Τα σοσιαλιστικά και αριστερά κόμματα σήμερα εφαρμόζουν αποδεδειγμένα καλύτερα τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό, αφού δεν επιτρέπουν άλλες πιο ριζοσπαστικές επιλογές στις μάζες – ενώ τις αποκλείουν από τις διαδηλώσεις, από τους δρόμους, οπότε προτιμούνται από τις ελίτ.
«Η δύναμη των κομμάτων έχει άμεση σχέση με τη χρηματοδότηση τους – αφού διαφορετικά δεν έχουν τη δυνατότητα να πληρώνουν τα έξοδα τους, τις διαφημίσεις τους, τα γραφεία που νοικιάζουν ανά τη χώρα κοκ. Ως εκ τούτου είναι εξαρτημένα από τις ελίτ οι οποίες τότε καθορίζουν τις «δημοκρατικές επιλογές» των μαζών – στηρίζοντας συνήθως κόμματα που δεν διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους, όσον αφορά τα συμφέροντα τους (των ελίτ).Οι ελίτ λοιπόν ουσιαστικά αγοράζουν τις εκλογές, χωρίς σχεδόν κανέναν περιορισμό – ενώ οι μάζες έχουν την ψευδαίσθηση πως επιλέγουν οι ίδιες τις κυβερνήσεις τους, παραπλανημένες από τις σκηνοθετημένες τηλεοπτικές ή άλλες αντιπαραθέσεις των πολιτικών που συνήθως χρηματίζονται.Δυστυχώς δεν κατανοούν ότι, οι «πράξεις» των κομμάτων εξουσίας, από τις οποίες οφείλει να τα κρίνει κανείς και όχι από τα λόγια τους, διαφέρουν ελάχιστα μεταξύ τους – όπως στο παράδειγμα της Ελλάδας, όπου οι δύο μεγάλες παρατάξεις υποστηρίζουν μανιωδώς τα μνημόνια, αφού από αυτά αντλούν τη χρηματοδότηση τους, διαφωνώντας μόνο ως προς τις λεπτομέρειες της εφαρμογής τους και με κριτήριο την κομματική τους πελατεία.
Με δεδομένο δε το ότι, τα σοσιαλιστικά και αριστερά κόμματα σήμερα εφαρμόζουν αποδεδειγμένα καλύτερα τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό, αφού δεν επιτρέπουν άλλες πιο ριζοσπαστικές επιλογές στις μάζες, προτιμούνται καλύτερα από τις ελίτ – έως ότου βρεθεί κάτι που θα τις συμφέρει περισσότερο» Β.Β.).
Άποψη
Είναι φυσικά δύσκολο να κατανοήσει κανείς πώς είναι δυνατόν να αποτελεί λύση το ίδιο το πρόβλημα, τα μνημόνια δηλαδή, αφού έχει πια τεκμηριωθεί από τους πάντες ότι, είναι καταστροφικά για την οικονομία (ανάλυση) – συνεχίζοντας να απορούμε με την τρομακτική σιωπή των αμνών που επικρατεί στη χώρα μας, παρά το ότι δεν υπάρχει κανένας που να μη συνειδητοποιεί ότι, οδηγούμαστε στο γκρεμό.
Αρκετοί Έλληνες βέβαια θεωρούν πως δεν υπάρχει καμία εναλλακτική λύση, εκτός από το σκύψιμο του κεφαλιού και την υποταγή στις δυνάμεις κατοχής, οι οποίες κατ’ ευφημισμό και μόνο αποκαλούνται «δανειστές» – κάτι που μάλλον συμμερίζεται ο πρωθυπουργός μετά τη δολοφονία της ελπίδας εκ μέρους του, καθώς επίσης ο υπουργός οικονομικών.
Όπως ισχυρίζονται πάντως οι Έλληνες, «δώσαμε τη δυνατότητα σε όλα τα κόμματα που υπάρχουν για να κυβερνήσουν τη χώρα, φτάνοντας πλέον στο τελευταίο – το οποίο ήταν μία ακόμη μεγαλύτερη απογοήτευση σε σχέση με τα προηγούμενα. Επομένως, έχουμε κάνει το καθήκον μας και δεν έχει το δικαίωμα να μας κατηγορεί κανείς«.
