Του Σπύρου Κουτρούλη από τη Ρήξη φ. 123
Με τον Ε. Κεντούρι -που υπήρξε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου και μέλος της Βρετανικής Ακαδημίας- και το έργο του για τον εθνικισμό θα πρέπει να ασχοληθούμε εκτενέστερα, διότι είναι πηγή πολλών λανθασμένων αντιλήψεων, που τείνουν να εξισώνουν τον θύτη με το θύμα. Για παράδειγμα, κάποιοι, που συμμερίζονται τις απόψεις του, παρουσιάζουν το Κυπριακό, από πρόβλημα εισβολής και κατοχής, ως πρόβλημα της διαμάχης του ελληνικού και του τουρκικού εθνικισμού ή, ακόμη χειρότερα, προσπαθούν να επαναλάβουν το εγχείρημα της αγγλικής αποικιοκρατίας: να αρνηθούν την ελληνική ταυτότητα των Ελληνοκυπρίων και να την αντικαταστήσουν με μια ανύπαρκτη «κυπριακή»1. Βέβαια το πιο περίεργο είναι ότι την ελληνική έκδοση την προλόγισε, και μάλιστα με ιδιαίτερα θετικούς χαρακτηρισμούς, ένας διαπρεπής Έλληνας της Κύπρου, ο Π. Κιτρομηλίδης, παρότι ο κυπριακός ελληνισμός υπέφερε τα πάνδεινα από την αγγλική αποικιοκρατία.
Κατ’ αρχήν ο Κεντούρι δεν ασχολείται με την ανάδυση του εθνικού κράτους, αλλά της εθνικιστικής ιδεολογίας, και για αυτό ένα μεγάλο μέρος της μελέτης είναι αφιερωμένο στη συνοπτική περιδιάβαση της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας. Βεβαίως, δεν μπορεί να αρνηθεί ορισμένα αυτονόητα και αυταπόδεικτα ώστε να διεκδικεί κάποια αξιοπιστία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο διακρίνει τον πατριωτισμό, τον οποίο επιδοκιμάζει, από τον εθνικισμό, τον οποίο αποδοκιμάζει. Ορίζει λοιπόν θετικά ότι «πατριωτισμός είναι η αγάπη για τη χώρα σου ή για την κοινότητα στην οποία ανήκεις, είναι η νομιμοφροσύνη στους θεσμούς της κοινωνίας και ο ζήλος να την υπερασπιστείς.
Πρόκειται λοιπόν για συναίσθημα γνωστό σε όλους τους πολιτισμούς και σε όλους τους ανθρώπους»2. Βεβαίως ως εθνικισμό ορίζει την ιδεολογία που υποστηρίζει ότι «κάθε έθνος πρέπει να συγκροτείται σε κυρίαρχο κράτος»3 με αποτέλεσμα να καταδικάζει κάθε αίτημα για ανεξαρτησία και αυτοδιάθεση και να εξισώνει, για παράδειγμα, τον Ματσίνι ή τον Κοραή με τον Μουσολίνι και τον Χίτλερ, και τον Καντ, τον Χέρντερ με τον Γκομπινώ και τον Γκαίμπελς.Κατ’ αρχήν ο Κεντούρι δεν ασχολείται με την ανάδυση του εθνικού κράτους, αλλά της εθνικιστικής ιδεολογίας, και για αυτό ένα μεγάλο μέρος της μελέτης είναι αφιερωμένο στη συνοπτική περιδιάβαση της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας. Βεβαίως, δεν μπορεί να αρνηθεί ορισμένα αυτονόητα και αυταπόδεικτα ώστε να διεκδικεί κάποια αξιοπιστία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο διακρίνει τον πατριωτισμό, τον οποίο επιδοκιμάζει, από τον εθνικισμό, τον οποίο αποδοκιμάζει. Ορίζει λοιπόν θετικά ότι «πατριωτισμός είναι η αγάπη για τη χώρα σου ή για την κοινότητα στην οποία ανήκεις, είναι η νομιμοφροσύνη στους θεσμούς της κοινωνίας και ο ζήλος να την υπερασπιστείς.
