Σάββατο 7 Μαΐου 2016

Το χρονικό μιας διαδρομής (Δ΄ Μέρος)

Πίνακας του Καρλ Πάβλοβιτς Μπριουλόφ

Έχει αποτύχει σύμπασα η αριστερά
Διονύσης Σαββόπουλος

Του Γιώργου Καραμπελιά
Το άνοιγμα της συζήτησης για την Αριστερά και την πορεία της στην Ελλάδα προκάλεσε μια σειρά από αντιδράσεις και παρεμβάσεις φίλων και όχι μόνον, που οδήγησαν ήδη σ’ ένα πρώτο κείμενο (pro domo sua, Μέρος Γ΄), που περιγράφει σ’ ένα πρώτο επίπεδο αυτή τη διαδρομή.
Όμως, επειδή τρώγοντας έρχεται η όρεξη, κάποιοι παλιοί φίλοι, που υπήρξαν συμμέτοχοι αυτής της διαδρομής, μου επισήμαναν πως αυτή η πρώτη μου τοποθέτηση παραμένει αρκετά «εξωτερική» και δεν αναλύει τους εσώτερους μηχανισμούς της. Και παρότι στο παρελθόν έχω αρνηθεί να ασχολούμαι ιδιαίτερα με την προσωπική μου διαδρομή, ίσως και λόγω ηλικίας, αλλά μάλλον επειδή σήμερα το κρίνω σκόπιμο, σκέφτηκα να αφιερώσω ακόμα ένα άρθρο σε αυτή τη διαδρομή. Ποιό δηλαδή είναι το κόκκινο νήμα που συνδέει τη μετεξέλιξη ενός μικρού αριθμού μελών του Άρδην από την Αριστερά στο σήμερα; Πρόκειται μήπως για μια απλή διαδικασία απογαλακτισμού και μεταστροφής, όπως συνήθως φαντάζονται όσοι δεν έχουν παρακολουθήσει, ούτε έχουν βιώσει αντίστοιχες διαδρομές; Ή, αντίθετα, όπως πάντα συμβαίνει στην πραγματικότητα, τα πρώτα στάδια μιας πορείας εμπεριέχουν ήδη στοιχεία που ερμηνεύουν τη μετεξέλιξή της; Πιστεύω το δεύτερο.
Έτσι μόνο μπορεί να εξηγηθεί γιατί και πώς τα στελέχη, π.χ., της Κομσομόλ και της KαΓκεΜπέ μετεξελίχθηκαν στους ολιγάρχες της μετασοβιετικής εποχής. Διότι η κόκκινη γραμμή που ενώνει την αρχική θέση τους με την κατάληξή της είναι μία, η αναζήτηση της εξουσίας. Διότι, προφανώς, στην Κομσομόλ ή την ΚαΓκεΜπέ της δεκαετίας του ’80, δεν ανήκε κάποιος επειδή πίστευε στην παγκόσμια επανάσταση ή στον εξισωτισμό, αλλά, αντίθετα, επειδή επιθυμούσε την κοινωνική και οικονομική του καταξίωση στο κυρίαρχο σύστημα. Κατά συνέπεια, διέθετε την κατάλληλη θέση και την απαιτούμενη ψυχολογική δομή για να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες που του προσέφερε η ανατροπή του παλαιού συστήματος, ενώ οι παλιοί προλετάριοι, στην πλειοψηφία τους, έμειναν προλετάριοι και στο νέο σύστημα. Δηλαδή, οι πρώτοι, αφεντικά στη μία περίπτωση, αφεντικά και στην άλλη. Κατά τον ίδιο τρόπο που, για τη συντριπτική πλειοψηφία των διανοούμενων στελεχών της ΚΝΕ στη δεκαετία του ’80, η υποστήριξη της μπρεζνιεφικής γραφειοκρατίας βρίσκεται σε ευθεία συνάφεια με τη μετεξέλιξή τους σε στελέχη των ΜΜΕ, των επιχειρήσεων ή των κομμάτων, στην περίοδο μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Η πορεία ενός Κατρούγκαλου δεν ενέχει στην πραγματικότητα κάποια ριζική μεταστροφή από την ΚΝΕ μέχρι σήμερα.
