Του Κυριάκου Μελέτη
Αντί προλόγου
«Σύντομα, θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις
Γόρδιος, το βιβλίο του Κυριάκου Μελέτη, «Κεφαλαιοκρατών μέτρον καταστροφή. Πρακτικές
και επιστημονικές αναπαραστάσεις». Στην εργασία αυτή, ο Μελέτη προσπαθώντας να οικοδομήσει
μια θεωρία της ολότητας του ανθρωπο-κοινωνικού σχηματισμού, δείχνει ότι η τελευταία
δεν συντίθεται από τρεις λειτουργίες, την οικονομική, την πολιτική και την ιδεολογική,
αλλά από επτά, προσθέτοντας την τεχνική, τη βία ή το στρατό, τη βιολογική (τη γνωστή
ως αναπαραγωγική) και την αναδημιουργική ή του ελεύθερου χρόνου. Ως ολότητα, δεν
ορίζεται ο εθνικός, όπως επικράτησε να πιστεύεται, αλλά ο παγκόσμιος κοινωνικός
σχηματισμός. Αυτό οφείλεται στο ότι η στρατιωτική λειτουργία, χωρίς την οποία δεν
μπορεί να υπάρξει κοινωνία, δεν είναι δημιούργημα των εσωτερικών ανθρωπο-κοινωνικών
σχέσεων, αλλά των εξωτερικών διακοινωνικών.
Η πρωτοτυπία της μελέτης, συνίσταται
στο ότι, για πρώτη φορά, αντιμετωπίζεται ο ανθρωπο-κοινωνικός σχηματισμός ως ολότητα,
που συντίθεται από φύλα, γενεές και τάξεις, οι οποίες συγκροτούνται, κατά τους μοντέρνους
καιρούς σε κράτος έθνος. Η αντιμετώπιση αυτή, οδήγησε το συγγραφέα στην ανασκευή
όλων των τοπικών θεωριών και στην προσπάθεια οικοδόμησης μιας ολιστικής θεωρίας.
Αναφέρουμε ένα απόσπασμα, από το δεύτερο κεφάλαιο, στο οποίο υποβάλλεται σε έλεγχο
ο παραπλανητικός μύθος της ανάπτυξης».
Η «ανάπτυξη» είναι
μια πρακτική αναπαράσταση της αστικής τάξης και όχι μια έννοια επιστημονική. Μια
έννοια για να είναι επιστημονική, θα πρέπει να συγκροτείται σε θεωρία ή, πιο σωστά,
να συναρθρώνεται με ένα σύστημα εννοιών, το οποίο να αναπαριστά πιστά την πραγματικότητα.
Η ανάπτυξη δεν συγκροτήθηκε ως μια επιστημονική αναπαράσταση. Η μελέτη της ιστορίας
της κεφαλαιοκρατικής «ανάπτυξης», μας δείχνει ότι αυτή ταυτίζεται με τη συσσώρευση
του κεφαλαίου και την προλεταριοποίηση ή τη μισθοτοποίηση των αγροτών και των βιοτεχνών.
Αυτού του είδους η «ανάπτυξη», είχε ως αποτέλεσμα τη συγκέντρωση των μισθοτοποιημένων
ανθρώπων σε γιγαντιαίες πόλεις. Οι πόλεις αυτές, μπορεί να θεωρηθούν ως μια μορφή
στρατοπέδων συγκέντρωσης, όπου κρατούνται ως όμηροι οι μη κατέχοντες τους όρους
ύπαρξής τους και όχι ως τρόποι ανεπτυγμένης ζωής.
Βέβαια, οι συσσωρευτές
πλούτου μιλούν για «ανάπτυξη», επιμένοντας για καλυτέρευση του βιοτικού επιπέδου,
του εκπαιδευτικού επιπέδου και της υγείας του συνόλου σχεδόν του πληθυσμού, του
δυτικού κόσμου, σε σχέση με αυτό του Τρίτου Κόσμου και της προκεφαλαιοκρατικής Δύσης.
