Σάββατο 2 Μαρτίου 2013

Στην Αλβανία με φωνάζουν «γκρέκο»

Του Γιάννη Καφάτου


Γεια σας, με λένε Γιάννη. Αυτό δεν είναι το κανονικό μου όνομα, όμως το βάζω στο χαρτί να διευκολύνω την ανάγνωσή σας. Το κανονικό μου όνομα ένα αλβανικό. Ο μπαμπάς μου είναι Αλβανός και όταν γεννήθηκα, σε μια ωραία γειτονιά της Αθήνας, ο μπαμπάς μου με βάφτισε με το όνομα του πατέρα του. Νομίζω κι εσείς έτσι κάνετε συνήθως στα παιδιά σας.
Μεγάλωσα σ’ αυτήν την ωραία γειτονιά και τώρα είμαι μαθητής της τρίτης δημοτικού. Οι φίλοι μου είναι ο Αντώνης, ο Κώστας, η Αντωνία, η Μαρία, ο Νικολάι και άλλα παιδιά. Όταν ήμουν στην πρώτη, γεννήθηκε και ο αδελφός μου.
Φέτος ο μπαμπάς μου, από την αρχή της χρονιάς δεν ήταν καθόλου καλά. Ήταν πολλές ώρες στο σπίτι, δε δούλευε. Το ίδιο και η μαμά.
Συνέχεια συζητούσαν μεταξύ τους. Εγώ καταλάβαινα ότι τα πράγματα δεν πάνε καλά. Δεν ήμουν και βέβαιος όμως.
Πριν από λίγους μήνες εκεί που καθόμασταν στο σπίτι χτύπησε το κουδούνι. Άνοιξε ο πατέρας μου και μπήκαν μέσα ένας κύριος που χαιρέτησε τον μπαμπά μου με το μικρό του όνομα, και ένα ζευγάρι. Μέχρι να τους δω τους έχασα. Ο κύριος που χαιρέτησε με το μικρό του τον μπαμπά μου, μαζί με τον μπαμπά μου άρχισαν να κάνουν βόλτες στο σπίτι μας. Δηλαδή μπήκαν στην κουζίνα που ήταν ο αδελφός μου στο καρεκλάκι του και η μαμά μου μαγείρευε, μπήκαν στο δωμάτιο που κοιμάμαι με τον αδελφό μου, στο δωμάτιο της μαμάς και του μπαμπά και στο μπάνιο και μετά ξανάρθαν στο σαλόνι και κάθησαν στην αρχή όρθιοι μπροστά την τηλεόραση κι εγώ δεν μπορούσα να δω. Μετά είπαν «ευχαριστώ» στον μπαμπά μου, ο κύριος που ήξερε το μικρό του όνομα τον χτύπησε στον ώμο και του είπε: έχουμε κι αύριο στις επτά κι άλλο ένα ραντεβού, κι έφυγαν όλοι.
Μπαμπά τι είναι αυτοί οι άνθρωποι, ρώτησα τον μπαμπά μου.
Είναι μεσίτης Γιάννη, μου είπε ο μπαμπάς μου. Θα πουλήσουμε το σπίτι μας, γιατί εγώ πια δεν έχω δουλειά, και δεν μπορώ να μείνουμε άλλο εδώ και θα γυρίσουμε στην Αλβανία. Είναι δύσκολα παιδί μου, γι’ αυτό σταμάτησες να πηγαίνεις αγγλικά και στο ποδόσφαιρο. Δεν δουλεύω πια τόσο όσο παλιά και δεν φτάνουν τα χρήματα που βγάζω. Γι’ αυτό θα γυρίσουμε στην Αλβανία. Θα μείνουμε με τους παππούδες και θα δούμε πώς θα τα φέρουμε βόλτα.
Στενοχωρήθηκα πάρα πολύ. Δηλαδή αυτό που ένιωσα μάλλον είναι η στενοχώρια. Δεν την ήξερα πριν. Κι επειδή όταν στενοχωριέμαι ή μαλώνω με τους φίλους μου κλαίω, τα δάκρυα γέμισαν τα μάτια μου. Αυτό είναι η στεναχώρια είπα: τα κλάματα.
Την άλλη μέρα στο σχολείο δεν είπα τίποτα σε κανέναν, αλλά δεν είχα κέφι να παίξω και να κάνω διαολιές που λέει κι η κυρία με τα άλλα παιδιά στο διάλειμμα. Από την ώρα που ξύπνησα στο δωμάτιό μου, και είδα την κούνια του αδελφού μου ένας περίεργος πόνος ήρθε και κάθησε στο κεφάλι μου. Όχι όπως όταν έχω κρυώσει που πονάει σα σφυρί, όχι ήταν κάπως αλλιώς. Και μετά τον ίδιο περίεργο πόνο τον ένιωσα να πηγαίνει και μέσα στην κοιλιά μου και δε με άφησε να πιω το γάλα μου.
Γύρισα από το σχολείο και ρωτούσα συνέχεια τη μαμά μου και τον μπαμπά μου «τι ώρα είναι».
Ε, ρώτα ρώτα έγινε «αύριο στις επτά» που είχε πει ο μεσίτης, και χτύπησε το κουδούνι. Ξανά τρεις άνθρωποι ήρθαν και έκαναν ότι χθες. Έλεγξαν το σπίτι, όμως αυτοί δεν μου έκρυψαν την τηλεόραση γιατί εγώ όταν τους είδα πήγα τρέχοντας στο δωμάτιό μου, μπήκα κάτω από τις κουβέρτες και κουκουλώθηκα μέχρι που έφυγαν.