Έτσι, λοιπόν, και οι δικές μας επιλογές, από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και εξής, ενείχαν κάποια στοιχεία τα οποία μπορούν να ερμηνεύσουν και τη σημερινή μας στάση και αντίληψη. Η προσχώρησή μας στον «λαϊκιστικό» ή μάλλον «εργατίστικο», τότε, μαοϊσμό, –πιστεύω, σήμερα, που βλέπω εκ των υστέρων αυτή τη διαδρομή– δεν ήταν τυχαία.
Για όσους αγνοούν τις διαμάχες στο εσωτερικό της Αριστεράς εκείνης της περιόδου, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε πως η σύγκρουση Κίνας–Σοβιετικής Ένωσης, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, καθώς και η ανάδειξη εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων τα οποία δεν ταυτίζονταν με τη σοβιετική αντίληψη (Κούβα, Αλγερία, Βιετνάμ, κ.λπ.), οδήγησε σε μία πρώτη μεγάλη διαμάχη στο εσωτερικό της Αριστεράς εκείνης της περιόδου, κατά την οποία διαμορφώθηκαν τρία βασικά «στρατόπεδα»: Το πρώτο, πλειοψηφικό αλλά συρρικνούμενο, ταυτιζόταν με τη σοβιετική πολιτική. Ένα δεύτερο, που βαφτίστηκε τότε ευρωκομουνισμός με προεξάρχοντες του Ιταλούς, τον Τολιάτι κ.λπ., ήταν εκείνο που συνηγορούσε σε μια «δεξιά» ευρωπαϊστική κριτική του σοβιετικού μοντέλου, η οποία στην Ελλάδα οδήγησε στη διάσπαση του ΚΚΕ, το 1968, μεταξύ ΚΚΕ Εσωτερικού και ορθόδοξου ΚΚΕ. Η τρίτη πτέρυγα συγκέντρωνε τους αριστερούς επικριτές του σοβιετικού μοντέλου, τροτσκιστές, κινεζόφιλους, μαοϊκούς, γκεβαρικούς, καταστασιακούς κ.λπ. Αυτό το τρίτο ρεύμα  έδωσε στη συνέχεια τον Μάη του ’68, την πολιτιστική επανάσταση στην Κίνα κ.λπ.
Αποφασιστικό αφετηριακό στοιχείο αυτού του τρίτου ρεύματος ήταν η κριτική στο γραφειοκρατικό εξουσιαστικό μοντέλο του σοβιετικού σοσιαλισμού. Όμως, οι διαφορές στο εσωτερικό του ήταν πολύ μεγάλες. Οι τροτσκιστές, για παράδειγμα, έφταναν την κριτική τους σε αυτό το μοντέλο μέχρι τη γραφειοκρατικοποίησή του και το χαρακτήριζαν (συνεχίζουν ακόμη να το χαρακτηρίζουν έτσι) «εκφυλισμένο εργατικό κράτος», δηλαδή κατά βάση σοσιαλιστικό. Παράλληλα, επέμεναν ιδιαίτερα στον «διεθνισμό» και αρνούνταν τη σημασία του πατριωτισμού – και μόνο όσοι από αυτούς, όπως ο Μιχάλης Ράπτης (Πάμπλο) ή ο Δημήτρης Λιβιεράτος, συνδέθηκαν με τα αντιαποικιακά κινήματα μπόρεσαν να ξεφύγουν από τον τροτσκιστικό εθνομηδενισμό. Οι λεγόμενοι κινεζόφιλοι («μαρξιστές-λενινιστές») υποστήριζαν πως η απαρχή της αρνητικής μετεξέλιξης των σοσιαλιστικών χωρών υπήρξε η εγκατάλειψη του σταλινισμού, και στην Κίνα δεν έβλεπαν παρά μία δύναμη επιστροφής στη μαρξιστική-λενινιστική ορθοδοξία. Γι’ αυτό εξάλλου, στην Ελλάδα, αφετηρία τους υπήρξαν οι  υποστηρικτές του Ζαχαριάδη.
