μόνο που καταφέρνουν είναι να προκαλούν τη νοημοσύνη των πολιτών. Το ογκώδες συλλαλητήριο της Κυριακής, λοιπόν, αναπότρεπτα παράγει πολιτικά αποτελέσματα. Πρώτον, διαλύει τον μύθο ότι το Μακεδονικό ευαισθητοποιεί μόνο τους βορειοελλαδίτες και αφήνει αδιάφορους τους υπόλοιπους Έλληνες. Δεύτερον, υποχρεώνει την κυβέρνηση να λάβει υπόψη της το μήνυμα, έστω κι αν δηλώνει άλλα.
Πολιτικό μπούμεραγκ
Πολιτικό μπούμεραγκ
Η προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να το υποβαθμίσει ήταν αναπόφευκτο να μετατραπεί σε πολιτικό μπούμεραγκ. Είναι απόδειξη βαριάς ιδεοληψίας και πολιτικά αυτοκτονικό να χαρίζεις ένα τέτοιο πλήθος στη Δεξιά και ακόμα χειρότερα στην Ακροδεξιά. Επιστρατεύτηκε το επιχείρημα ότι «όσοι συμμετείχαν δεν ήταν ακροδεξιοί, αλλά συμμετείχαν όλοι οι ακροδεξιοί». Οι Συριζαίοι, μάλιστα, έκαναν σημαία μία δήλωση του Κασιδιάρη και μία ανάρτηση του γιου ενός αρχιβασανιστή στη Μακρόνησο, προκειμένου να σπιλώσουν το συλλαλητήριο.
Ας ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα. Σε τέτοιες μη κομματικές και εθνικού χαρακτήρα συγκεντρώσεις μπορεί να συμμετέχουν όλοι οι πολίτες, ανεξαρτήτως ιδεολογίας και πολιτικών φρονημάτων. Όσοι συμμετείχαν στο συλλαλητήριο σφραγίσθηκαν από αυτό, δεν το σφράγισαν με την ιδεολογία και τα πολιτικά φρονήματά τους. Ο έμμεσος πλην σαφής ισχυρισμός του ΣΥΡΙΖΑ ότι οι χρυσαυγίτες καθόρισαν το στίγμα του συλλαλητηρίου δεν είναι απλώς γελοίος. Είναι και επικίνδυνος για τη δημοκρατία. Προσφέρουν το μεγαλύτερο πολιτικό δώρο στη Χρυσή Αυγή όταν της χαρίζουν ένα τέτοιο πλήθος.
Εάν ακολουθήσουμε τη λογική της Κουμουνδούρου, θα πρέπει να την ενοχοποιήσουμε που στο δημοψήφισμα του 2015 ζητωκραύγασε για το ΟΧΙ. Κι αυτό, επειδή είναι αναμφισβήτητο πως μέσα στο 62% ήταν και οι χρυσαυγίτες. Είναι κοινός τόπος ότι τον Ιανουάριο του 2015 υπήρξαν ακραιφνείς δεξιοί που ψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ όχι για την ιδεολογία του, αλλά επειδή ήλπιζαν πως ο Τσίπρας θα τους απαλλάξει από το Μνημόνιο. Επικαθόρισαν αυτοί το στίγμα του ΣΥΡΙΖΑ; Θα ήταν γελοίο να το ισχυρισθεί κάποιος. Εξίσου γελοίος είναι, λοιπόν, και ο ισχυρισμός της Κουμουνδούρου ότι οι ακροδεξιοί επικαθόρισαν το συλλαλητήριο.
Ο Μίκης χάλασε το αφήγημα
Η προσπάθεια έμμεσης πλην σαφούς ταύτισης του συλλαλητηρίου με την Ακροδεξιά προσέκρουσε στο γεγονός ότι κεντρικοί ομιλητές ήταν ο Μίκης και ο Κασιμάτης, δύο σεβάσμια πρόσωπα με προοδευτικό πρόσημο. Με άλλα λόγια, τους χάλασε το αφήγημα. Γι’ αυτό και ο ΣΥΡΙΖΑ, με κραυγαλέα απρέπεια, έσπευσε να τους αποδομήσει.
Είναι γεγονός ότι ο Μίκης δεν επιτέθηκε μόνο στον εθνομηδενισμό που ανθεί στην Κουμουνδούρου, αλλά στράφηκε συνολικά εναντίον της κυβέρνησης, παραβιάζοντας τον παλλαϊκό και εθνικό χαρακτήρα του συλλαλητηρίου. Θα ήταν απολύτως δικαιολογημένοι ου συριζαίοι εάν με αυτό το πνεύμα ασκούσαν την πιο έντονη κριτική σ’ αυτό το ολίσθημα. Αντί γι’ αυτό, όμως, πάτησαν στο ολίσθημα του Θεοδωράκη για να τον απαξιώσουν και να τον παρουσιάσουν σαν συνοδοιπόρο της Ακροδεξιάς! Στόχος τους ήταν μέσω της απαξίωσης του Μίκη να διαστρεβλώσουν κι όχι να προστατεύσουν τον εθνικό χαρακτήρα του συλλαλητηρίου.
Και μόνο το γεγονός ότι Συριζαίοι απαξίωσαν με προσβλητικούς χαρακτηρισμούς τους συμμετέχοντες (καθυστερημένοι, ακροδεξιοί, θρησκόληπτοι, εθνικιστές κ.α) αποκαλύπτει βαθιά αντιδημοκρατική νοοτροπία. Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ως αντιπολίτευση είχε ευλογήσει μία συγκέντρωση τότε περίσσευαν από το στόμα των στελεχών του οι έπαινοι για τον λαό, για το αγωνιστικό του φρόνημα και για το δημοκρατικό δικαίωμά του να διαμαρτύρεται.