Αυτός ο περίεργος πονοκέφαλος ξανάρθε έτρεχε από τη μία πλευρά του κεφαλιού μου μέχρι την άλλη. Και στο πίσω μέρος της κοιλιάς μου, και μέσα από τα πλευρά μου. Ήταν κάτι στην αρχή ζεστό μετά κρύο και ερχόταν κι έφευγε πονούσα αλλά δεν μπορούσα να πω τίποτα στη μαμά μου γιατί δεν πονούσα κάπου όπως όταν χτυπούσα όταν πήγαινα στο ποδόσφαιρο. Αυτός ο πόνος ήταν καινούριος. Ήταν παντού!
Το πρωί που ήρθε η μαμά μου να με ξυπνήσει μου λέει: τι έκανες εκεί! Κι εγώ δεν κατάλαβα γιατί κοιμόμουν πριν έρθει και δεν είχα κάνει τίποτα. Φώναξε τον πατέρα μου. Δεν καταλαβαίνα τίποτα. Με πήρε αγκαλιά, και ο μπαμπάς μου έσκυψε και κοίταζε κάτι στο μαξιλάρι μου.
Τα μαλλιά μου κοίταζε. Κι η μαμά μου όπως με είχε αγκαλιά άρχσε να ψάχνει το κεφάλι μου, όπως τότε που όλα τα παιδιά στην τάξη είχαμε κολλήσει ψείρες.
«Μαμά τι έπαθα» ρώτησα.
«Τίποτα, λίγες τρίχες έφυγαν από το κεφάλι σου και κόλλησαν στο μαξιλάρι σου. Τράβηξες τα μαλιά σου παιδί μου;»
«Όχι μαμά, αλήθεια σου λέω» της είπα και με αγκάλιασε.
Όταν ξαναπήγα σχολείο φορούσα ένα σκούφο, και τον φοράω κάθε μέρα γιατί τα μαλλιά μου ξεκολάνε από το κεφάλι μου και δε θέλω να με δουν τα παιδιά και να μου φωνάζουν φαλάκρα.
Ένα πρωί δεν πήγα σχολείο και μαζί με τη μαμά και τον μπαμπά πήγαμε σε ένα μεγάλο νοσοκομείο κι εκεί με εξέτεσαν. Κοίταξαν το κεφάλι μου με έναν μεγενθυτικό φακό, σαν αυτό που έχουν οι εξερευνητές εντόμων. Ο γιατρός πέρασε το χέρι του ανάμεσα στα μαλιά μου και κάποια που ξεκόλλησαν έμειναν στο χέρι του. Τα έβαλε κι αυτά κάτω από τον φακό και έφερε πιο κοντά ένα λαμπατέρ που είχε και τα κοίταξε καλά καλά.
«Μην ανησυχείτε» είπε στους γονείς μου, δεν είναι τίποτα κακό, μην τρομάζετε, και γύρισε προς εμένα, γονάτισε για να είμαστε κοντά και με ρώτησε: έχεις άγχος παιδί μου;
«Δεν ξέρω τι είναι αυτό, αλλά από τότε που ήρθε στο σπίτι ο μεσίτης και ο μπαμπάς μου είπε ότι θα πουλήσουμε το σπίτι μας και ότι θα πάμε στην Αλβανία εγώ έχω έναν περίεργο πόνο που δεν είναι όπως πονάω όταν έχω πυρετό ή όταν χτυπάω στο πόδι μου όταν παίζω μπάλα ή με σπρώχνει ο Αντώνης και πέφτω και χτυπάω…
Δε θέλω να πουλήσουμε το σπίτι μας. Δε θέλω να αφήσω το δωμάτιό μου. Δε θέλω να πάω στην Αλβανία. Εμένα οι φίλοι μου είναι εδώ. Το καλοκαίρι που πήγαμε δε μου άρεσε καθόλου. Δεν μιλάω αλβανικά όπως τα άλλα παιδιά. Στην Αλβανία με φωνάζουν γκρέκο και με κοροϊδεύουν. Θέλω να μείνω εδώ που γενήθηκα. Θέλω ο μπαμπάς μου να έχει δουλειά και να με αφήνει στο ολοήμερο που έτρωγα με τους φίλους μου. Θέλω να ξαναπάω στο ποδόσφαιρο, και στα αγγλικά. Δε θέλω να έρχονται να βλέπουν το σπίτι μας και να ψάχνουν τα δωμάτιά μας. Είναι δικό μου το δωμάτιο και του αδελφού μου. Φοβάμαι να φύγω, πού θα πάω εκεί που με κοροϊδεύουν και δεν ξέρω κανέναν και δεν ξέρω να μιλήσω και δεν θα έχω τους φίλους μου και τη γειτονιά μου.
Θέλω να είμαι με τους φίλους μου και να φύγει αυτός ο περίεργος πόνος που είναι παντού και είναι περίεργος και δεν ξέρω να πω που πονάω και θέλω τα μαλιά μου και δε θέλω να φοράω σκούφο για να μη με δουν με τα μαλλιά πεσμένα και με κοροϊδεύουν και με λένε καραφλό, και δε θέλω να πάω εκεί, είμαι ξένος και με κοροϊδεύουν στην Αλβανία, και με φωνάζουν γκρέκο»

Υ.Γ. Αυτό το κείμενο το αφιερώνω με όλη μου την αγάπη σε όλα τα πιτσιρίκια και με όσο μίσος μπορώ να γεμίσω την ψυχή για όλους τους μεγάλους που καταστρέφουν παιδικές ψυχές. Για όλους τους αλήτες που σώζουν τα νούμερα και όχι τους ανθρώπους και για όλους εμάς που δεν αντιδρούμε γιατί φοβόμαστε.
Ανάρτηση από:http://aristeroblog.gr