Τέλος, υπήρχε ένα ακαθόριστο μάγμα μαοϊκών, καταστασιακών, γκεβαριστών, λουξεμπουργκιστών και γενικότερα οπαδών της «Νέας Αριστεράς», που υποστήριζαν τη ρήξη με όλον τον ορθόδοξο μαρξισμό-λενινισμό. Εδώ, θα συναντήσουμε και εκείνα τα ρεύματα, σκέψεις και δράσεις που έφταναν την κριτική τους στη γραφειοκρατία έως την πλήρη απόρριψη του σοβιετικού μοντέλου, ως «κρατικού καπιταλισμού». Επομένως, έτειναν να απορρίψουν εκ προοιμίου ή σταδιακά τον ίδιο τον μαρξισμό-λενινισμό, και κάποιοι ανάμεσά τους άρχιζαν ήδη να κριτικάρουν τον ίδιο τον μαρξισμό. Σε αυτό το ρεύμα εντασσόταν και αυτό που αποκαλούνταν μαοϊσμός (ή μαο-αυθορμητισμός). Εδώ, δηλαδή, η ταύτιση δεν γινόταν με την Κίνα ως καθεστώς, αλλά με τον Μάο τσε Τουνγκ και την Πολιτιστική Επανάσταση ως αντιαυταρχική και αντιγραφειοκρατική επανάσταση που στρεφόταν ενάντια στις διανοούμενες ελίτ και την κομματική γραφειοκρατία. Γι’ αυτό και το συγκεκριμένο ρεύμα, το οποίο έγινε γνωστό στη Γαλλία με την προσχώρηση του Ζαν Πωλ Σαρτρ, παρουσίαζε τη λιγότερη επιμονή στην οργάνωση και τους μηχανισμούς της και πολύ περισσότερο στην προτεραιότητα του λαϊκού και εργατικού στοιχείου απέναντι στους διανοουμένους και την κομματική ιεραρχία. Εξ ου και η καταχώρισή τους ως εργατιστών ή μαο-αυθορμητιστών. Άρα, το κέντρο βάρους της κριτικής στον σοβιετικό σοσιαλισμό μετατοπιζόταν στην αντίθεση χειρωνακτικής–διανοητικής εργασίας και στην αντιπαράθεση του λαϊκού στοιχείου με το λόγιο/ελιτίστικο. Χαρακτηριστικό αυτής της τάσης υπήρξε η θεωρία και η τακτική τού «να υπηρετούμε τον λαό» (από ομώνυμη φράση του Μάο), που έφθανε στην εγκατάλειψη των πανεπιστημίων και των πτυχίων από τους νεαρούς διανοουμένους και την εγκατάστασή τους σε εργοστάσια και λαϊκές γειτονιές.
Θυμάμαι ήδη, στην Ελλάδα, την ύπαρξη μιας ομάδας με μια ιδιαίτερη «λουξεμπουργκο-μαοϊκή» ιδεολογία στην οποία ανήκε και ο Σωτήρης Πέτρουλας και η οποία, μετά τον θάνατό του, ίδρυσε την Πανδημοκρατική Κίνηση Σωτήρης Πέτρουλας (ΠΑΝΔΗΚ), που αποτελούνταν κατεξοχήν από εργαζόμενους φοιτητές και έθετε ως πρώτη προτεραιότητα την εργασία στα εργοστάσια και τα γιαπιά. Εκείνη την εποχή, αφού είχα ήδη εγκαταλείψει τους Λαμπράκηδες και είχα έρθει σε αντίθεση και με τη μαρξιστική-λενινιστική ΠΠΣΠ, έκανα την πρώτη μου «βουτιά» στον κόσμο της χειρωνακτικής εργασίας, εγκαταλείποντας την Ιατρική και εργαζόμενος, έστω και για λίγο, για πρώτη φορά, στην οικοδομή. Την ίδια στιγμή, στο θεωρητικό πεδίο, στις αρχές του 1967, επηρεασμένος και από τον Κορνήλιο Καστοριάδη, αλλά πηγαίνοντας πιο πέρα από το τότε σχήμα του, της «γραφειοκρατικής κοινωνίας», έγραψα το πρώτο μου θεωρητικό κείμενο για τη φύση της σοβιετικής κοινωνίας ως κρατικού καπιταλισμού.