Η επίθεση στα εθνικά κράτη από τον Κεντούρι δεν έχει ως αφετηρία την επιδίωξη να καταργηθούν τα κράτη και να υποκατασταθούν από τον προλεταριακό διεθνισμό ή τις ομοσπονδίες κοινοτήτων. Κάθε άλλο. Στόχος του είναι να υπερασπιστεί τις αυτοκρατορίες – όχι όμως για παράδειγμα τη βυζαντινή, στην οποία δεν κάνει καμία αναφορά- και να αποδείξει ότι στα πλαίσιά τους μπορούσαν να ζήσουν ειρηνικά διαφορετικές εθνότητες απολαμβάνοντας τον σεβασμό των πολιτιστικών τους δικαιωμάτων. Ως παράδειγμα αναφέρει την οθωμανική αυτοκρατορία, όπου θεωρεί πως με το σύστημα των μιλιέτ, οι διαφορετικές κοινότητες μπορούσαν να συμβιώνουν χωρίς προβλήματα, «ακριβώς επειδή ο εθνικισμός ήταν άγνωστος»4.
Ο Ε. Κεντούρι θεωρεί ανέφικτο, στα πλαίσια ενός εθνικού κράτους να είναι σεβαστά τα πολιτικά και πολιτιστικά δικαιώματα των μειονοτήτων, διότι προφανώς πιστεύει ότι η δημοκρατική νομιμότητα δεν μπορεί να παίξει έναν θετικό ρόλο. Πιθανόν η έλλειψη γνώσεων της ιστορίας των ευρωπαϊκών λαών με κάθε λεπτομέρεια ή της κατάστασης που επικρατούσε στην οθωμανική αυτοκρατορία να είναι σε κάποιο βαθμό κατανοητή. Όμως είναι τουλάχιστον ακατανόητο να μην έχει πληροφορηθεί ότι η δημοκρατική συνταγματική τάξη, όπου επικρατεί, διαμορφώνει ένα χώρο σεβασμού προς την κάθε είδους διαφορετικότητα (εθνική, πολιτιστική ή φύλου). Αντίθετα ο Κεντούρι υποστηρίζει ότι «μια αυτοκρατορία ήταν υποχρεωμένη να λαμβάνει υπόψη όλες τις διαφορετικές ομάδες που συμβίωναν στην επικράτειά της – ενώ, αντιθέτως, για την εθνική διοίκηση, καθετί διαφορετικό αντιμετωπίζεται ως ξένο σώμα στους κόλπους του κράτους, σώμα που πρέπει είτε να αφομοιωθεί είτε να αποβληθεί «5.
Ο Κεντούρι θαυμάζει την άποψη του λόρδου Άκτον, που ισχυρίζεται ότι τα «τελειότερα κράτη είναι εκείνα τα οποία, σαν τη βρετανική και την αυστριακή αυτοκρατορία, περιλαμβάνουν πολλές χωριστές εθνότητες χωρίς να τις καταπιέζουν»6. Επιπλέον, κατηγορεί τον πρόεδρο Ουίλσον διότι, «ως Αμερικανός, ήταν λιγότερο διατεθειμένος από τον Άκτον να δεχτεί πως οι αυτοκρατορίες ήταν ικανές να προαγάγουν ελεύθερους και αντιπροσωπευτικούς θεσμούς»7. Η εξιδανίκευση των αυτοκρατοριών, η καταγγελία και η δυσφήμιση της εθνικής αυτοδιάθεσης, παραβλέπει το διαπιστωμένο γεγονός ότι πόλεμοι υπήρξαν και ανάμεσα στις αυτοκρατορίες, ή διαφορετικές θρησκείες ή εμφύλιοι πόλεμοι στα πλαίσια του ίδιου κράτους και όχι μόνο ανάμεσα στα εθνικά κράτη, ενώ τα έθνη, αν ένιωθαν ιδανικά στα όρια των αυτοκρατοριών, δεν θα είχαν κανένα λόγο να εξεγείρονται. Παρόμοια ισχυρίζεται ότι η Μεγάλη Βρετανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες «ουδέποτε γνώρισαν τον εθνικισμό»8, ενώ σε ένα άλλο σημείο επαναλαμβάνει ότι δεν υπάρχει βρετανικός ή αμερικάνικος εθνικισμός9. Δεν γνωρίζουμε πώς θα αισθανόταν ο Κεντούρι, όταν η Βρετανία υπερασπίστηκε με κλασικό τρόπο την κυριαρχία της στα νησιά Φόκλαντς. Αλλά, βέβαια, αφού δεν προβληματίστηκε από τις εξεγέρσεις των εθνών κατά της αποικιοκρατίας, πώς θα ήταν δυνατόν να πληγούν οι βεβαιότητές του με οποιοδήποτε άλλο μικρότερο γεγονός που διαψεύδει τη θεωρία του!
