του ΚΙΜΠΙ
Παρ’ ότι η Ευρώπη κατά τις μεταπολεμικές δεκαετίες συμπεριφερόταν σαν το νησί της χαράς, στην πραγματικότητα οικοδομήθηκε πάνω στον φόβο. Μια ορατή πηγή του φόβου μέχρι το 1989 ήταν για την τότε ΕΟΚ η ύπαρξη ανταγωνιστικού πόλου στην ίδια ήπειρο, αυτού που -κατ’ ευφημισμόν- αποκαλείτο υπαρκτός σοσιαλισμός. Ωστόσο, ο υπαρκτός καπιταλισμός της Ευρώπης, που στον πυρήνα του ήταν κυρίως ο γαλλογερμανικός άξονας, αντλούσε τα οικοδομικά του υλικά από πέντε θεμελιώδεις φοβίες που διαπέρασαν τις ευρωπαϊκές κοινωνίες από τον Α΄ μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο πρώτος φόβος είναι αρχέγονος, αλλά την περίοδο 1939-1945 απέκτησε διάσταση υπαρξιακή για την ανθρωπότητα: ήταν ο φόβος του θανάτου, της ολοκληρωτικής καταστροφής, ενσαρκωμένης κυρίως στη ναζιστική θηριωδία. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες με αρκετή προθυμία εκχώρησαν σταδιακά κομμάτια εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας τους προκειμένου να αποτραπεί η επανάληψη του εφιάλτη. Κάτι αντίστοιχο, εξάλλου, γινόταν παράλληλα στην ανατολική Ευρώπη με την KOMEKON, έστω κι αν εκεί οι κυριαρχίες των χωρών εκχωρήθηκαν μέχρι εξαφανίσεως.
Ο δεύτερος μεγάλος φόβος, αποτέλεσμα της εμπειρίας της Μεγάλης Ύφεσης που μετανάστευσε από τις ΗΠΑ, σάρωσε την Ευρώπη και έφερε τον Χίτλερ στην εξουσία, αφορούσε τη μαζική ανεργία και την καταστροφική ύφεση που οδηγούσε τα μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού στην απόλυτη φτώχεια. Πάνω στον φόβο αυτό οικοδομήθηκε ένα οικονομικό μοντέλο που, αντλώντας την έμπνευσή του από το κεϊνσιανό πρότυπο, ορκιζόταν διαρκή ανάπτυξη και πλήρη απασχόληση. Παρ’ ότι ο υψηλός ρυθμός ανάπτυξης δεν αποκλείει μαζική ανεργία, σε γενικές γραμμές η Ε.Ε. προσηλώθηκε στη διαρκή οικονομική μεγέθυνση, έστω και άνισα κατανεμημένη στα μέλη της.
Ο τρίτος φόβος των ευρωπαϊκών κοινωνιών ήταν ο φόβος του πληθωρισμού και της νομισματικής αστάθειας. Η πληθωριστική φοβία ήταν κυρίως χαρακτηριστικό της γερμανικής κοινωνίας, που λάτρευε το ισχυρό μεταπολεμικό μάρκο της. Αλλά όταν συναντήθηκε με την επέλαση του μονεταρισμού και του νεοφιλελευθερισμού στις ευρωπαϊκές ελίτ, αποτέλεσε το θεμέλιο της οικονομικής και νομισματικής ένωσης. Παραδόξως, η ίδια φοβία κινητοποίησε τόσο τις κοινωνίες και ηγεσίες που δέχθηκαν να μπουν στο ευρώ, όσο και εκείνες που επέλεξαν να αποστασιοποιηθούν, όπως οι Σκανδιναβοί ή οι Βρετανοί.
Ο τέταρτος μεγάλος φόβος που χειραγώγησε τις κοινωνίες στην ευρωπαϊκή ομπρέλα ήταν ο φόβος της κοινωνικής και πολιτικής αστάθειας. Φυσικά, άλλη διάσταση έχει αυτός ο φόβος για τις ελίτ κι άλλη για την «πλέμπα». Η συνισταμένη του, ωστόσο, ήταν μια παρατεταμένη κοινωνική ειρήνη, διακοπτόμενη από μερικά εκπληκτικά διαλείμματα, όπως ο Γαλλικός Μάης ’68, τα οποία πάντως δεν προκάλεσαν οριστική αποσταθεροποίηση σχεδόν σε καμιά χώρα. Τα πολιτικά συστήματα επέδειξαν αντοχές και προσαρμοστικότητα. Ωστόσο, το βασικό μέσο «εξαγοράς» της κοινωνικής ειρήνης σε όλη την Ε.Ε. ήταν ένα σχετικά γενναιόδωρο μοντέλο κοινωνικής προστασίας, ενσωματωμένο και στους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Ο πέμπτος φόβος των ευρωπαϊκών κοινωνιών αφορούσε την ιδιοκτησία. Η ιδιοκτησία κάθε μορφής θυμίζει σε κάθε Ευρωπαίο ότι υπάρχει. Η περιουσιακή ασφάλεια έγινε κατά κάποιο τρόπο η υπέρτατη ελευθερία και το υπέρτατο δικαίωμα υπό προστασία από τους θεσμούς της Ε.Ε.. Αν και βασικοί αποδέκτες αυτής της προστασίας ήταν οι κάτοχοι κεφαλαίου -παραγωγικού, επενδυτικού ή χρηματοπιστωτικού-, η ελευθερία απόκτησης και διακίνησης περιουσιακών στοιχείων ήταν η μόνη από τις τρεις ιδρυτικές ελευθερίες της Ε.Ε. (οι άλλες είναι των αγαθών και των προσώπων) που μέχρι τώρα δεν αντιμετώπιζε περιορισμούς για κανένα.
Εδραιωμένες πάνω στα πέντε θεμέλια του φόβου, η Ε.Ε. και η Ευρωζώνη βρίσκονται σε μια περίεργη μεταβατική φάση. Οι ηγετικές ελίτ καταρρίπτουν ένα προς ένα τα προστατευτικά τείχη πίσω από τα οποία κατευνάζονταν οι φοβίες των Ευρωπαίων. Ακολουθώντας αντίστροφα τη σειρά με την οποία απαριθμήσαμε τις φοβίες στις οποίες στηρίχθηκε η «ευρωπαϊκή νεύρωση», διαπιστώνουμε ήδη το τέλος της τελευταίας. Η απόφαση για την Κύπρο κήρυξε επίσημα τον θάνατο της περιουσιακής ασφάλειας στην Ευρώπη και για κάθε Ευρωπαίο. Έχει σημασία, βέβαια, να δούμε πώς θα καταλήξει η διελκυστίνδα για το πόσο και ποιες από τις αποταμιεύσεις είναι εγγυημένες στο πλαίσιο της εκκολαπτόμενης «τραπεζικής ένωσης». Ωστόσο, είναι προφανές ότι έχει χαραχθεί μια μη αναστρέψιμη πορεία. Οι καταθέσεις είναι ο τελευταίος σταθμός μιας σαρωτικής «κουράς» στα δημόσια και στα ιδιωτικά περιουσιακά στοιχεία των Ευρωπαίων. Στις χώρες των μνημονίων πήρε καθολικές διαστάσεις. Δεν γλίτωσαν ούτε οι μισθοί, ούτε τα «μερίδιά» των εργαζομένων στα ασφαλιστικά ταμεία, ούτε οι αξίες των ακινήτων τους, ούτε τα ομόλογα, τα αμοιβαία κεφάλαια, οι μετοχές τους. Ό,τι αφήνουν όρθια τα μνημόνια τα αποτελειώνει η αβυσσαλέα ύφεση. Ακόμη και η μαζική φυγή ελληνικών καταθέσεων ύψους 80 δισ. εν ονόματι του «κινδύνου της δραχμής», εκτός από εκδήλωση φόβου, ήταν και μια αντικειμενική υποβάθμιση της αξίας τους, αφού εμπεριέχει το ρίσκο της επαναφορολόγησης. Όση «λαμογιά» και απληστία κι αν κρύβει αυτή η φυγή, δεν παύει να είναι μια διάρρηξη των τελευταίων ψηγμάτων εμπιστοσύνης (Πίστης) στον τραπεζικό Λεβιάθαν.
Έπειτα ο φόβος της πολιτικο-κοινωνικής αστάθειας επανέρχεται για να μείνει στη διαρκώς ανασχεδιαζόμενη Ευρώπη. Ο πονηρός προφήτης κ. Γιούνκερ έχει τους λόγους του να προειδοποιεί για τον κίνδυνο «κοινωνικής επανάστασης» στην Ευρώπη (αν και τα κεφάλαια που «παρκάρουν» στο Λουξεμβούργο δεν θα «εξεγερθούν», απλώς θα μεταναστεύσουν όταν σφίξει ο κλοιός γύρω από τα τραπεζικά «πλυντήρια»). Ωστόσο, η πρόβλεψή του είναι ακριβής. Η ορμητική επιστροφή του φόβου στις ευρωπαϊκές κοινωνίες είναι απίθανο να μην εκτονωθεί σε «εκρήξεις», έστω κι αν αυτές είναι χρονικά απροσδιόριστες και δεν έχουν την ιστορική, «εσωτερική τάξη» μιας επανάστασης.
Έπεται ο φόβος του πληθωρισμού που επιστρέφει από την πίσω πόρτα. Κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει την ΕΚΤ ότι έχει παρεκκλίνει στο ελάχιστο από την αντιπληθωριστική της «ορθοδοξία», διατηρώντας υπό έλεγχο το κόστος του χρήματος. Αλλά αυτό έχει σημασία μόνο για χώρες που έχουν έναν έστω ελάχιστο ρυθμό ανάπτυξης. Στην πραγματικότητα, το ευρώ των μνημονιακών χωρών έχει ήδη χάσει μεγάλο μέρος της αξίας του λόγω της βαθιάς ύφεσης και ο πληθωρισμός επιστρέφει σ’ αυτές ως στασιμοπληθωρισμός – μια συνάρτηση ύφεσης, ανεργίας και υψηλών τιμών. Αν προσθέσει κανείς το λεγόμενο «country risk» που ωθεί τις επιχειρήσεις να εγκαταλείπουν την Ευρωζώνη του Λυκόφωτος, τις χώρες του Νότου, μπορεί να αντιληφθεί γιατί ο μέσος Έλληνας, Κύπριος ή Πορτογάλος καταναλωτής θα βλέπει με απόγνωση να μεγαλώνει η απόσταση ανάμεσα στα χρήματα που έχει στην τσέπη και στις τιμές στα ράφια των σούπερ μάρκετ.
Για τον φόβο της μαζικής ανεργίας μιλούν οι αριθμοί που ξεπερνούν και την πιο νοσηρή φαντασία. Το ενδιαφέρον είναι ότι οι σχεδιαστές της Ευρωζώνης ούτε εκπλήσσονται ούτε συγκινούνται από τα ρεκόρ στην αχρήστευση και απαξίωση του ανθρώπινου δυναμικού. Αντιθέτως, βλέπουν εδώ το ιδεώδες κίνητρο ολικής κατεδάφισης του μεταπολεμικού κοινωνικού μοντέλου, εν ονόματι μιας φθηνότερης και ταχύτερης κινητικότητας του εργατικού δυναμικού.
Έτσι, καταλήγουμε στον αρχέγονο φόβο του θανάτου, τον μόνο που αφήνει κάποιο ηθικό έρεισμα στο αποτρόπαιο οικοδόμημα. Μια ευθεία σύνδεση μνημονίων και θανάτου έγινε προ ημερών σε έρευνα της ιατρικής επιθεώρησης «Lancet», που κατέγραψε τις θανατηφόρες επιπτώσεις της λιτότητας στα συστήματα υγείας. Αν, ωστόσο, αυτός ο φόβος χάνεται στη βουβή καθημερινότητα των αυτοκτονιών, των υπερηλίκων και χρόνια ασθενών που σβήνουν εγκαταλείποντας τις θεραπείες τους, ο άλλος, ο παραλυτικός φόβος ενός νέου ευρωπαϊκού ολοκαυτώματος δεν είναι πια απών. Ο ανταγωνισμός της λιτότητας, η διάρρηξη κάθε στοιχείου κοινωνικής συνοχής, οι φραγμοί στα μεταναστευτικά ρεύματα, η υπόθαλψη του ρατσισμού, η επιστροφή των εθνικισμών είναι τα εύφλεκτα υλικά με τα οποία οι ευρωπαϊκές ηγεσίες έχουν παγιδεύσει ολόκληρη την ήπειρο σε μια κατάσταση που δεν είναι μεν πόλεμος, αλλά απέχει πολύ από το να είναι η ειρήνη που υπόσχονταν οι εμπνευστές της ενοποίησης. Το χειρότερο είναι πως όλοι οι παίκτες της ευρωπαϊκής σκακιέρας είναι οπλισμένοι σαν αστακοί, με οπλικά συστήματα που ο Χίτλερ ούτε να τα φανταστεί μπορούσε.
Αν η «ενωμένη Ευρώπη», λοιπόν, έχει αποτύχει να αποδεσμεύσει τους Ευρωπαίους από τους θεμελιώδεις φόβους τους, τι κίνητρο έχουν αυτοί να εμποδίσουν το ξεθεμέλιωμά της;
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Ο φόβος αυτός (του θανάτου) ήταν απολύτως δημοκρατικός: πλούσιοι και φτωχοί έτρεμαν το ίδιο μπροστά σ’ αυτό το αιώνιο άγνωστο.
Το να πεθάνεις σε κατάσταση οικονομικής εξαθλίωσης, κατεξοχήν αντιδημοκρατική πηγή φόβου, ήταν επονείδιστο. Στα τέλη του 19ου αιώνα ο φόβος της έσχατης ένδειας δεν συνδεόταν κατά κύριο λόγο με την απογοήτευση επειδή δεν μπορούσε κάποιος «να αφήσει πίσω του» κληρονομήσιμα πλούτη. Το να πεθάνεις χωρίς να αφήσεις περιουσία στην οικογένειά σου μπορεί να ήταν απερίσκεπτο, αλλά δεν ενέπνεε τρόμο. Αντίθετα, ο φόβος της φτώχειας ήταν φόβος ότι «θα περάσεις τις τελευταίες μέρες σου στο πτωχοκομείο» και επομένως «θα ταφείς δημοσία δαπάνη και θα αναπαύεσαι αιωνίως στον αγρό του κεραμέως», μοίρα που προκαλούσε ανησυχία σε πολλούς απόρους στα τέλη εκείνου του αιώνα. Το άτομο που πέθαινε σε έσχατη ένδεια θα το ξαπόστελναν να αναπαυτεί οριστικά μαζί με αγνώστους σε κάποιον μαζικό τάφο και θα τον σκέπαζαν με στρώμα από άσβηστο ασβέστη για να επιταχύνουν την αποσύνθεση. Δεν θα τοποθετούσαν πλάκα να μνημονεύει τη ζωή του, κι αυτό θα επιβεβαίωνε συμβολικά ότι κανείς δεν θα θυμόταν τον θάνατο του απόρου, ούτε βέβαια θα τον θρηνούσε. Και μόνον ο φόβος ότι θα μπορούσες να έχεις τέτοια μοίρα θα μπορούσε να είναι θανάσιμος…
Joanna Bourke, «Φόβος, στιγμιότυπα από τον πολιτισμό του 19ου και του 20ού αιώνα»
(Ελεύθερος Σκοπευτής, Επενδυτής, 30/3/2013)