Επρόκειτο για μια πρώτη ρήξη, εν τοις πράγμασι, με τον μαρξισμό-λενινισμό, που ανήγε τους διανοουμένους σε ηγετική πρωτοπορία του προλεταριάτου (μια και, σύμφωνα με το μαρξιστικό- λενινιστικό σχήμα, η εργατική τάξη και ο λαός γενικότερα δεν μπορούν να έχουν οι ίδιοι επαναστατική συνείδηση αλλά αυτή πρέπει να εισαχθεί «από τα έξω», από ένα κόμμα επαναστατών διανοουμένων). Επρόκειτο για την αφετηρία μιας μακράς πορείας που, το 1985, θα με οδηγήσει στην απόρριψη του ίδιου του μαρξισμού ως αποκλειστικού «κλειδιού» για την ερμηνεία της κοινωνίας και της ιστορίας.
Σε αυτά τα είκοσι χρόνια, αυτός ο αρχικός πυρήνας των απόψεών μας, γιατί ήδη από το 1968 αρχίζει να συγκροτείται μια ομάδα ανθρώπων με ανάλογες απόψεις, ακολουθήσαμε μία πορεία που εμβάθυνε όλο και περισσότερο σε αυτή την αρχική κατεύθυνση. Τόσο στο πρακτικό επίπεδο, ήδη από την περίοδο της δικτατορίας, με την επαφή με τους Έλληνες εργάτες στη Γαλλία και τη Γερμανία, και την αντίστοιχη εμπειρία μας με την εργασία στα εργοστάσια, καθώς και την άρνηση των πανεπιστημιακών τίτλων.
Μετά την πτώση της δικτατορίας, την ίδια πρακτική θα ακολουθήσουμε σε ακόμα μεγαλύτερη κλίμακα – κάποιοι μάλιστα ανάμεσά μας συστηματικά, ξεκινώντας μάλιστα και τις πρώτες απεργίες στα εργοστάσια, το φθινόπωρο του 1974, και άλλοι περιστασιακά για πολλά χρόνια. (Στην περίπτωσή μου, ενώ είχα ολοκληρώσει την παρακολούθηση της οικονομικής σχολής, θα εγκαταλείψω το πτυχίο μου, το οποίο και θα παραλάβω μόλις το 1990, όταν πραγματοποίησα μια μεταπτυχιακή εργασία για την ελληνική οικονομία στο Παρίσι. Άλλοι φίλοι εγκατέλειψαν τα πτυχία τους για να γίνουν εργάτες σε εργοστάσια και οικοδομές, για μεγάλο χρονικό διάστημα, και κάποιοι οριστικά.)
Στη μεταπολιτευτική περίοδο, θα αναπτυχθεί ακόμα βαθύτερα η ιδιαιτερότητά μας σε σχέση με την υπόλοιπη εξωκοινοβουλευτική Αριστερά. Η δική μας πολιτική ομάδα η οποία, μερικά χρόνια αργότερα, θα ονομασθεί Ρήξη, από το ομώνυμο περιοδικό που εκδίδαμε όλη αυτή την περίοδο, αρνείται τη λογική του οργανωτικού «φουσκώματος», που οδηγούσε στην οικοδόμηση νέων γραφειοκρατιών, αλλά επέμενε κυρίως στην υποβοήθηση της οργάνωσης των εργατών σε σωματεία. Όταν όλα τα γκρουπούσκουλα και τα κόμματα της Αριστεράς προσπαθούσαν να «στρατολογήσουν» εργάτες για τις οργανώσεις τους, εμείς επιμέναμε στην ανάγκη οργάνωσης των εργατών ή των αγροτών στις δικές τους οργανώσεις. Εξ ου και οι Αριστεριστές μας είχαν δώσει και το προσωνύμιο του «Πρώτων  Βοηθειών του κινήματος». Αυτή μας η άποψη στηριζόταν στην πεποίθηση πως το γρήγορο «καπέλωμα» των εργατικών και λαϊκών εξεγερμένων στοιχείων, από τα διάφορα αριστερά γκρουπούσκουλα και κόμματα, οδηγούσε σε μια ψευδοπολιτικοποίηση και διαιώνιζε την κυριαρχία αυτών των οργανώσεων επάνω τους. Γι’ αυτό και στο θεωρητικό πεδίο, την ίδια εποχή, τραβώντας στα άκρα τη σταδιακή αποστασιοποίησή μας από τα γκρουπούσκουλα, οδηγηθήκαμε στην αντίληψη της «αυτονομίας» των κοινωνικών υποκειμένων απέναντι στα πολιτικά κόμματα.