Οι παραδοξολογίες συνεχίζονται όταν αναφέρεται στον Βίσμαρκ: «Η γερμανική ενότητα πάλι ήταν έργο του Βίσμαρκ, ο οποίος δεν ήταν βέβαια εθνικιστής, αλλά προωθούσε τα συμφέροντα του πρωσικού κράτους»10.
Βεβαίως, όταν οι λαοί επαναστατούν και απαιτούν την εθνική τους αυτοδιάθεση δρουν στο κενό; Είναι δύσκολο ο Κεντούρι να αποδεχθεί κάτι τέτοιο, αν θέλει να είναι μέσα στα όρια της επιστήμης, γι’ αυτό επισημαίνει: «Δεν υπάρχει, λόγου χάρη, αμφιβολία, ότι η απήχηση ορισμένων σύγχρονων εθνικισμών, όπως ο αιγυπτιακός, ο παναραβικός, ο αρμενικός ή ο ελληνικός, οφείλεται κυρίως στην παρουσία πανάρχαιων κοινοτικών και θρησκευτικών δεσμών – οι οποίοι ωστόσο δεν έχουν καμία σχέση με τη θεωρία του εθνικισμού, αν δεν αντίκειται σε αυτήν»11.
Μάλιστα, για να τεκμηριώσει την ερμηνεία αυτή, χρησιμοποιεί τον λόγο του πρώτου μετά την Άλωση Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γενναδίου, που δήλωνε ότι είναι Έλληνας κατά τη γλώσσα και κατά την πίστη χριστιανός12. Πρόκειται για ένα απόσπασμα που το αναπαρήγαγαν πολλές διαφορετικές πλευρές, που όμως έχουν την ίδια επιδίωξη, να πλήξουν την ελληνική ανεξαρτησία. Βεβαίως, σε ένα καθεστώς βαθιάς σκλαβιάς ίσως δεν θα μπορούσαμε να περιμένουμε διαφορετική δήλωση, δίχως να κινδυνεύσει με αφανισμό ο ίδιος ο Πατριάρχης και το υπόδουλο έθνος. Ο Γ. Καραμπελιάς, ο Γ. Ταχόπουλος και ο Γ. Κεκαυμένος αναφέρθηκαν αναλυτικά σε αυτό το απόσπασμα Στην πραγματικότητα, ο Γεννάδιος σε αναρίθμητα κείμενά του θα αναφερθεί θετικά για τους Έλληνες. Σε ένα από αυτά γράφει «Αλλοίμονο, για τα άλλα σιωπώ, αλλά είδα να χάνεται όλη η ελπίδα των δυστυχισμένων υπολειμμάτων των Ελλήνων»13. Ο Γ.Καραμπελιάς αναφέρεται σε επτά συγκεκριμένα αποσπάσματα του Γενναδίου με θετική αναφορά στους Έλληνες, σε ένα μάλιστα από αυτά αναφέρεται: «Ελλάς, η προς ημίν αυτή και αρχαία πατρίς ημών»14. Ο Γ. Κεκαυμένος εξηγεί ότι η λέξη Έλληνας έχει διπλή σημασία: εθνική καταγωγή και όσους ασπασάζονται την ειδωλολατρία. Ο Γεμιστός αποδοκιμάζει όχι την εθνική αναφορά, αλλά την ενάντια προς την ορθοδοξία θρησκεία15.
