Του Λευτέρη Ριζά
Εδώ βρίσκεται και η απάντηση στο ερώτημα γιατί η «Αριστερά» μας αδυνατεί να προσεγγίσει αριστερά το μεγάλο πρόβλημα της μετανάστευσης, να βρει και να προτείνει λύσεις τέτοιες που να υπερασπίζονται τα δικαιώματα πρώτα απ’ όλα της ελληνικής εργατικής τάξης και λαού, να φράζουν έτσι το δρόμο στην εξάπλωση ρατσιστικών και φασιστικών ιδεών και πρακτικών και επίσης να συμβάλλουν στην άνοδο των αντι-ιμπεριαλιστικών αγώνων τόσο στις χώρες του «Κέντρου» όσο και της «Περιφέρειας», από όπου κυρίως προέρχονται τα μεγάλα μεταναστευτικά κύματα.
Η «Αριστερά» μας και το πολιτικό προσωπικό της – κοινοβουλευτικό και εξωκοινοβουλευτικό – βασικά μικρο- και μεσοαστικής προέλευσης όλα αυτά τα χρόνια, βεβαιωμένα πια, δεν κατόρθωσε να αποκτήσει βαθιές και σταθερές επαφές και ρίζες ούτε μέσα στην ελληνική εργατική τάξη, ούτε στη «φτωχομεσαία» αγροτιά [όπως λέει και το ΚΚΕ], ούτε γενικά στις πλατειές εργαζόμενες μάζες. Δεν ασχολήθηκε σοβαρά, με υπομονή κι επιμονή με τα προβλήματα τους. Ούτε με αυτά του ελληνικού έθνους – μια και κατά τη γνώμη τους το έθνος είναι δημιούργημα της αστικής τάξης και η επίκληση του και μόνο οδηγεί στην ταξική ειρήνη. Ασχολήθηκε και προσπάθησε να κατοχυρώσει την ταυτότητα της με τα προβλήματα και ενδιαφέροντα του κοινωνικού τους χώρου: αυτά των μεσαίων στρωμάτων που γράφει κι ο Αντώνης Λιάκος. Με τα «κινήματα»: φεμινιστικό, οικολογικό, κατά της θητείας, κλπ κλπ. Που όλα αυτά καλά και άγια, αλλά αποπροσανατολιστικά και διασπαστικά όταν δεν «χύνονται», δεν αφομοιώνονται και δεν εμπλουτίζουν το μεγάλο κίνημα-ποταμό: το εργατικό, το αντι-ιμπεριαλιστικό και αντικαπιταλιστικό.
Η επαφή με την ελληνική εργατική τάξη αποδείχτηκε γι αυτούς δύσκολη. Από πολλές απόψεις. Δεν αναγνωρίζει ως ηγέτες της τόσο εύκολα τον κάθε πρόθυμο να ηγεμονεύσει πάνω της. Με τους μετανάστες η υπόθεση είναι πιο εύκολη. Δεν ξέρουν τη γλώσσα, είναι μόνοι τους και αβοήθητοι, ψάχνουν για κάποιο αποκούμπι, κάποιον που θα τους βοηθήσει ακόμα και στα πιο απλά πράγματα. Εύκολα λοιπόν αυτό-αναγνωρίζεσαι και αυτο-χαρακτηρίζεσαι και επαναστάτης και διεθνιστής κι ότι άλλο τραβάει η ψυχή σου από αυτή τη σχέση και μεθυσμένος από αυτή την «επιτυχία» σου θυμάσαι ότι δεν έτυχες της ίδιας υποδοχής και επιτυχίας από τη «ξενοφοβική», αντιδραστική, ίσως και ηλίθια εργατική σου τάξη και τον επίσης κρυπτοφασίστα και εθνικιστή λαό σου. Ιδίως όταν θυμάσαι ότι ακριβώς με συνθήματα όπως «Η Ελλάδα στους έλληνες» κλπ ανέβηκε στην εξουσία το ΠΑΣΟΚ το 1981, με 48%. Δεν μπορείς αυτά να τα εξηγήσεις, σου φταίνε τα συνθήματα, σου φταίει η Ελλάδα, σου φταίει το έθνος και ο κόσμος που δεν κατάλαβε πώς διεξάγεται η ταξική πάλη της οποίας είσαι ο μοναδικός φορέας κι εγγυητής. Να οι πραγματικές ρίζες όλου αυτού του «αντι-εθνικιστικού», «αντι-ρατσιστικού» λόγου και κινήματος που στο κενό που άφησε τρύπωσε η Χρυσή Αυγή. Στη φύση και στην κοινωνία κενά δεν υπάρχουν. Όπου το αφήνει η αριστερά το καλύπτει η δεξιά και η άκρα δεξιά. Το 1940 τα κάλυψε η Αριστερά και η δεξιά είτε έκατσε στα αυγά της είτε συνεργάστηκε με τον Ξένο Εισβολέα και κατακτητή ενάντια στα εθνικά-λαϊκά και εργατικά συμφέροντα. Και για να επανέλθει χρειάστηκε τα τραγικά σφάλματα της ηγεσίας της Αριστεράς – του ΚΚΕ και την απλόχερη βοήθεια του ιμπεριαλισμού: αγγλικού και αμερικανικού.