Σταδιακώς, λοιπόν, γίναμε «αυτόνομοι» και πάψαμε πλέον να αναφερόμαστε αποκλειστικά στον μαρξισμό ακόμα και τον μαοϊσμό. Την ίδια εποχή, ερχόμαστε σε αυξανόμενη αντίθεση και με τα τρομοκρατικά γκρουπούσκουλα, τα οποία επίσης, παρεμβαίνοντας στις λαϊκές γειτονιές και τα εργοστάσια, προσπαθούσαν  να εντάξουν τους πιο εξεγερμένους εργάτες στη δική τους παράνοια του «ένοπλου αγώνα», έξω και πέρα από τις πραγματικές συνθήκες των πολιτικών και κοινωνικών συγκρούσεων στη μεταπολιτευτική Ελλάδα.
Αυτή η σταδιακή απομάκρυνση από τον μονοδιάστατο μαρξισμό μας οδήγησε, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, να συνειδητοποιήσουμε τη σημασία της αντίθεσης ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση και κατά συνέπεια τη σημασία του οικολογικού παράγοντα. Αν αυτό συνδυαστεί με τη μόνιμη μέριμνά μας για τα εθνικά ζητήματακαι την Κύπρο, που μας οδηγούσε σε διαρκείς συγκρούσεις με τον «χώρο», θα δούμε ήδη να διαμορφώνεται ένας βασικός πυρήνας του ιδεολογικού μας προσώπου.
Έτσι, από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, έχουμε ήδη διαμορφώσει την αντίληψη ενός πολλαπλού συστήματος αντιθέσεων (εθνικές αντιθέσεις, ταξικές, αντίθεση ανθρώπου-φύσης, άνδρα-γυναίκας και ατόμου-συλλογικών ταυτοτήτων), γι’ αυτό εξάλλου αυτοχαρακτηριζόμαστε πλέον ως «Εναλλακτικοί».
Τα υπόλοιπα είναι πολύ γνωστά και κατανοητά. Δηλαδή, μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, η ανάδειξη των εθνικών και των θρησκευτικοπολιτισμικών συγκρούσεων ως κύριας αντίθεσης, στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, με την πρώτη μεγάλη κρίση της μεταπολίτευσης, την κρίση «Κοσκωτά», συμμετέχουμε για πρώτη φορά και σε ένα πολιτικό σχήμα που επιθυμεί να παρέμβει στο κεντρικό πολιτικό πεδίο, με τους Οικολόγους-Εναλλακτικούς. Και εδώ συνεχίζουμε, σε ένα άλλο πεδίο, τη γραμμή που είχαμε εγκαινιάσει από παλαιότερα. Τη συνάντηση δηλαδή πολλών ομάδων, κυρίως τοπικών, που διατηρούσαν την αυτονομία τους, σε ένα ενιαίο πολιτικό σχήμα. Αυτό το σχήμα μας έδινε μία μορφή της σχέσης πολιτικού υποκειμένου και λαϊκού σώματος, που θεωρούσαμε πιο κοντά στην αντιγραφειοκρατική και «λαϊκίστικη» παράδοσή μας.