Όταν, όμως, η λαϊκή διαμαρτυρία δεν έχει την αριστερή ευλογία και πολύ περισσότερο όταν έστω και εμμέσως στρέφεται εναντίον κυβερνητικής πολιτικής, τότε επιστρατεύονται όλα τα μέσα απαξίωσης και στιγματισμού. Κλασική αντιδημοκρατική περίπτωση δύο μέτρων και δύο σταθμών που ανθεί όχι μόνο στην Αριστερά, αλλά σ’ όλο το πολιτικό φάσμα.
Η προπαγανδιστική ταχυδακτυλουργία του Κοτζιά
Στερείται ακόμα και στοιχειώδους σοβαρότητας η ρητορική προσπάθεια του Κοτζιά να εμφανίσει όσους για τον οποιονδήποτε λόγο δεν πήγαν στο συλλαλητήριο σαν ενάντιους και κατ’ επέκτασιν σαν υποστηρικτές της κυβερνητικής πολιτικής στο Μακεδονικό! Όπως χαρακτηριστικά γράφτηκε, εάν ακολουθήσουμε τη λογική Κοτζιά και όχι μόνο, ακόμα και εάν πήγαιναν στο συλλαλητήριο 4.000.000 πολίτες και πάλι θα ήταν μειονότητα, επειδή θα υπήρχαν τα υπόλοιπα 6.000.000 που δεν πήγαν.
Ας σοβαρευτούμε, γιατί, όπως προαναφέραμε, το γαρ πολύ της προπαγάνδας γεννά πολιτική ανοησία. Τα συλλαλητήρια δεν χαράσσουν πολιτική. Ούτε είναι θεσμικά αρμόδια, ούτε μπορούν, ούτε το επιδιώκουν. Τα συλλαλητήρια είναι ουσιαστικά μία κραυγή. Προφανώς δεν είναι η κραυγή όλων των πολιτών. Είναι, όμως, η κραυγή ενός πολύ μεγάλου αριθμού, πολλαπλάσιου του αριθμού που συμμετείχε.
Από την ίδια μήτρα
Όσο κι αν φανεί εκ πρώτης όψεως παράδοξο, οι Αγανακτισμένοι του 2011, το 62% του δημοψηφίσματος και τα συλλαλητήρια αυτών των ημερών είναι φαινόμενα που πηγάζουν από την ίδια μήτρα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι συμμετείχαν υποχρεωτικά τα ίδια άτομα. Η κοινωνία κινητοποιείται και αντιδρά διαμαρτυρόμενη. Οι Αγανακτισμένοι αντιδρούσαν στη μνημονιακή πολιτική της τότε κυβέρνησης. Το 62% αντέδρασε στην επιχείρηση του ευρωιερατείου να «στραγγαλίσει» την κυβέρνηση Τσίπρα.
Τώρα, τα συλλαλητήρια αντιδρούν επειδή αντιλαμβάνονται ότι η κυβέρνηση επιχειρεί να κλείσει το Μακεδονικό κατά τρόπο που θίγει τα εθνικά συμφέροντα. Οι αναγνώστες γνωρίζουν ότι είμαι αντίθετος στη θέση «ούτε Μακεδονία ούτε παράγωγα». Κατανοώ, όμως, τις εθνικές ευαισθησίες των πολιτών, δεδομένου ότι ποτέ το πολιτικό σύστημα δεν εξήγησε ποιο είναι το εθνικό διακύβευμα σ’ αυτή την υπόθεση.
Εκτός αυτού, υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις ότι το λαϊκό ένστικτο έχει δίκιο να μην εμπιστεύεται γενικά το πολιτικό σύστημα στο χειρισμό εθνικών θεμάτων και ειδικότερα τη σημερινή κυβέρνηση στον χειρισμό του Μακεδονικού. Αυτό το θέμα, όμως, δεν είναι του παρόντος άρθρου.
Αναμφισβήτητα τα συλλαλητήρια τροφοδοτήθηκαν και από τη συσσωρευμένη οργή μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού. Και ως Αγανακτισμένοι και ψηφίζοντας ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησαν να ξεφύγουν από τα Μνημόνια. Δεν τα κατάφεραν. Είδαν τις σταθερές του βίου τους να ανατρέπονται, αλλά μη έχοντας όχημα αντίστασης έκαναν υπομονή. Τώρα θεωρούν πως έφαγαν τον γάιδαρο και έχει μείνει η ουρά του. Ελπίζουν πως με την έξοδο από τα Μνημόνια το καλοκαίρι θα δουν κάποια άσπρη ημέρα.
Ο ίδιος λαός παρακολουθεί ταπεινωμένος τις επεκτατικές προκλήσεις της Τουρκίας, αλλά κατανοεί ότι η Ελλάδα είναι στα γόνατα και πρέπει να αποφύγει αντιδράσεις που μπορεί να οδηγήσουν σε ένοπλη σύγκρουση. Δεν αντιλαμβάνεται, όμως, γιατί πρέπει να υποχωρήσει και να ταπεινωθεί από τους αδύναμους αλλά προκλητικούς Σλαβομακεδόνες. Με άλλα λόγια, στην αντίδραση για το Μακεδονικό διοχετεύτηκε εκτός από την εθνική ευαισθησία και η συσσωρευμένη οργή για όλα όσα δραματικά υφίστανται οι Έλληνες τα τελευταία χρόνια. Κατά μία έννοια ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.
Ανάρτηση από: http://geromorias.blogspot.gr