Κι ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ – σωστότερα η θεωρητική-ιδεολογική-πολιτική κληρονομιά του ΣΥΝ – είναι όμηρος αυτών των λογικών κι εμπειριών. Ευρωκομμουνισμός – με ό,τι αυτό σήμαινε και κουβαλούσε – διεθνισμός αντι-εθνικός, κοσμοπολιτισμός και ουμανισμός στη θέση του πατριωτικού διεθνισμού, αποτελούν βαριά κληρονομιά και τροχοπέδη στο αναγκαίο ξεπέταγμα του. Συνηθισμένος να φυτοζωεί εκεί στο 3-4%, ασχολούμενος – ως μεγάλο γκρουπούσκουλο – με τα «κινήματα», μόλις ο λαός τον έσπρωξε και τον έφερε στο 27% , δεν φαίνεται ικανός να αλλάξει τις παλιές συνήθειες και το παλιό ρεπερτόριο του – βοηθούμενος από την παρουσία ακόμα πιο μικρών ομάδων του ιδίου μήκους και κύματος – και να ανοιχτεί στη μεγάλη λαϊκή θάλασσα, εμπνέοντας την, φρονηματίζοντας, οδηγώντας την σε άνοδο του αγώνα της. Δεν είναι λοιπόν ούτε περίεργο ούτε ανεξήγητο που κάθε τόσο εκπρόσωποι του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ ή συνιστωσών του μπερδεύονται και προβαίνουν σε δηλώσεις πότε για το Σκοπιανό, πότε για το μεταναστευτικό αγανακτώντας ακόμα και τον κόσμο τους – αυτούς που προσήλθαν πρόσφατα και τους ξεκόλλησαν από το 4,5%. Σε αυτά τα αδύνατα σημεία: τα εθνικά και το μεταναστευτικό, τους χτυπάει το σύστημα μέχρι τώρα [Χρυσή Αυγή] διεισδύοντας στις λαϊκές γειτονιές και θα εντείνει την επίθεση του με την πάροδο του χρόνου. Και πολύ φοβάμαι ότι σε αυτά τα μεγάλα ζητήματα θα ανυψώσει ένα αποτελεσματικό τείχος προστασίας του.
Για όλα αυτά τα θέματα και ιδίως το μεταναστευτικό – για το οποίο έχω γράψει πολλές φορές – θα επανέλθω όσο πιο σύντομα μπορέσω. .
Τα τελευταία χρόνια η συζήτηση περί ρατσισμού και αντιρατσισμού καλά κρατεί. Η αριστερά μας – ιδιαίτερα ορισμένοι κύκλοι της – έχουν σηκώσει ψηλά τη σημαία του αντιρατσισμού – πολύ πριν η Χρυσή Αυγή κάνει τόσο έντονα την παρουσία της. Θα έλεγα μάλιστα ότι αγωνίζεται με όλες της τις δυνάμεις να κατοχυρώσει τη «σύγχρονη» ταυτότητα της στο πεντάπτυχο «αντιρατσισμός, αντι-εθνικισμός, πολυπολιτισμικότητα, ανθρώπινα και μειονοτικά δικαιώματα, οικουμενισμός» . Μόνο που δεν είναι βέβαιο τι καταλαβαίνει ή τι εννοεί γύρω από όλα αυτά. Ούτε φυσικά αν έχει παρατηρήσει ότι η «καμπάνια» γύρω από αυτά τα ζητήματα έχει ενορχηστρωθεί με σειρά αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και ενισχυθεί οικονομικά-ιδεολογικά και πολιτικά από τα ίδια Ευρωπαϊκά κέντρα, που έχουν διαθέσει σημαντικά κονδύλια για τέτοια προγράμματα σε σχολεία, ΜΚΟ κλπ.
Μοιραία μπαίνει το ερώτημα πίσω από όλες αυτές τις αποφάσεις και προγράμματα οι ευρωπαϊκοί κύκλοι στην πραγματικότητα πού στοχεύουν και τι προσπαθούν να επιτύχουν. Το ότι η «αριστερά» δεν το πολυσκέφτηκε και ότι, αντίθετα, προσπάθησε να διαμορφώσει την ταυτότητα και τη δράση της γύρω από αυτά τα ζητήματα είναι μια πολύ πικρή διαπίστωση. Με αυτό καθόλου δεν εννοώ ότι η αριστερά πρέπει να καλλιεργεί τον ρατσισμό, τον εθνικισμό – τύπου ναζισμού και φασισμού – ή να υποτιμά και χλευάζει τους πολιτισμούς άλλων λαών και εθνών. Καθόλου. Αλλά πρέπει να είναι πάρα πολύ προσεκτική και πάντοτε να αναρωτιέται μήπως κάτω από την «αντιρατσιστική-αντιεθνικιστική» κλπ προβιά κρύβεται ο λύκος της ιμπεριαλιστικής ιδεολογίας και τα συμφέροντα του. Μήπως δηλαδή βέλη από την ιδεολογικο-πολιτική φαρέτρα της αριστεράς χρησιμοποιούνται ενάντια της.