Αλλά η πλέον εκπληκτική αστοχία του Ε. Κεντούρι είναι ο χαρακτηρισμός του Ι. Καντ ως προδρόμου του εθνικισμού. Ο Γερμανός φιλόσοφος οραματίστηκε ένα παγκόσμιο κράτος και μια διαρκή ειρήνη. Πώς ο Κεντούρι στην ανάλυση του αντέστρεψε το γεγονός αυτό; Στηρίχτηκε στην ηθική θεωρία του Καντ, που δικαιώνει την αυτονομία και την αυτοδιάθεση ως έλλογη ηθική κατάσταση. Ο δρόμος συνεπώς από την προσωπική στην εθνική αυτονομία είναι βραχύς: «Ο ελεύθερος άνθρωπος μπορεί να πονέσει, να ματώσει, αλλά δεν σκύβει το κεφάλι. Όλη αυτή η χαρακτηριστική αίσθηση της ψυχικής ανάτασης απορρέει λοιπόν από την αρχή της αυτοδιάθεσης – και οι στάσεις που το συγκεκριμένο δόγμα ενθάρρυνε και καλλιέργησε ήταν εξίσου σημαντικές με το περιεχόμενό του. Με τη σειρά τους, συνέβαλαν κι αυτές ώστε η αρχή της αυτοδιάθεσης να καταστεί δόγμα εξαιρετικά δυναμικό. Σε αυτό ακριβώς το δόγμα οφείλει τη μεγάλη ζωτικότητά του και ο εθνικισμός, ο οποίος, όπως θα δούμε παρακάτω, είναι πρωτίστως η θεωρία της εθνικής αυτοδιάθεσης»16.
Ο Ε. Κεντούρι απορρίπτει όχι μόνο την αυτοδιάθεση των εθνών, αλλά και την αυτονομία των ατόμων. Η επιλογή του είναι εύλογη, διότι οι αυτοκρατορίες, που αποτελούν το ιδανικό του, προϋποθέτουν τον περιορισμό και την υποταγή όχι μόνο των εθνών αλλά και των ατόμων. Η κοντινότερη σε αυτόν αυτοκρατορία ήταν η «Βρετανική κοινοπολιτεία», δηλαδή μια αποικιοκρατία η οποία είχε παρακμάσει και ήταν φάντασμα του εαυτού της. Ανεξάρτητα από τις επιδιώξεις, έγινε ο ιδεολόγος μιας πραγματικότητας που είχε ήδη ενταφιαστεί. Όμως αυτοί που σήμερα τον επικαλούνται ως αναλυτή του εθνικισμού την εποχή της παγκοσμιοποίησης άλλες και στοχεύσεις και άλλους σκοπούς από αυτόν υπηρετούν.
