Του Θεόδωρου Μαριόλη*
Πριν από μόλις μία δεκαετία, η συντριπτική πλειοψηφία των ελλήνων μελετητών και των πολιτικών κομμάτων υποστήριζε, ας διατυπωθεί μετριοπαθώς, ότι η Ζώνη του Ευρώ (ΖΕ) «συμβάλλει στην εξυπηρέτηση των τριών βασικών σκοπών της οικονομικής πολιτικής, ήτοι στη μικροοικονομική αποτελεσματικότητα, στη μακροοικονομική σταθερότητα και στην ισόρροπη ανάπτυξη μεταξύ χωρών και περιοχών».
Πριν από μόλις μία δεκαετία, η συντριπτική πλειοψηφία των ελλήνων μελετητών και των πολιτικών κομμάτων υποστήριζε, ας διατυπωθεί μετριοπαθώς, ότι η Ζώνη του Ευρώ (ΖΕ) «συμβάλλει στην εξυπηρέτηση των τριών βασικών σκοπών της οικονομικής πολιτικής, ήτοι στη μικροοικονομική αποτελεσματικότητα, στη μακροοικονομική σταθερότητα και στην ισόρροπη ανάπτυξη μεταξύ χωρών και περιοχών».
Σήμερα, αν και κανείς δεν επικαλείται εκείνη την – υποτιθέμενη – συμβολή της ΖΕ, εφαρμόζεται, πάση θυσία, η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης, η οποία συμβαδίζει, μέχρι στιγμής, με (αθροιστική) ύφεση πάνω από 20%, με την ανεργία στο 27%, και με τη σχεδόν εξολοκλήρου κάλυψη των δημοσιονομικών και εξωτερικών ελλειμμάτων μέσω επίσημου εξωτερικού δανεισμού.
Εντός της ΖΕ, είναι δυνατόν να αντιστραφεί αυτή η κατάσταση; Εκτός της ΖΕ; Στα ακόλουθα προσεγγίζω αυτά τα ερωτήματα εστιάζοντας στην ανεργία, στον εξωτερικό τομέα, και στην παραγωγική δομή της ελληνικής οικονομίας.
Εάν υποτεθεί ότι τόσο η παραγωγικότητα της εργασίας όσο και το εργατικό δυναμικό θα αυξάνονται με μέσο ετήσιο ρυθμό 1%, μπορεί να εκτιμηθεί ότι, για να μειώνεται το ποσοστό της ανεργίας, θα πρέπει το ΑΕΠ να αυξάνεται με μέσο ετήσιο ρυθμό πάνω από 2%. Έτσι, για παράδειγμα, εάν το ΑΕΠ αυξάνεται με ρυθμό 1%, τότε μετά από 10 έτη το ποσοστό ανεργίας θα είναι 31%. Εναλλακτικά, εάν υποτεθεί ετήσια αύξηση της παραγωγικότητας κατά 3% (όσο δηλαδή και στην περίοδο 1995-2004) και ετήσια μείωση του εργατικού δυναμικού κατά 1% (όση και στην περίοδο της μαζικής μετανάστευσης, 1961-1971), τότε η προαναφερθείσα δυναμική της ανεργίας παραμένει σχεδόν η ίδια. Τέλος, ας θέσουμε την κρίσιμη ερώτηση: Εάν τόσο η παραγωγικότητα όσο και το εργατικό δυναμικό αυξάνονται με ετήσιο ρυθμό 1%, ποιοι είναι οι απαιτούμενοι ρυθμοί αύξησης της απασχόλησης και του ΑΕΠ, ούτως ώστε να συμπιεστεί η ανεργία στο π.χ. 10%, μέσα σε π.χ. 5 έτη; Η απάντηση είναι ότι απαιτείται αύξηση της απασχόλησης με μέσο ετήσιο ρυθμό 4.4%, ο οποίος «μεταφράζεται» σε 181 χιλιάδες (!) θέσεις εργασίας ανά έτος (στην περίοδο 2001-2006 είχαμε 70 χιλιάδες θέσεις εργασίας ανά έτος) και αύξηση του ΑΕΠ με μέσο ετήσιο ρυθμό 5.4% (!).
Η παραμονή στη ΖΕ, αν και συνεπάγεται τη μετανάστευση του εργατικού δυναμικού, προϋποθέτει την όχι ασήμαντη αύξηση της παραγωγικότητας και, ταυτοχρόνως, την εφαρμογή συσταλτικών οικονομικών πολιτικών, οι οποίες οδηγούν, όμως, σε παρατεταμένη ύφεση. Επομένως, είναι εξαιρετικά δύσκολο να δει κανείς πώς θα επιτευχθούν εκείνοι οι ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ, οι οποίοι θα αποσυμπιέσουν την ανεργία.
Από εκείνους τους ακαδημαϊκούς που επιμένουν στην οικονομική ανάλυση, δεν είναι λίγοι όσοι υποστηρίζουν ότι το – εντός της ΖΕ – θεμελιώδες πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι αυτό της διεθνούς ανταγωνιστικότητας και όχι του δημοσίου χρέους ή της αναδιανομής του εισοδήματος, τα οποία συνιστούν επιφαινόμενα. Υπαγόμενος σε αυτήν τη γραμμή έρευνας, εκπόνησα δύο εμπειρικές μελέτες για ορισμένες από τις επιπτώσεις της επιστροφής σε εθνικό νόμισμα (Katsinos, A. and Mariolis, T., 2012, Switch to devalued drachma and cost-push inflation: a simple input-output approach to the Greek case, Modern Economy, 3 (2), pp. 164-170, και Mariolis, T., 2013, Currency devaluation, external finance and economic growth: a note on the Greek case, Social Cohesion and Development, υπό δημοσίευση). Τα κεντρικά πορίσματα έχουν ως εξής:
(α). Η βραχυχρόνια ελαστικότητα του ελληνικού επιπέδου τιμών ως προς την υποτίμηση του νομίσματος δεν βρέθηκε υψηλότερη του 0.186. Αυτό δηλώνει ότι μία ονομαστική υποτίμηση κατά π.χ. 50% θα οδηγήσει σε πληθωρισμό της τάξης του 9% και σε βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας (μετρούμενη σε όρους πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας) κατά 37%.
(β). Υπό τη μάλλον ρεαλιστική υπόθεση ότι η αποχώρηση της Ελλάδας από τη ΖΕ θα συνεπαγόταν μείωση της εξωτερικής χρηματοδότησής της κατά περίπου 85% (λόγω ταυτόχρονου μηδενισμού των τόκων επί του εξωτερικού χρέους και των καθαρών εισροών χρηματικών, δανειακών, κεφαλαίων), απαιτείται (ως αναγκαία συνθήκη) μία υποτίμηση κατά 57%-60%, προκειμένου να μην υπάρξει ύφεση. Εάν η εν λόγω αποχώρηση δεν συνοδευτεί (θεωρητικά μιλώντας) από υποτίμηση, τότε η ύφεση θα είναι τουλάχιστον της τάξης του 8.9%, πράγμα που υποδηλώνει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο εξωτερικός τομέας της ελληνικής οικονομίας. Τέλος, μία υποτίμηση της τάξης του 73%-103% δύναται να οδηγήσει σε αύξηση του ΑΕΠ κατά 5% (ο πληθωρισμός θα είναι της τάξης του 14%-19%, και η διεθνής ανταγωνιστικότητα θα αυξηθεί κατά 52%-70%, αντιστοίχως).
Συμπεραίνεται, λοιπόν, ότι, σε περίπτωση «εξόδου από το ευρώ»-μονομερούς χρεοκοπίας, το ΑΕΠ δεν θα μειωθεί αναγκαστικά λόγω του περιορισμού της εξωτερικής χρηματοδότησης. Μπορεί, βέβαια, το «κατώφλι» υποτίμησης της τάξης του 57%-60%, το οποίο είναι αναγκαίο για την ανάκαμψη, να φαντάζει υψηλό. Ωστόσο, δεν είναι πρωτόγνωρο, ούτε για τα εθνικά ούτε για τα διεθνή ιστορικά δεδομένα. Πρωτόγνωρες είναι τόσο η σημερινή κατάσταση όσο και οι ορατές προοπτικές της.
Το ότι αποσιωπάται (από «τα Δεξιά») ή παραγνωρίζεται (από «τα Αριστερά») δεν συνεπάγεται ότι δεν είναι γεγονός: Η ελληνική οικονομία είναι η μοναδική στη ΖΕ, η οποία εμφανίζει αρνητική συνολική (ιδιωτική και δημόσια) καθαρή αποταμίευση κατά μήκος όλης της δεκαετίας του 2000, με εξαίρεση το έτος 2001 (όπου ήταν «ελάχιστα» θετική, δηλαδή, ίση με 293 εκατ. ευρώ). Αυτό σημαίνει ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της υπερβαίνει τις συνολικές εγχώριες καθαρές επενδύσεις και, τελικά, ότι εάν η οικονομία ήταν κλειστή, τότε θα βρισκόταν μονίμως σε ύφεση.
Οι αρχές οικονομικής πολιτικής επιχειρούν να αντιμετωπίσουν το ζήτημα με τη λήψη μακροοικονομικών μέτρων, τα οποία αποσκοπούν στην αύξηση των ιδιωτικών αποταμιεύσεων, στη μείωση ελλείμματος του δημοσίου και, έτσι, στη μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Το δεδομένο είναι, όμως, ότι η οικονομία συμμετέχει στη ΖΕ, και αυτό συνεπάγεται: (α) ότι δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί το μέτρο της εξωτερικής υποτίμησης, το οποίο οδηγεί στην αύξηση των αποταμιεύσεων και στη μείωση του εξωτερικού ελλείμματος, και (β) τη βαθμιαία αποσάθρωση της παραγωγικής βάσης της, η οποία οδηγεί, με τη σειρά της, στην όλο και μεγαλύτερη εξάρτηση της οικονομίας από εισαγόμενα εμπορεύματα και, άρα, στη μείωση των αποταμιεύσεων και, παράλληλα, στην αύξηση του δημοσίου ελλείμματος.
Η οικονομική επιστήμη υποστηρίζει, όμως, ότι όποια μακροοικονομικά μέτρα και να εφαρμοσθούν, είναι αδύνατες η σημαντική αύξηση των αποταμιεύσεων και η επιτάχυνση της μεγέθυνσης, χωρίς την ανάπτυξη του εγχώριου τομέα παραγωγής μέσων παραγωγής. Και σε αυτήν τη συνάφεια θα άξιζε να ανιχνεύσει κανείς την αμηχανία που εκδηλώνεται, τελικά, στο κείμενο «Το Λογικόν και το Δίκαιον του Ελληνικού Προγράμματος», το οποίο συνέταξε (Μάρτιος 2012) ο – γνωστός, πλέον, και στο ευρύτερο κοινό – Καθηγητής Olivier Blanchard.
Έπεται, λοιπόν, ότι για την αντιμετώπιση του κύριου παθολογικού συμπτώματος της ελληνικής οικονομίας, όπως αναγνωρίζεται ως τέτοιο και από τις αρχές οικονομικές πολιτικής, και, κατ’ επέκταση, για τη μείωση της ανεργίας, προαπαιτείται παραγωγική αναδιάρθρωση. Κάθε άλλο παρά φαίνεται, όμως, ότι αυτή είναι εφικτή εντός της ΖΕ, δηλαδή υπό συνθήκες εντεινόμενου διεθνούς ανταγωνισμού με εξαιρετικά προηγμένες εθνικές οικονομίες.
Πριν από επτά δεκαετίες, ο Δημήτρης Μπάτσης, στο μνημειώδες έργο του «Η Βαρειά Βιομηχανία στην Ελλάδα», τόνιζε: «Πού οδηγούν λοιπόν, τα σχέδια αυτά; Καταλήγουν άλλο λιγότερο, άλλο περισσότερο στη διαπίστωση της ανάγκης να εξευρεθούν τα κεφάλαια που λείπουν, από τον εξωτερικό δανεισμό. […] Οι όροι της παροχής, η μορφή της παροχής και ο έλεγχος για τη διαχείριση των κεφαλαίων αυτών συνομολογούνται με προνομιακά δικαιώματα επέμβασης, κηδεμονίας και ελέγχου σ’ ολόκληρη την ελληνική οικονομία και στην κρατική διοίκηση, ή με προνόμια, μονοπωλιακά προκειμένου για τοποθετήσεις ξένων ιδιωτικών κεφαλαίων. Δε γίνεται, δηλαδή, διαπραγμάτευση για το δανεισμό των κεφαλαίων με όρους που να περιορίζονται στην οικονομική εξυπηρέτηση των κεφαλαίων, αλλά γίνεται αποδεκτή μία μονόπλευρη υπαγόρευση όρων όχι μόνο για ό,τι αφορά τα κεφάλαια που ζητούνται, αλλά για ολόκληρο το σχέδιο ανασυγκρότησης και αξιοποίησης. […] Η όλη υπόθεση της ανασυγκρότησης από ζήτημα ανάπτυξης οργανικής της οικονομίας, από ζήτημα του ελληνικού λαού, γίνεται μία δανειακή επιχείρηση που τα πολιτικά και οικονομικά της αποτελέσματα οδηγούν στην εθνική και οικονομική υποτέλεια.».
Δεν θα ήταν, επομένως, και τόσο αβάσιμο να ειπωθεί ότι, από τη «Μεγάλη Ιδέα του Ευρώ», ο δείκτης της ελληνικής οικονομικής ιστορίας παλινδρόμησε στο: 1947.
*Αν. Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας, Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης, Πάντειο Πανεπιστήμιο
Ανάρτηση από: http://www.epikaira.gr