Η αναπαράσταση αυτή, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, διότι δεν αντιμετωπίζει
τους ανθρώπους ως τέτοιους, ως πολίτες, ως ελεύθερους, αλλά ως εργατική δύναμη,
η οποία, ακόμη και όταν δεν απασχολείται, θα πρέπει να αναπαράγεται με το σκοπό
να χρησιμοποιείται κατά την ανοδική φάση του κύκλου, δηλαδή για λόγους ασφάλειας
του κεφαλαίου. Θα πρέπει, επίσης, να αναπαράγεται ως πλεονάζον εργατικό δυναμικό,
με το σκοπό να διατηρεί το εργατικό κόστος παραγωγής σε χαμηλά επίπεδα. Εδώ και
μισό αιώνα, περίπου, οι φορείς των πολυεθνικών επιχειρήσεων και οι πολιτικοί τους
εκπρόσωποι, αντιμέτωποι με το παγκόσμιο σύστημα, που στις μέρες μας αναδομούν, αρνούνται
να χρησιμοποιήσουν την έννοια της απόλυτης εξαθλίωσης. Θα αποτελούσε υποχώρηση στη
θέση του Μαρξ, και μιλούν για υπερπληθυσμό, για φτώχεια και υποσιτισμό, μη συσχετίζοντάς
τους με τη δράση του κεφαλαίου.
Αυτή η αναπαράσταση,
δεν ανταποκρίνεται, στην πραγματικότητα, διότι, πρώτον, η άνοδος του βιοτικού επιπέδου,
δεν υπήρξε το αποτέλεσμα της λογικής των κεφαλαιοκρατών, αλλά τόσο του ανταγωνισμού
τους για την ιδιοποίηση της εργατικής δύναμης και της καταλήστευσης του Τρίτου Κόσμου,
όσο και της ισχυροποίησης των εργατικών συνδικάτων, δηλαδή του ευνοϊκού για τους
εργάτες συσχετισμού δυνάμεων, πράγμα που σημαίνει ότι δεν ήταν ηθελημένη, αλλά ούτε
και στάση ανθρωπιστική. Εξάλλου, πώς θα μπορούσε να ήταν στάση ανθρωπιστική, αφού
οι άνθρωποι δεν αναγνωρίζονται ως τέτοιοι, αλλά ως εργατική δύναμη και εργατικό
κόστος. Δεύτερον, πράγματι, κατά τον 20ο αιώνα, η
σωματική υγεία των πληθυσμών των χωρών του Κέντρου, αλλά και της περιφέρειας, καλυτέρευσε,
επιδεινώθηκε όμως η ψυχική τους υγεία. Οι συνθήκες εργασίας, ανεργίας και οικονομικής
κρίσης, η διάλυση των αλληλέγγυων σχέσεων των ανθρώπων, παραδοσιακών και υποχρεωτικών,
αυτών του κοινωνικού κράτους, που προκαλεί η λογική της συσσώρευσης του κεφαλαίου,
παράγουν την ασθένεια του stress. Στο εξής, οι άνθρωποι, θα πρέπει να αποκαθιστούν
τη ψυχική τους ισορροπία με ψυχοφάρμακα. Ακόμη και ένας θιασώτης του καπιταλισμού,
ο Fourastié (1979), θα γράψει, στο βιβλίο του «Τα τριάντα ένδοξα χρόνια» της μεταπολεμικής
περιόδου, ότι τότε, στο παρελθόν, είχαμε χειρότερο βιοτικό επίπεδο, αλλά γελούσαμε
ή, για να το αποδώσουμε καλύτερα, τότε γελούσαμε, τώρα όμως ζούμε με αντικαταθλιπτικά
φάρμακα.
Τρίτον, όσον
αφορά την καλυτέρευση του εκπαιδευτικού επιπέδου, να υποστηρίξουμε ότι είναι πιο
σωστό να γράφουμε για μετάβαση από την προφορική στη γραπτή εκπαίδευση, αυτήν του
βιβλίου, παρά για καλυτέρευση. Θα μπορούσαμε, να γράψουμε για καλυτέρευση, στην
περίπτωση που η θεσμοθετημένη σχολική και ακαδημαϊκή παιδεία, έθεταν ως σκοπό τη
δημιουργία ενάρετων και αυτόνομων ανθρώπων, ανθρώπων ικανών να αυτοθεσμίζονται
(Jaeger, 1968, Καστοριάδης, 2007, 2008, 2011), δηλαδή που έμπαινε στην προοπτική
του κοινού καλού. Όμως, αυτή έχει έναν αντίθετο σκοπό: να παράξει ανθρώπους, τόσο
εργάτες, όσο και υπαλλήλους και στελέχη, οι οποίοι να υιοθετούν τους ιδιοτελείς
προσανατολισμούς των κεφαλαιοκρατών και των κερδοσκόπων, αυτούς της συσσώρευσης
του κεφαλαίου και της φτωχοποίησης των πληθυσμών.