Ο γνωστός γάλλος διανοούμενος Pierre Andre Taguieff μας έχει προσφέρει μια πολύ χρήσιμη «μπροσούρα» σχετικά με τον ρατσισμό: «Ο ρατσισμός» (εκδ. DOMINOS, εκδ οίκος Π. Τραυλός, ΑΘΗΝΑ 1998). Ο συγγραφέας ξεκινάει από το πρωταρχικό ερώτημα «πως έχει σήμερα το ζήτημα του ρατσισμού», τονίζοντας στη συνέχεια πως «Για να απαντήσει κάποιος στην ερώτηση αυτή, πρέπει να επανεξετάσει το ρατσισμό αλλά και τον αγώνα κατά του ρατσισμού». Μας υπενθυμίζει μάλιστα ότι όπως έλεγε κι ο Χέγκελ «Το οικείο εν γένει, επειδή ακριβώς είναι οικείο, δεν είναι εγνωσμένο. Ο πιο συνήθης τρόπος να καλλιεργούμε αυταπάτες και στους άλλους ψευδαισθήσεις έγκειται στο να προϋποθέτουμε κατά τη διαδικασία του γνωρίζειν κάτι ως οικείο και να το ανεχόμαστε ως τέτοιο…». (1) Για να συμπληρώσει στη συνέχεια «Το γεγονός ότι ο «ρατσισμός» είναι γνωστός δε σημαίνει κιόλας ότι τον γνωρίζουμε καλά. Ούτε η μελέτη του φαινομένου του ρατσισμού, ούτε ο αγώνας κατά των σύγχρονων μορφών του θα μπορούσαν να βασιστούν σ έναν απλό ορισμό του τύπου: «ρατσισμός είναι το δόγμα που στηρίζεται στην επιβεβαίωση της ύπαρξης ιεραρχίας ανάμεσα στις ανθρώπινες φυλές».
Δεν πρόκειται να δώσω ούτε περίληψη των όσων αναπτύσσει και υποστηρίζει ο Ταγκύεφ. Θέλω μόνο να επισημάνω πώς, όπως ο ίδιος τονίζει, συνδέουν το ρατσισμό και την ξενοφοβία με τον εθνοκεντρισμό. Αυτό το σημείο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Γιατί μπορεί να συνδέεται – και το συνδέουν ανέκαθεν πρώτα απ ‘ όλους οι ιδεολόγοι των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων – ο εθνοκεντρισμός με το ρατσισμό, καλυμμένο και ραφιναρισμένο, αλλά υπάρχουν πια λογιών – λογιών εθνοκεντρισμοί: των εθνών που καταπιέζουν και εκμεταλλεύονται άλλα έθνη και λαούς και των υποτελών εθνών, αυτών που αγωνίζονται για την εθνική τους απελευθέρωση. Τα πρώτα αναπτύσσουν ιδιαίτερα μια σειρά ρατσισμών [ανωτερότητα φυλής , πολιτισμού, θρησκείας, κλπ] που τους επιτρέπουν να κυριαρχήσουν πάνω στα άλλα έθνη και λαούς. Τα δεύτερα πρέπει να τονώσουν το εθνικό αίσθημα, την υπερηφάνεια του λαού τους προκειμένου να αγωνιστεί για την απελευθέρωση του. Ο γερμανικός ναζισμός – όπως και ο ιταλικός φασισμός – επικαλέστηκαν στο έπακρο την ανωτερότητα της φυλής για να δικαιολογήσουν την επιθετικότητα τους, τα όργια που έκαναν σε βάρος των λαών που υπέταξαν. Ο γερμανικός ναζιστικός ρατσισμός ήρθε σαν απάντηση στην ήττα της Γερμανίας στον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και τους ταπεινωτικούς όρους που της επέβαλαν οι νικητές και την άθλια κατάσταση στην οποία αναγκάστηκε να ζήσει ο γερμανικός λαός προκειμένου να πληρώσει τις δυσβάστακτες πολεμικές αποζημιώσεις, που έγινε αφόρητη με την κρίση του 1929. Παρόμοιες συνθήκες βρίσκουμε στην Ιταλία. Αλλά και σε άλλες χώρες.
