Φράι Μπέττο: Στο κομμουνιστικό κίνημα υπήρξαν κάποιοι άνθρωποι που χρησιμοποίησαν μια φράση του Μαρξ, η οποία βρίσκεται στο κείμενο «Για την Κριτική της Χεγκελιανής Φιλοσοφίας του Δικαίου», που λέει ότι η θρησκεία είναι το όπιο του λαού. Η φράση αυτή έγινε ολοκληρωτικό, απόλυτο, μεταφυσικό δόγμα, έξω από κάθε διαλεκτική.
Τον Οκτώβριο του 1980, για πρώτη φορά στην ιστορία, ένα επαναστατικό κόμμα που βρίσκεται στην εξουσία, το Σαντινιστικό Μέτωπο Εθνικής Απελευθέρωσης, εξέδωσε ένα ντοκουμέντο πάνω στη θρησκεία, όπου γίνεται κριτική σ’ αυτό, αν το πάρει κανείς σαν απόλυτη αρχή. Λέει, λέξη προς λέξη: «Μερικοί έχουν βεβαιώσει ότι η θρησκεία αποτελεί ένα μηχανισμό αλλοτρίωσης των ανθρώπων, που χρησιμεύει στη δικαιολόγηση της εκμετάλλευσης μιας τάξης από μια άλλη. Η πιστοποίηση αυτή έχει χωρίς αμφιβολία ιστορική αξία, στο βαθμό που σε διάφορες ιστορικές εποχές η θρησκεία χρησίμευσε σαν θεωρητικό στήριγμα της πολιτικής κυριαρχίας. Αξίζει να θυμίσουμε το ρόλο που έπαιξαν οι ιεραπόστολοι στη διαδικασία της κυριαρχίας και της αποικιοκρατίας σε βάρος των ιθαγενών στη χώρα μας. Χωρίς αμφιβολία, εμείς οι Σαντινίστας βεβαιώνουμε, ότι η δική μας πείρα δείχνει, πως όταν οι χριστιανοί, στηριγμένοι στην πίστη τους, μπορέσουν να απαντήσουν στις ανάγκες του λαού και της ιστορίας, οι ίδιες τους οι πεποιθήσεις τούς ωθούν στη συμμετοχή στην Επανάσταση. Η πείρα μας δείχνει, ότι μπορεί κανείς να είναι πιστός και ταυτόχρονα συνεπής επαναστάτης και ότι δεν υπάρχει αντίθεση ανάμεσα στα δυο».
Κομαντάντε, σας ρωτάω, εσείς πιστεύετε ότι η θρησκεία είναι το όπιο των λαών;
Φιντέλ Κάστρο: Σου εξήγησα αρκετή ώρα χτες, κάτω από ποιες ιστορικές συνθήκες γεννήθηκαν ο σοσιαλισμός, το σοσιαλιστικό κίνημα και οι ιδέες του επαναστατικού σοσιαλισμού, του μαρξισμού-λενινισμού. Πως σ’ εκείνη την ταξική κοινωνία άγριας και απάνθρωπης εκμετάλλευσης αιώνες ολόκληρους, χρησιμοποιήθηκε η Εκκλησία και η θρησκεία σαν όργανο κυριαρχίας, εκμετάλλευσης, καταπίεσης, πώς γεννήθηκαν οι τάσεις και η σκληρή, δικαιολογημένη κριτική απέναντι στην Εκκλησία και μάλιστα στην ίδια τη θρησκεία. Έλα στη θέση ενός επαναστάτη που συνειδητοποιεί τον κόσμο αυτό και θέλει να τον αλλάξει. Φαντάσου, από την άλλη μεριά, τους θεσμούς, τους γαιοκτήμονες, τους ευγενείς, τους αστούς, τους πλούσιους, τους μεγαλέμπορους, την ίδια την Εκκλησία, όλους πρακτικά σε αγαστή συμφωνία για να εμποδίσουν τις κοινωνικές αλλαγές. Ήταν πολύ λογικό, από τη στιγμή μάλιστα που η θρησκεία χρησιμοποιήθηκε σαν όργανο κυριαρχίας, να έχουν οι επαναστάτες αντικληρική θέση και μάλιστα αντιθρησκευτική. Μπορώ θαυμάσια να καταλάβω τις συνθήκες κάτω από τις οποίες γεννήθηκε αυτή η φράση.
