Του Βαγγέλη Πισσία
Δεν είναι εύκολο να μιλήσεις για την δραματική τροπή της πολιτικής κατάστασης στην Αίγυπτο προπαντός αν αυτό πρέπει να γίνει εν μέσω πένθους πολλών εκατοντάδων νεκρών. Ιδιαίτερα όταν δεν προτίθεσαι να περιοριστείς σε μια μανιχαϊστική περιγραφή της και να μιλήσεις μόνο για κάποια αυτονόητα.
Η έλευση στην εξουσία του ανατραπέντος από τον στρατό προέδρου Μόρσι συντελέστηκε με την μεγάλη εξέγερση του αιγυπτιακού λαού το 2011. Σε αυτήν πρωτοστάτησαν κινήματα, οργανώσεις αλλά και οργισμένο πλήθος προερχόμενο από ευρύτατα κοινωνικά στρώματα, μεταξύ αυτών και της (αιγυπτιακής) γης οι κολασμένοι. Τα κεντρικά αιτήματα αφορούσαν στις πολιτικές ελευθερίες, στα κοινωνικά δικαιώματα και στην κοινωνική δικαιοσύνη. Στην εξέγερση άρχισε να συμμετέχει βαθμιαία, μετά από μια περίοδο επιφυλακτικότητας και αναμονής, το κίνημα των Αδελφών Μουσουλμάνων (Α.Μ.), το οποίο, προσθέτοντας το ανθρώπινο και οργανωτικό του βάρος, καθόρισε την μορφή αλλά και το περιεχόμενο της ανατροπής.
Στην μεταβατική περίοδο διαπραγματεύσεων, χειρισμών και αναδιατάξεων που ακολούθησε, κυρίαρχο ρόλο διαδραμάτισε ο στρατός, που οδήγησε τη χώρα στις προεδρικές εκλογές (Ιούνης 2012). Ο υποψήφιος της αιγυπτιακής Μουσουλμανικής Αδελφότητας Μόρσι, εκλέχτηκε στον δεύτερο γύρο των εκλογών λαμβάνοντας ποσοστό 51,7% υποστηριζόμενος από τους σαλαφιστές του κόμματος Αλ Νουρ (που αποκλείστηκε) αλλά και μέρος των αντιπάλων του παλιού καθεστώτος.
Στον πρώτο γύρο ωστόσο, ο Μόρσι έλαβε ποσοστό μόνον 24,8%, έναντι του διαγραμμένου αντιπάλου του από το ίδιο κόμμα Αμπούλ Φοτούχ ο οποίος έλαβε το 17,5%, υποστηριζόμενος κυρίως από τμήματα της εξεγερμένης μουσουλμανικής νεολαίας όλων των πολιτικών «οριζόντων». . Ο Νασερικός υποψήφιος Χαμντίν Σαμπάχι έλαβε 21%, ενώ ο υποψήφιος του παλιού καθεστώτος έλαβε 23,7%. Η αποχή ανήλθε στο 54%. Συμπέρασμα συνεπώς πρώτο, η παρούσα ηγετική ομάδα των Α.Μ. υπερψηφίστηκε στον ανοιχτό πρώτο γύρο των εκλογών από το 13% του εγγεγραμμένου εκλογικού σώματος και το συνολικό ρεύμα του πολιτικού Ισλάμ από το 20%.
* * *
Στην παραπάνω περιγραφή, που δείχνει ότι η πρωτογενής υποστήριξη της ηγετικής ομάδας Μόρσι από τον Αιγυπτιακό λαό ήταν μάλλον περιορισμένη, θα πρέπει να προστεθεί και το γεγονός ότι οι θρησκευτικές και πολιτικές διαφορές εντός του πολιτικού Ισλάμ, σε θεμελιώδη ζητήματα, ήταν και παραμένουν πολύ σημαντικές. Συμπέρασμα δεύτερο: Η έκβαση της εκλογικής αναμέτρησης -για την πραξικοπηματική παραβίαση της οποίας γίνεται μεγάλη συζήτηση- ήταν σχετικά μόνον υποστηρικτική προς την ηγετική ομάδα Μόρσι και το, όποιο, πρόγραμμά της. Αντίθετα εξέφραζε, μάλλον πρόδηλα, την θέλησή του αιγυπτιακού λαού να συν-διακυβερνηθεί, εξαιρουμένων βέβαια από αυτήν των παλαιο-καθεστωτικών. Στην περίπτωση αυτή οι διαιρέσεις θρησκευόμενων και κοσμικών, οι ενδο-θρησκευτικές και ενδο-μουσουλμανικές διαιρέσεις καθώς και οι πολιτικο-ιδεολογικές διαιρέσεις θα ετίθεντο προσωρινά υπό καθεστώς συνύπαρξης και ασταθούς, έστω, ισορροπίας.
Η ηγετική ομάδα Μόρσι δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να λάβει αυτό το μήνυμα. Ακόμη και όταν, αρχές Ιούνη, οι περίπου χίλιοι Άραβες πολίτες, από όλες τις αραβικές χώρες και την διασπορά, άνθρωποι με πολιτική ιστορία και πολιτική δράση δεκαετιών, όπως και πολλοί νεότεροι που πήραν μέρος στις εξεγέρσεις, εκπρόσωποι ενός ευρύτατου πολιτικο-ιδεολογικού και θρησκευτικού φάσματος, συναντήθηκαν στο Κάϊρο και συζήτησαν επι 4 μέρες, καταλήγοντας σ’ενα συνθετικό και προνοητικό «φετφά», η ηγετική ομάδα Μόρσι δεν κατάλαβε. Υποβόσκουσα θρησκευτική καθεστωτική εμμονή, μοναρχομανία, μεσιανισμός ή / και κάτι άλλο;
.
Μετά τις εκλογές, η κυβέρνηση Μόρσι επέλεξε να συγκυβερνήσει μόνο με τον στρατό, με τον υποτίθεται ευμενώς διακείμενο στους Α.Μ. στρατηγό Αμπντέλ Φατάχ Αλ-Σίσι (τον οποίο ο ίδιος ο Μόρσι έχρισε αρχηγό του στρατεύματος), αποσπώντας και την άμεση ευλογία ενός τμήματος του διεθνούς παράγοντα. Επιδίωξε την ευμενή ουδετερότητα των ΗΠΑ και της Δύσης γενικότερα, όπως και την άμεση υποστήριξη κρατών που ασκούν περιφερειακή πολιτική (κυρίως Τουρκία και Κατάρ). Ενεπλάκη συνακόλουθα στις κρίσεις της Λιβύης και της Συρίας, αποδεχόμενη το αιτούμενο αντίτιμο υποστήριξης των σχεδίων τους. Παράλληλα προσχώρησε στον υποστηριζόμενο από τα πλούσια σε πετρέλαιο σουνιτικά βασίλεια και εμιράτα της Αραβικής Χερσονήσου θρησκευτικό διχασμό Σουνιτών-Σιϊτών. Στο θέμα της Παλαιστίνης τα βήματα που έκανε –ή μάλλον δεν έκανε-, παρά τις κατηγορίες που τώρα του προσάπτονται, υπήρξαν πολύ συγκρατημένα και οι σχέσεις με την Χαμάς απέβλεπαν κυρίως στην ένταξή της στο αντισιϊτικό σχέδιο.
Η πολιτική του Μωχάμεντ Μόρσι, ιδιαίτερα η εσωτερική, θεωρήθηκε από αυτούς που πρωτοστάτησαν στην εξέγερση του 2011 οικονομικά ανύπαρκτη, πολιτικά αυταρχική και κοινωνικά διχαστική. Γι’ αυτό και βγήκαν την περασμένη άνοιξη (2013) στους δρόμους ξανά, με αιτήματά δίκαια που βρήκαν απρόσμενη απήχηση. Βέβαια, στις κινητοποιήσεις τους εισχώρησαν καιροσκοπικά και οι νοσταλγοί του παλαιού καθεστώτος. Τον Ιούνη η κυβέρνηση Μόρσι κατέστειλε με την βία τους διαδηλωτές, οδηγώντας, αυτή πρώτη, την χώρα στο χείλος της μεγάλης ρήξης.
*****
Αντίθετα με τις μεγάλες προσδοκίες που γέννησε η ανατροπή του Μουμπάρακ, η ηγετική ομάδα Μόρσι, δεν επιδίωξε την ευρύτερη εφικτή συσπείρωση του αιγυπτιακού λαού προκειμένου να προχωρήσει στην ανόρθωση της χώρας του, αλλά υιοθέτησε καθεστωτική λογική και, ακόμη χειρότερα, εκτέθηκε στα περιφερειακά γεωπολιτικά παιχνίδια. Έτσι εντάχθηκε, με την προτροπή και των ΗΠΑ, στον βραχύβιο, ασταθή και αμφίβολης σκοπιμότητας άξονα Κατάρ-Τουρκίας, προσφέροντας ένα ακόμη πολιτικό εργαλείο για την ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ στην Συρία.
Αυτά όμως ίσχυαν ως τις αρχές του 2013. Γιατί τότε τα δεδομένα άλλαξαν, ο Άσαντ με την στήριξη της Ρωσίας και όχι μόνον αυτής, δεν έπεσε. Συγχρόνως, τόσο η Δύση όσο και το Ισραήλ, αντιλήφθηκαν ότι η εργαλειοποίηση σαλαφιστών πολεμιστών και οι οσμώσεις διαφορετικών εκφάνσεων του πολιτικού Ισλάμ φέρνουν προς αυτούς μαύρα σύννεφα που μπορούν να υπερβούν τα ανεπαρκώς ελεγχόμενα από αυτούς όρια. Τότε η γεωπολιτική θεώρηση του Αμερικανο-ισραηλινού άξονα αναθεωρήθηκε και η αντίστροφη μέτρηση άρχισε. Στο Κατάρ τον εμίρη πατέρα διαδέχθηκε ο υιός, η γηρασμένη αλλά ακόμη ισχυρή Σαουδική Αραβία πήρε προβάδισμα, ενώ ο Μόρσι κλήθηκε να πραγματοποιήσει την αναδίπλωσή του. Τότε η ηγετική ομάδα των Α.Μ. προσπάθησε να βγει από την αυτοπαγίδευσή της με φυγή προς τα μπρος. Με την επιλογή της όμως αυτή έδωσε στον αμφίθυμο μέχρι τότε στρατό την αφορμή για να επέμβει.
* * *
Ο στρατός στην σημερινή Αίγυπτο δεν είναι, όπως άλλοτε, το ίδιο το καθεστώς. Είναι όμως πυλώνας καθεστωτικός, ιδιοτελής αλλά και εν μέρει αυτοτελής, με ισχυρή οικονομική βάση. Λειτουργεί ως εργαλείο, με περιθώρια όμως διαπραγμάτευσης ή και αποστασιοποίησης από το όλον κράτος και τον ξένο επικυρίαρχο. Η μετά Μουμπάρακ ηγεσία του στρατού -και κυρίως το σώμα του στρατεύματος που τον αποτελεί- δεν διαθέτουν, από την ίδια τους την φύση, δημοκρατική ηθική καθώς προτάσσουν μια ρεαλιστική -εν’ πολλοίς αμοραλιστική- λογική εθνικού συμφέροντος.. Η λογική αυτή του αιγυπτιακού στρατού, αποκομμένη από το ευρύ κοινωνικό, αδέσμευτο και πατριωτικό φαντασιακό της εποχής του Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ, είναι αυτή που τον ώθησε σε μια ενέργεια μονοσήμαντα κατασταλτική, μιλιταριστική, υπεράσπισης της εθνικής ακεραιότητας και αποτροπής του προδιαγραφόμενου εμφυλίου. Ενός εμφυλίου που πιθανόν, όπως στην Συρία, θα αντιπαρέθετε τους παλαιο-καθεστωτικούς, στηριζόμενους στα ισχυρά εσωτερικά και εξωτερικά ερείσματά τους, από την μια πλευρά, και τους σκληρούς πυρήνες του πολιτικού και θεοκρατικού Ισλάμ, υποστηριζόμενους από τα αντίστοιχα δικά τους ερείσματα, από την άλλη πλευρά. Αυτή η λογική του στρατού ενθαρρύνθηκε και αξιοποιήθηκε στην παρούσα κρίση από τους παράγοντες εκείνους –Αμερικανοϊσραηλινός άξονας, Σαουδική Αραβία και Η.Α. Εμιράτα- που είδαν τους Α.Μ., όταν κατέρευσε ο Μουμπάρακ, ως μια προσωρινά αναγκαία γι’ αυτούς παρένθεση.
Εάν η πολιτική στρατηγική των Αδελφών Μουσουλμάνων που περιγράψαμε, σύμφωνα με την γνωστή ρήση του Φουσέ, δεν ήταν απλά έγκλημα αλλά ήταν λάθος, η βιαιότητα της επέμβασης του Αιγυπτιακού στρατού, την φονική Τετάρτη της 14 Αυγούστου, ήταν και έγκλημα και λάθος.
Η αποξένωση της ηγετικής ομάδας των Α.Μ. από μεγάλο τμήμα της αιγυπτιακής κοινωνίας, που την έφτασε στην εχθρότητα και την κατασταλτική βιαιότητα, καθώς και η περιχαράκωση της σε ένα και μοναδικό αίτημα, αυτό της διατήρησης του Μόρσι στην προεδρία, ήταν δρόμος αποδυνάμωσης της επιρροής της και φθοράς. Τα περιθώρια επιβίωσης των κινητοποιήσεων, μέρα με την μέρα μίκραιναν. Ήταν προδιαγεγραμμένο πως αργά ή γρήγορα θα οδηγούνταν σε κρίση και σε αυτό που θεωρούσαν συμβιβασμό.
Ο στρατός δεν είχε λόγο να σπεύσει να επέμβει κατασταλτικά κι’ η αγριότητα της επέμβασης του ήταν απολύτως ασύμμετρη με το ίδιο το φθίνον γεγονός των καθιστικών διαμαρτυριών. Ο λόγος που την προκάλεσε πρέπει συνεπώς να αναζητηθεί σε κάποιες «αδιερεύνητες σκοπιμότητες» αλλά και στην υπερίσχυση στους κόλπους του της εγγενούς ανορθολογικότητας της μιλιταριστικής λογικής. .
******
Συμπτωματικά ή όχι, στην δυτική πολιτική σκέψη τόσο της δεξιάς όσο και της αριστεράς, κυριαρχούν δύο στερεότυπα που θεωρούν την δημοκρατία συνώνυμη με την δημοκρατική επιλογή της πολιτικής εξουσίας και την πολιτική εξουσία επικαθοριστική και κυρίαρχη επί των άλλων εξουσιών. Πέρα όμως από το γεγονός της απροσμέτρητης υποκρισίας που εμπεριέχεται στην προβολή αυτών των στερεοτύπων στις καθ’ ημάς δυτικές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες υπάρχει και η μεσανατολική πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που δημιουργήθηκε, εξελίχθηκε και ακόμη διατηρείται με την χρήση των περισσότερο αποτρόπαιων και αντιδημοκρατικών εργαλείων της παλαιάς και νεότερης αποικιοκρατίας. Μια πραγματικότητα που υποστηρίζεται από μηχανισμούς έξωθεν ελεγχόμενους και η οποία δεν επέτρεψε σε αυτήν την κεντρική για τον πλανήτη περιοχή να χειραφετηθεί.
Ο Γκαλάλ Αμίν, θεωρούμενος και πατέρας των Αιγύπτιων οικονομολόγων, στο πολύ πρόσφατο έργο του «Ιστορία της Αιγυπτιακής οικονομίας» αναφέρεται στον «φαύλο κύκλο του εξωτερικού χρέους» και στο, αν και ευτελές, επί 2 χρόνια αιωρούμενο αλλά ουδέποτε καταβαλλόμενο δάνειο των 4.8 δισ. $ του ΔΝΤ. Αυτό το ασήμαντο για μια τόσο μεγάλη χώρα ποσό, μαζί με τα δάνεια του Κατάρ, αποτέλεσαν ωστόσο το διακύβευμα και τον μοχλό ενός εκβιασμού που πληρώθηκε με το βαρύ, για τον αιγυπτιακό λαό, αντίτιμο που αναφέρθηκε πιο πάνω.
Τελευταίο, επί του παρόντος, συμπέρασμα. Ο στρατός στην σημερινή Αίγυπτο δεν προτίθεται να κυβερνήσει. Αν και ισχυρός, με αυτοτελή οικονομική βάση, συνδεδεμένος άμεσα με το αμερικανικό γεωπολιτικό κέντρο διατηρείται σε κάποιο βαθμό αυτόνομος, ιδιότροπα εθνικός. Η Αίγυπτος είναι η μεγαλύτερη αραβική μουσουλμανική χώρα (σε ποσοστό 87%), το πολιτικό Ισλάμ επηρεάζει ικανό, όχι όμως το πλειοψηφικό, τμήμα τους, οι Α.Μ. είναι η σεβαστή, σημαντικότερη αλλά όχι ενιαία έκφρασή του. Η Αίγυπτος έχει συγχρόνως βαθειά, αυτοτελή, κοσμική πολιτική παράδοση. Εκτός από Ιστορία έχει πολλών γενεών και ειδών νεότερο πολιτισμό, είναι χώρα-έθνος ανοιχτό. Είναι όμως βυθισμένη σε βαθειά κοινωνική και οικονομική-εξαρτησιακή κρίση. Αυτές είναι οι πολλές της πραγματικότητες. Εάν μπορέσει, εξαιρώντας τους παλαιο-καθεστωτικούς και αντιρροπώντας τις ξένες επιρροές, να τις ανασυνθέσει σ’ ένα μεταβατικό σχέδιο συν-υπαρκτικό, θα βρει τον δρόμο της.
* Δρ Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων, συντονιστής πρωτοβουλίας «ένα καράβι για τη Γάζα – F.F.C.»
Ανάρτηση από: http://www.efsyn.gr