Πάντως, όλα αυτά τα χρόνια, εκείνο που μας είχε εντυπωσιάσει ήταν πως, στην Ελλάδα, η πραγματική απήχηση των απόψεων της κριτικής ενάντια στην γραφειοκρατία και τις ελίτ ήταν εξαιρετικά ασθενής, γι’ αυτό εξάλλου και το κίνημα της «εγκατάστασης» διανοουμένων στα εργοστάσια και τους χώρους εργασίας ήταν ασθενέστερο από οπουδήποτε αλλού στην Ευρώπη. Παρ’ ότι, δε, στο επίπεδο της κοινωνικής πραγματικότητας, οι κοινωνικές διαφορές στην Ελλάδα ήταν πολύ μικρότερες απ’ ό,τι αλλού. Και το ίδιο συνέβαινε σε σχέση με την κριτική στον μαρξισμό ή τη Σοβιετία, και αυτή παρέμενε εξαιρετικά μειοψηφική και ελάχιστοι, όπως εμείς, εκδίδουμε τα βιβλία του Κώστα Παπαϊωάννου και δημοσιεύουμε πληθώρα από σχετικά δοκίμια. Αυτή τη θεωρητική και πρακτική απορία μας θα αρχίσουμε να την λύνουμε μόλις στη δεκαετία του 1990 και 2000. Δηλαδή, κατανοήσαμε πως, στην Ελλάδα, δεν υπήρχε μόνο η γενική ιδεολογική αντίθεση διανοητικής/διευθυντικής εργασίας και χειρωνακτικής/εκτελεστικής, όπως συμβαίνει σε όλο τον κόσμο και σε όλες τις κοινωνίες, αλλά ενυπάρχει και μια ιδιαίτερη –ειδικά ελληνική– αντίθεση. Το γεγονός, δηλαδή, ότι η διανόηση και οι πολιτικές ελίτ της χώρας ανήκαν –ως παράρτημα και απόφυση– σε έναν άλλο κόσμο, εκείνον της Δύσης, σε αντίθεση με το λαϊκό σώμα που ανήκε στον χώρο της ελληνικής καθ’ ημάς Ανατολής. Κατά συνέπεια, η αντίθεση των πολιτικών και διανοούμενων ελίτ με το λαϊκό σώμα είναι πολύ βαθύτερη από αλλού, εξ ου και η δυσκολία των διανοουμένων να συναντήσουν αυτό το λαϊκό σώμα. Και  αυτό συμβαίνει κατ’ εξοχήν στο πεδίο του μαρξισμού, ακριβώς γιατί αυτός αποτελεί μια δυτικοκεντρική ιδεολογία, δημιουργημένη στην αποικιοκρατική Δύση. Εξ ου και η εγγενής αντίφαση ανάμεσα στη λαϊκή αριστερά –ακόμα και τον Βελουχιώτη– και το «κόμμα» ή τους διανοουμένους του. Έτσι θα περάσουμε από την κριτική του μαρξισμού και της ηγεμονίας των διανοουμένων πάνω στους εργάτες, ως πυρήνα του σοβιετικού πειράματος, στην κριτική της ιδιαίτερης ελληνικής διχοτόμησης ανάμεσα στο λόγιο και το λαϊκό στοιχείο και την έκφρασή του στην ελληνική αριστερά.
Έκφραση αυτής της αντίθεσης, ιδιαίτερα στη μεταπολιτευτική περίοδο, είναι η διαφοροποίηση της αριστεράς, ή τουλάχιστον των διανοουμένων της,  με την ορθόδοξη λαϊκή παράδοση, την οποία θεωρεί υποδεέστερη και καθυστερημένη έναντι της ανώτερης δυτικής ή σοβιετίζουσας παράδοσης, υποτίμηση που, μετά το 1990, θα προσλάβει παροξυστικές διαστάσεις. Και όμως, γνωρίζαμε πως ό,τι μεγάλο και σπουδαίο έχει δώσει η λόγια παράδοσή μας πραγματώθηκε όταν δοκίμασε να έρθει σε επαφή με αυτή την παραγνωρισμένη λαϊκή ταυτότητα: ο Κοσμάς Αιτωλός, ο Διονύσιος Σολωμός, ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, οι Ριζοσπάστες των Επτανήσων, η γενιά του ’30, ο Σεφέρης και ο Ρίτσος, ο Χατζηδάκις και Θεοδωράκης.