Βέβαια, η μετάβαση
από την προφορική στη γραπτή εκπαίδευση αποτελεί μια αλλαγή, αυτή όμως δεν είναι
ποιοτική. Η τελευταία, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως μια δυνατότητα και μια ελπίδα
απελευθέρωσης, παρά ως πραγματικότητα. Η γραπτή εκπαίδευση, θ’ αποτελούσε ελπίδα,
στην περίπτωση που οι κυριαρχούμενοι πληθυσμοί δήλωναν ανυπακοή στις κυρίαρχες τάξεις
και προσπαθούσαν να επιβάλουν μια αντισυστημική, απελευθερωτική εκπαίδευση, πράγμα
που σημαίνει ότι θα προσανατόλιζαν τις αναγνώσεις τους σε βιβλία απελευθερωτικά
και όχι σε βιβλία που γράφτηκαν με το σκοπό να δημιουργούν ανδράποδα. Η σύγχρονη
ιστορία έχει να μας δείξει τέτοιες τάσεις ανυπακοής. Αναφέρουμε, ως παράδειγμα,
τη φοιτητική αμφισβήτηση των δεκαετιών του 1960 και 1970. Προς το παρόν, ιδιαίτερα
κατά την εποχή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, η κυρίαρχη τάξη καταφέρνει
να ξεπερνάει την ανυπακοή, πείθοντας τους κυριαρχούμενους να στέλνουν τα παιδιά
τους σε εκπαιδευτικά ιδρύματα, που δημιουργούν τεχνικούς του συστήματος, ανθρώπους
με ικανότητες επιδιόρθωσης και ανάπτυξης των μηχανών και των οργανωτικών μορφών
συσσώρευσης του κεφαλαίου.
Ο αναλφαβητισμός,
σε παγκόσμιο επίπεδο, ο οποίος έχει περιοριστεί στα 780 εκατομμύρια ενηλίκων και
103 εκατομμύρια νέων ηλικίας 15 – 24 ετών και, σε μόνο στις χώρες του Κέντρου, στα
160 εκατομμύρια λειτουργικά αναλφάβητων (Human Developpement Reports, United
Nations, 14 Δεκεμβρίου 2015), δεν αποτελεί ανάπτυξη. Δεν θα αποτελούσε ανάπτυξη,
ούτε και η εξάλειψη των δύο αναλφαβητισμών. Προϋπόθεσή της είναι η δημιουργία ενός
εκπαιδευτικού συστήματος, το οποίο να παράγει ανθρώπους αναπτυγμένους (=des
hommes et des femmes épanouis), αυτόνομους και υπεύθυνους και όχι εθελόδουλους,
υπηρέτες των κεφαλαιοκρατών, γρανάζια των μηχανισμών συσσώρευσης του κεφαλαίου.
Συνοψίζοντας, θα
γράφαμε ότι δεν υπάρχει γενική ανάπτυξη. Αντίθετα, υπάρχει ιστορικο-κοινωνικά προσδιορισμένη
ανάπτυξη και ως εκ τούτου η «ανάπτυξη», την οποία προβάλλει ως θρησκεία της, ως
άρθρο πίστης, η άρχουσα τάξη, δεν είναι παρά μια κεφαλαιοκρατική, η οποία έχει ως
αποκλειστικό της περιεχόμενο την ανάπτυξη των μηχανών και μηχανισμών συσσώρευσης
του κεφαλαίου. Όμως, ένα τέτοιο περιεχόμενο οικοδομεί μια αρνητική αναπαράσταση
για την έννοια, διότι λειτουργεί εις βάρος των ανθρώπων και της φύσης. Κατά ένα
γενικό τρόπο, η λογική του κεφαλαίου είναι καταστροφική και όχι δημιουργική καταστροφή,
όπως νόμιζε ο Σουμπέντερ. Η καταστροφική του λειτουργία, εντοπίζεται μέσα από τη
λογική του, η οποία είναι η εμπορευματοποίηση των πάντων, ακόμα και αυτών των οικογενειακών
σχέσεων, και η διάλυση κάθε μορφής κοινωνικής ύπαρξης (καταστροφή των προκεφαλαιοκρατικών
αλληλέγγυων μορφών παραγωγής και του κοινωνικού κράτους), χωρίς ταυτόχρονα να τις
αντικαθιστά με άλλες μορφές. Όσον αφορά τη δημιουργική καταστροφή του Σουμπέντερ,
να υποστηρίξουμε ότι αυτή συνίσταται στην καταστροφή των υφιστάμενων μέσων παραγωγής
και στην αντικατάστασή τους από άλλα «πιο καινοτομικά», που σημαίνει πιο καταστροφικά.
Η λεγόμενη «καινοτομία» του καπιταλισμού, είναι καινοτομική καταστροφή και ως εκ
τούτου η φράση της δημιουργικής καταστροφής θα πρέπει να αντικατασταθεί από αυτή
της καταστροφικής δημιουργίας.
Εάν, η λογική του
κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής είναι καταστροφική, τότε δημιουργείται ένα ερώτημα.
Γιατί οι δυόμισι αιώνες της διευρυμένης του αναπαραγωγής (από τη λεγόμενη βιομηχανική
επανάσταση μέχρι σήμερα) δεν κατέστρεψαν τις κοινωνίες; Η απάντησή μας θα είναι
συνοπτική: η αντίσταση των ανθρώπων. Η θέληση των ανθρώπων να ζήσουν, θα γράφαμε
η αγάπη τους για τη ζωή, όσο μίζερη και να ήταν, τους έκανε να δημιουργούν οικογένειες.
Όμως, αυτή η θέληση και η αγάπη, φαίνεται να έφτασε στο τέλος της και οι άνθρωποι,
άνδρες και γυναίκες, με σημείο εκκίνησης τις χώρες του Κέντρου και σε κάθε περίπτωση
όπου επιβάλλει την κυριαρχία του ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής, αρνούνται
να κάνουν παιδιά. Αυτή η άρνηση είναι ένα ιστορικο-κοινωνικό δημιούργημα του κεφαλαιοκρατικού
τρόπου παραγωγής, είναι το αποτέλεσμα της επιβολής της δικής του λογικής, αυτής
του κέρδους, του κόστους παραγωγής και της ανατροπής των αξιών για την οικογένεια
και τη ζωή. Σύμφωνα με την κεφαλαιοκρατική λογική, το παιδί δεν είναι ένα δώρο της
φύσης, ούτε του Θεού, ούτε θέληση συνέχειας, αναπαραγωγής, αλλά κόστος παραγωγής.
«Τόσα μου κόστισε η κόρη μου και άλλα τόσα ο γιος μου για να τους μεγαλώσω και να
τους σπουδάσω» ακούμε να λένε καθημερινά, παίρνοντας και ένα περισπούδαστο ύφος,
μητέρες και πατέρες, αφού είναι «μέσα στα πράγματα» και γνωρίζουν αυτή την «καινοτομική»
ορολογία. «Δεν με συμφέρει να κάνω άλλο παιδί, είναι μεγάλο το κόστος, αρκετά τράβηξα
με το ένα», θα πουν οι μητέρες. «Εξάλλου, θέλουμε και εμείς να κάνουμε τη ζωή μας»,
θα επιμένουν. Το παιδί δεν είναι αγάπη για τη ζωή και θυσία και η τελευταία, δεν
είναι ένα δώρο, που πήραμε από τους γονείς μας και το οποίο θα πρέπει να ανταποδώσουμε,
αναπαράγοντάς μας. Είναι ένα κόστος παραγωγής και συμφέρον. Επιπλέον, οι πολλές
τεκνοποιήσεις «καταστρέφουν το σώμα της γυναίκας», μπαίνοντας έτσι εμπόδιο στο κυνήγι
της σεξουαλική απόλαυσης.
Η κυρίαρχη αναπαράσταση,
κατά τα τελευταία πενήντα χρόνια, στις χώρες του Κέντρου, αν και άρρητη, συμπυκνώνεται
ως εξής: η τεκνοποίηση «μπαίνει εμπόδιο» στη ζωή των κεφαλαιοκρατών και των γυναικών.
Των κεφαλαιοκρατών, διότι τους υποχρεώνει να αυξήσουν τους μισθούς και τα οικογενειακά
επιδόματα, δηλαδή του εργατικού κόστους. Όσον αφορά των γυναικών, διότι τους ακυρώνει
τη δράση στο δημόσιο χώρο, την αυτονόμησή τους από «τα οικογενειακά δεσμά» και την
«ελεύθερη» διάθεση του σώματός τους, τη σεξουαλική απόλαυση. Όμως, η μη τεκνοποίηση
οδηγεί στο θάνατο των ανθρώπινων κοινωνιών και άρα και τους ίδιους του κεφαλαιοκράτες
και τις ίδιες τις γυναίκες, κάτι το οποίο δεν φαίνεται να συνειδητοποιείται.
Από την κεφαλαιοκρατική
κοινωνία, φαίνεται να αναδύουν δύο απαντήσεις από αυτό τον κίνδυνο. Η μία, είναι
η τεχνική κεφαλαιοκρατική δημιουργία του ανθρώπου, η αγορά ωαρίων και σπερματοζωαρίων
και η συνένωση και ανάπτυξή τους έξω από το σώμα της γυναίκας, και η άλλη, η εμπορευματοποίηση
της τεκνοποίησης, μέσω της ενοικίασης της γυναικείας κοιλιάς. Μπορούμε να φανταστούμε,
ότι οι δύο αυτές απαντήσεις οδηγούν προς τη δημιουργία δύο συγγενικών τρόπων παραγωγής.
Σύμφωνα με τον ένα, ένας κεφαλαιοκράτης ή μια βιοτεχνολογική εταιρεία θα αγοράζουν
και θα καλλιεργούν σπερματοζωάρια και ωάρια και τα προϊόντα τους, τους ανθρώπους,
θα τα πωλούν ή θα τα ενοικιάζουν, για κάποιο χρονικό διάστημα, μετατρέποντας τους
έτσι σε δούλους. Τους μεν άνδρες θα τους πωλούν ή θα τους ενοικιάζουν ως εργατική
δύναμη και ως φαντάρους, τις δε γυναίκες ως τεκνοποιήτριες. Σύμφωνα με τον δεύτερο,
ένας κεφαλαιοκράτης ή μια βιοτεχνολογική εταιρεία, θα προσλαμβάνουν, αντί μισθού,
ένα μεγάλο αριθμό γυναικών, τις οποίες θα χρησιμοποιούν ως τεκνοποιητικές μηχανές.
Και σ’ αυτή την περίπτωση, τα προϊόντα τους θα πουλιούνται ή θα ενοικιάζονται, για
κάποιο χρονικό διάστημα, ως δούλοι.
Βέβαια, το πρόβλημα
που τίθεται πάντοτε, είναι εάν αυτοί οι τρόποι παραγωγής είναι εφικτοί. Περιοριζόμαστε
να γράψουμε ότι αν στηριχθούμε στην ιστορία της κεφαλαιοκρατίας, η οποία αρχίζει,
περίπου, το 1500 και φτάνει μέχρι τις μέρες μας, θα δούμε ότι δεν είναι έξω από
τη λογική της. Κατά τα άλλα, η υλοποίησή τους εξαρτάται και από τις στάσεις των
ανθρώπων, οι οποίες, δυστυχώς, φαίνεται να συγκροτούνται περισσότερο από θαυμασμό
παρά από ανησυχία.. Εμείς, θα επιλέγαμε τον αγώνα για την καταστροφή του κεφαλαιοκρατικού
τρόπου παραγωγής, που οικοδομεί αυτές τις τάσεις, και τη διαμόρφωση πρότασης κατασκευής
μιας κοινωνίας ελεύθερων ανθρώπων, που δημιουργούν ζωή, μέσα από τον έρωτα.
