Του Δημοσθένη Παπαμάρκου
υπ. διδάκτορος Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης
Λέει ένα δημοτικό τραγούδι: Το βλέπεις εκείνο το βουνό,
το πιο ψηλό από τ' άλλα που 'χει ανταρίτσα στην κορφή και καταχνιά στη ρίζα εκεί
'ναι πύργος γυάλινος, πύργος μαλαματένιος εκεί κοιμάται μια ξανθή, μιας χήρας
θυγατέρα και πώς θα την ξυπνήσουμε και πώς θα της το πούμε;
Ξύπνα, καημένη Αναστασιά
Ξύπνα, καημένη Αναστασιά
Χρονολογείται πριν από την επανάσταση του 1821 και η «ξανθή Αναστασιά» δεν
είναι άλλη από το λαό των Ελλήνων και την ελευθερία του που είναι πλακωμένοι από
το πάπλωμα της τουρκικής κατοχής. Ο τελευταίος στίχος του τραγουδιού, κομμένος
στη μέση, επιτάσσει με την τραχύτητά του την προστακτική του «ξύπνα».
Αναφέρω το τραγούδι γιατί ακούγοντάς το τις προάλλες κάτι με έκανε να σταθώ
στον προτελευταίο του στίχο «και πώς θα την ξυπνήσουμε και πώς θα της το
πούμε;». Κατάσταση κρίσης τότε -πριν από τον ξεσηκωμό του 1821-, κατάσταση
κρίσης και τώρα. Αναλογίες θα μπορούσαν ίσως να βρεθούν, αλλά δεν θα ήταν ούτε
δόκιμο ούτε και χρήσιμο. Ο λόγος που παρατάσσω τις δύο χρονικές περιόδους είναι
γιατί και οι δύο προβάλλουν με ένταση το ερώτημα: πώς να της το πούμε;
Μέχρι πριν σπάσει το απόστημα της ελληνικής κρίσης, την
απάντηση στο παραπάνω ερώτημα την είχαν αναλάβει εργολαβία τα πολιτικά κόμματα.
Η απαξίωση του λόγου τους όμως είναι τόσο έκδηλη πια, που η αναφορά και μόνο σε
αυτήν έχει καταντήσει κλισέ. Οι κομματάρχες πάντοτε διαγκωνίζονταν για το ποιος
θα μας «αφυπνίσει» κι αν κάποτε δείχναμε ανοχή στις διακηρύξεις τους, τώρα πια
δεν υπάρχει τέτοια διάθεση.
Από την άλλη, σ' αυτές τις πολιτικές ασκήσεις επί χάρτου κι
ο λαός δεν ήταν αμέτοχος. Το πιο δημοφιλές εγκεφαλικό παίγνιο στα καφενεία μετά
την πρέφα ήταν η «κυβερνολογία». Αρα η ένταση με την οποία επανακάμπτει τώρα
ήταν αν μη τι άλλο αναμενόμενη. Απόηχος αυτής της πολιτικής κουλτούρας του
καφενείου ήταν και είναι επίσης οι παρεμβάσεις διαφόρων προσώπων, που λόγω θέσης
θεωρούν ότι έχουν άποψη - ή μάλλον καλύτερη άποψη. Ο εσμός
καθηγητάδων-οικονομολόγων που αναλύουν και προτείνουν γιατί τα έχουν σπουδαγμένα
και άρα τα ξέρουν και καλύτερα, συγγραφέων-λογίων που επίσης γνωρίζουν καλύτερα
μιας και είναι κι αυτοί άνθρωποι των γραμμάτων, δημοσιογράφων και εταιρικών
στελεχών που λόγω επαγγέλματος έχουν καλύτερη θεώρηση, μπορεί να έχει διογκωθεί,
αλλά και πάλι δεν είναι κάτι το καινούργιο. Αυτές οι celebrity πόρνες της
«διανόησης» πουλούσανε χρόνια τώρα κρέας στα στέκια της εξουσίας.
Η κρίση όμως άλλαξε το βαθμό και τον τρόπο με τον οποίο η κοινωνία ενεπλάκη
σε αυτόν το δημόσιο διάλογο περί σωτηρίας της χώρας. Γνήσιο γέννημά της είναι ο
ιδιότυπος προεπαναστικού τύπου προβληματισμός που αρχίζει και διαποτίζει τα
διάφορα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Αρκεί να βρεθούμε σε μέρη που
κυκλοφορούν άνθρωποι, για να ακούσουμε την εξής ερώτηση να επαναλαμβάνεται: και
τι θα κάνουμε; Δεν είναι το επιφώνημα του ηττημένου που παραιτείται στη μοίρα
του. Είναι η αληθινή απορία ενός λαού που επιζητά τη λύση σ' ένα πρόβλημα που
απειλεί να τον εξοντώσει. Σ' αυτή την απορία και αίτημα για λύση δεν μπορούν να
απαντήσουν οι βαρύγδουπες αναλύσεις των διανοουμένων. Οι γραφιάδες και ρήτορες
καιρό τώρα δεν μοιράζονται τον ίδιο χώρο και χώρα με το λαό, την πλέμπα. Και γι'
αυτό δεν μπορούν όχι μόνο να τον καταλάβουν, αλλά ούτε καν να μιλήσουν τη γλώσσα
του.
Ο εχθρός δεν είναι «εξωτερικός», αλλά το καθήκον παραμένει
επαναστατικό. Το ερώτημα που θέτει ο λαός απλά, το απαντά ο ίδιος εξίσου απλά.
Δεν έχει ανάγκη τις από καθ' έδρας αναλύσεις διαφόρων που μαζί με τις όποιες
λύσεις προτείνουν κυρίως το εγώ τους. Ο λαός είναι ο μόνος που μπορεί να
απαντήσει καίρια, γιατί είναι ο μόνος που βιώνει και δρα. Αλλωστε με τη σοφία
του έχει ήδη πει: Ξύπνα, καημένη Αναστασιά!
ΥΓ. Με το που πληροφορήθηκα την πυρπόληση του εργοταξίου της
Ελληνικής Εταιρείας Χρυσού στις Σκουριές Χαλκιδικής από πολίτες,
συνειδητοποίησα, τελικά, ότι ο λαός δεν χρειάζεται πάτρωνες. Μπορεί ακόμα να
απαντά στην ανομία.
Ανάρτηση από: http://www.enet.gr