Του Σταύρου Χριστακόπουλου
Μέχρι και ο Ράιχενμπαχ μας έκανε... πλάκα: «Τα συνδικάτα διαδηλώνουν στην Γερμανία και παίρνουν 6% αυξήσεις στους μισθούς, ενώ οι αντιδράσεις των Ελλήνων είναι απόλυτα μετριοπαθείς έστω κι αν το εισόδημά τους μειώθηκε κατά 50%».
Η δήλωση αυτή του επικεφαλής της Task Force στην Αθήνα κατά κάποιους σημαίνει... έκπληξη. Κατ’ άλλους σημαίνει κοροϊδία, αφού η πολιτική την οποία ο ίδιος εποπτεύει προκαλεί αυτά για τα οποία θα έπρεπε ο ελληνικός λαός να διαδηλώνει και να διεκδικεί, ενώ η χώρα του, η Γερμανία, είναι αυτή που έχει επιβάλει τη σιδηρά πειθαρχία της άτεγκτης λιτότητας.
Με το συμπάθιο, αλλά αυτό που διακρίνω στη δήλωσή του είναι περιφρόνηση. Η εν λόγω δήλωση θρυλείται πως έγινε εξ αιτίας των χιλίων μόνο διαδηλωτών που βρέθηκαν έξω από τη Βουλή κατά την ψήφιση του πολυνομοσχεδίου. Η θλιβερή εικόνα επικυρώθηκε στην πρωτομαγιάτικη συγκέντρωση, στην οποία η απουσία κόσμου ήταν το μόνο στοιχείο άξιο σχολιασμού.
Όπως είπε καυστικά φίλος μετά τη λήξη της... σεμνής παράστασης, αυτός ο κόσμος αντιστοιχεί σε πρωτομαγιάτικη διαδήλωση στο Λιχτενστάιν.
Ποιος όμως να πάει σε διαδήλωση των συνδικάτων και γιατί; Η διαγωγή τους το προηγούμενο διάστημα υπήρξε επιεικώς απαράδεκτη. Επαίρονται πολλοί συνδικαλιστές για τις 30 γενικές απεργίες στα τρία χρόνια λιτότητας. Ε, και λοιπόν; Ουκ εν τω πολλώ το ευ. Ή, αλλιώς, κρίσιμη είναι η ποιότητα και όχι η ποσότητα.
Ας φύγουμε όμως και απ’ αυτό – άλλωστε ο εγχώριος συνδικαλισμός δεν αξίζει τον κόπο μιας σοβαρής συζήτησης, όσο και αν αυτό κάνει έξαλλους τους «εργατοπατέρες» μας. Ούτε την κατ’ ουσίαν κατάργησή τους δεν κατάφεραν να αποτρέψουν οι άνθρωποι.
Είτε ανίκανοι είτε απλώς ηττημένοι, αποτελούν παρελθόν και ο ελληνικός λαός πρέπει πλέον να βρει τρόπους αντίστασης που να τους υπερβαίνουν. Νέα κατάσταση, νέα καθήκοντα...
Παρεμπιπτόντως, όμως, η μνήμη ανακαλεί και μια άλλη πλευρά που σχετίζεται με τη λαϊκή κινητοποίηση: τους «Αγανακτισμένους», για τους οποίους πολλοί ακόμη και σήμερα αναρωτιούνται «πού πήγαν».
Μια εντελώς ψυχρή ματιά στις πρώτες πολυπληθείς συγκεντρώσεις στην πλατεία συντάγματος, χωρίς ίχνος συναισθήματος ή προσδοκίας, μαρτυρούσε μια κρίσιμη αλήθεια: εκεί συγκεντρώθηκαν κυρίως άνθρωποι που φοβούνταν ότι έχουν ακόμη πολλά να χάσουν. Σχεδόν πουθενά δεν διέκρινες αυτούς που ήδη τα είχαν χάσει ή τα έχαναν όλα. Αυτοί βρίσκονταν κάπου αλλού και πάντως όχι στο Σύνταγμα.
Ήταν επίσης προφανές ότι εκείνο το ζωηρό και πολύχρωμο πλήθος εύκολα θα διαλυόταν από την ωμή βία των ΜΑΤ του Χρυσοχοΐδη.