Σε αυτή ακριβώς την περίοδο, λοιπόν, θα ολοκληρώσουμε έναν κύκλο, κατανοώντας πως το εγχείρημα του Σολωμού θα πρέπει να επαναληφθεί. Όπως δεν μπορεί η λόγια παράδοση να εκφράσει το λαϊκό σώμα, έτσι και δεν αρκεί να μένουμε στο επίπεδο του λαϊκού αυθόρμητου, αλλά θα πρέπει επιτέλους να ενώσουμε αυτές τις δύο παραδόσεις, δηλαδή να επιχειρήσουμε τον «εκσυγχρονισμό της παράδοσης», ανυψώνοντας το λόγιο πεδίο πάνω σε αυτή την παράδοση ως προέκτασή της. Αυτό σημαίνει και μια νέα αξιολόγηση της σχέσης κοινωνικού και πολιτικού στοιχείου, της φύσης του ανθρώπου και των κοινωνικών αλλαγών κ.λπ. κ.λπ.
Για να κλείνουμε, λοιπόν, στα πλαίσια ενός άρθρου, δεν θεωρώ πως η σημερινή ιδεολογική μου ταυτότητα –και πιστεύω πως το ίδιο ισχύει και για όσους, λίγους πια, συνεχίζουμε μαζί–  συνιστά μία ριζική απόρριψητου βαθύτερου φιλοσοφικού/υπαρξιακού πυρήνα της. Και τούτο, παρ’ ότι και βαθύτατες αναθεωρήσεις έχουν πραγματοποιηθεί και απόρριψη πολλών ξεπερασμένων στοιχείων, και αυτοκριτική για εξωπραγματικές ιδεολογίες και πρακτικές – όπως, π.χ., την αντίφαση ανάμεσα στον μαοϊσμό ως «φιλολαϊκή» ιδεολογία και την βολονταριστική καταπιεστική δομή της Πολιτιστικής Επανάστασης και του μαρξιστικού μονοφυσιτισμού. Παραμένει η κόκκινη γραμμή που μας έφερε από αυτή τη βαθύτατη ανάγκη να «υπηρετούμε» τον λαό, της δεκαετίας του 1960, στο σημερινό πρόταγμα του εκσυγχρονισμού της παράδοσης και της ένωσης του λόγιου με το λαϊκό στοιχείο. Προφανώς δε, όχι μέσω της υποταγής στον λαϊκισμό, που οδηγεί σε νέες απολυταρχίες, όπως συνέβη και στην Κίνα, αλλά μέσω της αναβάθμισης του λαϊκού σε ένα, επιτέλους, δεμένο με την ίδια του παράδοση φιλοσοφικο-ιδεολογικό πρόταγμα.
Γι’ αυτούς τους λόγους ήταν δυστυχώς αδύνατο οι περισσότεροι Έλληνες αριστεροί –ακόμα και της πατριωτικής αριστεράς– να κατανοήσουν τη ριζική αντίθεσή μας στον ΣΥΡΙΖΑ και το ρεσάλτο του στην εξουσία. Διότι δεν έχουν πραγματοποιήσει, και συχνά δεν υποπτεύονται καν, αυτή την «πορεία προς τον λαό» ως αντίθεση με τα βαθιά ριζωμένα στον μαρξισμό στοιχεία μεσσιανικού ελιτισμού – θα σας «επιβάλουμε» τον παράδεισο θέλετε/δεν θέλετε, διότι ο μαρξισμός είναι «επιστήμη» και γνωρίζει το συμφέρον σας καλύτερα από εσάς. Γι’ αυτό και ακόμα πολύ δύσκολα μπορούν να κατανοήσουν τη σημασία της ορθοδοξίας, π.χ., ως βασικής συνιστώσας της λαϊκής παράδοσης. Η απόρριψη της σημασίας της ορθοδοξίας σημαίνει απόρριψη του λαϊκού σώματος κατά βάθος. Γι’ αυτό, εξάλλου, εμείς, ακόμα και οι αγνωστικιστές ανάμεσά μας, φθάσαμε να κατανοήσουμε τη σημασία της ως οργανικού και συστατικού στοιχείου της ελληνικής ιδιοπροσωπίας. Όπως συχνά επαναλαμβάνουμε, δύο είναι τα καθοριστικά ιδεολογικά στοιχεία που αποτελούν προϋπόθεση για την υπέρβαση της ιστορικής αριστεράς στην Ελλάδα: η αναγνώριση της Μεγάλης Ιδέας ως της εθνικοαπελευθερωτικής ιδεολογίας ενός έθνους που αναζητούσε την κρατική του ολοκλήρωση και η αναγνώριση της Ορθοδοξίας ως του αποφασιστικού στοιχείου της παράδοσής μας, πάνω στην οποία μπορεί να στηριχθεί ένας αυθεντικός εκσυγχρονισμός μας.