Στην οικοδόμηση
της πρακτικής αναπαράστασης της ανάπτυξης, λήφθηκε υπόψη η αύξηση του εθνικού εισοδήματος,
η αύξηση του εισοδήματος των πληθυσμών των χωρών του Κέντρου, η εξάλειψη του μεγαλύτερου
μέρους της απόλυτης εξαθλίωσης στις τελευταίες και η βελτίωση της σωματικής υγείας
ενός μεγάλου μέρους του παγκόσμιου πληθυσμού, και αγνοήθηκαν: η καταστροφή της ανεξαρτησίας
ή αυτονομίας των αγροτών, η διαμόρφωση της εξαρτημένης εργασίας των εργατών (η οποία
δεν είναι παρά μια μορφή δουλείας), η εκμετάλλευση της συντριπτικής πλειοψηφίας
των μισθωτών, η δημιουργία ψυχικών ασθενειών όχι μόνο στους χαμηλόμισθους, αλλά
ακόμη και σε αυτούς τους διευθυντές των επιχειρήσεων, από τις κεφαλαιοκρατικές
συνθήκες εργασίας, η αναπαραγωγή της απόλυτης εξαθλίωσης στις χώρες του περιφερειακού
καπιταλισμού (διάβαζε υποσιτισμός και φτώχεια ύψους, περίπου, ενός δισεκατομμυρίου),
η καταλήστευση του Τρίτου Κόσμου, η προσπάθεια επαναφοράς της απόλυτης εξαθλίωσης
στις χώρες του Κέντρου, με την επικράτηση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης
(πράγμα που σημαίνει ότι καπιταλισμός δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αυτήν, είναι δομικό
του στοιχείο), η καταστροφή της βιοποικιλότητας, η εξάντληση των φυσικών πόρων,
η δηλητηρίαση της ατμόσφαιρας… και ως εκ τούτου αυτή η πρακτική αναπαράσταση της
κεφαλαιοκρατική ανάπτυξη δεν είναι παρά ένας μύθος εξαπάτησης των λαϊκών τάξεων,
αλλά και αυταπάτης των ίδιων των δημιουργών του, τους κεφαλαιοκράτες.
Η ιστορία της κεφαλαιοκρατικής ανάπτυξης, δεν είναι παρά η ιστορία
της καταστροφής των αλληλέγγυων τρόπων παραγωγής, των οικογενειακών αγροτικών τρόπων
παραγωγής (της πυρηνικής και ευρείας οικογένειας) και της φύσης, και η μεταφορά
του παγκόσμιου πλούτου από τους λαούς, ιδιαίτερα, στις άρχουσες κεφαλαιοκρατικές
τάξεις των κεντρικών ανθρωπο-κοινωνικών σχηματισμών. Ωστόσο, τόσο οι λαοί, που στερούνται
ιστορικής μνήμης, όσο και η άρχουσα τάξη των Η. Π. Α., που είναι τυφλωμένη από τα
αμύθητα κέρδη, ζώντας στο επίκεντρο της εξάρθρωσης του κοινωνικού κράτους, της αύξησης
της ανεργίας και της οικονομικής πολιτικής της λιτότητας στη λεγόμενη Ευρωπαϊκή
Ένωση, διεκδικούν αναθέρμανση της κεφαλαιοκρατικής ανάπτυξης, δηλαδή της κεφαλαιοκρατικής
καταστροφής, για να «σωθούν». Κατά τον ίδιο τρόπο, οι ελληνικές Κυβερνήσεις των
Σημίτη, Παπανδρέου, Παπαδήμο, Σαμαρά - Βενιζέλου και Τσίπρα - Καμμένου, αφού εργάστηκαν
για να καταστρέψουν την ελληνική οικονομία και να μετατρέψουν την ελληνική κοινωνά
σε νεοαποικία της Γερμανίας, παρακαλούσαν, αλλά και παρακαλούν, τα ξένα πολυεθνικά
κεφάλαια, μεταξύ των οποίων και τα κοράκια των hedge funds (Ιγγλέσης, 24/12 –
30/12/2015, σ. 56 – 58), να επενδύσουν στην Ελλάδα, για να την «αναπτύξουν». Αλλοίμονό
μας, ζούμε εν μέσω ηλιθίων, οι οποίοι διαισθάνονται τον επερχόμενο θάνατο και λαμβάνουν
ένα σύνολο μέτρων για να τον επιταχύνουν. Από τις αναπαραστάσεις τους απουσιάζει
η ιδέα ότι η άρνηση των καταστροφικών επιλογών των Μέρκελ – Σόιμπλε, διανοίγει το
δρόμο σωτηρίας.
Ανάρτηση από: http://istrilatis.blogspot.gr