Του Ρούντι Ρινάλντι
Η λήξη του τρίτου μνημονίου ως συγκεκριμένης συμφωνίας του ελληνικού κράτους με τους δανειστές του, είναι γεγονός από τις 21 Αυγούστου. Οι δεσμεύσεις, ο έλεγχος και οι πιέσεις-καταναγκασμοί συνεχίζονται βεβαίως με άλλη μορφή, ενώ υποτίθεται ότι υπάρχουν έστω και μικρά περιθώρια για άσκηση πολιτικών σε κρατικό και διοικητικό επίπεδο που προηγουμένως έπρεπε να τύχουν της απόλυτης έγκρισης από την εγκατεστημένη στο Χίλτον Τρόικα.
Από την άποψη αυτή, και επίσημα πλέον από τον Αύγουστο, έχει ανοίξει μια νέα πολιτική περίοδος για τη χώρα (όχι απλά για τον ΣΥΡΙΖΑ ή την Ν.Δ.) που θα έπρεπε να εκτιμηθεί και να αξιολογηθεί. Κι όμως, επικρατεί μια διάχυτη σύγχυση: Δεν είναι καθαρό αν τέλειωσαν τα μνημόνια, ούτε αν είναι μοιραίο να είμαστε σκλαβωμένοι για 60 ακόμα χρόνια χωρίς να μπορεί να γίνει τίποτα.
Η χρονική λήξη του τρίτου μνημονίου, θα όφειλε υπό άλλες προϋποθέσεις να έχει βρει την κοινωνία και πολιτικές εκπροσωπήσεις της, σε κατάσταση ετοιμότητας. Για μια προσπάθεια να τεθεί η χώρα σε τροχιά πραγματικής ανάκαμψης, κρατικού και πολιτικού σχεδιασμού για την ανασυγκρότησή της. Δεδομένου ότι η πίεση που θα της ασκηθεί έτσι κι αλλιώς θα είναι μεγάλη και θα διαρκέσει για πολύ ακόμα.
Αν η διέξοδος της χώρας ισοδυναμεί με μια τιτάνια προσπάθεια εκμετάλλευσης οποιασδήποτε δυνατότητας και ρωγμής ώστε να στηθεί στα πόδια του αλλά και να διασωθεί ό,τι είναι χρειαζούμενο και διαλύεται συστηματικά, αυτό δεν θα γίνει με όρους θριαμβικούς, με όρους ανοίγματος λεωφόρων ευτυχίας και επιτυχιών. Περισσότερο θα μοιάζει με την προσπάθεια ενός λαού, μιας κοινωνίας, ενός τόπου, να περάσουν «από τη τρύπα της βελόνας» ώστε να ανορθωθούν και να οικοδομήσουν μια εναλλακτική.
Η γενική επαγγελία ενός μελλοντικού σοσιαλισμού, η υιοθέτηση λύσεων ευκολίας και μαγικών ραβδιών, χωρίς καν να ψηλαφίζονται οι προϋποθέσεις (ευρωζώνη, Ε.Ε., ΝΑΤΟ, καπιταλισμός κ.λπ.) σημαίνουν στην πράξη αδυναμία κατανόησης του τι κάθε φορά αλλάζει στον πολιτικό κύκλο. Ουσιαστική αδιαφορία για την προσπάθεια αναγνώρισης της πραγματικότητας και τη χάραξη μιας πολιτικής ουσίας.
Οι συνέπειες όσων έγιναν με τα Μνημόνια, και ιδιαίτερα με το 3ο του ΣΥΡΙΖΑ (που ψήφισαν όλοι μαζί τον Αύγουστο του 2015), είναι τόσο βαθιές ώστε να μην υφίσταται πραγματική ρήξη χωρίς αυτές να αναστραφούν. Μια χώρα χωρίς υποδομές δεν μπορεί να σταθεί. Είναι όμως δεδομένο ότι ακόμα και οποιαδήποτε δυνατότητα χρηματοδότησης με τα σημερινά δεδομένα, θα κατευθυνθεί σε προεκλογικές «φιλανθρωπίες» αίσχιστου είδους και όχι σε κάποια προοπτική.
«Η νύχτα εναλλάσσεται με νύχτα»
Το στοιχείο της «εξόδου» θα μπορούσε -υπό προϋποθέσεις- να αποτελέσει μια καμπή για ουσιαστικές στοχεύσεις που θα έθεταν τις βάσεις μιας άλλης τροχιάς για την χώρα. Αντί όμως για μια τέτοια αντιμετώπιση, έχουμε τη διαχείριση του γεγονότος αυτού με ευκαιριακό τρόπο, τέτοιον που διαιωνίζει την υπάρχουσα κατάσταση.
Πιο συγκεκριμένα, ο ΣΥΡΙΖΑ -και προσωπικά ο Αλ. Τσίπρας- το χρησιμοποιεί εντελώς επικοινωνιακά, σαν μια παράτα που θα του χρησιμεύσει ίσως για να διασωθεί στο προεκλογικό και μετεκλογικό παιχνίδι. Δηλαδή ένα απέραντο τίποτα, παντελής έλλειψη πραγματικής πολιτικής για την χώρα. Η Ν.Δ., αδιαφορώντας για όλα αυτά, ενδιαφέρεται φυσικά μόνο να έρθει εκείνη στα πράγματα για να συνεχίσει τα ίδια.