Για τους νεότερους όλα αυτά ίσως έχουν μικρή σημασία, μια και το ουσιώδες είναι πάντα το τί πράττουμε σήμερα. Εξάλλου, αυτή η διαδρομή δεν αφορά, ευτυχώς πλέον, ούτε τα περισσότερα μέλη του Άρδην ούτε, κυρίως, τους περισσότερους φίλους και αναγνώστες μας. Και αυτό διότι πολλοί άνθρωποι, από διαφορετικές αφετηρίες, πραγματοποίησαν ένα κομμάτι του δρόμου που μας έφερε εδώ σήμερα. Ήδη, στο Άρδην συμμετέχουν άνθρωποι προερχόμενοι από την αριστερά, αλλά κάποτε και τη δεξιά, θρησκευόμενοι και αγνωστικιστές. Εμείς την έχουμε πραγματοποιήσει τη δική μας σύνθεση. Και έχουμε εκτενώς περιγράψει, στο παρελθόν, τη σημασία που είχε για τη χώρα αλλά και για μας, το σημερινό Άρδην, η πορεία άλλων συνιστωσών, όπως εκείνης που έρχεται από τον χώρο της ορθοδοξίας ή του κοινωνικού χριστιανισμού – αρκεί να δει κανείς βιβλία μου, όπως Το 1922, όπου αναφέρομαι αναλυτικά μόνο στο ρεύμα της νεο-ορθοδοξίας, ενώ στην αριστερά μάλλον αρνητικά. Σε δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες, κείμενά μου, έχω αναφερθεί σε ρεύματα και συνιστώσες του δημοκρατικού πατριωτικού χώρου –κυρίως την ορθοδοξία και το «πατριωτικό ΠΑΣΟΚ» και ελάχιστα στην πορεία μιας μικρής ομάδας της αριστεράς στην οποία και ανήκα κάποτε. Σήμερα, όμως, όπως προείπα και στο Γ΄ Μέρος του κειμένου μου (Pro domo sua), αναφερόμαστε και σε όσους πραγματοποίησαν την πορεία από την αριστερά στην υπέρβασή της, διότι ο χώρος της αριστεράς έχει εισέλθει σε καθολική κρίση, σε πανεθνική κλίμακα. Κατά συνέπεια, οι άνθρωποι που προέρχονται από αυτήν πρέπει να ξεπεράσουν τις αγκυλώσεις τους και πιστεύω πως και η δική μας εμπειρία, όσων έφθασαν στον πατριωτικό δημοκρατισμό από την αριστερά, αξίζει τον κόπο να μελετηθεί. Έστω και για λίγο.
Επειδή δε το «σήμερα» έχει πάντοτε ως σπονδυλική του στήλη τη μνήμη, αξίζει και οι νεότεροι να γνωρίζουν τον τρόπο με τον οποίο μια άποψη της αυτόνομης Αριστεράς οδηγήθηκε στην αυτο-υπέρβασή της. Μπορεί να τους βοηθήσει να κατανοήσουν όχι μόνο τη συγκεκριμένη πορεία αλλά κυρίως τους μηχανισμούς του μετασχηματισμού ανθρώπων και ταυτοτήτων. Στη δε χειρότερη περίπτωση, μπορεί να τους βοηθήσει να κατανοήσουν και γιατί είναι τόσο δύσκολος ο μετασχηματισμός της ελληνικής αριστεράς!
Διαβάστε ακόμα:
Διαβάστε το δεύτερο μέρος:

Διαβάστε το τρίτο μέρος:


Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr