Συνδικάτα και σωματεία εισπράττουν τη συσσωρευμένη απαξίωση και τη δυσπιστία του κόσμου
Του Τάσου Βαρούνη
Είναι κάπως περίεργο που στην Ελλάδα του 2016, σε μια χώρα που καταρρέει αλλά ταυτόχρονα αναζητά έναν νέο κύκλο αντιστάσεων, η 1η Μάη αποτελεί μια ακόμα συνηθισμένη μέρα. Γιατί όσο κι αν φωνάξουμε «δεν είναι αργία είναι απεργία», η Πρωτομαγιά αποτελεί κυρίως ευκαιρία για λίγη ξεκούραση και περισσότερο παραπέμπει σε ανοιξιάτικα στεφάνια παρά στην εργατική τάξη. Είναι πολλές οι επέτειοι που έχασαν το χαρακτήρα τους. Που ξέμειναν στα χέρια «ειδικών» για να τις χειριστούν με το δικό τους τρόπο. Πότε θα ανοίξουν τα μαγαζιά, σε ποια πλατεία θα γίνει συγκέντρωση, ποιο πανό θα είναι στην κεφαλή της πορείας, ποιο λογύδριο θα υπερισχύσει σε ταξική μεροληψία. Κι όταν κάτι νοηματοδοτείται διαμέσου φορέων και αντιλήψεων καθυστερημένων, τότε είναι δύσκολο να ανασάνει και να τοποθετηθεί κάπως στην εποχή και τις ανάγκες της.
Εδώ και χρόνια δεν υπάρχει κάτι που να μοιάζει με εργατικό κίνημα. Όχι πως υπάρχει κάποιο αιώνιο πρότυπο αναφοράς, κάθε άλλο. Ούτε βέβαια καταργήθηκαν οι αγώνες και οι αντιστάσεις των εργαζομένων. Έχουμε μπει στη φάση όπου το πρόβλημα δεν είναι τι θα προτείνουν τα συνδικάτα και τα σωματεία αλλά ότι αυτά απολαμβάνουν την απαξίωση του κόσμου. Η απόσταση είναι πια τεράστια. Αυτό που προσφέρεται από τους «εκπρόσωπους» δεν μπορεί να πείσει. Για την ακρίβεια είναι εκπρόσωποι μονάχα στα χαρτιά. Και αυτό μόνο για τους τυχερούς κλάδους εργαζομένων, αφού για τους περισσότερους δεν υπάρχει απολύτως κανένα πλαίσιο αναφοράς, συλλογικότητας, διεκδίκησης, προστασίας.
Το θέμα είναι, προφανώς, πιο σύνθετο. Γιατί είναι κυρίως οι διαρκείς αναδιαρθρώσεις του καπιταλιστικού συστήματος που δημιουργούν ένα περιβάλλον ολότελα νέο. Οι ανάλογες μεταμορφώσεις της ζωντανής εργασίας απαιτούν πια διαφορετικούς όρους ενοτήτων. Πρέπει να ληφθεί υπόψη ο κατακερματισμός, η ευελιξία, η προσωρινότητα, η γνώση που κλέβεται αλλά και οι ικανότητες που γεννά η νέα παραγωγική και κοινωνική συγκρότηση σε κάθε χώρα. Ακόμα και ο τρόπος ένταξης προσφύγων και μεταναστών αποτελεί δύσκολο ζήτημα. Οι τόποι όπου θα ξεσπάσουν αμφισβητήσεις και ρήξεις δεν εντοπίζονται μονάχα σε μεγάλους εργασιακούς χώρους, ούτε καν αποκλειστικά στα ζητήματα της εργασίας. Σήμερα, το διεθνές προλεταριάτο είναι πιο πολυάριθμο από παλιότερα, είναι όμως αρκετά διαφορετικό. Σε υπόσταση, ρόλο, φυσιογνωμία. Παρ’ όλα αυτά ήταν πάντα η οικοδόμηση μιας αντιθετικής συνείδησης -και άρα πολιτικής- που προχωρούσε μπροστά τα πράγματα και όχι μια μηχανιστική και κοινωνιολογική οπτική «αυτοί έχουν συμφέρον αυτό, εκείνοι το άλλο, άρα αυτοί ενώνονται με αυτούς» κ.o.κ.
Το θέμα είναι, προφανώς, πιο σύνθετο. Γιατί είναι κυρίως οι διαρκείς αναδιαρθρώσεις του καπιταλιστικού συστήματος που δημιουργούν ένα περιβάλλον ολότελα νέο. Οι ανάλογες μεταμορφώσεις της ζωντανής εργασίας απαιτούν πια διαφορετικούς όρους ενοτήτων. Πρέπει να ληφθεί υπόψη ο κατακερματισμός, η ευελιξία, η προσωρινότητα, η γνώση που κλέβεται αλλά και οι ικανότητες που γεννά η νέα παραγωγική και κοινωνική συγκρότηση σε κάθε χώρα. Ακόμα και ο τρόπος ένταξης προσφύγων και μεταναστών αποτελεί δύσκολο ζήτημα. Οι τόποι όπου θα ξεσπάσουν αμφισβητήσεις και ρήξεις δεν εντοπίζονται μονάχα σε μεγάλους εργασιακούς χώρους, ούτε καν αποκλειστικά στα ζητήματα της εργασίας. Σήμερα, το διεθνές προλεταριάτο είναι πιο πολυάριθμο από παλιότερα, είναι όμως αρκετά διαφορετικό. Σε υπόσταση, ρόλο, φυσιογνωμία. Παρ’ όλα αυτά ήταν πάντα η οικοδόμηση μιας αντιθετικής συνείδησης -και άρα πολιτικής- που προχωρούσε μπροστά τα πράγματα και όχι μια μηχανιστική και κοινωνιολογική οπτική «αυτοί έχουν συμφέρον αυτό, εκείνοι το άλλο, άρα αυτοί ενώνονται με αυτούς» κ.o.κ.
Αντιφάσεις και αμηχανία
Ραντεβού και καλέσματα, πλατφόρμες και προγράμματα, επίλυση διαδικαστικών θεμάτων και βολέματα, κόντρες μηχανισμών και εκλογές, πορείες-λιτανείες και στάσεις εργασίας. Αυτός είναι πάνω-κάτω ο κόσμος του συνδικαλιστικού κινήματος. Όχι, δεν είναι όλοι ίδιοι. Το πλαίσιο όμως δεν αμφισβητείται και πολύ και αυτές οι συνήθειες επιβάλλονται εν πολλοίς σε όλους, ακόμα και στους αντιπάλους τους. Και όλη αυτή η κατάσταση παρασιτεί και αναπαράγεται, όσο δεν υπάρχει τίποτα να την αντικαταστήσει. Κι εδώ ξεκινά η αμηχανία. Γιατί αυτή η αίσθηση ανημποριάς και ματαιότητας που έχει δημιουργήσει η χρόνια «χρήση» αυτού του πλαισίου -«σιγά μην κερδίσουμε τίποτα έτσι»- στενεύει συχνά τα περιθώρια να πράξουμε διαφορετικά.
Ζούμε σήμερα -όσοι εργάζονται- μια μεγάλη αντίφαση. Ελάχιστοι πια πιστεύουν ότι θα τη γλιτώσουν. Ότι τα πράγματα δεν θα χειροτερέψουν ή ότι για κάποιο λόγο θα εξαιρεθούν από την όποια υποβάθμιση. Μα παρ’ όλα αυτά, οι αγώνες προτείνονται και διεξάγονται ωσάν αυτό να είναι εφικτό. Σαν να υπάρχουν ακόμα χαραμάδες και ελπίδες. Αυτή είναι μια βασική γραμμή του «συνδικαλιστικού κινήματος», μαζί πάντα με τη Δευτέρα Παρουσία. Κι εδώ, επί της ουσίας, βρίσκεται το πρόβλημα. Ο συντεχνιασμός και ο διεκδικητισμός ζουν και βασιλεύουν. «Το δικό μου», «το δικό μας», «το συμφέρον μας». Μα αυτού του τύπου η συνείδηση δεν φτάνει σήμερα για να τα βάλει με το «τέρας». Και σίγουρα είναι προβληματική, αν το ζήτημα δεν είναι μόνο η επιβίωση του καθενός αλλά μια άλλη κοινωνική κατάσταση. Διαστάσεις που στην εποχή μας συμπλέκονται με τρόπο αναγκαστικό.
Πρωτομαγιά του 2016 ενάντια στην «Δεύτερη φορά Αριστερά». Ποιος θα το περίμενε. Η κυβέρνηση-συντεχνία των δανειστών θα αρχίσει σε λίγο να κατηγορεί όσους αντιδρούν ότι κοιτούν την πάρτη τους. Είναι, όμως, κι αυτό ένα ακόμα δίδαγμα. Για την ανάγκη ανεξαρτησίας ενός «κοινωνικού πόλου», τη δυνατότητά του να καθορίζει εξελίξεις. Κυρίως, όμως, για τη φυσιογνωμία του. Όχι μιας τάξης, όχι μιας κατηγορίας εργαζομένων, όχι κάποιων στρωμάτων, όχι οριζόμενο απευθείας και αποκλειστικά από τα ιδιαίτερα υλικά του κίνητρα. Ούτε όμως και αντιπροσωπευόμενου από ένα ή περισσότερα κόμματα, από κάποιες συνδικαλιστικές σφραγίδες. Αλλά ενός λαϊκού υποκειμένου με στόχο την απελευθέρωση της χώρας και των ανθρώπων της από τα σύγχρονα δεσμά.
Ανάρτηση από: http://www.e-dromos.gr