Ο ρατσισμός όπως τον γνωρίζουμε ή μας τον «γνωρίζουν» τα τελευταία χρόνια βρίσκεται στα θεμέλια της εμφάνισης και ανάπτυξης του καπιταλισμού. Η αποικιοκρατία υπήρξε βασικό στήριγμα της ανάπτυξης του και πάντοτε συνοδεύτηκε με ρατσιστικές ιδέες. (2). Αυτό συστηματικά αποκρύπτεται. Αλλά η χαρά δεν τους αφήνει να κρυφτούνε. Έτσι π.χ. προκειμένου να επιβάλλουν τα σχέδια τους πάνω στον ελληνικό λαό – ΜΝΗΜΟΝΙΑ κλπ – δεν έπαψαν ούτε στιγμή να τον παρουσιάζουν με τους χειρότερους χαρακτηρισμούς: τεμπέλης, πονηρός, κλέφτης κ.α. Αν αυτό δεν είναι νέο-ρατσισμός τότε τι είναι; Και μάλιστα ευρύτατης χρήσης και παρόλο ότι έχουν ψηφιστεί τόσοι κανονισμοί από την ΕΕ ενάντια του και τόσες καμπάνιες έχουν χρηματοδοτηθεί από τα ταμεία της.
Παρ’ όλα αυτά η «αντιρατσιστική» και «αντι-εθνικιστική» ρητορεία τους δεν εγκαταλείπεται στο βαθμό που εξυπηρετεί τα σχέδια τους. Ποια είναι αυτά; Η καθυπόταξη των μικρών, κυρίως, εθνών στα συμφέροντα του γερμανικού ιμπεριαλισμού – που βέβαια δεν χαρίζεται, έστω πιο συγκρατημένα, απέναντι στους άλλους ανταγωνιστές του σε «κοσμητικά» επίθετα (3) – και επιπλέον η εξασφάλιση της χωρίς όρια μετανάστευσης φτηνής εργατικής δύναμης προς το «Κέντρο».
Όποιος τολμήσει να σκεφτεί ή να μιλήσει ανοιχτά για την κατάσταση, τα προβλήματα που δημιουργούνται – και μάλιστα σε περίοδο οικονομικής κρίσης – από τη μαζική, ανεξέλεγκτη, παρουσία μεταναστών στις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, αμέσως χαρακτηρίζεται «ρατσιστής», ξενοφοβικός κλπ κλπ. Έτσι καλύπτεται αν δεν αποσιωπάται, η αιτία αυτού του κύματος της μετανάστευσης – του βίαιου εκπατρισμού – χιλιάδων και χιλιάδων ανθρώπων από τις χώρες της Αφρικής και της Ασίας. Ακόμα κι όταν αναφέρονται οι αιτίες – πόλεμοι, οικονομική εκμετάλλευση κλπ- ποτέ δεν αναφέρεται ως λύση ο αντι-ιμπεριαλιστικός αγώνας που πρέπει να διεξάγουν οι λαοί αυτοί και οι ευρωπαϊκοί, από κοινού. Αλλά τον αγώνα κατά της ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης και επιδρομής οι μετανάστες πρέπει πρώτα απ’ όλα να τον διεξάγουν στις πατρίδες τους, ανατρέποντας τις διεφθαρμένες κοινωνικές-πολιτικές ελίτ τους και αποτινάσσοντας την κυριαρχία των ιμπεριαλιστικών μονοπωλίων. Με το να εγκαταλείπουν μαζικά τις χώρες τους δεν κάνουν τίποτα. Ίσα-ίσα αδυνατίζουν τον αγώνα τους σε αυτές και υποσκάπτουν και το εργατικό κίνημα στις χώρες υποδοχής πολλαπλά: οικονομικά, ιδεολογικά και πολιτικο-συνδικαλιστικά.
Στην χώρα μας εκτός από την ανοικτά ρατσιστική Χρυσή Αυγή – που στρέφεται κατά των μεταναστών / λαθρομεταναστών, επικαλούμενη εθνικές και αιματολογικές καθαρότητες για να λύσει τα πραγματικά, υπαρκτά, προβλήματα που δημιουργεί η μαζική παρουσία τους, η αριστερά μας δεν πάει πίσω, αν και με την ανάποδη. Δηλαδή ενώ η Χρυσή Αυγή παριστάνει ότι υπερασπίζεται τους έλληνες εργαζόμενους από το μισθολογικό / κοινωνικό ντάμπιγκ που υφίσταται από τους μετανάστες η «αριστερά» μας κάνει το εντελώς αντίθετο. Δεν αναγνωρίζει τα προβλήματα που δημιουργούνται από τη μαζική παρουσία των μεταναστών στη χώρα και τη ζωή των κατοίκων της – ιδίως στις φτωχές γειτονιές – καταγγέλλει και χαρακτηρίζει ως ρατσιστή, ξενοφοβικό ή και φασίστα όποιον μιλήσει γι αυτά, χωρίς η ίδια να προτείνει κάτι δικός της. Οι λύσεις της εξυπηρετούν τα μακροχρόνια σχέδια του ιμπεριαλισμού.