Η πρόσληψη της νεώτερης ιστοριογραφίας από την ελληνική ακαδημαϊκή κοινότητα τελικά διακρίνεται από πολλά προβλήματα. Το σημαντικότερο είναι ότι πολλά εξέχοντα μέλη της ή, δεν πρόσεξαν ή χειρότερα ακόμη, αποσιώπησαν τις πιο θετικές πλευρές της και όσες δεν στήριζαν την προαποφασισμένη άποψή τους, πως το ελληνικό έθνος είναι νεώτερη κατασκευή διανοουμένων, που κατάφεραν να συμμεριστούν τις απόψεις τους τα πλήθη που πριν βρίσκονταν σε μια ρευστή και αόριστη πολιτικά κατάσταση. Για παράδειγμα, ο Στάθης Καλύβας υποστηρίζει πρόσφατα ότι η ελληνική επανάσταση του 1821 «μετέτρεψε τους χωρικούς σε Έλληνες»17, δίχως βεβαίως να εξηγεί ότι, αν όλα αυτά έγιναν στο κενό, γιατί έγιναν Έλληνες και όχι Σέρβοι ή Αλβανοί ή Βούλγαροι. Ούτε βέβαια μπορεί να εξηγήσει τον λόγο που, σε κάθε περίπτωση, οι Έλληνες επαναστάτες ισχυρίζονταν πεισματικά, ότι συνέχιζαν μια μακραίωνη παράδοση, που ξεκινά από τον αρχαίο ελληνισμό. Αλλά, επιπλέον, έντεχνα αποσιωπά την άποψη του Γκέλνερ, ότι το ελληνικό έθνος υπήρχε προ του 1821, όπως και το συμπέρασμα του Α. Σμιθ ότι η θρησκεία μπορεί να προστατεύσει σαν το κουκούλι το έθνος. Προφανώς, η μοναδική εξήγηση που μπορεί να δοθεί στην προβληματική πρόσληψη της νεώτερης ιστοριογραφίας είναι πως η υπεράσπιση των ιδεολογικών στερεοτύπων έχει, για ένα μέρος της ελληνικής διανόησης, μεγαλύτερη σπουδαιότητα από τα ίδια τα γεγονότα και την πραγματικότητα.
Σημειώσεις
1. Ο Γ. Σεφέρης, σε επιστολή του προς τον Γ. Θεοτοκά, στις 28 Δεκεμβρίου 1954, έγραφε: «Από το καλοκαίρι του ‘53 που πήγα στην Κύπρο (ξαναπήγα και εφέτο) και προσπάθησα να προσέξω και να ιδώ όσο μπορούσα από πιο κοντά, τούτο με βασανίζει: Υπάρχουν σε μια γωνιά της γης 400 χιλιάδες ψυχές από την καλύτερη την πιο ατόφια Ρωμιοσύνη, που προσπαθούν να τις αποκόψουν από τις πραγματικές τους ρίζες και να τις κάνουν λουλούδια θερμοκηπίου. Σ’ αυτή τη γωνιά της γης δουλεύει μια μηχανή που κάνει τους Ρωμιούς σπαρτούς- Κύπριους- όχι- Έλληνες, που κάνει τους ανθρώπους μπάσταρδους, με την εξαγορά και την απαθλίωση των συνειδήσεων, με τις κολακείες των αδυναμιών ή των συμφερόντων (το Κυπριακό ζήτημα είναι πριν απ’ όλα ζήτημα καλλιέργειας, ζήτημα «κουλτούρας» με την πλατύτερη έννοια που έχει η λέξη), και ονομάζει τη φυσιολογική παιδεία αυτών των ανθρώπων «πολιτική προπαγάνδα»… Το να αναγνωρίσει ο κόσμος ο ελεύθερος με τον οποίο συνταχτήκαμε (μαζί μ’ αυτόν και η Βρετανία) ότι οι Κύπριοι είναι Έλληνες καθαρά και παστρικά και τίμια είναι ένα πράγμα, ένα γεγονός που δεν έχει σχέση ούτε με τα ζητήματα ασφαλείας (απεναντίας, θα δυνάμωνε την ασφάλεια) ούτε με αλλαγή κυριαρχικών δικαιωμάτων». (Γ. Θεοτοκάς και Γ. Σεφέρης, Αλληλογραφία 1930-1960, επιμέλεια Γ.Π. Σαββίδη, Αθήνα 1981, σελ. 156,157,158).
2. E.Kendourie, Ο εθνικισμός, προοίμιο Π. Κιτρομηλίδη, Μετάφραση Σ. Μαρκέτου, Επιστημονική Επιμέλεια Π. Λέκκας, εκδόσεις Κατάρτι, Αθήνα 2005, σελ. 115.
