Του Λευτέρη Ζαβλιάρη
Καλοκαίρι του 2022 στη Χαλκιδική. Ανάμεσα στους πολύβουους δρόμους που έχουν επιστρέψει σε ρυθμούς του 2019 μετά τα δύο «άνυδρα» τουριστικά καλοκαίρια της πανδημίας, οι επισκέπτες πέραν όλων των άλλων θα δουν στις επαρχιακές οδούς από πάγκους μελισσοκόμων που πωλούν μέλι και άλλα μελισσοκομικά είδη, μέχρι ολόκληρα καταστήματα που διαφημίζουν το περίφημο προϊόν της μέλισσας.
Η μελισσοκομία στη χώρα μας είναι μια εκτεταμένη δραστηριότητα, είτε σε επαγγελματικό είτε σε ερασιτεχνικό επίπεδο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2021, που ήταν μια μέτρια χρονιά, εξήχθησαν από τη χώρα μας προς τις διεθνείς αγορές περισσότερα από 6,3 εκατ. κιλά μελιού, με κύριους προορισμούς την Ιταλία, τη Γερμανία και τη Γαλλία.
Ωστόσο, η γλυκύτητα που φέρνει το μέλι στους καταναλωτές, πικραίνει τα τελευταία χρόνια μελισσοκόμους και επιστήμονες, μεταφέροντας μάλιστα ανησυχητικά δεδομένα.
Οι μέλισσες στην Ελλάδα, όπως και σε όλη την Ευρώπη πεθαίνουν, οδηγώντας πολλές φορές την επιστημονική κοινότητα στο να χτυπήσει το καμπανάκι, καθώς οι απώλειες μελισσιών μπορούν να φέρουν αλυσιδωτές αντιδράσεις.
Οι απώλειες
Η περσινή χρονιά είχε αναταράξεις για την ελληνική μελισσοκομία. Οι πυρκαγιές σε Βόρεια Εύβοια και Αττική, που αποτελούν μελισσοκομικούς προορισμούς, οδήγησε σε αιφνίδια μείωση των μελισσιών και μειωμένη παραγωγή. Φέτος εκτιμάται ότι τα πράγματα θα πάνε καλύτερα. Το κακό είναι όμως ότι συγκεντρωτικές καταγραφές για τις απώλειες των μελισσιών στη χώρα μας δεν υπάρχουν με ότι μπορεί να σημαίνει αυτό για την αξιολόγηση της κατάστασης από την επιστημονική κοινότητα.
Όπως αναφέρει στη Voria.gr, «οι απώλειες στα μελισσοσμήνη υπάρχουν κάθε χρόνο και είναι διαφορετικές. Δεν είναι φαινόμενο δηλαδή με την ίδια μορφή σε όλες τις περιοχές χρόνο με τον χρόνο».
Σύμφωνα με την ερευνήτρια, μερικές φορές έχουν καταγραφεί απώλειες πάνω από 10%,(σε ορισμένες περιοχές έως και 40%) κάτι που δεν θεωρείται φυσιολογικό.
Σε αυτήν την περίπτωση οι αρμόδιοι ερευνητές αναζητούν τις αιτίες.
Πώς πεθαίνουν τα μελίσσια
Σύμφωνα με τα διεθνή δεδομένα, οι αιτίες που οδηγούν στον θάνατο τις μέλισσες είναι πολλές, όμως οι βασικές είναι τρεις και σε αυτές εστιάζουν οι επιστήμονες.
Βασικό ρόλο στην υγεία ενός μελισσιού παίζουν οι ασθένειες που μπορεί να το προσβάλλουν.
Το άκαρι «varroa», αποτελεί έναν διαρκή πονοκέφαλο για τον μελισσοκόμο. Δημιουργεί μεγάλη ζημιά σε ένα μελίσσι εάν το προσβάλει και είναι το μόνο για το οποίο οι μελισσοκόμοι στην Ευρώπη έχουν άδεια να χρησιμοποιήσουν χημικά σκευάσματα.
Οι περισσότεροι χρησιμοποιούν χημικά σκευάσματα τα οποία όμως αφήνουν υπολείμματα. Ναι μεν σκοτώνουν το άκαρι, αλλά δημιουργούν ανθεκτικότητα σε αυτό, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με τον άνθρωπο και τη συνεχή λήψη αντιβιοτικών. Παράλληλα δημιουργούνται ζητήματα και στην άμυνα του οργανισμού της μέλισσας.
«Τα χημικά δεν είναι πια αποτελεσματικά, οι μελισσοκόμοι δεν το αντιλαμβάνονται γιατί θεωρούν ότι έκαναν τη θεραπεία, αλλά στο τέλος δεν μπορούν να αιτιολογήσουν την απώλεια του μελισσιού», σημειώνει η Φανή Χατζήνα.
Η έλλειψη τροφής είναι ένα ακόμα αγκάθι για την ελληνική και ευρωπαϊκή μελισσοκομία.
Η κλιματική αλλαγή έχει αλλάξει την περίοδο της άνθησης των φυτών, μεγαλώνοντας και τον ανταγωνισμό στα μελίσσια για την εύρεση τροφής.
Οι μελισσοκόμοι έχουν αναφέρει πολλές φορές πως αντιμετωπίζουν ζήτημα με την εύρεση τροφής, θρέψης και καλύτερης ενδυνάμωσης του μελισσιού.
Το τρίτο μεγάλο ζήτημα είναι η χρήση των φυτοφαρμάκων στην αγροτική παραγωγή.
Ο μελισσοκόμος μπορεί να ελέγξει τη θρέψη και να κάνει κάποια πράγματα για τις ασθένειες, ωστόσο δεν μπορεί να ελέγξει το φυτοφάρμακο.
«Σε αυτήν την περίπτωση πρέπει να πάρει τα μελίσσια και να φύγει. Δεν μπορούμε να δούμε άμεσα τα αποτελέσματα της επίδρασης του φυτοφαρμάκου, αφού βρίσκεται στη γύρη που αποθηκεύουν οι μέλισσες. Τα αποτελέσματα φαίνονται δυστυχώς την επόμενη άνοιξη, δημιουργώντας ερωτήματα σχετικά με την απώλεια των μελισσιών», λέει η κ. Χατζήνα.
Οι συνέπειες
Εδώ και μια δεκαετία και πλέον υπάρχει επιστημονική αντίδραση σχετικά με τις απώλειες των μελισσιών, ώστε να μελετηθεί ο λόγος που χάνονται μελισσοσμήνη και να βρεθούν λύσεις.
Υπάρχει συνεχής επικοινωνία με το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, ώστε να ληφθούν μέτρα, αφού απώλεια μελισσιών σημαίνει και απώλεια άγριων μελισσών, γεγονός που οδηγεί εκτός από την απώλεια προϊόντων της μελισσοκομίας και σε απώλεια αγροτικής παραγωγής, αφού η μέλισσα είναι ο βασικός επικονιαστής.
Καλλιέργειες όπως οι αμυγδαλιές, οι ηλίανθοι, τα λαχανικά, τα οπωροφόρα δέντρα δεν θα μπορούν να δώσουν εύκολα καρπό.
Ανησυχούν οι μελισσοκόμοι
Η μείωση των μελισσοσμηνών απασχολούσε πάντα τους μελισσοκόμους, ωστόσο η φετινή χρονιά έχει ιδιαιτερότητες.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του Μελλισοκομικού Συλλόγου Λαγκαδά Θωμά Τρουλλίδη, «οι απώλειες στα μελίσσια είναι κάτι που απασχολεί συνεχώς έναν μελισσοκόμο, όπως για παράδειγμα απασχολεί έναν που καλλιεργεί κηπευτικά αν θα ρίξει χαλάζι και θα καταστρέψει την παραγωγή.
Μια επιπλέον ανησυχία για τους μελισσοκόμους φέτος είναι, σύμφωνα με τον κ. Τρουλλίδη, είναι η αύξηση του ενεργειακού κόστους που ισοδυναμεί με αύξηση του κόστους παραγωγής.
«Οι μελισσοκόμοι στην Ελλάδα έχουμε την ιδιαιτερότητα ότι μετακινούμαστε συνέχεια. Αυτό σημαίνει ότι με ακριβότερα καύσιμα έχουμε περισσότερο κόστος για τη μεταφορά των μελισσιών μας και αυτό μεγαλώνει και το κόστος παραγωγής», αναφέρει ο πρόεδρος των Μελισσοκόμων του Λαγκαδά.
Οι πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Τον Ιούνιο του 2021, κατά τη διάρκεια ψηφοφορίας για τη νέα Στρατηγική Βιοποικιλότητας 2030, οι ευρωβουλευτές ζήτησαν την άμεση αναθεώρηση της πρωτοβουλίας της Ε.Ε. για τους επικονιαστές, προκειμένου να συμπεριληφθεί ένα φιλόδοξο πανευρωπαϊκό πλαίσιο παρακολούθησής τους, με σαφείς στόχους και δείκτες. Ενέκριναν επίσης τον στόχο μείωσης της χρήσης των πιο επικίνδυνων και χημικών φυτοφαρμάκων κατά 50%.
Μόνο στην Ευρωπαϊκή Ένωση περίπου το 84% των καλλιεργούμενων φυτών και το 78% των άγριων λουλουδιών εξαρτώνται, τουλάχιστον εν μέρει, από την επικονίαση κι ένας από τους βασικούς επικονιαστές είναι η μέλισσα. Η επικονίαση από έντομα ή άλλα ζώα ευνοεί την αύξηση των ποικιλιών και της ποιότητας φρούτων, λαχανικών, ξηρών καρπών και σπόρων.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις, περίπου 5% έως 8% της παγκόσμιας καλλιέργειας φυτών αποδίδεται άμεσα στην επικονίαση από ζώα.
Ανάρτηση από: https://sioualtec.blogspot.com