Ο ρατσιστικός / αντιρατσιστικός λόγος περιστρέφεται ακριβώς γύρω από το πρόβλημα της μετανάστευσης και των μεταναστών. Οι ρατσιστές, παρουσιάζονται φανατικοί υπερασπιστές των ελλήνων εργαζομένων που πλήττονται από το μνημόνιο και την κρίση και αντιμετωπίζουν τον ανταγωνισμό των πιο φτηνών εργατικών χεριών των μεταναστών. Οι αντιρατσιστές παρουσιάζονται υπέρμαχοι των μεταναστών και των δικαιωμάτων τους – θεωρούν τη μετανάστευση ως φυσικό δικαίωμα των ανθρώπων – ανάμεσα στα οποία βέβαια είναι κι αυτό της απόκτησης δικαιώματος ψήφου, ελληνικής υπηκοότητας κλπ. Το σύνθημα «κάτω τα σύνορα» ή το «ανοικτά σύνορα», «όλοι οι μετανάστες [«λαθρομετανάστες» δεν υπάρχουν] να πάρουν άδεια παραμονής», «οι μετανάστες δεν είναι το πρόβλημα, αλλά έχουν προβλήματα», κλπ κλπ ανήκουν στο κεντρικό ιδεολογικο-πολιτικό ρεπερτόριο τους. Όσοι εκφράζουν αμφιβολίες, αντιρρήσεις σε σχέση με όλα αυτά – άσχετα από το πως τα υποστηρίζουν – είναι, κατ΄ αυτούς, ρατσιστές και φασίστες.
Η «μεταναστευτική ή φιλομεταναστευτική βουλγκάτα…συνιστά σήμερα την πολιτικά ορθή σκέψη επί του ζητήματος των μεταναστευτικών ροών» (4). Ο «ευρωπαϊστής» Juergen Habermas είναι πολύ πιο προσεκτικός και συγκρατημένος από τους εγχώριους ευρωπαϊστές, φιλομεταναστευτικούς, αντι-εθνικιστές. Τον απασχολεί σοβαρά η σχέση μεταξύ «Μετανάστευσης, ιθαγένειας και εθνικής ταυτότητας» (5). Εδώ, λοιπόν, ο υπεράνω πάσης υποψίας για ρατσισμό και «εθνικισμό» - πέραν βεβαίως του γερμανικού – ευρωπαϊστής Γιούρκεν Χάμπερμας γράφει το εξής εκκωφαντικό για τους δικούς μας «αντι-εθνικιστές-ρατσιστές» :
«Είναι η ηθικο-πολιτική αυτοσυνείδηση του έθνους εκείνη η οποία προσβάλλεται από τη μετανάστευση ∙ το κύμα των μεταναστών επηρεάζει τη συγκρότηση του πληθυσμού και από ηθικο-πολιτιστικής άποψεως. Γι αυτό τίθεται το ερώτημα, μήπως η επιθυμία για μετανάστευση βρίσκει τα όρια της στο δικαίωμα μιας πολιτικής κοινότητας να διατηρήσει άθικτη την πολιτικο-πολιτιστική μορφή ζωής της. Το δικαίωμα για αυτοπροσδιορισμό δεν περιλαμβάνει το δικαίωμα για την επιβεβαίωση της ταυτότητας ενός έθνους, και μάλιστα απέναντι στους μετανάστες, οι οποίοι θα μπορούσαν να ανατρέψουν την ιστορικά διαμορφωμένη πολιτικο-πολιτιστική μορφή ζωής;
Από τη σκοπιά των κοινωνιών της υποδοχής, το πρόβλημα της μετανάστευσης θέτει το ερώτημα για τις νόμιμες συνθήκες εισόδου».
Και μόνο τέτοια ερωτήματα και αναφορές στη λέξη «έθνος», προσβολή της αυτοσυνείδησης του κλπ, αρκούν εδώ για να χαρακτηριστείς «ξενοφοβικός», ρατσιστής, εθνικιστής και φασίστας. Προκαλούν δε οργή σε όσους ζητάνε εδώ και τώρα νομιμοποίηση όλων των μεταναστών, «ανοιχτά σύνορα» ή και «κάτω τα σύνορα» συμπεράσματα και προτάσεις του τύπου:
«Γι ‘ αυτούς και για άλλους παρόμοιους ηθικούς λόγους δεν δικαιολογείται η εξασφάλιση της ατομικής δικαιικής αξίωσης για μετανάστευση, αλλά θεμελιώνεται η υποχρέωση για μια φιλελεύθερη μεταναστευτική πολιτική, η οποία ανοίγει τις πόρτες της κοινωνίας στους μετανάστες και ρυθμίζει τη μετανάστευση κατά το πρότυπο των δεδομένων δυνατοτήτων» (στο ίδιο με 5).
Ώστε δεν δικαιολογείται εξασφάλιση «ατομικής δικαιικής αξίωσης για μετανάστευση» και η μετανάστευση πρέπει να ρυθμίζεται σύμφωνα με τις δοσμένες δυνατότητες. Δεν μπαίνει δηλαδή ο καθένας όποτε τούρθει στη χώρα και δεν μπορεί να απαιτήσει καμιά ατομική δικαιική εξίσωση με τους ιθαγενείς πολίτες. Και όλα αυτά λαμβάνοντας υπόψη το «δικαίωμα για την επιβεβαίωση της ταυτότητας ενός έθνους,».
