Σαν σήμερα, 77 χρόνια πριν, η Αθήνα έβγαινε στους δρόμους γιορτάζοντας την απελευθέρωσή της από το φασιστικό ζυγό. Πρωτοπόροι στον αγώνα της Εθνικής Αντίστασης οι κομμουνιστές, το ΚΚΕ, με το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ, έχοντας ήδη δώσει ποτάμια αίματος για την ελευθερία και την ανεξαρτησία. Εκτελέσεις, βασανιστήρια, φυλακές, μάχες στις πόλεις και στα βουνά, είναι ο βαρύς τίτλος τιμής που έφερε και φέρει η παράταξη της Αριστεράς για τη δράση της στη δεκαετία του 40. Ο λαός αναγνώρισε στους κομμουνιστές τους φυσικούς ηγέτες του, τους επικεφαλής των αγώνων και των προσδοκιών του και συμπύκνωσε τις ελπίδες του για την επόμενη μέρα στο αίτημα της λαοκρατίας και της νέας Ελλάδας.
Σε αντίθεση με τους κομμουνιστές, η άρχουσα τάξη, η αστική τάξη της χώρας, ήταν εκκωφαντικά απούσα από τον αγώνα της Αντίστασης. Το πιο ισχυρό τμήμα της βρέθηκε καθόλη τη διάρκεια της Κατοχής εκτός Ελλάδας, υπό τις προστατευτικές φτερούγες των Άγγλων, στο Κάιρο και στη Μέση Ανατολή. Ο βασιλιάς, οι πολιτικοί της Δεξιάς και του Κέντρου, οι ισχυροί φιλο-αγγλικοί πολιτικοί και επιχειρηματικοι κύκλοι βούτηξαν τα αποθέματα σε χρυσό της Τράπεζας της Ελλάδας και δραπέτευσαν, αφήνοντας το λαό να πεθαίνει από την πείνα και τις κακουχίες.
Ένα άλλο τμήμα της άρχουσας τάξης, βρέθηκε στο πλευρό των Γερμανών, εκδηλώνοντας ανοικτά τον δοσιλογισμό της. Συνεργάστηκαν με τους κατακτητές, είτε φορώντας την κουκούλα για να καταδώσουν τους αγωνιστές, είτε στελεχώνοντας τον κατοχικό μηχανισμό σε υπουργεία, κεντρική κυβέρνηση, τοπικές διοικήσεις.
Οι εντελώς αναιμικές απόπειρες να εμφανιστεί μια ελάχιστη αντιστασιακή δραστηριότητα από τη μεριά της αστικής τάξης, αφορούσε σχεδόν αποκλειστικά την προσπάθεια να μην μονοπωλήσει την Αντίσταση το ΚΚΕ. Οι Άγγλοι αντιλήφθηκαν πως “μπροστά στο επαίσχυντο θέαμα το δοσιλογισμού της μεγαλοαστικής τάξης και της παλιάς πολιτικής ηγεσίας, ο λαός θα ξεσηκωνόταν και η Ελλάδα θα έφευγε από τα χέρια τους”. Ωστόσο η ποιότητα της ελληνικής άρχουσας τάξης ήταν τέτοια που δεν αναίρεσε τη γενικευμένη δοσιλογική της εικόνα και έφτασε το πολύ μέχρι τις γκροτέσκο καταστάσεις του Τσιγάντε και των αγγλικών λιρών με τις οποίες επιχειρήθηκε να στηθεί αντιΕαμικό μέτωπο.Αποτέλεσμα ήταν η Ελλάδα να είναι η μόνη χώρα στο συμμαχικό στρατόπεδο που πριν καλά καλά ηττηθεί οριστικά ο Χίτλερ τον Μάη του 45, ήδη δηλαδή από το 1944, να τιμά, να αποκαθιστά, και να στηρίζεται στους δοσίλογους, στους συνεργάτες των ναζί, στους γερμανοτσολιάδες, στους κουκουλοφόρους προδότες της πατρίδας.
Ο λόγος ήταν απλός: όσα τμήματα της αστικής τάξης δεν συνεργάστηκαν με τους ναζί κατακτητές, έκαναν διακοπές στο εξωτερικό, περιμένοντας την νίκη των Άγγλων και την αποκατάσταση των ίδιων στην εξουσία, όσο ο λαός πεινούσε και πέθαινε. Μπορεί εκ των υστέρων η Αντίσταση να βαφτίστηκε “Εθνική” αλλά απηχούσε περισσότερο το χαρακτήρα του αγώνα της εθνικής απελευθέρωσης όπως αυτός καθορίστηκε από το ΕΑΜ και τους κομμουνιστές, και καθόλου την πανεθνική συμμετοχή όλων των τάξεων και των κοινωνικών στρωμάτων της Ελλάδας.
Στις 12 Οκτώβρη του 44, γεγονός είναι ότι οι κομμουνιστές ήταν παρόντες και οι αστοί απόντες.
Σε μια από τις σημαντικότερες εποποιίες του ελληνικού λαού στη νεότερη ιστορία του, η άρχουσα τάξη, είτε κρύφτηκε, είτε στάθηκε απέναντί του.
Έχει σημασία αυτή η αλήθεια 77 χρόνια μετά;
Έχει, για δύο λόγους.
Ο πρώτος είναι ότι ένα τμήμα της Δεξιάς και της Ακροδεξιάς επιχειρεί και σήμερα να συγκροτηθεί στο όνομα της πατρίδας και του έθνους, κατηγορώντας την Αριστερά ως δύναμη προδοτική και αντεθνική. Ο ανυπόληπτος κατά τα άλλα Μπογδάνος, επικαλέστηκε στη Βουλή τον Γρίβα, τον αρχηγό της προδοτικής φασιστικής οργάνωσης Χ κατα τη ναζιστική κατοχή και μετέπειτα αρχηγό της τρομοκρατικής οργάνωσης ΕΟΚΑ Β. Έλεγε λοιπόν ο Γρίβας ότι μεγαλύτερος εχθρός, στην περίπτωση της Κύπρου, και από τους Βρετανούς και από τους Τούρκους, ήταν οι κομμουνιστές. Και είχε δίκιο.
Πράγματι, η Δεξιά, για να μην πέσει η χώρα στα χέρια των κομμουνιστών, συνεργάστηκε με τους ναζιστές Γερμανούς και τους φασίστες Ιταλούς, υιοθετήθηκε από τους Άγγλους, προσέφερε τη χώρα ως φτηνό οικόπεδο στους Αμερικάνους, κατέλυσε τη δημοκρατία στην Ελλάδα, παρέδωσε την Κύπρο στον Αττίλα.
Για να μην χάσει η αστική τάξη την εξουσία δεν είχε τον παραμικρό ενδοιασμό να συνεργάζεται με όσους επιβουλεύονταν την ανεξαρτησία, την ακεραιότητα και την κυριαρχία της χώρας. Επίγονοι αυτής της Δεξιάς στην περίοδο των μνημονίων αναφωνούσαν “Γερούν γερά” και “βάστα Σόιμπλε” κατά την εφαρμογή ενός εξοντωτικού προγράμματος λιτότητας για το οποίο μέχρι και η Μέρκελ δήλωσε αναδρομικά ότι είχε τύψεις. Αυτοί όμως έμειναν αμετανόητοι.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι το κοσμπολίτικο και εκσυγχρονιστικό τμήμα της Δεξιάς, το ακραίο Κέντρο που θέλει να φέρει φιλελεύθερα παράσημα στο πέτο του, επιχειρεί να πετάξει την ιστορία στη λήθη, να υπερβεί τάχα τους ιστορικούς διχασμούς, ζητά να ενώσει το λαό και να κοιτάξει το μέλλον και όχι το παρελθόν. Και ίσως θα ήταν συγκινητική αυτή η προσπάθεια, αν η ενότητα του λαού δεν πραγματοποιούνταν κάτω από τα οράματα και τα συμφέροντα της τάξης που τον κυβερνά. Η ιστορική λήθη είναι πράγματι βολική για το ξαναβάφτισμα της αστικής τάξης της χώρας στην κολυμπήθρα του Σιλωάμ.
Μόνο που η ιστορία δεν είναι τόμοι ξεχασμένοι στη βιβλιοθήκη, ούτε αποκλειστικό αντικείμενο των ιστορικών ερευνών και των ακαδημαϊκών μελετητών.
Είναι ζώσα πραγματικότητα, που μας θυμίζει και θα μας θυμίζει ότι αυτή τη μέρα, 77 χρόνια πριν, η Αθήνα απελευθερώθηκε με τους κομμουνιστές στην πρώτη γραμμή του αγώνα και των θυσιών και την αστική τάξη απούσα.
Και ακόμα και αν αυτή η αλήθεια δεν λύνει κανένα πολιτικό αδιέξοδο της Ελλάδας του 21ου αιώνα, δεν παύει να αποκαλύπτει την ποιότητα και την προοπτική και των μεν και των δε. Όσο και αν οι μεν είναι διαλυμένοι, ηττημένοι, σκορπισμένοι, και οι δε φιγουράρουν νικητές, κυρίαρχοι και σίγουροι.
Ανάρτηση από: https://www.antapocrisis.gr