Χωρίς πολιτικούς στόχους, με ένα πολύβουο μελίσσι από αντιμνημονιακούς ιεροκήρυκες να φωνασκούν χωρίς να λένε κάτι κατανοητό, με άπειρα γκρουπούσκουλα να παραμερίζουν τις σημαίες τους για να ενδυθούν τον μανδύα της «άμεσης δημοκρατίας» και να πουν ακριβώς τα ίδια ακαταλαβίστικα που θα έλεγαν κάτω από αυτές, αυτό το αυθόρμητο ξέσπασμα ήταν καταδικασμένο.
Έκτοτε πολλά άλλαξαν, αλλά μέσω... της κάλπης:
● η Ν.Δ. συρρικνώθηκε γεννώντας τους Ανεξάρτητους Έλληνες, αλλά κέρδισε τις εκλογές,
● το ΠΑΣΟΚ κατακρημνίστηκε και ήδη απαξιώνεται πλήρως,
● ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε ένα τεράστιο άλμα και βρέθηκε αξιωματική αντιπολίτευση,
● η ΔΗΜΑΡ μπήκε στη Βουλή και στη συγκυβέρνηση με Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ,
● το ΚΚΕ συρρικνώθηκε
● και, τέλος, το αυγό του φιδιού έσκασε για να ξεπηδήσει η Χρυσή Αυγή.
Σήμερα όμως όλα είναι πάλι «μπλοκαρισμένα»:
● η κυβέρνηση, με απόλυτη κυρίαρχο τη Ν.Δ. και θλιβερούς κομπάρσους τους συγκυβερνήτες της, συνεχίζει το καταστροφικό έργο για λογαριασμό των δανειστών,
● ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει στάσιμος,
● στο ΠΑΣΟΚ πλακώνονται για το ταμείο και γκρεμίζονται ακόμη περισσότερο στις δημοσκοπήσεις,
● η ΔΗΜΑΡ πληρώνει το κόστος της συμμετοχής στην κυβέρνηση,
● οι Ανεξάρτητοι Έλληνες επιβιώνουν παρά τους σκοπέλους και τους υφάλους,
● το ΚΚΕ προσπαθεί να ανακάμψει με άγνωστο αποτέλεσμα
● και η Χρυσή Αυγή έχει, αναλογικά, τα μεγαλύτερα δημοσκοπικά κέρδη.
Μπροστά σε όλο αυτό το «μπλοκάρισμα», η απογοήτευση και η ιδιώτευση είναι οι σχεδόν φυσικές συνέπειες ενός πολιτικού νταραβεριού το οποίο χαρακτηρίζουν η έλλειψη προοπτικής και εξαγγελιών και η ραγδαία επιδείνωση της ζωής των Ελλήνων πολιτών.
Οργισμένη η κοινωνία. Ίσως το μέγεθος της οργής της να μην είναι δυνατόν καν να προσεγγιστεί. Αλλά παραμένει βουβή και ιδιωτική προκαλώντας συνεχώς το ίδιο ερώτημα: Γιατί; Η απάντηση, τουλάχιστον αυτή που μοιάζει πιο ρεαλιστική, βρίσκεται σε ένα άλλο ερώτημα, το οποίο διατυπώνει με πολλούς τρόπους ολόκληρη η κοινωνία: Τι να κάνουμε;
● Άλλοι την καλούν να υπομείνει όσα είναι απλώς αδύνατον να αντέξει υποσχόμενοι την παραμονή σε έναν τεχνητό Παράδεισο που στην πράξη έχει ήδη αποδειχθεί Κόλαση. Όμως στους τεχνητούς Παραδείσους μπορείς να πας μόνο με ναρκωτικά – προφανώς αυτό το αναλαμβάνουν τα συμβεβλημένα ΜΜΕ.
● Άλλοι την καλούν να ξεσηκωθεί και να ρίξει την κυβέρνηση για να φέρει αυτούς στην εξουσία. Μόνο που ξεχνούν να εξηγήσουν τι ακριβώς πρέπει αυτός ο κόσμος να διεκδικήσει, αλλά και για ποιον ακριβώς λόγο, με ποιο σχέδιο και ποια προοπτική πρέπει να τους φέρει στην εξουσία. Η επίκληση της διαπραγμάτευσης δεν αρκεί – τα ίδια έλεγε και ο Σαμαράς πριν από ένα χρόνο.