Αυτά όλα τα ερωτήματα και δισταγμούς, ο Γιούργκεν Χάμπερμας, έχει το δικαίωμα να τα θέτει προς συζήτηση στην Γερμανία του – διότι αυτή οφείλει να προφυλάξει το γερμανικό έθνος, τη γερμανική ταυτότητα και την πολιτικο-πολιτιστική μορφή της ζωής της – αλλά εμείς εδώ, στον ευρωπαϊκό νότο, ούτε να τα συζητάμε μπορούμε ούτε και να τα εξασφαλίζουμε φοβούμενοι μήπως μας χαρακτηρίσουν «εθνικιστές», ρατσιστές και φασίστες, αν τολμήσουμε να πούμε: δεν δεχόμαστε άλλους μετανάστες – πολύ περισσότερο που δεν ζητήσαμε επίσημα τον ερχομό τους με βάση τις δικές μας αναπτυξιακές / οικονομικές ανάγκες – και μάλιστα θα αναγκαστούμε να απομακρύνουμε πάρα πολλούς από αυτούς.
Αυτή τη «λογική» όμως υπερασπίζονται οι δικοί μας «φιλο-μετανάστες», αντι-εθνικιστές, αντι-ρατσιστές κλπ. Και όχι μόνο αυτό: ουσιαστικά μετατρέπονται σε ρατσιστές κατά του λαού τους, αντι-εθνικιστές κατά της χώρας τους και αντιφασίστες επί δικαίων και αδίκων, δηλαδή οι ίδιοι άθελα ή όχι, υιοθετούν πολιτικές και ιδέες φασιστικές. Ο αντι-ρατσισμός τους μεταμορφώνεται σε ρατσισμό κατά των ίδιων των Ελλήνων, των ίδιων των εργαζομένων της χώρας μας.
Ο Αντώνης Λιάκος – καθηγητής Ιστορίας, αντι-εθνικιστής, αντιρατσιστής και πούρος εκσυγχρονιστής – έχει βέβαια πιο πολύ μυαλό από όλους αυτούς, μπορεί και βλέπει και διαπιστώνει καταστάσεις που οι άλλοι συνοδοιπόροι δεν καταλαβαίνουν. Έτσι έγραψε μετά τις εκλογές – προσπαθώντας να ερμηνεύσει τα αποτελέσματα τους – κάτι πάρα πολύ σημαντικό:
«Υπάρχουν τρία βασικά ζητήματα που απασχολούν τόσο την ελληνική, όσο και τις περισσότερες ευρωπαϊκές κοινωνίες σήμερα. α) Τα δημοσιονομικά και η τύχη του Ευρώ, β) το μεταναστευτικό και η ανασφάλεια, γ) η κοινωνική συρρίκνωση (ανεργία, περικοπές, φτώχεια). Το βασικό χαρακτηριστικό είναι πως τα ζητήματα αυτά δεν ιεραρχούνται από το κοινωνικό σώμα με τον ίδιο τρόπο. Υπάρχουν κοινωνικές ομάδες που κατατρύχονται από το μεταναστατευτικό, μερικές που ενδιαφέρονται αποκλειστικά για το δημοσιονομικό, και άλλες τις απασχολεί η κοινωνική εκπτώχευση. Λειτουργούν βεβαίως και τα τρία ζητήματα ως επίκοινος παρονομαστής….. Δεν υπάρχουν απόλυτες διαχωριστικές γραμμές, αλλά διαφορετικές κοινωνικές πυκνώσεις γύρω από καθένα από αυτά τα τρία ζητήματα. Το δημοσιονομικό απασχολεί τα ανώτερα μεσαία στρώματα και τα κόμματα εξουσίας, τα οποία έχουν και οργανικότερες σχέσεις με τις οικονομικές κορυφές. Η ανασφάλεια από το μεταναστευτικό κατατρέχει τα πιο φτωχά στρώματα, γιατί συμβιώνουν με τους μετανάστες και μοιράζονται πόρους. Πριμοδοτεί τα κόμματα της Δεξιάς (εξημερωμένης ή ακραίας) γιατί, με τη διάλυση της παλιάς βιομηχανικής εργατικής τάξης και του συνδικαλισμού, η Αριστερά έχει χάσει πολλούς από τους παραδοσιακούς της δεσμούς με τα στρώματα αυτά. Τέλος στο κοινωνικό προσπαθούν να βασιστούν τα κόμματα της Αριστεράς, αλλά δεν εκφράζουν τους πιο φτωχούς, μα εκείνα τα μεσαία στρώματα που σχετίζονται με την πολιτισμική στροφή των τελευταίων δεκαετιών και την επέκταση του κράτους πρόνοιας, όπως εκπαιδευτικοί, υγειονομικό προσωπικό, άνθρωποι στο χώρο των τεχνών, ευρύτερος δημόσιος τομέας. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η διαχείριση αυτών των ζητημάτων είναι συνισταμένη λογικών υπολογισμών, θυμού και φόβου, καθώς και φαντασιακών προβολών» (6)Εδώ βρίσκεται και η απάντηση στο ερώτημα γιατί η «Αριστερά» μας αδυνατεί να προσεγγίσει αριστερά το μεγάλο πρόβλημα της μετανάστευσης, να βρει και να προτείνει λύσεις τέτοιες που να υπερασπίζονται τα δικαιώματα πρώτα απ’ όλα της ελληνικής εργατικής τάξης και λαού, να φράζουν έτσι το δρόμο στην εξάπλωση ρατσιστικών και φασιστικών ιδεών και πρακτικών και επίσης να συμβάλλουν στην άνοδο των αντι-ιμπεριαλιστικών αγώνων τόσο στις χώρες του «Κέντρου» όσο και της «Περιφέρειας», από όπου κυρίως προέρχονται τα μεγάλα μεταναστευτικά κύματα.
Η «Αριστερά» μας και το πολιτικό προσωπικό της – κοινοβουλευτικό και εξωκοινοβουλευτικό – βασικά μικρο- και μεσοαστικής προέλευσης όλα αυτά τα χρόνια, βεβαιωμένα πια, δεν κατόρθωσε να αποκτήσει βαθιές και σταθερές επαφές και ρίζες ούτε μέσα στην ελληνική εργατική τάξη, ούτε στη «φτωχομεσαία» αγροτιά [όπως λέει και το ΚΚΕ], ούτε γενικά στις πλατειές εργαζόμενες μάζες. Δεν ασχολήθηκε σοβαρά, με υπομονή κι επιμονή με τα προβλήματα τους. Ούτε με αυτά του ελληνικού έθνους – μια και κατά τη γνώμη τους το έθνος είναι δημιούργημα της αστικής τάξης και η επίκληση του και μόνο οδηγεί στην ταξική ειρήνη. Ασχολήθηκε και προσπάθησε να κατοχυρώσει την ταυτότητα της με τα προβλήματα και ενδιαφέροντα του κοινωνικού τους χώρου: αυτά των μεσαίων στρωμάτων που γράφει κι ο Αντώνης Λιάκος. Με τα «κινήματα»: φεμινιστικό, οικολογικό, κατά της θητείας, κλπ κλπ. Που όλα αυτά καλά και άγια, αλλά αποπροσανατολιστικά και διασπαστικά όταν δεν «χύνονται», δεν αφομοιώνονται και δεν εμπλουτίζουν το μεγάλο κίνημα-ποταμό: το εργατικό, το αντι-ιμπεριαλιστικό και αντικαπιταλιστικό.
Η επαφή με την ελληνική εργατική τάξη αποδείχτηκε γι αυτούς δύσκολη. Από πολλές απόψεις. Δεν αναγνωρίζει ως ηγέτες της τόσο εύκολα τον κάθε πρόθυμο να ηγεμονεύσει πάνω της. Με τους μετανάστες η υπόθεση είναι πιο εύκολη. Δεν ξέρουν τη γλώσσα, είναι μόνοι τους και αβοήθητοι, ψάχνουν για κάποιο αποκούμπι, κάποιον που θα τους βοηθήσει ακόμα και στα πιο απλά πράγματα. Εύκολα λοιπόν αυτό-αναγνωρίζεσαι και αυτο-χαρακτηρίζεσαι και επαναστάτης και διεθνιστής κι ότι άλλο τραβάει η ψυχή σου από αυτή τη σχέση και μεθυσμένος από αυτή την «επιτυχία» σου θυμάσαι ότι δεν έτυχες της ίδιας υποδοχής και επιτυχίας από τη «ξενοφοβική», αντιδραστική, ίσως και ηλίθια εργατική σου τάξη και τον επίσης κρυπτοφασίστα και εθνικιστή λαό σου. Ιδίως όταν θυμάσαι ότι ακριβώς με συνθήματα όπως «Η Ελλάδα στους έλληνες» κλπ ανέβηκε στην εξουσία το ΠΑΣΟΚ το 1981, με 48%. Δεν μπορείς αυτά να τα εξηγήσεις, σου φταίνε τα συνθήματα, σου φταίει η Ελλάδα, σου φταίει το έθνος και ο κόσμος που δεν κατάλαβε πώς διεξάγεται η ταξική πάλη της οποίας είσαι ο μοναδικός φορέας κι εγγυητής. Να οι πραγματικές ρίζες όλου αυτού του «αντι-εθνικιστικού», «αντι-ρατσιστικού» λόγου και κινήματος που στο κενό που άφησε τρύπωσε η Χρυσή Αυγή. Στη φύση και στην κοινωνία κενά δεν υπάρχουν. Όπου το αφήνει η αριστερά το καλύπτει η δεξιά και η άκρα δεξιά. Το 1940 τα κάλυψε η Αριστερά και η δεξιά είτε έκατσε στα αυγά της είτε συνεργάστηκε με τον Ξένο Εισβολέα και κατακτητή ενάντια στα εθνικά-λαϊκά και εργατικά συμφέροντα. Και για να επανέλθει χρειάστηκε τα τραγικά σφάλματα της ηγεσίας της Αριστεράς – του ΚΚΕ και την απλόχερη βοήθεια του ιμπεριαλισμού: αγγλικού και αμερικανικού.