Εν τούτοις, είναι αδύνατον να μην καταλαβαίνουν ότι, δεν μπορεί να θεωρηθεί αντίσταση ή/και διαμαρτυρία η αλλαγή των αναλώσιμων ασφαλώς κυβερνήσεων που τοποθετούν οι «δανειστές», κατά το παράδειγμα της κατοχής του 1940, για να επιβάλλουν τη θέληση τους – όπως θα ήταν, για παράδειγμα, η αποχή όλων των Ελλήνων για μία εβδομάδα από τους χώρους εργασίας τους, οι μαζικές ειρηνικές διαδηλώσεις σε όλες τις πόλεις κοκ.
Συμπεραίνει λοιπόν κανείς πως ναι μεν το καταλαβαίνουν, αλλά δεν θέλουν να χάσουν την ησυχία και τη βολή τους, έχοντας επί πλέον κυριευθεί από έναν ανείπωτο φόβο – ο οποίος πια κυριαρχεί στη καρδιά και στο νου τους, παραλύοντας κάθε υγιή αντίδραση εκ μέρους τους.
Εάν όμως δεν αποτινάξουν αυτό το φόβο, συνεχίζοντας να ανέχονται τη φτώχεια, την εξαθλίωση, τη λεηλασία της ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας τους, την υπεξαίρεση του τραπεζικού τους συστήματος, την κατάρρευση του κοινωνικού τους κράτους, τον αφελληνισμό των νησιών τους, τη μαζική φυγή των παιδιών τους (γράφημα), τη νομή της εξουσίας από τις πάσης φύσεως συμμορίες των «δανειστών» κοκ, τότε θα είναι άξιοι της μοίρας τους – αποτελώντας πράγματι τη μεγάλη ντροπή της Ευρώπης.
Ολοκληρώνοντας λυπάμαι που αρχίζω να πιστεύω και εγώ πως ίσως πράγματι δεν είμαστε Έλληνες έχοντας συλλογικά αποχαυνωθεί και περιμένοντας μοιρολατρικά να χάσουμε τα πάντα – ενώ πιστεύουμε σαν ανόητοι πως εμείς φταίμε για τα τεράστια εξοπλιστικά προγράμματα λόγω Τουρκίας που αύξησαν το χρέος μας, για τους Ολυμπιακούς αγώνες που μας φόρτωσαν ακόμη περισσότερα χρέη και για τον ανόητο υπουργό οικονομικών που εγγυήθηκε για τις τράπεζες, ενώ δεν πρόσεξε καν τη μαζική λήξη των ομολόγων το 2010.
Επί πλέον μας έκαναν να πιστεύουμε πως εμείς φταίμε για τον ανίκανο πρωθυπουργό που προκήρυξε εκλογές εν μέσω της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, εκτοξεύοντας τα ελλείμματα στα ύψη, για τον επόμενο που θεώρησε σωστό να μας παραδώσει στο ΔΝΤ κατηγορώντας μας δημόσια ως αθεράπευτα διεφθαρμένους, για το βρώμικο παιχνίδι που παίχθηκε εις βάρος μας από τον επόμενο σωτήρα (άρθρο), καθώς επίσης για εκείνον που ανέτρεψε την κυβέρνηση και υποσχέθηκε να συγκρουσθεί με την Τρόικα, χωρίς κανένα σχέδιο – οπότε, αγνοώντας παράνομα το δημοψήφισμα, πρόδωσε τρομοκρατημένος την πατρίδα του, επιβαρύνοντας την παράλληλα με ένα ακόμη μνημόνιο.
Εν τούτοις, όσο και αν τα σφάλματα του παρελθόντος δεν είναι δικά μας, ανήκοντας μετά το 2010 εξ ολοκλήρου στην Τρόικα που μας κατέστρεψε με την πολιτική που επέβαλλε, τα σημερινά οφείλονται ασφαλώς σε εμάς – αφού ανεχόμαστε σαν τα πρόβατα τα πάντα, χωρίς καμία απολύτως αντίδραση. Επομένως, η τιμωρία που θα υποστούμε, η οποία μόλις τώρα ξεκινάει, μετά τη θριαμβευτική έξοδο από τα μνημόνια και την εκτόξευση των spreads (γράφημα), θα είναι εύλογη – ενώ δυστυχώς θα επιβαρύνει πολλές γενιές Ελλήνων, οι οποίες δεν θα έχουν τη χαρά να ζουν σε μία ελεύθερη χώρα, επειδή εμείς θα τους την έχουμε στερήσει.
Ανάρτηση από: https://analyst.gr