● Άλλοι την καλούν να ρίξει τον παγκόσμιο καπιταλισμό και να γκρεμίσει τα μονοπώλια – πολύ βαρύ το έργο, όταν δεν μπορείς έστω να κάνεις μια αξιοπρεπή διαδήλωση. Ούτε με ναρκωτικά.
● Άλλοι την καλούν να διώξει τους μετανάστες για να σωθεί – μόνο που αυτοί φεύγουν μόνοι τους ελλείψει μεροκάματου. Και μαζί τους φεύγουν και οι Έλληνες, την ώρα που οι ιεροκήρυκες του νεοναζισμού ψηφίζουν υπέρ των... εφοπλιστών στη Βουλή και προκαλούν αηδία με την ωμή βία και τον τραμπουκισμό τους. Ταυτόχρονα όμως υπογραμμίζουν με τρόπο επώδυνο την ανεπάρκεια των υπολοίπων.
● Άλλοι ζητούν λίγες ψήφους μόνο και μόνο για να μπορούν να το παίζουν κυβερνητικοί εταίροι παντός καιρού – κι εδώ... νηφάλιος είναι λίγο δύσκολο να ενθουσιαστείς, ειδικά αν οι αιτούντες την ψήφο σου έχουν ήδη συμβάλει στην εξαπάτηση και την καταστροφή σου.
Κάπως έτσι κυλούν τα πράγματα. Κάπως έτσι το καυτό ερώτημα («Τι να κάνουμε;») παραμένει επί της ουσίας αναπάντητο. Κι όσο μένει αναπάντητο θα γίνεται ταυτοχρόνως διαλυτικό. Απαντήσεις λοιπόν. Συγκροτημένες και όχι αχαμνές, αδύναμες να ακουστούν έξω από το στενό ακροατήριο των φίλιών ΜΜΕ και των κομματικών γραφείων. Τους αχαμνούς – όπως και τους αμνούς – τους τρώει ο λύκος.
Ανάρτηση από: http://topontiki.gr
Μέχρι και ο Ράιχενμπαχ μας έκανε... πλάκα: «Τα συνδικάτα διαδηλώνουν στην Γερμανία και παίρνουν 6% αυξήσεις στους μισθούς, ενώ οι αντιδράσεις των Ελλήνων είναι απόλυτα μετριοπαθείς έστω κι αν το εισόδημά τους μειώθηκε κατά 50%».
Η δήλωση αυτή του επικεφαλής της Task Force στην Αθήνα κατά κάποιους σημαίνει... έκπληξη. Κατ’ άλλους σημαίνει κοροϊδία, αφού η πολιτική την οποία ο ίδιος εποπτεύει προκαλεί αυτά για τα οποία θα έπρεπε ο ελληνικός λαός να διαδηλώνει και να διεκδικεί, ενώ η χώρα του, η Γερμανία, είναι αυτή που έχει επιβάλει τη σιδηρά πειθαρχία της άτεγκτης λιτότητας.
Με το συμπάθιο, αλλά αυτό που διακρίνω στη δήλωσή του είναι περιφρόνηση. Η εν λόγω δήλωση θρυλείται πως έγινε εξ αιτίας των χιλίων μόνο διαδηλωτών που βρέθηκαν έξω από τη Βουλή κατά την ψήφιση του πολυνομοσχεδίου. Η θλιβερή εικόνα επικυρώθηκε στην πρωτομαγιάτικη συγκέντρωση, στην οποία η απουσία κόσμου ήταν το μόνο στοιχείο άξιο σχολιασμού.
Όπως είπε καυστικά φίλος μετά τη λήξη της... σεμνής παράστασης, αυτός ο κόσμος αντιστοιχεί σε πρωτομαγιάτικη διαδήλωση στο Λιχτενστάιν.
Ποιος όμως να πάει σε διαδήλωση των συνδικάτων και γιατί; Η διαγωγή τους το προηγούμενο διάστημα υπήρξε επιεικώς απαράδεκτη. Επαίρονται πολλοί συνδικαλιστές για τις 30 γενικές απεργίες στα τρία χρόνια λιτότητας. Ε, και λοιπόν; Ουκ εν τω πολλώ το ευ. Ή, αλλιώς, κρίσιμη είναι η ποιότητα και όχι η ποσότητα.
Ας φύγουμε όμως και απ’ αυτό – άλλωστε ο εγχώριος συνδικαλισμός δεν αξίζει τον κόπο μιας σοβαρής συζήτησης, όσο και αν αυτό κάνει έξαλλους τους «εργατοπατέρες» μας. Ούτε την κατ’ ουσίαν κατάργησή τους δεν κατάφεραν να αποτρέψουν οι άνθρωποι.
Είτε ανίκανοι είτε απλώς ηττημένοι, αποτελούν παρελθόν και ο ελληνικός λαός πρέπει πλέον να βρει τρόπους αντίστασης που να τους υπερβαίνουν. Νέα κατάσταση, νέα καθήκοντα...
Παρεμπιπτόντως, όμως, η μνήμη ανακαλεί και μια άλλη πλευρά που σχετίζεται με τη λαϊκή κινητοποίηση: τους «Αγανακτισμένους», για τους οποίους πολλοί ακόμη και σήμερα αναρωτιούνται «πού πήγαν».
Μια εντελώς ψυχρή ματιά στις πρώτες πολυπληθείς συγκεντρώσεις στην πλατεία συντάγματος, χωρίς ίχνος συναισθήματος ή προσδοκίας, μαρτυρούσε μια κρίσιμη αλήθεια: εκεί συγκεντρώθηκαν κυρίως άνθρωποι που φοβούνταν ότι έχουν ακόμη πολλά να χάσουν. Σχεδόν πουθενά δεν διέκρινες αυτούς που ήδη τα είχαν χάσει ή τα έχαναν όλα. Αυτοί βρίσκονταν κάπου αλλού και πάντως όχι στο Σύνταγμα.
Ήταν επίσης προφανές ότι εκείνο το ζωηρό και πολύχρωμο πλήθος εύκολα θα διαλυόταν από την ωμή βία των ΜΑΤ του Χρυσοχοΐδη.
Χωρίς πολιτικούς στόχους, με ένα πολύβουο μελίσσι από αντιμνημονιακούς ιεροκήρυκες να φωνασκούν χωρίς να λένε κάτι κατανοητό, με άπειρα γκρουπούσκουλα να παραμερίζουν τις σημαίες τους για να ενδυθούν τον μανδύα της «άμεσης δημοκρατίας» και να πουν ακριβώς τα ίδια ακαταλαβίστικα που θα έλεγαν κάτω από αυτές, αυτό το αυθόρμητο ξέσπασμα ήταν καταδικασμένο.
Έκτοτε πολλά άλλαξαν, αλλά μέσω... της κάλπης:
● η Ν.Δ. συρρικνώθηκε γεννώντας τους Ανεξάρτητους Έλληνες, αλλά κέρδισε τις εκλογές,
● το ΠΑΣΟΚ κατακρημνίστηκε και ήδη απαξιώνεται πλήρως,
● ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε ένα τεράστιο άλμα και βρέθηκε αξιωματική αντιπολίτευση,
● η ΔΗΜΑΡ μπήκε στη Βουλή και στη συγκυβέρνηση με Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ,
● το ΚΚΕ συρρικνώθηκε
● και, τέλος, το αυγό του φιδιού έσκασε για να ξεπηδήσει η Χρυσή Αυγή.
Σήμερα όμως όλα είναι πάλι «μπλοκαρισμένα»:
● η κυβέρνηση, με απόλυτη κυρίαρχο τη Ν.Δ. και θλιβερούς κομπάρσους τους συγκυβερνήτες της, συνεχίζει το καταστροφικό έργο για λογαριασμό των δανειστών,
● ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει στάσιμος,
● στο ΠΑΣΟΚ πλακώνονται για το ταμείο και γκρεμίζονται ακόμη περισσότερο στις δημοσκοπήσεις,
● η ΔΗΜΑΡ πληρώνει το κόστος της συμμετοχής στην κυβέρνηση,
● οι Ανεξάρτητοι Έλληνες επιβιώνουν παρά τους σκοπέλους και τους υφάλους,
● το ΚΚΕ προσπαθεί να ανακάμψει με άγνωστο αποτέλεσμα
● και η Χρυσή Αυγή έχει, αναλογικά, τα μεγαλύτερα δημοσκοπικά κέρδη.
Μπροστά σε όλο αυτό το «μπλοκάρισμα», η απογοήτευση και η ιδιώτευση είναι οι σχεδόν φυσικές συνέπειες ενός πολιτικού νταραβεριού το οποίο χαρακτηρίζουν η έλλειψη προοπτικής και εξαγγελιών και η ραγδαία επιδείνωση της ζωής των Ελλήνων πολιτών.
Οργισμένη η κοινωνία. Ίσως το μέγεθος της οργής της να μην είναι δυνατόν καν να προσεγγιστεί. Αλλά παραμένει βουβή και ιδιωτική προκαλώντας συνεχώς το ίδιο ερώτημα: Γιατί; Η απάντηση, τουλάχιστον αυτή που μοιάζει πιο ρεαλιστική, βρίσκεται σε ένα άλλο ερώτημα, το οποίο διατυπώνει με πολλούς τρόπους ολόκληρη η κοινωνία: Τι να κάνουμε;
● Άλλοι την καλούν να υπομείνει όσα είναι απλώς αδύνατον να αντέξει υποσχόμενοι την παραμονή σε έναν τεχνητό Παράδεισο που στην πράξη έχει ήδη αποδειχθεί Κόλαση. Όμως στους τεχνητούς Παραδείσους μπορείς να πας μόνο με ναρκωτικά – προφανώς αυτό το αναλαμβάνουν τα συμβεβλημένα ΜΜΕ.
● Άλλοι την καλούν να ξεσηκωθεί και να ρίξει την κυβέρνηση για να φέρει αυτούς στην εξουσία. Μόνο που ξεχνούν να εξηγήσουν τι ακριβώς πρέπει αυτός ο κόσμος να διεκδικήσει, αλλά και για ποιον ακριβώς λόγο, με ποιο σχέδιο και ποια προοπτική πρέπει να τους φέρει στην εξουσία. Η επίκληση της διαπραγμάτευσης δεν αρκεί – τα ίδια έλεγε και ο Σαμαράς πριν από ένα χρόνο.
● Άλλοι την καλούν να ρίξει τον παγκόσμιο καπιταλισμό και να γκρεμίσει τα μονοπώλια – πολύ βαρύ το έργο, όταν δεν μπορείς έστω να κάνεις μια αξιοπρεπή διαδήλωση. Ούτε με ναρκωτικά.
● Άλλοι την καλούν να διώξει τους μετανάστες για να σωθεί – μόνο που αυτοί φεύγουν μόνοι τους ελλείψει μεροκάματου. Και μαζί τους φεύγουν και οι Έλληνες, την ώρα που οι ιεροκήρυκες του νεοναζισμού ψηφίζουν υπέρ των... εφοπλιστών στη Βουλή και προκαλούν αηδία με την ωμή βία και τον τραμπουκισμό τους. Ταυτόχρονα όμως υπογραμμίζουν με τρόπο επώδυνο την ανεπάρκεια των υπολοίπων.
● Άλλοι ζητούν λίγες ψήφους μόνο και μόνο για να μπορούν να το παίζουν κυβερνητικοί εταίροι παντός καιρού – κι εδώ... νηφάλιος είναι λίγο δύσκολο να ενθουσιαστείς, ειδικά αν οι αιτούντες την ψήφο σου έχουν ήδη συμβάλει στην εξαπάτηση και την καταστροφή σου.
Κάπως έτσι κυλούν τα πράγματα. Κάπως έτσι το καυτό ερώτημα («Τι να κάνουμε;») παραμένει επί της ουσίας αναπάντητο. Κι όσο μένει αναπάντητο θα γίνεται ταυτοχρόνως διαλυτικό. Απαντήσεις λοιπόν. Συγκροτημένες και όχι αχαμνές, αδύναμες να ακουστούν έξω από το στενό ακροατήριο των φίλιών ΜΜΕ και των κομματικών γραφείων. Τους αχαμνούς – όπως και τους αμνούς – τους τρώει ο λύκος.
Ανάρτηση από: http://topontiki.gr