Κι ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ – σωστότερα η θεωρητική-ιδεολογική-πολιτική κληρονομιά του ΣΥΝ – είναι όμηρος αυτών των λογικών κι εμπειριών. Ευρωκομμουνισμός – με ό,τι αυτό σήμαινε και κουβαλούσε – διεθνισμός αντι-εθνικός, κοσμοπολιτισμός και ουμανισμός στη θέση του πατριωτικού διεθνισμού, αποτελούν βαριά κληρονομιά και τροχοπέδη στο αναγκαίο ξεπέταγμα του. Συνηθισμένος να φυτοζωεί εκεί στο 3-4%, ασχολούμενος – ως μεγάλο γκρουπούσκουλο – με τα «κινήματα», μόλις ο λαός τον έσπρωξε και τον έφερε στο 27% , δεν φαίνεται ικανός να αλλάξει τις παλιές συνήθειες και το παλιό ρεπερτόριο του – βοηθούμενος από την παρουσία ακόμα πιο μικρών ομάδων του ιδίου μήκους και κύματος – και να ανοιχτεί στη μεγάλη λαϊκή θάλασσα, εμπνέοντας την, φρονηματίζοντας, οδηγώντας την σε άνοδο του αγώνα της. Δεν είναι λοιπόν ούτε περίεργο ούτε ανεξήγητο που κάθε τόσο εκπρόσωποι του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ ή συνιστωσών του μπερδεύονται και προβαίνουν σε δηλώσεις πότε για το Σκοπιανό, πότε για το μεταναστευτικό αγανακτώντας ακόμα και τον κόσμο τους – αυτούς που προσήλθαν πρόσφατα και τους ξεκόλλησαν από το 4,5%. Σε αυτά τα αδύνατα σημεία: τα εθνικά και το μεταναστευτικό, τους χτυπάει το σύστημα μέχρι τώρα [Χρυσή Αυγή] διεισδύοντας στις λαϊκές γειτονιές και θα εντείνει την επίθεση του με την πάροδο του χρόνου. Και πολύ φοβάμαι ότι σε αυτά τα μεγάλα ζητήματα θα ανυψώσει ένα αποτελεσματικό τείχος προστασίας του.
Για όλα αυτά τα θέματα και ιδίως το μεταναστευτικό – για το οποίο έχω γράψει πολλές φορές – θα επανέλθω όσο πιο σύντομα μπορέσω. .
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1 – ΒΛ. Χέγκελ: «Φαινομενολογία του πνεύματος», τ.1ος, , παρ.31, σελ.153, εκδ. ΔΩΔΩΝΗ.]. Στην ελληνική μετάφραση του έργου του Ταγκύεφ αντίστοιχο χωρίο αποδίδεται ως εξής: «ό,τι είναι ευρέως γνωστό, συνήθως δεν το γνωρίζουμε, ακριβώς επειδή είναι ευρέως γνωστό». Προτίμησα την απόδοση στη μετάφραση του έργου του Χέγκελ.
2- Βλ. Κ Μαρξ : «Το Κεφάλαιο», τ.1ος : Κεφάλαιο 24ο –Γένεση του βιομήχανου κεφαλαιοκράτη, και Κεφάλαιο 25ο – Η σύγχρονη θεωρία της αποικιοποίησης. Επίσης Wolfgang J. Mommsen «Ιμπεριαλισμός: οι πνευματικές, πολιτικές και οικονομικές ρίζες του» (εκδ. ΠΟΛΥΤΡΟΠΟΝ , ΑΘΗΝΑ 2007)
3 – Οι υποτιμητικοί χαρακτηρισμοί των Γερμανών για τους Άγγλους, Γάλλους, Ιταλούς [με πρόσχημα την κριτική τους στον Μπερλουσκόνι] κλπ όπως και το αντίστροφο, με επίσημο τρόπο ή με τη μορφή ανέκδοτων, είναι πολύ γνωστοί.
4- Πιέρ Αντρέ Ταγκύεφ «Ο μεταναστευτισμός ή η τελευταία μοιρολατρική ουτοπία των πολιτικά ορθοφωνούντων», «ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ», τεύχος 1846, Ιούλιος-Αύγουστος 2011.
5 – Βλ.Juergren Habermas «Αγώνες αναγνώρισης στο δημοκρατικό κράτος δικαίου», στο «Μετανάστευση, ιθαγένεια και εθνική ταυτότητα», εκδ. ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ-Α.Α. ΛΙΒΑΝΗ, ΑΘΗΝΑ 1994, με προλεγόμενα του Μιχ. Σταθόπουλου και σημείωμα του μεταφραστή-επιμελητή Θεόδωρου Γεωργίου εκ μέρους της «Κίνησης Πολιτών κατά του Ρατσισμού».
6 – βλ. Αντώνης Λιάκος «Πού βρίσκονται τα άκρα και ποιον απειλούν;» στοhttp://antonisliakos.gr/
Ανάρτηση από : http://istrilatis.blogspot.gr