Του Δημήτρη Μηλάκα
Τα δυο - τρία τελευταία χρόνια παρακολουθούμε κλιμάκωση της πίεσης που ασκεί η Τουρκία στις ελληνικές κυβερνήσεις ζητώντας ουσιαστικά την αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάννης, η οποία αποτελεί τον θεμέλιο λίθο των ελληνοτουρκικών σχέσεων μετά το 1922. Η εν λόγω συνθήκη, θα πρέπει να σημειωθεί, επιβλήθηκε από τους νικητές στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο στην ηττημένη Τουρκία. Ωστόσο, ταυτόχρονα, έλαβε υπόψη και την ελληνική συντριβή στη Μικρά Ασία.
Σήμερα, έναν αιώνα μετά, η Τουρκία προβάλλει ως φιλόδοξη περιφερειακή υπερδύναμη και θεωρεί ότι έχει τις δυνάμεις να διεκδικήσει κάποια απ’ όσα έχασε τότε. Αυτήν ακριβώς την περίοδο, απέναντι στην ισχυρή και φιλόδοξη Τουρκία η Ελλάδα βρίσκεται εξαντλημένη από τη δεκαετή κρίση, εξασθενημένη κοινωνικά - πολιτικά και υπό στενή εποπτεία σε οικονομικό επίπεδο. Ίσως δεν θα υπάρξει για την Τουρκία πιο κατάλληλη στιγμή για να διεκδικήσει από την Ελλάδα ό,τι θεωρεί πως αδίκως έχασε έναν αιώνα πριν.
Οι τρέχουσες εντάσεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις έχουν προφανές ιστορικό υπόβαθρο, το οποίο ξεκινά από τους σκληρούς αγώνες των δύο εθνών για την κυριαρχία και τη διανομή των εδαφών της περιοχής. Ωστόσο οι σημερινές αντιπαραθέσεις Αθήνας και Άγκυρας δεν έχουν τις ρίζες τους στις μάχες του 1821, ούτε καν σ’ αυτές που δόθηκαν έναν αιώνα αργότερα και κατέληξαν στη Μικρασιατική Καταστροφή, καθώς, όπως είπαμε, το 1922 η Συνθήκη της Λωζάννης διευθέτησε τα όρια της συνύπαρξης δύο γειτονικών χωρών.
Τα τρέχοντα προβλήματα των ελληνοτουρκικών σχέσεων θα μπορούσε κάποιος να διακρίνει ότι ξεκινούν από τη δεκαετία του 1950, όταν οι δύο χώρες ως αμερικανικά προτεκτοράτα έγιναν μέλη του ΝΑΤΟ. Τότε ακριβώς άρχισαν οι ελληνοτουρκικές εντάσεις στην Κύπρο, οι διωγμοί των Ελλήνων της Πόλης και η παγίωση μιας ατμόσφαιρας καχυποψίας, η οποία αναζητούσε αφορμές και ευκαιρίες για να εκδηλωθεί ως ανοιχτή ένταση.
Παρακολουθούμε το τελευταίο διάστημα την ένταση με την οποία η Τουρκία προβάλλει τις απαιτήσεις της έναντι της Ελλάδας. Πρόκειται για απαιτήσεις οι οποίες συνεχίζονται όμοιες και απαράλλακτες, παρότι οι δύο χώρες βρέθηκαν στο χείλος του πολέμου τέσσερις φορές τα τελευταία σαράντα πέντε χρόνια: Το 1974 με την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, το 1976 και το 1987 με τα τουρκικά ερευνητικά πλοία «Χόρα» και «Σισμίκ» και τις έρευνες που επιχείρησαν στο Αιγαίο και το 1996 με την κρίση των Ιμίων.
Το αντικείμενο της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης είναι, προφανώς, η κυριαρχία επί του Αιγαίου και η κατοχύρωση δικαιωμάτων επί του προσδοκώμενου ορυκτού - πετρελαϊκού του πλούτου.
Το απτό αποτέλεσμα της παγιωμένης επί δεκαετίες ελληνοτουρκικής διπλωματικής σύγκρουσης είναι ότι τελικά οι ΗΠΑ έχουν θέσει το Αιγαίο υπό τη ΝΑΤΟϊκή τους ομπρέλα και κατά συνέπεια υπό τον απόλυτο έλεγχό τους.
Χειροπιαστά κέρδη από τον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό αποκομίζουν επίσης οι πολεμικές βιομηχανίες πρώτα και κύρια των ΗΠΑ, αλλά και της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Βρετανίας και της Ρωσίας. Κέρδη κολοσσιαία, καθώς οι δύο χώρες ξοδεύουν μέχρι και το 5% επί του ΑΕΠ τους!
Κάπως έτσι λοιπόν –ειδικά για τη χρεοκοπημένη σήμερα Ελλάδα–, ακόμη κι αν τελικά στο Αιγαίο υπάρχουν πετρέλαια, τα προσδοκώμενα έσοδα βρίσκονται ήδη στα χέρια των πιστωτών της. Αυτών δηλαδή –Αμερικανών, Γερμανών, Γάλλων και λοιπών εντιμότατων ομολογιούχων– που δάνειζαν τις ελληνικές κυβερνήσεις για να ξοδέψουν τα μισά στις πολεμικές τους βιομηχανίες, με τις συνακόλουθες μίζες, και τα υπόλοιπα για την εγχώρια πολιτική πελατεία...
Οι βεβαιότητες ή προσδοκίες περί ύπαρξης πετρελαίου στο Αιγαίο εμφανίζονται ζωηρά στο προσκήνιο το 1973. Η χούντα των συνταγματαρχών –μαριονέτα των Αμερικανών, ας μην το ξεχνάμε– προχώρησε σε ερευνητικές γεωτρήσεις νοτιοανατολικά της Λήμνου. Οι έρευνες πραγματοποιήθηκαν, εννοείται, από αμερικανική εταιρεία και δεν προκάλεσαν, εκείνη τη στιγμή, την παραμικρή αντίδραση από την πλευρά της Τουρκίας.
Η αντίδραση της Άγκυρας άρχισε να εκδηλώνεται τον Νοέμβριο του 1973, όταν τα θεμέλια του ελληνικού δικτατορικού καθεστώτος άρχισαν να τρίζουν με την εξέγερση του Πολυτεχνείου και τα ενδοχουντικά ξεκαθαρίσματα λογαριασμών με τον παραμερισμό του Παπαδόπουλου από τον Ιωαννίδη.
Τότε ακριβώς η κυβέρνηση στην Άγκυρα παραχώρησε στην τουρκική εταιρεία TPAO άδειες για πετρελαϊκές έρευνες σε 27 περιοχές. Ήταν η πρώτη απροκάλυπτη τουρκική διεκδίκηση επί της ελληνικής υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο. Στις διαμαρτυρίες της Αθήνας η Άγκυρα απάντησε με την πραγματοποίηση νέων ερευνών στο Αιγαίο με το ερευνητικό σκάφος «Chandarli», το οποίο συνόδευαν 37 πλοία του τουρκικού Πολεμικού Ναυτικού! Η ελληνοτουρκική ένταση στο Αιγαίο έναν χρόνο αργότερα, το καλοκαίρι του 1974, ξεσπά πάνω στις ανοιχτές πληγές της Κύπρου, με τις γνωστές τραγικές συνέπειες...
Έχοντας κατά νου πως αυτό που κερδίζει κάποιος στο πεδίο της μάχης δύσκολα το χάνει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, η Άγκυρα, αφού εδραιώνει τη στρατιωτική της κατοχή στο βόρειο τμήμα της Κύπρου, συνεχίζει την έμπρακτη προώθηση των θέσεών της στο Αιγαίο.
Δύο χρόνια μετά την εισβολή στην Κύπρο η Τουρκία, τον Ιούλιο του 1976, βγάζει ένα ακόμη ερευνητικό πλοίο της στο Αιγαίο, το «Χόρα», αγνοώντας την ελληνική πρόταση για παραπομπή του διακανονισμού της υφαλοκρηπίδας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Το «Χόρα» στις 6 και 7 Αυγούστου 1976 παραβίασε την ελληνική υφαλοκρηπίδα στις περιοχές γύρω από τη Λήμνο και τη Λέσβο κλιμακώνοντας επικίνδυνα την κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Τη σύγκρουση αποσόβησε η υπογραφή του «εμπιστευτικού» Πρωτοκόλλου της Βέρνης, με το οποίο οι δύο χώρες συμφώνησαν να απέχουν από έρευνες στο Αιγαίο πέραν των χωρικών τους υδάτων
Σύμφωνα με έγγραφο της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα που υπέκλεψε για λογαριασμό της ελληνικής κυβέρνησης ο Ελληνοαμερικανός υπάλληλος του αμερικανικού ΥΠΕΞ Στίβεν Λάλας υπάρχει κοίτασμα με ένα δισεκατομμύριο βαρέλια πετρέλαιο στη Θάσο, στην περιοχή Μπάμπουρας. Σε περιοχή που η Ελλάδα, με βάση το Πρωτόκολλο της Βέρνης, δεν έχει δικαίωμα να ερευνήσει και να εκμεταλλευτεί. Σύμφωνα με το αμερικανικό τηλεγράφημα:
«Η διαμάχη Ελλάδας - Τουρκίας για την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου δεν θα πρέπει να συγχέεται με τις διαφωνίες τους για τα χωρικά ύδατα, ένα άλλο ενδεχομένως καυτό θέμα, που όμως αυτή τη στιγμή είναι στο περιθώριο. Οι διαφορές τους για την υφαλοκρηπίδα έχουν οδηγήσει σε περισσότερες από μία αναμετρήσεις ανάμεσα στις δύο χώρες τις δύο τελευταίες δεκαετίες.
Ωστόσο, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μιας ιδιωτικής εταιρείας, υπάρχουν πάνω από ένα δισεκατομμύριο βαρέλια πετρέλαιο στην (πετρελαιοφόρο) περιοχή ανοικτά του Αιγαίου κοντά στη Θάσο και με την πιθανότητα να ευρεθούν κι άλλα κοιτάσματα στην περιοχή μπορεί να υπάρξουν επαρκή κίνητρα και για τις δύο πλευρές να βρουν, τουλάχιστον εν μέρει, λύσεις σε μια διαμάχη η οποία συνοψίζεται («to find at least partial solutions to a dispute which boils down») σ’ ένα ερώτημα: αν τα νησιά του Αιγαίου έχουν υφαλοκρηπίδα».
Με αυτές τις διατυπώσεις οι Αμερικανοί ρίχνουν από τότε την ιδέα της συνεκμετάλλευσης, μια ιδέα που απ’ ό,τι φαίνεται προωθεί τώρα η Άγκυρα και στην Κύπρο με την πρόταση δημιουργίας μια κοινής επιτροπής (ελληνοκυπριακής / τουρκοκυπριακής) για τη διαχείριση των ενεργειακών πόρων, έστω και χωρίς λύση του Κυπριακού.
Στο εν λόγω αμερικανικό τηλεγράφημα διατυπώνεται και το «ερώτημα» αν τα ελληνικά νησιά έχουν ή όχι υφαλοκρηπίδα. Η άρνηση των Αμερικανών να πάρουν σαφή θέση σ’ αυτό το ερώτημα επέτρεψε στην Τουρκία να προχωρήσει στη δημιουργία της κρίσης των Ιμίων το 1996 και να προσπαθεί έκτοτε είτε να επιβάλει την άποψη ότι τα ελληνικά νησιά, όπως το Καστελλόριζο, δεν έχουν υφαλοκρηπίδα είτε να επιδιώκει αναμόρφωση του χάρτη στο Αιγαίο, υποστηρίζοντας ότι υπάρχουν εκατοντάδες νησιά και νησίδες επί των οποίων η κυριαρχία είναι αδιευκρίνιστη.
Το παιχνίδι με τις Ζώνες Αποκλειστικής Οικονομικής Εκμετάλλευσης στην ανατολική Μεσόγειο έχει αρχίσει έντονα από το 2003. Τότε, με βάση τα όσα ορίζει το διεθνές δίκαιο, η Λευκωσία (Τάσσος Παπαδόπουλος) ανακήρυξε την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της προχωρώντας σε συμφωνίες οριοθέτησης με την Αίγυπτο προς νότο και το Ισραήλ προς τα ανατολικά. Οι κυπριακές κυβερνήσεις προχώρησαν επίσης στη σύναψη συμφωνιών (και) με αμερικανικές πετρελαϊκές εταιρίες για έρευνες και εκμετάλλευση εντός της κυπριακής ΑΟΖ, νότια του νησιού.
Ταυτόχρονα η Λευκωσία φρόντισε να διασυνδέσει τη δική της διαδικασία ερευνών – παραγωγής – εκμετάλλευσης με την αντίστοιχη του Ισραήλ, αποκτώντας έναν ισχυρό και υπολογίσιμο από την Τουρκία εταίρο.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι κυπριακές κυβερνήσεις του Τάσσου Παπαδόπουλου, οι οποίες άρχισαν, και του Δημήτρη Χριστόφια, οι οποίες συνέχισαν και ολοκλήρωσαν τη διαδικασία για την εκμετάλλευση των τεράστιων –όπως έχει αποδειχθεί πια– κοιτασμάτων, δύσκολα κατανόησαν την άρνηση των κυβερνήσεων Καραμανλή και Παπανδρέου να προχωρήσουν στην ανακήρυξη της ελληνικής ΑΟΖ στην ανατολική Μεσόγειο.
Η Αθήνα, παγιδευμένη επί δεκαετίες σε μια πολιτική κατευνασμού της Τουρκίας και παραδομένη απολύτως στα χέρια των Αμερικανών, οι οποίοι μέσω του ΝΑΤΟ διαχειρίζονται τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, με τη σιωπή και την ακινησία της επέτρεψε η «γκρίζα ζώνη» του Αιγαίου να επεκταθεί μέχρι την ανατολική Μεσόγειο, στο Καστελλόριζο.
Στην Αθήνα –και έως έναν βαθμό στη Λευκωσία– κυριαρχεί η άποψη ότι, σ’ αυτή τη συγκυρία και εξαιτίας των μεγάλων τριβών στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, η Ουάσιγκτον βρίσκεται με την πλευρά των ελληνικών και ελληνοκυπριακών συμφερόντων. Ως απόδειξη αυτών των εκτιμήσεων προβάλλονται οι κινήσεις των Αμερικανών να ενισχύσουν, με τη συμμετοχή τους, την οικονομική - πολιτική συμμαχία μεταξύ Ελλάδας - Κύπρου - Ισραήλ.
Όσοι, ωστόσο, εκφράζουν αυτές τις αισιόδοξες απόψεις λησμονούν ή δεν θέλουν να δουν ότι:
1. Αυτή τη στιγμή στην κυπριακή ΑΟΖ επιχειρούν τουρκικά γεωτρύπανα με τη συνοδεία τουρκικών ναυτικών και αεροπορικών δυνάμεων δίχως κάποια δύναμη να σπεύδει να επιβάλει το διεθνές δίκαιο, όπως αφελώς κάποιοι αναμένουν.
2. Παρά την τουρκική παράνομη δραστηριότητα, ο διεθνής παράγοντας (Αμερικανοί) πιέζει την κυπριακή κυβέρνηση να συνομιλήσει με την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Βάση της συζήτησης είναι η ιδέα της συνεκμετάλλευσης, με τη δημιουργία μια κοινής ελληνοκυπριακής / τουρκοκυπριακής επιτροπής που θα διαχειριστεί το θέμα των εξορύξεων στην κυπριακή ΑΟΖ έστω και πριν από την επίλυση του Κυπριακού προβλήματος.
3. Η συμμετοχή των Αμερικανών στην τριμερή Ελλάδας - Κύπρου - Ισραήλ, θα πρέπει να σημειωθεί, αφήνει στο περιθώριο τους Ευρωπαίους και στην πράξη υπονομεύει την ιδέα της δημιουργίας του υποθαλάσσιου (στον βυθό της Μεσογείου) αγωγού για τη μεταφορά του φυσικού αερίου της κυπριακής ΑΟΖ στις ευρωπαϊκές αγορές.
Προφανώς οι αμερικανικές εταιρείες που ήδη έχουν πάρει τη μερίδα του λέοντος από την κυπριακή ΑΟΖ προτιμούν μια φθηνότερη διαδρομή μέσα από το τουρκικό έδαφος και το υπάρχον σύστημα αγωγών. Και προφανώς η Ουάσιγκτον δεν έχει καμιά αντίρρηση να προσφέρει στην Άγκυρα το μερίδιο που διεκδικεί εις βάρος της Κύπρου.
Από ιστορικής άποψης η διασύνδεση είναι προφανής. Η οποιαδήποτε δυσμενής εξέλιξη στην Κύπρο θα μπορούσε να δρομολογήσει ανάλογες εξελίξεις και δυτικότερα, ειδικά στην περιοχή ανάμεσα σε Καστελλόριζο και Ρόδο. Αυτήν ακριβώς την περιοχή έχει «στοχοποιήσει» η Άγκυρα αφήνοντας ανοιχτή την απειλή ότι σκοπεύει να ακολουθήσει την ίδια τακτική με αυτήν που ακολουθεί στην κυπριακή ΑΟΖ.
Στην Αθήνα είναι πια σαφές –ή τουλάχιστον θα έπρεπε να είναι– ότι η υπονόμευση και εντέλει η αδρανοποίηση του δόγματος Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδας - Κύπρου, η οποία συντελέστηκε μετά το1996 από τις κυβερνήσεις του Κώστα Σημίτη καθ’ υπόδειξη της Ουάσιγκτον και προς χάρη της υποτιθέμενης βήμα προς βήμα ελληνοτουρκικής προσέγγισης, άφησε την Κύπρο χωρίς κανένα ουσιαστικό στήριγμα. Αυτό επιτρέπει σήμερα στην Άγκυρα να δρα χωρίς κανέναν φραγμό στην κυπριακή ΑΟΖ και να ετοιμάζει ανάλογες δράσεις δυτικότερα. Στο Καστελλόριζο και στο Αιγαίο...
Ανάρτηση από: http://www.topontiki.gr
Οι ρίζες της αντιπαράθεσης στο Αιγαίο, που σήμερα κορυφώνεται
Τα δυο - τρία τελευταία χρόνια παρακολουθούμε κλιμάκωση της πίεσης που ασκεί η Τουρκία στις ελληνικές κυβερνήσεις ζητώντας ουσιαστικά την αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάννης, η οποία αποτελεί τον θεμέλιο λίθο των ελληνοτουρκικών σχέσεων μετά το 1922. Η εν λόγω συνθήκη, θα πρέπει να σημειωθεί, επιβλήθηκε από τους νικητές στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο στην ηττημένη Τουρκία. Ωστόσο, ταυτόχρονα, έλαβε υπόψη και την ελληνική συντριβή στη Μικρά Ασία.
Σήμερα, έναν αιώνα μετά, η Τουρκία προβάλλει ως φιλόδοξη περιφερειακή υπερδύναμη και θεωρεί ότι έχει τις δυνάμεις να διεκδικήσει κάποια απ’ όσα έχασε τότε. Αυτήν ακριβώς την περίοδο, απέναντι στην ισχυρή και φιλόδοξη Τουρκία η Ελλάδα βρίσκεται εξαντλημένη από τη δεκαετή κρίση, εξασθενημένη κοινωνικά - πολιτικά και υπό στενή εποπτεία σε οικονομικό επίπεδο. Ίσως δεν θα υπάρξει για την Τουρκία πιο κατάλληλη στιγμή για να διεκδικήσει από την Ελλάδα ό,τι θεωρεί πως αδίκως έχασε έναν αιώνα πριν.
Οι τρέχουσες εντάσεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις έχουν προφανές ιστορικό υπόβαθρο, το οποίο ξεκινά από τους σκληρούς αγώνες των δύο εθνών για την κυριαρχία και τη διανομή των εδαφών της περιοχής. Ωστόσο οι σημερινές αντιπαραθέσεις Αθήνας και Άγκυρας δεν έχουν τις ρίζες τους στις μάχες του 1821, ούτε καν σ’ αυτές που δόθηκαν έναν αιώνα αργότερα και κατέληξαν στη Μικρασιατική Καταστροφή, καθώς, όπως είπαμε, το 1922 η Συνθήκη της Λωζάννης διευθέτησε τα όρια της συνύπαρξης δύο γειτονικών χωρών.
Τα τρέχοντα προβλήματα των ελληνοτουρκικών σχέσεων θα μπορούσε κάποιος να διακρίνει ότι ξεκινούν από τη δεκαετία του 1950, όταν οι δύο χώρες ως αμερικανικά προτεκτοράτα έγιναν μέλη του ΝΑΤΟ. Τότε ακριβώς άρχισαν οι ελληνοτουρκικές εντάσεις στην Κύπρο, οι διωγμοί των Ελλήνων της Πόλης και η παγίωση μιας ατμόσφαιρας καχυποψίας, η οποία αναζητούσε αφορμές και ευκαιρίες για να εκδηλωθεί ως ανοιχτή ένταση.
Ποιο είναι το αντικείμενο;
Παρακολουθούμε το τελευταίο διάστημα την ένταση με την οποία η Τουρκία προβάλλει τις απαιτήσεις της έναντι της Ελλάδας. Πρόκειται για απαιτήσεις οι οποίες συνεχίζονται όμοιες και απαράλλακτες, παρότι οι δύο χώρες βρέθηκαν στο χείλος του πολέμου τέσσερις φορές τα τελευταία σαράντα πέντε χρόνια: Το 1974 με την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, το 1976 και το 1987 με τα τουρκικά ερευνητικά πλοία «Χόρα» και «Σισμίκ» και τις έρευνες που επιχείρησαν στο Αιγαίο και το 1996 με την κρίση των Ιμίων.
Το αντικείμενο της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης είναι, προφανώς, η κυριαρχία επί του Αιγαίου και η κατοχύρωση δικαιωμάτων επί του προσδοκώμενου ορυκτού - πετρελαϊκού του πλούτου.
Ποιοι κερδίζουν;
Το απτό αποτέλεσμα της παγιωμένης επί δεκαετίες ελληνοτουρκικής διπλωματικής σύγκρουσης είναι ότι τελικά οι ΗΠΑ έχουν θέσει το Αιγαίο υπό τη ΝΑΤΟϊκή τους ομπρέλα και κατά συνέπεια υπό τον απόλυτο έλεγχό τους.
Χειροπιαστά κέρδη από τον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό αποκομίζουν επίσης οι πολεμικές βιομηχανίες πρώτα και κύρια των ΗΠΑ, αλλά και της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Βρετανίας και της Ρωσίας. Κέρδη κολοσσιαία, καθώς οι δύο χώρες ξοδεύουν μέχρι και το 5% επί του ΑΕΠ τους!
Κάπως έτσι λοιπόν –ειδικά για τη χρεοκοπημένη σήμερα Ελλάδα–, ακόμη κι αν τελικά στο Αιγαίο υπάρχουν πετρέλαια, τα προσδοκώμενα έσοδα βρίσκονται ήδη στα χέρια των πιστωτών της. Αυτών δηλαδή –Αμερικανών, Γερμανών, Γάλλων και λοιπών εντιμότατων ομολογιούχων– που δάνειζαν τις ελληνικές κυβερνήσεις για να ξοδέψουν τα μισά στις πολεμικές τους βιομηχανίες, με τις συνακόλουθες μίζες, και τα υπόλοιπα για την εγχώρια πολιτική πελατεία...
Πότε άρχισαν οι διεκδικήσεις;
Οι βεβαιότητες ή προσδοκίες περί ύπαρξης πετρελαίου στο Αιγαίο εμφανίζονται ζωηρά στο προσκήνιο το 1973. Η χούντα των συνταγματαρχών –μαριονέτα των Αμερικανών, ας μην το ξεχνάμε– προχώρησε σε ερευνητικές γεωτρήσεις νοτιοανατολικά της Λήμνου. Οι έρευνες πραγματοποιήθηκαν, εννοείται, από αμερικανική εταιρεία και δεν προκάλεσαν, εκείνη τη στιγμή, την παραμικρή αντίδραση από την πλευρά της Τουρκίας.
Η αντίδραση της Άγκυρας άρχισε να εκδηλώνεται τον Νοέμβριο του 1973, όταν τα θεμέλια του ελληνικού δικτατορικού καθεστώτος άρχισαν να τρίζουν με την εξέγερση του Πολυτεχνείου και τα ενδοχουντικά ξεκαθαρίσματα λογαριασμών με τον παραμερισμό του Παπαδόπουλου από τον Ιωαννίδη.
Τότε ακριβώς η κυβέρνηση στην Άγκυρα παραχώρησε στην τουρκική εταιρεία TPAO άδειες για πετρελαϊκές έρευνες σε 27 περιοχές. Ήταν η πρώτη απροκάλυπτη τουρκική διεκδίκηση επί της ελληνικής υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο. Στις διαμαρτυρίες της Αθήνας η Άγκυρα απάντησε με την πραγματοποίηση νέων ερευνών στο Αιγαίο με το ερευνητικό σκάφος «Chandarli», το οποίο συνόδευαν 37 πλοία του τουρκικού Πολεμικού Ναυτικού! Η ελληνοτουρκική ένταση στο Αιγαίο έναν χρόνο αργότερα, το καλοκαίρι του 1974, ξεσπά πάνω στις ανοιχτές πληγές της Κύπρου, με τις γνωστές τραγικές συνέπειες...
Έχοντας κατά νου πως αυτό που κερδίζει κάποιος στο πεδίο της μάχης δύσκολα το χάνει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, η Άγκυρα, αφού εδραιώνει τη στρατιωτική της κατοχή στο βόρειο τμήμα της Κύπρου, συνεχίζει την έμπρακτη προώθηση των θέσεών της στο Αιγαίο.
Δύο χρόνια μετά την εισβολή στην Κύπρο η Τουρκία, τον Ιούλιο του 1976, βγάζει ένα ακόμη ερευνητικό πλοίο της στο Αιγαίο, το «Χόρα», αγνοώντας την ελληνική πρόταση για παραπομπή του διακανονισμού της υφαλοκρηπίδας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Το «Χόρα» στις 6 και 7 Αυγούστου 1976 παραβίασε την ελληνική υφαλοκρηπίδα στις περιοχές γύρω από τη Λήμνο και τη Λέσβο κλιμακώνοντας επικίνδυνα την κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Τη σύγκρουση αποσόβησε η υπογραφή του «εμπιστευτικού» Πρωτοκόλλου της Βέρνης, με το οποίο οι δύο χώρες συμφώνησαν να απέχουν από έρευνες στο Αιγαίο πέραν των χωρικών τους υδάτων
Υπάρχει πετρέλαιο στο Αιγαίο;
Σύμφωνα με έγγραφο της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα που υπέκλεψε για λογαριασμό της ελληνικής κυβέρνησης ο Ελληνοαμερικανός υπάλληλος του αμερικανικού ΥΠΕΞ Στίβεν Λάλας υπάρχει κοίτασμα με ένα δισεκατομμύριο βαρέλια πετρέλαιο στη Θάσο, στην περιοχή Μπάμπουρας. Σε περιοχή που η Ελλάδα, με βάση το Πρωτόκολλο της Βέρνης, δεν έχει δικαίωμα να ερευνήσει και να εκμεταλλευτεί. Σύμφωνα με το αμερικανικό τηλεγράφημα:
«Η διαμάχη Ελλάδας - Τουρκίας για την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου δεν θα πρέπει να συγχέεται με τις διαφωνίες τους για τα χωρικά ύδατα, ένα άλλο ενδεχομένως καυτό θέμα, που όμως αυτή τη στιγμή είναι στο περιθώριο. Οι διαφορές τους για την υφαλοκρηπίδα έχουν οδηγήσει σε περισσότερες από μία αναμετρήσεις ανάμεσα στις δύο χώρες τις δύο τελευταίες δεκαετίες.
Ωστόσο, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μιας ιδιωτικής εταιρείας, υπάρχουν πάνω από ένα δισεκατομμύριο βαρέλια πετρέλαιο στην (πετρελαιοφόρο) περιοχή ανοικτά του Αιγαίου κοντά στη Θάσο και με την πιθανότητα να ευρεθούν κι άλλα κοιτάσματα στην περιοχή μπορεί να υπάρξουν επαρκή κίνητρα και για τις δύο πλευρές να βρουν, τουλάχιστον εν μέρει, λύσεις σε μια διαμάχη η οποία συνοψίζεται («to find at least partial solutions to a dispute which boils down») σ’ ένα ερώτημα: αν τα νησιά του Αιγαίου έχουν υφαλοκρηπίδα».
Με αυτές τις διατυπώσεις οι Αμερικανοί ρίχνουν από τότε την ιδέα της συνεκμετάλλευσης, μια ιδέα που απ’ ό,τι φαίνεται προωθεί τώρα η Άγκυρα και στην Κύπρο με την πρόταση δημιουργίας μια κοινής επιτροπής (ελληνοκυπριακής / τουρκοκυπριακής) για τη διαχείριση των ενεργειακών πόρων, έστω και χωρίς λύση του Κυπριακού.
Στο εν λόγω αμερικανικό τηλεγράφημα διατυπώνεται και το «ερώτημα» αν τα ελληνικά νησιά έχουν ή όχι υφαλοκρηπίδα. Η άρνηση των Αμερικανών να πάρουν σαφή θέση σ’ αυτό το ερώτημα επέτρεψε στην Τουρκία να προχωρήσει στη δημιουργία της κρίσης των Ιμίων το 1996 και να προσπαθεί έκτοτε είτε να επιβάλει την άποψη ότι τα ελληνικά νησιά, όπως το Καστελλόριζο, δεν έχουν υφαλοκρηπίδα είτε να επιδιώκει αναμόρφωση του χάρτη στο Αιγαίο, υποστηρίζοντας ότι υπάρχουν εκατοντάδες νησιά και νησίδες επί των οποίων η κυριαρχία είναι αδιευκρίνιστη.
Έπραξε σοφά η Κύπρος;
Το παιχνίδι με τις Ζώνες Αποκλειστικής Οικονομικής Εκμετάλλευσης στην ανατολική Μεσόγειο έχει αρχίσει έντονα από το 2003. Τότε, με βάση τα όσα ορίζει το διεθνές δίκαιο, η Λευκωσία (Τάσσος Παπαδόπουλος) ανακήρυξε την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της προχωρώντας σε συμφωνίες οριοθέτησης με την Αίγυπτο προς νότο και το Ισραήλ προς τα ανατολικά. Οι κυπριακές κυβερνήσεις προχώρησαν επίσης στη σύναψη συμφωνιών (και) με αμερικανικές πετρελαϊκές εταιρίες για έρευνες και εκμετάλλευση εντός της κυπριακής ΑΟΖ, νότια του νησιού.
Ταυτόχρονα η Λευκωσία φρόντισε να διασυνδέσει τη δική της διαδικασία ερευνών – παραγωγής – εκμετάλλευσης με την αντίστοιχη του Ισραήλ, αποκτώντας έναν ισχυρό και υπολογίσιμο από την Τουρκία εταίρο.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι κυπριακές κυβερνήσεις του Τάσσου Παπαδόπουλου, οι οποίες άρχισαν, και του Δημήτρη Χριστόφια, οι οποίες συνέχισαν και ολοκλήρωσαν τη διαδικασία για την εκμετάλλευση των τεράστιων –όπως έχει αποδειχθεί πια– κοιτασμάτων, δύσκολα κατανόησαν την άρνηση των κυβερνήσεων Καραμανλή και Παπανδρέου να προχωρήσουν στην ανακήρυξη της ελληνικής ΑΟΖ στην ανατολική Μεσόγειο.
Η Αθήνα, παγιδευμένη επί δεκαετίες σε μια πολιτική κατευνασμού της Τουρκίας και παραδομένη απολύτως στα χέρια των Αμερικανών, οι οποίοι μέσω του ΝΑΤΟ διαχειρίζονται τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, με τη σιωπή και την ακινησία της επέτρεψε η «γκρίζα ζώνη» του Αιγαίου να επεκταθεί μέχρι την ανατολική Μεσόγειο, στο Καστελλόριζο.
Είναι αξιόπιστο στήριγμα οι Αμερικανοί;
Στην Αθήνα –και έως έναν βαθμό στη Λευκωσία– κυριαρχεί η άποψη ότι, σ’ αυτή τη συγκυρία και εξαιτίας των μεγάλων τριβών στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, η Ουάσιγκτον βρίσκεται με την πλευρά των ελληνικών και ελληνοκυπριακών συμφερόντων. Ως απόδειξη αυτών των εκτιμήσεων προβάλλονται οι κινήσεις των Αμερικανών να ενισχύσουν, με τη συμμετοχή τους, την οικονομική - πολιτική συμμαχία μεταξύ Ελλάδας - Κύπρου - Ισραήλ.
Όσοι, ωστόσο, εκφράζουν αυτές τις αισιόδοξες απόψεις λησμονούν ή δεν θέλουν να δουν ότι:
1. Αυτή τη στιγμή στην κυπριακή ΑΟΖ επιχειρούν τουρκικά γεωτρύπανα με τη συνοδεία τουρκικών ναυτικών και αεροπορικών δυνάμεων δίχως κάποια δύναμη να σπεύδει να επιβάλει το διεθνές δίκαιο, όπως αφελώς κάποιοι αναμένουν.
2. Παρά την τουρκική παράνομη δραστηριότητα, ο διεθνής παράγοντας (Αμερικανοί) πιέζει την κυπριακή κυβέρνηση να συνομιλήσει με την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Βάση της συζήτησης είναι η ιδέα της συνεκμετάλλευσης, με τη δημιουργία μια κοινής ελληνοκυπριακής / τουρκοκυπριακής επιτροπής που θα διαχειριστεί το θέμα των εξορύξεων στην κυπριακή ΑΟΖ έστω και πριν από την επίλυση του Κυπριακού προβλήματος.
3. Η συμμετοχή των Αμερικανών στην τριμερή Ελλάδας - Κύπρου - Ισραήλ, θα πρέπει να σημειωθεί, αφήνει στο περιθώριο τους Ευρωπαίους και στην πράξη υπονομεύει την ιδέα της δημιουργίας του υποθαλάσσιου (στον βυθό της Μεσογείου) αγωγού για τη μεταφορά του φυσικού αερίου της κυπριακής ΑΟΖ στις ευρωπαϊκές αγορές.
Προφανώς οι αμερικανικές εταιρείες που ήδη έχουν πάρει τη μερίδα του λέοντος από την κυπριακή ΑΟΖ προτιμούν μια φθηνότερη διαδρομή μέσα από το τουρκικό έδαφος και το υπάρχον σύστημα αγωγών. Και προφανώς η Ουάσιγκτον δεν έχει καμιά αντίρρηση να προσφέρει στην Άγκυρα το μερίδιο που διεκδικεί εις βάρος της Κύπρου.
Συνδέονται Κύπρος, Καστελλόριζο και Αιγαίο;
Από ιστορικής άποψης η διασύνδεση είναι προφανής. Η οποιαδήποτε δυσμενής εξέλιξη στην Κύπρο θα μπορούσε να δρομολογήσει ανάλογες εξελίξεις και δυτικότερα, ειδικά στην περιοχή ανάμεσα σε Καστελλόριζο και Ρόδο. Αυτήν ακριβώς την περιοχή έχει «στοχοποιήσει» η Άγκυρα αφήνοντας ανοιχτή την απειλή ότι σκοπεύει να ακολουθήσει την ίδια τακτική με αυτήν που ακολουθεί στην κυπριακή ΑΟΖ.
Στην Αθήνα είναι πια σαφές –ή τουλάχιστον θα έπρεπε να είναι– ότι η υπονόμευση και εντέλει η αδρανοποίηση του δόγματος Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδας - Κύπρου, η οποία συντελέστηκε μετά το1996 από τις κυβερνήσεις του Κώστα Σημίτη καθ’ υπόδειξη της Ουάσιγκτον και προς χάρη της υποτιθέμενης βήμα προς βήμα ελληνοτουρκικής προσέγγισης, άφησε την Κύπρο χωρίς κανένα ουσιαστικό στήριγμα. Αυτό επιτρέπει σήμερα στην Άγκυρα να δρα χωρίς κανέναν φραγμό στην κυπριακή ΑΟΖ και να ετοιμάζει ανάλογες δράσεις δυτικότερα. Στο Καστελλόριζο και στο Αιγαίο...
Ανάρτηση από: http://www.topontiki.gr