Του Κωστή Παπαγιώργη
Σήκωσε το λάβαρο ο Παλαιών Πατρών Γερμανός; Υπήρξε ή δεν υπήρξε το κρυφό σχολειό; Σύνολο το Έθνος διερωτάται και αναμένει απάντηση για να δει τι θα κάνει. Οι ιστορικοί –με γλωσσοδέτη και συγκαταβατική γενικολογία–, οι παπάδες –πάντα στο κάτω παραθύρι και φωνή από τα βάθη του 19ου αι.–, οι παρατρεχάμενοι με άρες μάρες κουκουνάρες.
Πέρα από την προφανή παρωδία, είναι βέβαιο ότι τα 9/10 του πληθυσμού γνωρίζουν για το ’21 ό,τι έμαθαν στο δημοτικό και στο λύκειο. Τότε παραδίδονται τα μεγάλα «ιστορικά» διδάγματα, οπότε, ό,τι εγκολπωθεί ο μαθητής ή ο έφηβος, το κρατάει ισοβίως. Ξεχνιέται μήπως το συγκινητικό ποιημάτιο: «Απ’ έξω μαυροφόρα απελπισιά / πυκνής σκλαβιάς χειροπιαστό σκοτάδι / και μέσα στη θολόκλειστη εκκλησιά / την εκκλησιά που παίρνει κάθε βράδυ / την όψη του σχολειού[…]»;
Το καθεστώς του οθωμανού κατακτητή-σφαγέα ήταν απαραίτητο στην ιδεολογία του νεοπαγούς κρατιδίου -για όλα έφταιγε ο «τούρκος», κατά συνέπεια ο αλυτρωτισμός θα θεράπευε τις πληγές του Γένους που έγινε Έθνος εν μια νυκτί, και θα το οδηγούσε στα μεγάλα πεπρωμένα του. Σε περιόδους κρίσης η ιστορική αλήθεια δεν κάνει καλό. Πώς να διδάξουν στα παιδιά οι διδάσκαλοι του ελεύθερου Έθνους ότι η Επανάσταση δεν έγινε αυθόρμητα άλλα επεβλήθη έξωθεν; Στη μυστικοσυνέλευση της Βοστίτσας, για παράδειγμα, όταν ο Φλέσσας κατέφθασε αρειμάνιος, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός απάντησε: «Πού όπλα; Πού χρήματα; Πού στόλος εφωδιασμένος; Οποίον αρχηγόν έχωμεν δια να αντιπαλαίση το τρομερώτατον θηρίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας; Το περισσότερον πλήθος των λαών δεν γνωρίζει πώς γεμίζονται τα όπλα!» Αντί τούτου προτιμήθηκε η ανύψωση του λαβάρου κ.λπ. Το «καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή / παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή» προεβλήθη ως μυστικός κωδικός των πληθυσμών.
Δεν είχαν όμως έτσι τα πράγματα. Οι εγγλέζοι ιστορικοί παρατηρούν ότι το ρωμαίικο εκείνη την εποχή ήταν οικονομική αυτοκρατορία. Απλούστατα διότι είχε στα χέρια του το εμπόριο της Ανατολικής Μεσογείου. Όσο για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, δεν είχε μόνο τον δικό μας απελευθερωτικό πόλεμο να αντιμετωπίσει. Πολεμούσε με τη Ρωσία, είχε την απειλή της Περσίας, και βέβαια κατά τόπους εξεγέρσεις από Σερβία, ηγεμονίες, Ουγγαρία, Ήπειρο, Κρήτη, Συρία, Αίγυπτο κ.λπ. Οι τούρκοι ιστορικοί σχεδόν αγνοούν τα «μεγάλα συμβάντα» της δικής μας Επανάστασης. Σημειώνουν πάντως την άγρια σφαγή στην Τριπολιτσά, την οποία αποσιωπούμε εμείς – πάντα για ευνόητους λόγους.
Η συγγραφή νέων ιστορικών αναγνωσμάτων δεν είναι βέβαια αθώα. Υπακούει σε έξωθεν πάλι ντιρεκτίβες οι οποίες συνοψίζονται στο απλό συμπέρασμα: ας τελειώνουμε με την κενή ηρωολογία και την εθνικιστική λογοκοπία. Τι θα γίνει όμως με το κοινό φρόνημα που διαπλάστηκε δυο αιώνες τώρα και δεν ξεριζώνεται με καμιά παναγία; Η εκπαίδευση, με άλλα λόγια, καλείται να παραδεχθεί ότι επί 170 χρόνια ψευδολογούσε με άλλοθι την εθνική συνοχή.
Και δεν είναι βέβαια το «κρυφό σχολειό» το διαφιλονικούμενο ζήτημα. Εκείνο που προέχει είναι η «αφανής Ιστορία» του τόπου που πρέπει να γίνει γνωστή. Το παράδειγμα της Ύδρας είναι καίριο. Με αμιγώς αρβανίτικο πληθυσμό, αυτό το λιμάνι που πλούτισε από το ναυτεμπόριο χωρίς να έχει ούτε έναν Οθωμανό στο έδαφός του, καθικέτευσε τον Καπουδάν Πασά να αποσταλεί ένας διοικητής διότι «ο τόπος δεν τιμονιάζεται». Όσο για το σχολείο –που κανείς δεν το απαγόρευε– ο δάσκαλος που θα αναλάμβανε να διδάξει τα υδραιόπουλα όφειλε πρώτα να μάθει την αρβανίτικη διάλεκτο, για να διδάξει κατόπιν την ελληνική γλώσσα. Οι Υδραίοι ήταν αναλφάβητοι. Ο Μιαούλης όχι μόνο δεν ήξερε να βάλει την υπογραφή του αλλά μπέρδευε τα άρθρα και έλεγε «ο γυναίκας μου»…
Όποιος πλήρωνε, είχε σχολείο. Απλώς το σχολείο, φανερό πάντα, δεν ήταν είδος πρώτης ανάγκης. Επειδή λοιπόν τα λίγα κολλυβογράμματα τα ήξεραν οι ιερείς, εύκολα ταυτίστηκε η εκκλησία και το μοναστήρι με το σχολειό. Μόνο στον Μοριά υπήρχαν 2.400 ιερείς. Να μην ξεχνάμε και την άποψη πού ήθελε τα μοναστήρια «κυψέλες άχρηστων κηφήνων».
Ο νεοέλλην πολίτης, όποιος κι αν είναι, θα πρέπει να καταλάβει ότι αν δεν κινήσει λιγάκι το χεράκι του προκοπή δε βλέπει. Τα φανερά σχολεία ήταν πάρα πολλά, τόσα πολλά που αν τα μάθει –υπάρχουν πολλά βιβλία περί τούτου– θα μείνει κεχηνώς. Κεχηνώς επίσης θα μείνει αν επιτέλους διαπιστώσει ότι η υπόδουλη χώρα δεν τελούσε υπό καθεστώς «τόνα χτύπαε τ’ άλλο από την απελπισιά», αλλά ότι πλησιάζοντας στην Επανάσταση είχε δικαιώματα, λαϊκό πολιτισμό, άρχοντες, πλούτο, διανοούμενους, μεγάλους αξιωματούχους στην Πύλη, και βέβαια ότι η Εκκλησία αποτελούσε έναν πανίσχυρο «παρακρατικό οργανισμό», όπως γράφουν οι ιστορικοί.
Αυτό που κατέστησε τη χώρα άλυτο γρίφο είναι το πού επιτέλους ανήκει. Είναι χώρα της Ανατολής; Χαμένο μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας; Βαλκανικό κρατίδιο με όλα τα συμπαρομαρτούντα; Κληρονόμος του μεγαλύτερου πολιτισμού; Ιστορικό λάθος;
Ανάρτηση από: http://www.lifo.gr