Όταν όμως ο Μαρξ δημιούργησε τη Διεθνή των εργατών, απ’ ό,τι ξέρω μέσα σ’ αυτήν υπήρχαν πολλοί χριστιανοί. Απ’ ό,τι γνωρίζω, στην Παρισινή Κομμούνα, ανάμεσα σ’ αυτούς που πάλεψαν και σκοτώθηκαν, υπήρχαν πολλοί χριστιανοί. Και δεν υπάρχει ούτε μια φράση του Μαρξ που να αποκλείει αυτούς τους χριστιανούς από τη γραμμή ή την ιστορική αποστολή να κάνουν την κοινωνική επανάσταση. Αν προχωρήσουμε λίγο παραπέρα, και θυμηθούμε όλες τις συζητήσεις που έγιναν γύρω από το πρόγραμμα του Μπολσεβίκικου Κόμματος που ίδρυσε ο Λένιν, δεν θα βρεις ούτε μια λέξη που να αποκλείει τους χριστιανούς από το Κόμμα. Μπαίνει το ζήτημα της αποδοχής του Προγράμματος του Κόμματος σαν προϋπόθεση για να γίνει κανείς μέλος.
Αυτό σημαίνει ότι πρόκειται για μια φράση, ή για ένα σύνθημα, ή για μια τοποθέτηση, που έχει ιστορική αξία και είναι απόλυτα σωστή στη συγκεκριμένη στιγμή. Στη σημερινή κατάσταση, μπορεί να υπάρξουν συνθήκες που να είναι έκφραση κάποιας πραγματικότητας. Σε οποιαδήποτε χώρα, όπου η καθολική ιεραρχία ή η ιεραρχία οποιασδήποτε άλλης Εκκλησίας, είναι στενά δεμένη με τον ιμπεριαλισμό, τη νεοαποικιοκρατία, την εκμετάλλευση των λαών και των ανθρώπων, την καταπίεση, δεν θα πρέπει κανείς να παραξενευτεί, αν στη χώρα αυτή επαναλάβει κάποιος ότι η θρησκεία είναι το όπιο του λαού. Το ίδιο καλά καταλαβαίνει κανείς τους Νικαραγουανούς, που λόγω της πείρας τους και της θέσης των Νικαραγουανών ιερωμένων, κατέληξαν στο συμπέρασμα, και κατά τη γνώμη μου έχουν κι αυτοί πολύ δίκιο, ότι με αφετηρία την πίστη τους οι πιστοί μπορούσαν να πάρουν επαναστατικές θέσεις κι ότι δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει αντίθεση ανάμεσα στην ιδιότητα του πιστού και την ιδιότητα του επαναστάτη. Ωστόσο, απ’ ό,τι καταλαβαίνω, σε καμία περίπτωση βέβαια, η φράση αυτή δεν μπορεί να έχει το χαρακτήρα δόγματος ή απόλυτης αλήθειας. Είναι αλήθεια που πρέπει να προσαρμόζεται στις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες. Πιστεύω ότι είναι απόλυτα διαλεκτικό, απόλυτα μαρξιστικό να βγάλουμε αυτό το συμπέρασμα.
Κατά τη γνώμη μου, η θρησκεία μ’ αυτή την έννοια, από πολιτική άποψη, δεν είναι ούτε όπιο ούτε πανάκεια. Μπορεί να είναι όπιο ή πανάκεια, στο βαθμό που χρησιμοποιείται και εφαρμόζεται για να υπερασπίσει τους καταπιεστές και εκμεταλλευτές ή τους καταπιεσμένους, τα θύματα εκμετάλλευσης· εξαρτάται από τον τρόπο που θίγονται τα πολιτικά, κοινωνικά ή υλικά προβλήματα του ανθρώπινου όντος, που ανεξάρτητα από θεολογία και θρησκευτικές πεποιθήσεις γεννιέται και πρέπει να ζήσει σ’ αυτό τον κόσμο.
Από μια αυστηρά πολιτική θέση —και νομίζω πως κάτι ξέρω από πολιτική— πιστεύω ότι μπορεί κανείς να είναι μαρξιστής χωρίς να σταματήσει να είναι χριστιανός και να δουλεύει μαζί με έναν μαρξιστή κομμουνιστή για να μεταβάλει τον κόσμο. Το σημαντικό είναι και στις δυο περιπτώσεις να πρόκειται για ειλικρινείς επαναστάτες, πρόθυμους να εξαλείψουν την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και να αγωνιστούν για τη δίκαιη κατανομή του κοινωνικού πλούτου, την ισότητα, την αδελφοσύνη, την αξιοπρέπεια όλων των ανθρώπινων όντων. Να είναι, δηλαδή, φορείς της πιο προωθημένης πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής συνείδησης, αν και στην περίπτωση των χριστιανών η αφετηρία είναι η θρησκευτική αντίληψη.
Το παραπάνω κείμενο, είναι απόσπασμα από τις συνομιλίες του Φιντέλ Κάστρο με τον βραζιλιάνο καθολικό μοναχό και υποστηρικτή της Θεολογίας της Απελευθέρωσης, Φράι Μπέττο, που έγιναν το 1985, όπως περιέχονται στο βιβλίο “Ο Φιδέλ και η Θρησκεία: συνομιλίες με τον Φράι Μπέττο” (εκδόσεις Γνώσεις, 1987).
Ανάρτηση από: https://yperboles.wordpress.com