3. ό.π. σελ. 114.
4. ό.π. σελ. 166.
5. ό.π. σελ.179,180.
6. ό.π. σελ.187.
7. ό.π. σελ.187.
8. ό.π. σελ.206.
9. ό.π. σελ.116.
10. ό.π. σελ.145.
11. ό.π. σελ.119.
12. ό.π. σελ.119.
13. Γ. Καραμπελιάς, 1821-Η παλιγγενεσία, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2015, σελ. 313
1. Ο Γ. Σεφέρης, σε επιστολή του προς τον Γ. Θεοτοκά, στις 28 Δεκεμβρίου 1954, έγραφε: «Από το καλοκαίρι του ‘53 που πήγα στην Κύπρο (ξαναπήγα και εφέτο) και προσπάθησα να προσέξω και να ιδώ όσο μπορούσα από πιο κοντά, τούτο με βασανίζει: Υπάρχουν σε μια γωνιά της γης 400 χιλιάδες ψυχές από την καλύτερη την πιο ατόφια Ρωμιοσύνη, που προσπαθούν να τις αποκόψουν από τις πραγματικές τους ρίζες και να τις κάνουν λουλούδια θερμοκηπίου. Σ’ αυτή τη γωνιά της γης δουλεύει μια μηχανή που κάνει τους Ρωμιούς σπαρτούς- Κύπριους- όχι- Έλληνες, που κάνει τους ανθρώπους μπάσταρδους, με την εξαγορά και την απαθλίωση των συνειδήσεων, με τις κολακείες των αδυναμιών ή των συμφερόντων (το Κυπριακό ζήτημα είναι πριν απ’ όλα ζήτημα καλλιέργειας, ζήτημα «κουλτούρας» με την πλατύτερη έννοια που έχει η λέξη), και ονομάζει τη φυσιολογική παιδεία αυτών των ανθρώπων «πολιτική προπαγάνδα»… Το να αναγνωρίσει ο κόσμος ο ελεύθερος με τον οποίο συνταχτήκαμε (μαζί μ’ αυτόν και η Βρετανία) ότι οι Κύπριοι είναι Έλληνες καθαρά και παστρικά και τίμια είναι ένα πράγμα, ένα γεγονός που δεν έχει σχέση ούτε με τα ζητήματα ασφαλείας (απεναντίας, θα δυνάμωνε την ασφάλεια) ούτε με αλλαγή κυριαρχικών δικαιωμάτων». (Γ. Θεοτοκάς και Γ. Σεφέρης, Αλληλογραφία 1930-1960, επιμέλεια Γ.Π. Σαββίδη, Αθήνα 1981, σελ. 156,157,158).
2. E.Kendourie, Ο εθνικισμός, προοίμιο Π. Κιτρομηλίδη, Μετάφραση Σ. Μαρκέτου, Επιστημονική Επιμέλεια Π. Λέκκας, εκδόσεις Κατάρτι, Αθήνα 2005, σελ. 115.
3. ό.π. σελ. 114.
4. ό.π. σελ. 166.
5. ό.π. σελ.179,180.
6. ό.π. σελ.187.
7. ό.π. σελ.187.
8. ό.π. σελ.206.
9. ό.π. σελ.116.
10. ό.π. σελ.145.
11. ό.π. σελ.119.
12. ό.π. σελ.119.
13. Γ. Καραμπελιάς, 1821-Η παλιγγενεσία, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2015, σελ. 313
14. ό.π. σελ. 315.
15. ό.π. 315.
16 ό.π. σελ. 62.
17. Σ. Καλύβας, Καταστροφές και θρίαμβοι – οι 7 κύκλοι της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, εκδόσεις Παπαδόπουλος, Αθήνα 2015, σελ. 64.
16 ό.π. σελ. 62.
17. Σ. Καλύβας, Καταστροφές και θρίαμβοι – οι 7 κύκλοι της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, εκδόσεις Παπαδόπουλος, Αθήνα 2015, σελ. 64.
Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr