Τα κενά, και οι αναξιοποίητες λόγω αγκυλώσεων ευκαιρίες
…Η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει
τη δική σου μελαγχολία
κι έρχεται η στιγμή για ν’ αποφασίσεις
με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις»
τη δική σου μελαγχολία
κι έρχεται η στιγμή για ν’ αποφασίσεις
με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις»
Διονύσης Σαββόπουλος
Του Γιώργου Κυριακού
Η λήξη της φετινής χρονιάς στα δημοτικά σχολεία ήταν συμμορφωμένη με την εμπέδωση μιας νέας καθημερινότητας. Οι ασκήσεις ομαδικής «αυτοαξιολόγησης», που επιβλήθηκαν στα πληρώματα των σχολικών μονάδων, και η διεκπεραίωσή τους από την πλειοψηφία, που αρνήθηκε να πραγματοποιήσει στάσεις εργασίας κρατώντας γραμμή άμυνας, πιστοποίησαν και το τέλος του παλιού σχολείου. Αυτού που άρχιζε με γοργό ρυθμό να αλλάζει από το 2006 μέσω της χρήσης των νέων εγχειριδίων, της εφαρμογής των ΔΕΕΠΣ και ΑΠΣ, μέσω σεμιναρίων διάχυτων από νεολογισμούς, μέσω θεσμικών αλλαγών που απέδιδαν στους διευθυντές επιτελικό ρόλο στην αξιολόγηση, μέσω της διάλυσης του σχολείου με προσωπικό μιας χρήσης, μέσω ενός σχεδίου που βρήκε το «παλιό» σχολείο με τις «πόρτες ανοιχτές». Και μπήκε.
Από το 2006 αξιοποιήθηκαν συμπεριφορές που διαδέχτηκαν την αντίληψη των μεταρρυθμίσεων Αρσένη και βρίσκονταν στο όριο εμπλουτισμού του επαγγελματικού φακέλου. Πληθώρα κόσμου της εκπαίδευσης, διαισθανόμενη τις αλλαγές, επιδόθηκε στη «εξομοίωση», στα μεταπτυχιακά, στα διδακτορικά, για λόγους που αφορούσαν σε μια καλύτερη θέση. Από την εποχή της ύστερης μεταπολίτευσης και του «εκσυγχρονισμού» ξεκίνησε δειλά να αλλάζει το παλιό σχολείο στην οργάνωση, στη μορφή και στο περιεχόμενό του. Η «κοινωνία της γνώσης» όφειλε να ανταποκριθεί στις παγκόσμιες προκλήσεις και αλλαγές. Γι’ αυτό έπρεπε το σχολείο να ξεπεράσει τον «αναχρονιστικό» φορμαλισμό και να απολαύσει τη χαρά των «πληροφοριών». Μέσω «ομάδων εργασίας» σε «διαθεματικές» δραστηριότητες στην «ευέλικτη ζώνη», αποκτώντας «δεξιότητες», το μάθημα γίνεται «παιχνίδι». Έπρεπε ο δάσκαλος να γίνει εμψυχωτής των παιδιών στην προσπάθειά τους να «μαθαίνουν πώς να μαθαίνουν». Έπρεπε κάθε δράση που ξέφευγε από το πρόγραμμα να καταγράφεται ως project και να ίσως να βρίσκει χορηγό. Έπρεπε να αποκεντρωθούν οι οικονομικές λειτουργίες του σχολείου και, γιατί όχι, και οι εκπαιδευτικές. Όσα αποτέλεσαν ιερά κείμενα της ευρωπαϊκής Λευκής Βίβλου ξεκίνησαν να γίνονται καραμέλα στο στόμα των σχολικών συμβούλων, που προσπαθούσαν να αρθρώσουν άγνωστες λέξεις όπως «κονστρουκτιβισμός» σε ακροατήρια με χεράκια που υψωνόντουσαν για «απορίες», με κάπως ψυλλιασμένους από τα πληρώματα που ανακοίνωναν εμφατικά τις «καινοτομίες» τους, με τους συνδικαλιστές που έφταναν μέχρι στο «η παιδεία είναι η πιο σημαντική επένδυση».
Χαριτωμένες συνάξεις που διοργάνωναν κάτοχοι μεταπτυχιακών και διδακτορικών που εντρυφούσαν στη «διαπολιτισμική και πολυπολιτισμική» εκπαίδευση, αγκαλιά με laptop και power point με τη φιγούρα του Αρμπέν για το pet shop της παγκοσμιοποιημένης εκπαίδευσης. Μούτσοι που έγιναν καπεταναίοι και επιδείκνυαν με ύφος χιλίων Μοντεσόρι τις ανακαλύψεις… αρχών του προηγούμενου αιώνα, τις οποίες επένδυαν με νεολογισμούς περί «σπειροειδούς μάθησης» και άλλες μετα-λέξεις. Ένας νέος φορμαλισμός με τις πιο νωθρές υστερίες ενός φιλελεύθερου ελευθεριακού λόγου, μεταμοντέρνος και παλαιάς κοπής, διατυπώθηκε στο χωνευτήρι του παλιού σχολείου, που απέκτησε σαφή χαρακτηριστικά στην καρδιά της μεταπολίτευσης με πληρώματα που είχαν δέσει το γάιδαρό τους, μέσω θέσεων σε «διάφορες» υπηρεσίες, μέσω κομματικών διαύλων στα υπηρεσιακά συμβούλια, με τη διάχυτη συνενοχική «συναδελφικότητα», με τα ιδιαίτερα μαθήματα που πήγαιναν σύννεφο μαζί με τη βιομηχανία φωτοτυπίας, με ένα συνδικάτο που χαϊδεύει τα αυτιά και συνεργάζεται με τις κυβερνήσεις. Αυτό το σχολείο αποτέλεσε το κέλυφος του νέου σχολείου. Τα προεδρικά διατάγματα που προβλέπουν τις απολύσεις, οι επικείμενες συμπτύξεις τμημάτων και σχολείων, οι διαθεσιμότητες, καθώς και άλλες δεξαμενές απολύσεων, οι «επιορκίες» που εξυφαίνονται τρομοκρατικά, δείχνουν το αέριο που καταλαμβάνει το κενό.
Ως παρασιτική εκδοχή της ελλαδικής μεταπολίτευσης, ο κλαδικός συνδικαλισμός καθιέρωσε μια ήττα 0-2 από τα αποδυτήρια, επενδυμένη με αριστερίστικες ιαχές και δεξιές κορόνες: α) 0-1 διότι ακολούθησε το διάγραμμα της κλαδικής διεκδίκησης με 1264/82 διαχωρισμούς, β) 0-2 διότι το σχολείο αφέθηκε στα χέρια της γραφειοκρατίας και της αγοράς. Έγινε αυτό που δεν έπρεπε να γίνει και δεν πραγματοποιήθηκε αυτό που έπρεπε να συμβεί. Γι’ αυτό και στο γήπεδο πανηγυρίζει η μεταρρύθμιση «που έγινε» απέναντι στην ηττημένη μεταρρύθμιση «που δεν έγινε».
Και οι διαιρέσεις δεν σταματούν εδώ: από τις κατηγοριοποιήσεις μέσα στο ίδιο το εκπαιδευτικό σώμα, από τον κατακερματισμό του σχολείου με αναπληρωτές και στη συνέχεια ΕΣΠΑ ευκαιρίας, μέχρι τη διαχρονική αντιπαλότητα με τους γονείς των μαθητών. Από τη μία, εφαρμόζεται το ευέλικτο σχολείο που παραδίδει μαθήματα αγγλικών στην Α’ δημοτικού, στο πλαίσιο μιας φανερής υποβάθμισης της ελληνικής γλώσσας. Από την άλλη, η κατάσταση στην ελληνική οικογένεια είναι τραγική, διότι δίπλα στην ανεργία που μαστίζει, έχουμε παιδιά που μεγαλώνουν σαν ορφανά μπροστά στις οθόνες, χωρίς βιβλίο, με μυριάδες ασχολίες… Σχολείο και σπίτι βαδίζουν στο άγνωστο, με οδηγό την αποσύνθεση της γνώσης, τη διάλυση της κοινωνικής συνοχής, με την αμάθεια των νέων ανθρώπων ως προσόν για την ευέλικτη αγορά, στο παγκόσμιο σχέδιο καταστροφής κάθε προσκόμματος που εμποδίζει το κέρδος. Το τέλμα αναλύεται στη μετατροπή της εναπομείνασας παιδείας και εκπαίδευσης, σε χώρο ασκήσεων χάρτου για το παρασιτικό, αντιπαραγωγικό και αποικιοποιημένο μοντέλο στη χώρα μας.
Δάσκαλοι και δασκάλες που στηρίζουν και μορφώνουν τα παιδιά, που πορεύονται με τους γονείς, που πορεύονται με αληθινούς συναδέλφους στα μονοπάτια της κιμωλίας και της αυλής, βρίσκονται στο κέντρο συνιστωσών που τραβούν προς την υπονόμευση κάθε δυνατότητας πνευματικής αναγέννησης, προς τη φτωχοκτονία, προς την ανάδειξη πολιτικών που μετατρέπουν τη χώρα σε χώρο.
Ανάμεσα στο συνδικαλισμό και στο ραγιαδισμό/ Ανάμεσα στον «κοσμοπολιτισμό» και στην «εθνικοφροσύνη»/Ανάμεσα στην αποδόμηση της γνώσης και στην στείρα αποθήκευσή της/Ανάμεσα στο project και στην αδιαφορία, έχουμε μπροστά μας την κρίση ως ευκαιρία για να συνθέτουμε το θρυμματισμένο κόσμο μας.
Το συνδικάτο της ζωής ενώνει: ο δάσκαλος, ο ναυτεργάτης, ο αγρότης, ο υπάλληλος, ο άνεργος, η νοσοκόμα, η κομμώτρια, ο μικροεπαγγελματίας, ο συνταξιούχος, που θα απαιτούν τα αυτονόητα. Οι δάσκαλοι είναι αυτοί που θα μιλήσουν για την εκπαίδευση, που θα ενώσουν τις φωνές τους με το γυμνάσιο που υποδέχεται τους μαθητές τους, και, με το λύκειο που βιώνει την υποθήκευση της νεότητας σε «τράπεζες θεμάτων».
Αυτοί είναι που θα παλέψουν με όλους τους κλάδους. Αυτοί είναι που θα παλέψουν διακριτά για απεργίες μέσα στα σχολεία για τη σύνθεση της γνώσης, για τον εκσυγχρονισμό της κλασικής παιδείας, για τον πολιτισμό. Αυτοί είναι που θα παλέψουν να ενωθούν με τους γονείς, πέρα από τη συνδικαλιστική προτροπή, πέρα από τη λειτουργική αξιοποίησή τους στο ρεφενέ των σχολικών δράσεων. Μπροστά μας είναι ένα νήμα που συνδέει τις περιόδους των εκπαιδευτικών αναζητήσεων στις επαναστάσεις του 1821 και του 1940-44, του μεσοπολέμου, της δεκαετίας του ’60, του ’73, της πρώιμης μεταπολίτευσης. Ας το πιάσουμε.
Ως παρασιτική εκδοχή της ελλαδικής μεταπολίτευσης, ο κλαδικός συνδικαλισμός καθιέρωσε μια ήττα 0-2 από τα αποδυτήρια, επενδυμένη με αριστερίστικες ιαχές και δεξιές κορόνες: α) 0-1 διότι ακολούθησε το διάγραμμα της κλαδικής διεκδίκησης με 1264/82 διαχωρισμούς, β) 0-2 διότι το σχολείο αφέθηκε στα χέρια της γραφειοκρατίας και της αγοράς. Έγινε αυτό που δεν έπρεπε να γίνει και δεν πραγματοποιήθηκε αυτό που έπρεπε να συμβεί. Γι’ αυτό και στο γήπεδο πανηγυρίζει η μεταρρύθμιση «που έγινε» απέναντι στην ηττημένη μεταρρύθμιση «που δεν έγινε».
Και οι διαιρέσεις δεν σταματούν εδώ: από τις κατηγοριοποιήσεις μέσα στο ίδιο το εκπαιδευτικό σώμα, από τον κατακερματισμό του σχολείου με αναπληρωτές και στη συνέχεια ΕΣΠΑ ευκαιρίας, μέχρι τη διαχρονική αντιπαλότητα με τους γονείς των μαθητών. Από τη μία, εφαρμόζεται το ευέλικτο σχολείο που παραδίδει μαθήματα αγγλικών στην Α’ δημοτικού, στο πλαίσιο μιας φανερής υποβάθμισης της ελληνικής γλώσσας. Από την άλλη, η κατάσταση στην ελληνική οικογένεια είναι τραγική, διότι δίπλα στην ανεργία που μαστίζει, έχουμε παιδιά που μεγαλώνουν σαν ορφανά μπροστά στις οθόνες, χωρίς βιβλίο, με μυριάδες ασχολίες… Σχολείο και σπίτι βαδίζουν στο άγνωστο, με οδηγό την αποσύνθεση της γνώσης, τη διάλυση της κοινωνικής συνοχής, με την αμάθεια των νέων ανθρώπων ως προσόν για την ευέλικτη αγορά, στο παγκόσμιο σχέδιο καταστροφής κάθε προσκόμματος που εμποδίζει το κέρδος. Το τέλμα αναλύεται στη μετατροπή της εναπομείνασας παιδείας και εκπαίδευσης, σε χώρο ασκήσεων χάρτου για το παρασιτικό, αντιπαραγωγικό και αποικιοποιημένο μοντέλο στη χώρα μας.
Δάσκαλοι και δασκάλες που στηρίζουν και μορφώνουν τα παιδιά, που πορεύονται με τους γονείς, που πορεύονται με αληθινούς συναδέλφους στα μονοπάτια της κιμωλίας και της αυλής, βρίσκονται στο κέντρο συνιστωσών που τραβούν προς την υπονόμευση κάθε δυνατότητας πνευματικής αναγέννησης, προς τη φτωχοκτονία, προς την ανάδειξη πολιτικών που μετατρέπουν τη χώρα σε χώρο.
Ανάμεσα στο συνδικαλισμό και στο ραγιαδισμό/ Ανάμεσα στον «κοσμοπολιτισμό» και στην «εθνικοφροσύνη»/Ανάμεσα στην αποδόμηση της γνώσης και στην στείρα αποθήκευσή της/Ανάμεσα στο project και στην αδιαφορία, έχουμε μπροστά μας την κρίση ως ευκαιρία για να συνθέτουμε το θρυμματισμένο κόσμο μας.
Το συνδικάτο της ζωής ενώνει: ο δάσκαλος, ο ναυτεργάτης, ο αγρότης, ο υπάλληλος, ο άνεργος, η νοσοκόμα, η κομμώτρια, ο μικροεπαγγελματίας, ο συνταξιούχος, που θα απαιτούν τα αυτονόητα. Οι δάσκαλοι είναι αυτοί που θα μιλήσουν για την εκπαίδευση, που θα ενώσουν τις φωνές τους με το γυμνάσιο που υποδέχεται τους μαθητές τους, και, με το λύκειο που βιώνει την υποθήκευση της νεότητας σε «τράπεζες θεμάτων».
Αυτοί είναι που θα παλέψουν με όλους τους κλάδους. Αυτοί είναι που θα παλέψουν διακριτά για απεργίες μέσα στα σχολεία για τη σύνθεση της γνώσης, για τον εκσυγχρονισμό της κλασικής παιδείας, για τον πολιτισμό. Αυτοί είναι που θα παλέψουν να ενωθούν με τους γονείς, πέρα από τη συνδικαλιστική προτροπή, πέρα από τη λειτουργική αξιοποίησή τους στο ρεφενέ των σχολικών δράσεων. Μπροστά μας είναι ένα νήμα που συνδέει τις περιόδους των εκπαιδευτικών αναζητήσεων στις επαναστάσεις του 1821 και του 1940-44, του μεσοπολέμου, της δεκαετίας του ’60, του ’73, της πρώιμης μεταπολίτευσης. Ας το πιάσουμε.
Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr