Η κρίση, ως λέξη, ως έννοια, ισοδυναμεί με μια δραματικότατη και κραυγαλέα, χωρίς μεταπολεμικό προηγούμενο πτώση του βιοτικού επιπέδου και άρα μείωση της οικονομικής δύναμης, οφθαλμοφανώς όχι όμως στον ίδιο βαθμό για όλους: περισσότερο για τους πολλούς, λιγότερο για κάποιους, καθόλου για μερικούς, αλλά οπωσδήποτε και με βελτίωσή της για ορισμένους. Με αποτέλεσμα να προκύπτει ένα πολύ σοβαρό ζήτημα ηθικής τάξεως, και όχι μόνον: Αυτή η διαβάθμιση των κοινωνικών ομάδων σύμφωνα με το πόσο επλήγη η οικονομική τους δύναμη, πόσο αναλογική είναι σε σύγκριση με την ευθύνη, που τους καταλογίζεται για την κρίση;
Εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι η κυβερνώσα πολιτική τάξη επέρριψε ήδη από τις πρώτες ημέρες της κρίσης μείζονα ευθύνη στους πληγέντες, κατάμουτρα και αδιακρίτως. Έτσι, οι Έλληνες είδαν και άκουσαν να χαρακτηρίζονται τεμπέληδες, φοροφυγάδες, διεφθαρμένοι, ξιπασμένοι, επιδειξιομανείς, φετιχιστές κ.τ.τ. Ανάμεσα σε όλα τούτα τα προηγούμενα, άλλα τους ρητά και άλλα υπονοούμενα, άλλοτε στοχευμένα και άλλοτε διάσπαρτα, εξαπολύθηκε σε βάρος της πιο πληγείσας ομάδας και η επιπρόσθετη κατηγορία του εκμαυλιστή. Του “εκμαυλιστή” καθώς, για να περισπάσει την εικόνα του εντελώς αμέτοχου και άμοιρου ευθυνών, η κυβερνώσα πολιτική τάξη αναγνώρισε προσχηματικά ως μερίδιο που της αναλογούσε όλο κι όλο το ότι παραστράτησε ένεκα του ενδοτισμού της απέναντι στις πελατειακές σχέσεις.
Την πρωτοφανή αυτή για τα παγκόσμια χρονικά αντιστροφή του λαϊκού κατηγορητηρίου την τροφοδότησε η αναμενόμενη προσπάθεια της κυβερνώσας πολιτικής τάξης να προφυλαχθεί, και να περιορίσει τις απώλειες της. Κατέστησε δυσδιάκριτη τη διαφορά ανάμεσα στον “υπόλογο” και τον “υπεύθυνο”, μετέθεσε τη δική της υπαιτιότητα, και την έκρυψε μέσα σε μια πολιτικά αφηρημένη κι επιστημονικά ανεδαφική γενίκευση, με αποκλειστική επιδίωξη να εμφανισθεί εντέλει η ίδια ως εκπρόσωπος καλών προθέσεων και ως ικανή να είχε προλάβει το κακό, άρα και ως ικανή να το θεραπεύσει, ενώ για βιτρίνα αυτοκάθαρσης και συναίσθησης των περιστάσεων προέταξε κάτι απρόθυμες ψευτομειώσεις αποδοχών για τα μάτια του κόσμου, αμόλησε κάτι μπαρούφες για δίχτυα κοινωνικής προστασίας, ενώ προέβη και στην ανέξοδη παραχώρηση να θυσιάσει κανά δυο-τρία μέλη της, τύπου Τσοχατζόπουλου και Παπακωνσταντίνου.
Εξέχοντα ρόλο στην αυτοδιασωστική της επιχείρηση διαδραμάτισε ο Θόδωρος Πάγκαλος, συνεπικουρούμενος ουχ ήττον από πολλούς αναιδέστατους συναδέλφους του. Για τα δικά τους συμφέροντα, κάποια μάλιστα επάλληλα με εκείνα των εδώ εκπροσώπων τους, βρέθηκαν στο πλευρό του με την απαξιωτική ρητορική τους λαϊκιστές Βορειοευρωπαίοι πολιτικοί και Μ.Μ.Ε., τύπου Μέρκελ-Σόιμπλε και Focus-Bild, αντιστοίχως. Το κρίμα, η πιο θλιβερή πτυχή της ίδιας ιστορίας είναι ότι την όλη μηχανή κατέληξε να λιπαίνει η ψυχολογία του κοινωνικού αυτοματισμού η οποία ευδοκιμεί σε κρίσεις ακόμα και με μικρότερη έκταση της δικής μας, με συνέπεια μερίδες του πληθυσμού να στοχοποιούν η μία την άλλη κατά περίπτωση, υιοθετώντας ασυναίσθητα ρόλο διανομέα του καπνού που έριξε η εξουσία ως προπέτασμα. Πολύ πιο συνειδητά συμμετείχαν και συμμετέχουν ακόμα στο ίδιο εγχείρημα ομοτράπεζοι και υποψήφιοι ομοτράπεζοι: πολιτικά στελέχη, επαγγελματίες διανοούμενοι, πάσης φύσεως αφελείς κι επιπόλαιοι κ.α.
Στη διάρκεια όλης αυτής της περιπέτειας, ωστόσο, δεν ακούστηκε από την κυβερνώσα πολιτική τάξη ούτε κουβέντα, ούτε μια, ούτε καν μισή, για το μερίδιο ευθύνης που αναλογεί στους Έλληνες ολιγάρχες –ούτε ως εξαίρεση όπως κάνει κάποιες φορές ο ξένος Τύπος. Η προφανής εξήγηση είναι ότι η πολιτική εξουσία στηρίζεται σε αυτούς. Ποτέ δεν θα διενοείτο να τους εκθέσει στο ελάχιστο, και να θέσει έτσι σε κίνδυνο τις σχέσεις της μαζί τους, μόνο και μόνο για να αμβλύνει ένα ζήτημα, όπως είπαμε, ηθικής τάξεως.
Δυστυχώς όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, αλλά, αλλοίμονο, είναι ακόμα χειρότερα. Η κυβερνώσα τάξη δεν έχει εναποθέσει μόνον την τρέχουσα επιβίωσή της πάνω στα Μ.Μ.Ε., που αυτοί ελέγχουν· αλλά μέσα από μια φαύλη σχέση ανταποδοτικότητας και ανταλλαγμάτων, τους έχει προστατεύσει κι εξακολουθεί να τους διαφυλάσσει ως αδιατάρακτους συνεχιστές του παραγωγικού και χρηματοπιστωτικού τμήματος της Οικονομίας. Πέρα από τις διάφορες μικρές και μεγάλες εξυπηρετήσεις, βλέπει σε αυτούς ολόθυμα τον μοναδικό και αναπόφευκτο μοχλό, που θα καταστήσει εφικτή την όποια, όποτε, αναπτυξιακή προοπτική. Με τη μαγειρική των αριθμών δε ως προς την ανάπτυξη, και με διπλή ευθύνη της κατά τούτο, η κυβερνώσα πολιτική τάξη τους καθιστά προνομιακούς απολήπτες και τελικούς διαχειριστές των δάνειων κεφαλαίων που εισέρχονται στη χώρα, ενώ στο μεταξύ βαρύνεται περαιτέρω η εθνική Οικονομία, αλλά κι ένα προς ένα όλα τα φορολογούμενα μέλη του πληθυσμού.
Όλα τούτα, βέβαια, μόνον θεωρητικά ως προς την ανάπτυξη, δεδομένου ότι η κυβερνώσα πολιτική τάξη δεν έχει λόγους να σκάσει για πραγματικές διαστάσεις της, εφ’ όσον εξασφαλίζει την όπως-όπως μακροημέρευσή της με εικονικές μεθόδους.
Αλλά, έστω θεωρητικά, λοιπόν, απέναντι σε ένα «γιατί, παρακαλώ αυτή η άδικη τακτική, γιατί αυτή η προνομιακή συμπεριφορά απέναντι στους ολιγάρχες;», η ουσιαστική απάντηση στην οποία συσκευάζεται τούτη η πρακτική που ακολουθεί η κυβερνώσα πολιτική τάξη είναι ένα πρόχειρο «και πώς αλλιώς; Αυτό έχουμε, αυτό ξέρουμε, αυτό εμπιστευόμαστε ως πυρήνα της Οικονομίας». Η δε πολιτικού τύπου απάντηση που συνοδεύει την προηγούμενη είναι «αρκεί να είμαστε συνεπείς προς τις απαιτήσεις των δανειστών, ώστε να συνεχίζεται η χρηματοδοτική ροή, που εξασφαλίζει τις προϋποθέσεις». Αν ωστόσο το ερώτημα ηθικής τάξεως ήθελε καταστεί πιεστικότερο, τότε σε αυτό μπορεί να δοθεί μόνο μια ιδεολογικού τύπου απάντηση, που το υποτάσσει τελικά σ’ έναν έωλο οικονομικό ρεαλισμό: «μόνον έτσι και μόνο μέσα από αυτή την οικονομική διαδικασία θα αποκατασταθούν στο μέλλον οι αδικίες, που γεννούν τώρα αυτό το ίδιο το ηθικό ερώτημα».
Νομίζω ότι δεν είναι απαραίτητο να είναι κανείς Αριστερός για να εννοήσει ότι κάτι τέτοιο όμως είναι αδύνατον, ακόμα κι αν η ελληνική Οικονομία στα χάλια που βρίσκεται άρχιζε να λειτουργεί υπό αυτούς τους όρους από χθες και σε όλη της την έκταση σαν δακτυλοδεικτούμενο υπόδειγμα καλοκουρδισμένου ελβετικού ρολογιού. Αν δεν το καταλαβαίνει κάποιος αυτό δεν είναι Δεξιός· είναι ή ψεύτης ή εξωγήινος.
Κι αν έχει νόημα μια πολιτική αλλαγή, είναι για να αλλάξει αυτό. Διότι όλο αυτό δεν λέγεται πάντως ούτε ανοικτή οικονομία, ούτε σεβασμός στη δημοκρατία και τους κανόνες της, ούτε υπεράσπιση του Κράτους Δικαίου, ούτε εθνικό προσκλητήριο, ούτε πατριωτική αφύπνιση, ούτε αγάπη για την πατρίδα, ούτε έγνοια για το λαό της, ούτε πίστη στο φιλότιμο του Έλληνα, ούτε προσήλωση στο Ευρωπαϊκό ιδεώδες και τις αρχές του, ούτε τίποτε από όλα αυτά τα διάφορα εντελώς κενά περιεχομένου, τα οποία αρθρώνονται ελευθερόστομα και πομποδώς από όσους αποδεδειγμένα υπηρετούν τα ακριβώς αντίθετα στην πράξη, και βιώνουμε καθημερινά εμείς οι ίδιοι, άλλοτε ο ένας, άλλοτε ο άλλος και πιο συχνά όλοι μαζί. Α, το αποδεικνύει επίσης ο πιστοποιημένος δισταγμός ξένων για προκομμένες επενδύσεις, πίσω από της κουίντες του Λώρενς της Αραβίας, του Ξυπόλυτου Πρίγκηπα, της Θείας από το Σικάγο κ.τ.τ. Και το κυριότερο, όλο αυτό δεν λέγεται συναίσθηση της κρίσης, πόσο μάλλον γνώση κι επίγνωση των παραγόντων που οδήγησαν σε αυτήν.
Φαντάζομαι ότι κανείς δεν πιστεύει πως είναι δυνατόν να ελπίσουμε σε κάποια έξοδο από την κρίση, με ταυτόχρονη πολιτική άγνοια του τι την προκάλεσε. Φυσικά, θεωρώ ότι κάποιος που επιζητεί αυτήν την πολυπόθητη πολιτική συνείδηση είναι δυνατόν να δεχθεί για την κρίση τις εξηγήσεις που δίδει ευθέως ή πλαγίως η κυβερνώσα πολιτική τάξη. Δεν έχω παρά να του ευχηθώ κι εγώ με τη σειρά μου kalo kouragio!
Ανάρτηση από: http://sotosblog.com
Εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι η κυβερνώσα πολιτική τάξη επέρριψε ήδη από τις πρώτες ημέρες της κρίσης μείζονα ευθύνη στους πληγέντες, κατάμουτρα και αδιακρίτως. Έτσι, οι Έλληνες είδαν και άκουσαν να χαρακτηρίζονται τεμπέληδες, φοροφυγάδες, διεφθαρμένοι, ξιπασμένοι, επιδειξιομανείς, φετιχιστές κ.τ.τ. Ανάμεσα σε όλα τούτα τα προηγούμενα, άλλα τους ρητά και άλλα υπονοούμενα, άλλοτε στοχευμένα και άλλοτε διάσπαρτα, εξαπολύθηκε σε βάρος της πιο πληγείσας ομάδας και η επιπρόσθετη κατηγορία του εκμαυλιστή. Του “εκμαυλιστή” καθώς, για να περισπάσει την εικόνα του εντελώς αμέτοχου και άμοιρου ευθυνών, η κυβερνώσα πολιτική τάξη αναγνώρισε προσχηματικά ως μερίδιο που της αναλογούσε όλο κι όλο το ότι παραστράτησε ένεκα του ενδοτισμού της απέναντι στις πελατειακές σχέσεις.
Την πρωτοφανή αυτή για τα παγκόσμια χρονικά αντιστροφή του λαϊκού κατηγορητηρίου την τροφοδότησε η αναμενόμενη προσπάθεια της κυβερνώσας πολιτικής τάξης να προφυλαχθεί, και να περιορίσει τις απώλειες της. Κατέστησε δυσδιάκριτη τη διαφορά ανάμεσα στον “υπόλογο” και τον “υπεύθυνο”, μετέθεσε τη δική της υπαιτιότητα, και την έκρυψε μέσα σε μια πολιτικά αφηρημένη κι επιστημονικά ανεδαφική γενίκευση, με αποκλειστική επιδίωξη να εμφανισθεί εντέλει η ίδια ως εκπρόσωπος καλών προθέσεων και ως ικανή να είχε προλάβει το κακό, άρα και ως ικανή να το θεραπεύσει, ενώ για βιτρίνα αυτοκάθαρσης και συναίσθησης των περιστάσεων προέταξε κάτι απρόθυμες ψευτομειώσεις αποδοχών για τα μάτια του κόσμου, αμόλησε κάτι μπαρούφες για δίχτυα κοινωνικής προστασίας, ενώ προέβη και στην ανέξοδη παραχώρηση να θυσιάσει κανά δυο-τρία μέλη της, τύπου Τσοχατζόπουλου και Παπακωνσταντίνου.
Εξέχοντα ρόλο στην αυτοδιασωστική της επιχείρηση διαδραμάτισε ο Θόδωρος Πάγκαλος, συνεπικουρούμενος ουχ ήττον από πολλούς αναιδέστατους συναδέλφους του. Για τα δικά τους συμφέροντα, κάποια μάλιστα επάλληλα με εκείνα των εδώ εκπροσώπων τους, βρέθηκαν στο πλευρό του με την απαξιωτική ρητορική τους λαϊκιστές Βορειοευρωπαίοι πολιτικοί και Μ.Μ.Ε., τύπου Μέρκελ-Σόιμπλε και Focus-Bild, αντιστοίχως. Το κρίμα, η πιο θλιβερή πτυχή της ίδιας ιστορίας είναι ότι την όλη μηχανή κατέληξε να λιπαίνει η ψυχολογία του κοινωνικού αυτοματισμού η οποία ευδοκιμεί σε κρίσεις ακόμα και με μικρότερη έκταση της δικής μας, με συνέπεια μερίδες του πληθυσμού να στοχοποιούν η μία την άλλη κατά περίπτωση, υιοθετώντας ασυναίσθητα ρόλο διανομέα του καπνού που έριξε η εξουσία ως προπέτασμα. Πολύ πιο συνειδητά συμμετείχαν και συμμετέχουν ακόμα στο ίδιο εγχείρημα ομοτράπεζοι και υποψήφιοι ομοτράπεζοι: πολιτικά στελέχη, επαγγελματίες διανοούμενοι, πάσης φύσεως αφελείς κι επιπόλαιοι κ.α.
Στη διάρκεια όλης αυτής της περιπέτειας, ωστόσο, δεν ακούστηκε από την κυβερνώσα πολιτική τάξη ούτε κουβέντα, ούτε μια, ούτε καν μισή, για το μερίδιο ευθύνης που αναλογεί στους Έλληνες ολιγάρχες –ούτε ως εξαίρεση όπως κάνει κάποιες φορές ο ξένος Τύπος. Η προφανής εξήγηση είναι ότι η πολιτική εξουσία στηρίζεται σε αυτούς. Ποτέ δεν θα διενοείτο να τους εκθέσει στο ελάχιστο, και να θέσει έτσι σε κίνδυνο τις σχέσεις της μαζί τους, μόνο και μόνο για να αμβλύνει ένα ζήτημα, όπως είπαμε, ηθικής τάξεως.
Δυστυχώς όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, αλλά, αλλοίμονο, είναι ακόμα χειρότερα. Η κυβερνώσα τάξη δεν έχει εναποθέσει μόνον την τρέχουσα επιβίωσή της πάνω στα Μ.Μ.Ε., που αυτοί ελέγχουν· αλλά μέσα από μια φαύλη σχέση ανταποδοτικότητας και ανταλλαγμάτων, τους έχει προστατεύσει κι εξακολουθεί να τους διαφυλάσσει ως αδιατάρακτους συνεχιστές του παραγωγικού και χρηματοπιστωτικού τμήματος της Οικονομίας. Πέρα από τις διάφορες μικρές και μεγάλες εξυπηρετήσεις, βλέπει σε αυτούς ολόθυμα τον μοναδικό και αναπόφευκτο μοχλό, που θα καταστήσει εφικτή την όποια, όποτε, αναπτυξιακή προοπτική. Με τη μαγειρική των αριθμών δε ως προς την ανάπτυξη, και με διπλή ευθύνη της κατά τούτο, η κυβερνώσα πολιτική τάξη τους καθιστά προνομιακούς απολήπτες και τελικούς διαχειριστές των δάνειων κεφαλαίων που εισέρχονται στη χώρα, ενώ στο μεταξύ βαρύνεται περαιτέρω η εθνική Οικονομία, αλλά κι ένα προς ένα όλα τα φορολογούμενα μέλη του πληθυσμού.
Όλα τούτα, βέβαια, μόνον θεωρητικά ως προς την ανάπτυξη, δεδομένου ότι η κυβερνώσα πολιτική τάξη δεν έχει λόγους να σκάσει για πραγματικές διαστάσεις της, εφ’ όσον εξασφαλίζει την όπως-όπως μακροημέρευσή της με εικονικές μεθόδους.
Αλλά, έστω θεωρητικά, λοιπόν, απέναντι σε ένα «γιατί, παρακαλώ αυτή η άδικη τακτική, γιατί αυτή η προνομιακή συμπεριφορά απέναντι στους ολιγάρχες;», η ουσιαστική απάντηση στην οποία συσκευάζεται τούτη η πρακτική που ακολουθεί η κυβερνώσα πολιτική τάξη είναι ένα πρόχειρο «και πώς αλλιώς; Αυτό έχουμε, αυτό ξέρουμε, αυτό εμπιστευόμαστε ως πυρήνα της Οικονομίας». Η δε πολιτικού τύπου απάντηση που συνοδεύει την προηγούμενη είναι «αρκεί να είμαστε συνεπείς προς τις απαιτήσεις των δανειστών, ώστε να συνεχίζεται η χρηματοδοτική ροή, που εξασφαλίζει τις προϋποθέσεις». Αν ωστόσο το ερώτημα ηθικής τάξεως ήθελε καταστεί πιεστικότερο, τότε σε αυτό μπορεί να δοθεί μόνο μια ιδεολογικού τύπου απάντηση, που το υποτάσσει τελικά σ’ έναν έωλο οικονομικό ρεαλισμό: «μόνον έτσι και μόνο μέσα από αυτή την οικονομική διαδικασία θα αποκατασταθούν στο μέλλον οι αδικίες, που γεννούν τώρα αυτό το ίδιο το ηθικό ερώτημα».
Νομίζω ότι δεν είναι απαραίτητο να είναι κανείς Αριστερός για να εννοήσει ότι κάτι τέτοιο όμως είναι αδύνατον, ακόμα κι αν η ελληνική Οικονομία στα χάλια που βρίσκεται άρχιζε να λειτουργεί υπό αυτούς τους όρους από χθες και σε όλη της την έκταση σαν δακτυλοδεικτούμενο υπόδειγμα καλοκουρδισμένου ελβετικού ρολογιού. Αν δεν το καταλαβαίνει κάποιος αυτό δεν είναι Δεξιός· είναι ή ψεύτης ή εξωγήινος.
Κι αν έχει νόημα μια πολιτική αλλαγή, είναι για να αλλάξει αυτό. Διότι όλο αυτό δεν λέγεται πάντως ούτε ανοικτή οικονομία, ούτε σεβασμός στη δημοκρατία και τους κανόνες της, ούτε υπεράσπιση του Κράτους Δικαίου, ούτε εθνικό προσκλητήριο, ούτε πατριωτική αφύπνιση, ούτε αγάπη για την πατρίδα, ούτε έγνοια για το λαό της, ούτε πίστη στο φιλότιμο του Έλληνα, ούτε προσήλωση στο Ευρωπαϊκό ιδεώδες και τις αρχές του, ούτε τίποτε από όλα αυτά τα διάφορα εντελώς κενά περιεχομένου, τα οποία αρθρώνονται ελευθερόστομα και πομποδώς από όσους αποδεδειγμένα υπηρετούν τα ακριβώς αντίθετα στην πράξη, και βιώνουμε καθημερινά εμείς οι ίδιοι, άλλοτε ο ένας, άλλοτε ο άλλος και πιο συχνά όλοι μαζί. Α, το αποδεικνύει επίσης ο πιστοποιημένος δισταγμός ξένων για προκομμένες επενδύσεις, πίσω από της κουίντες του Λώρενς της Αραβίας, του Ξυπόλυτου Πρίγκηπα, της Θείας από το Σικάγο κ.τ.τ. Και το κυριότερο, όλο αυτό δεν λέγεται συναίσθηση της κρίσης, πόσο μάλλον γνώση κι επίγνωση των παραγόντων που οδήγησαν σε αυτήν.
Φαντάζομαι ότι κανείς δεν πιστεύει πως είναι δυνατόν να ελπίσουμε σε κάποια έξοδο από την κρίση, με ταυτόχρονη πολιτική άγνοια του τι την προκάλεσε. Φυσικά, θεωρώ ότι κάποιος που επιζητεί αυτήν την πολυπόθητη πολιτική συνείδηση είναι δυνατόν να δεχθεί για την κρίση τις εξηγήσεις που δίδει ευθέως ή πλαγίως η κυβερνώσα πολιτική τάξη. Δεν έχω παρά να του ευχηθώ κι εγώ με τη σειρά μου kalo kouragio!
Ανάρτηση από: http://sotosblog.com