Υπάρχει ένα αμείλικτο ερώτημα. Τι και πώς μπορεί να ανασυνταχθεί ώστε να μπούμε σε μια δυναμική ανάκαμψης ως χώρα και λαός; Ή, διαφορετικά, πώς να αναμορφωθούν ορθολογικά οι προτεραιότητες και οι ιεραρχήσεις ώστε να αναστραφούν οι συνέπειες της μνημονιακής διάλυσης και να υπάρξει μια ουσιαστική διέξοδος;
Το πολιτικό σύστημα, έχοντας περάσει από χίλια κύματα και δοκιμασίες, καταγράφει μια επιτυχία. Κατορθώνει να ανασυντάσσεται μέσα από εναλλασσόμενες μορφές χωρίς να αφήνει χώρο για μια ριζοσπαστική δυναμική να εκφραστεί. Εκμαυλίζεται ολοένα και περισσότερο, απωθεί τους πολίτες ακόμα περισσότερο στο περιθώριο και συντηρητικοποιείται το ίδιο ακόμα περισσότερο, απομακρυνόμενο από τα θέλω του κόσμου και σε αντιπαράθεση με αυτά. Γι αυτό, ενώ το 2015 υποτίθεται πως ήρθε μια αντιμνημονιακή κυβέρνηση για να απαντήσει στα κόμματα που είχαν φέρει τα μνημόνια, τώρα έχουμε ένα πολιτικό σύστημα χωρίς ποιοτικές διαφορές, χωρίς αντιπαράθεση διαφορετικών επί της ουσίας πολιτικών. Η «νύχτα εναλλάσσεται με νύχτα» όπως έλεγε ο σαββοπουλικός στίχος.
Τα δύο μεγάλα συστημικά κόμματα και οι παρατάξεις που συγκροτούν, δεν νοιάζονται παρά να αποτελούν δύο παραλλαγές της «νύχτας». Τη στιγμή που η κοινωνία βουλιάζει, η χώρα ξεχαρβαλώνεται, ο κρατικός και διοικητικός ιστός διαλύεται, ο πολίτης είναι εντελώς ανυπεράσπιστος απέναντι στη βροχή, τη φωτιά, το κουνούπι, τη δόση του δανείου ή της εφορίας που ήρθε, στο φάρμακο που δεν βρίσκει και ο κατάλογος θα μπορούσε να συνεχιστεί.
Ο εκμαυλισμένος πολιτικός κόσμος ετοιμάζεται για τις εκλογικές αναμετρήσεις με σκοπό την αναπαραγωγή του και αδιαφορεί πλήρως για την κατάσταση της χώρας.
Όπως όταν ανάλαβε ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε κανέναν σχεδιασμό πέρα από το να διαχειριστεί τη διακυβέρνηση, όπως τότε σπατάλησε και κοίμιζε για δύο χρόνια (2012-2014) τον λαϊκό ριζοσπαστισμό, έτσι και τώρα έχοντας ρημάξει την χώρα θριαμβολογεί για μια «έξοδο» και ποντάρει σε αυτήν επικοινωνιακά για την επιβίωση μιας παρέας.
Το μεγάλο ζητούμενο
Υπάρχει ένα αμείλικτο ερώτημα. Τι και πώς μπορεί να ανασυνταχθεί ώστε να μπούμε σε μια δυναμική ανάκαμψης ως χώρα και λαός; Ή, διαφορετικά, πώς να αναμορφωθούν ορθολογικά οι προτεραιότητες και οι ιεραρχήσεις ώστε να αναστραφούν οι συνέπειες της μνημονιακής διάλυσης και να υπάρξει μια ουσιαστική διέξοδος;
Τα συστημικά κόμματα είναι σαφές πως δεν έχουν οποιαδήποτε σοβαρή τέτοια στόχευση. Αν υπήρχαν έστω διαφορετικά προγράμματα, θα υπήρχε και μια ουσιαστική πολιτική αντιπαράθεση, θα συγκρούονταν διαφορετικά σχέδια επί αυτής της πραγματικότητας, της επικαιρότητας, της συγκυρίας.
Κεντρικό πρόβλημα είναι πώς μπορούν να υπάρξουν συγκεκριμένες πολιτικές που να συμβάλλουν στην ανάδειξη μιας εναλλακτικής συνείδησης και πραγματικότητας, κάνοντας βήματα αντιστροφής της σημερινής κατάστασης. Άλλη συνείδηση και πάλη για να υπάρχει αυτή η χώρα με την κοινωνία ζωντανή. Αντιμετώπιση των δυσκολιών, συγκέντρωση προϋποθέσεων για τις αναγκαίες ρήξεις. Κοντολογίς, διατύπωση και οικοδόμηση ενός προγράμματος διεξόδου της χώρας με βάση τις πραγματικές συνθήκες και όχι τι θέλουμε ή ακόμα χειρότερα τι φαντασιωνόμαστε. Γιατί δεν αντιμετωπίζουμε ένα μέτωπο, αλλά πολλαπλά και δύσκολα και μάλλον πρέπει ως λαός να τα βγάλουμε πέρα βασικά μόνοι μας.
Από την επικοινωνιακή ή εκμαυλισμένη πολιτική σε μια πραγματική πολιτική που διαμεσολαβεί και δημιουργεί προϋποθέσεις και προοπτικές, δεν μεσολαβεί «ένα τσιγάρο δρόμος». Είναι αρκετός και πρέπει να διανυθεί…
Ανάρτηση από: https://www.e-dromos.gr