Στη θάλασσα της Καλύμνου, απ’ όπου καταγόταν (από την πλευρά της μητέρας του) και που αγάπησε ιδιαίτερα, σκορπίστηκε προχθές η τέφρα του Χρήστου Τσιγαρίδα.
Ο Χρήστος Τσιγαρίδας πέθανε τον περασμένο Ιούνιο σε ηλικία 80 χρονών και καθ’ ομολογίαν του ήταν από τα ηγετικά στελέχη του Επαναστατικού Λαϊκού Αγώνα (ΕΛΑ) μιας ακροαριστερής οργάνωσης, με ιδιαίτερη δράση τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 (ο Χρήστος Τσιγαρίδας ήταν γνωστός ως Άντριου).
Μάλιστα, στις 3/12/2009 το δικαστήριο του δεύτερου βαθμού είχε δεχτεί ομόφωνα τη δήλωσή του ότι υπήρξε μέλος του ΕΛΑ μέχρι το τέλος του 1989 και τον απάλλαξε για κάθε πράξη από το 1990 και μετά.
Για το διάστημα που ήταν μέλος, τον απάλλαξε με πλειοψηφία 3-2 από την κατηγορία της απλής συνέργειας στις ενέργειες του ΕΛΑ.
Σε ανάρτησή της, για το τελευταίο ταξίδι του Χρ. Τσιγαρίδα, η κ. Νίνα Γεωργιάδου αναφέρει τα εξής:Μάλιστα, στις 3/12/2009 το δικαστήριο του δεύτερου βαθμού είχε δεχτεί ομόφωνα τη δήλωσή του ότι υπήρξε μέλος του ΕΛΑ μέχρι το τέλος του 1989 και τον απάλλαξε για κάθε πράξη από το 1990 και μετά.
Για το διάστημα που ήταν μέλος, τον απάλλαξε με πλειοψηφία 3-2 από την κατηγορία της απλής συνέργειας στις ενέργειες του ΕΛΑ.
«Ο Χρήστος Τσιγαρίδας έκανε χτες το τελευταίο του ταξίδι στα νερά της Καλύμνου, με την Πριγκίπισσα της Τελένδου.
Η Πριγκίπισσα έλυσε τον κάβο από την προβλήτα των Μυρτιών, τότε που ο ήλιος γίνεται αίμα.
Είχαν επιβιβαστεί η σύντροφός του, τα πολλά παιδιά και τα ακόμη περισσότερα εγγόνια του κι ένα νεογέννητο φυτράκι, μια σταλιά που, ενώ όλοι έκλαψαν, αυτό δε δάκρυσε καθόλου. Οι πολύ μικρές φύτρες των ανθρώπων δεν κλαίνε από λύπη.
Επιβάτης και ο Χρήστος Τσιγαρίδας.
Η στάχτη του. Η τέφρα του.
Όχι, λέει ο Μικές. Η σποδός του.
Η Πριγκίπισσα έλυσε τον κάβο από την προβλήτα των Μυρτιών, τότε που ο ήλιος γίνεται αίμα.
Είχαν επιβιβαστεί η σύντροφός του, τα πολλά παιδιά και τα ακόμη περισσότερα εγγόνια του κι ένα νεογέννητο φυτράκι, μια σταλιά που, ενώ όλοι έκλαψαν, αυτό δε δάκρυσε καθόλου. Οι πολύ μικρές φύτρες των ανθρώπων δεν κλαίνε από λύπη.
Επιβάτης και ο Χρήστος Τσιγαρίδας.
Η στάχτη του. Η τέφρα του.
Όχι, λέει ο Μικές. Η σποδός του.
Οι πολεμιστές, δεν αφήνουν απλή στάχτη. Μόνο σποδό. Ηφαιστειακά σωματίδια πυριτίου, που εκτινάσσονται ψηλά, μαζί με τη λάβα.
Έτσι, ο Χρήστος Τσιγαρίδας, επιβιβάστηκε σ’ ένα άσπρο πήλινο βάζο, ως σποδός.
Αν μπορεί κανείς να κλείσει την ηφαιστειακή έκρηξη σ’ ένα βάζο.
Το ταξίδι ξεκίνησε με το ” Δε λες κουβέντα. Κρατάς κρυμμένα μυστικά και ντοκουμέντα”.
Δεν ακούγεται τίποτα άλλο. Το τραγούδι μόνο και το ντουκου-ντουκου της μηχανοκίνητης Πριγκίπισσας.
Ανοιχτήκαμε προς την Αγία Κυριακή.
Έτσι, ο Χρήστος Τσιγαρίδας, επιβιβάστηκε σ’ ένα άσπρο πήλινο βάζο, ως σποδός.
Αν μπορεί κανείς να κλείσει την ηφαιστειακή έκρηξη σ’ ένα βάζο.
Το ταξίδι ξεκίνησε με το ” Δε λες κουβέντα. Κρατάς κρυμμένα μυστικά και ντοκουμέντα”.
Δεν ακούγεται τίποτα άλλο. Το τραγούδι μόνο και το ντουκου-ντουκου της μηχανοκίνητης Πριγκίπισσας.
Ανοιχτήκαμε προς την Αγία Κυριακή.
Τώρα έπαιζε τη Δραπετσώνα. “Κάθε καρφί του, πίκρα και λυγμός”.
Όταν τελείωσε το Πολυτεχνείο, κι έφτιαξε το πρώτο κτήριο και πήρε τα πρώτα λεφτά, μου λέει η Γεωργία, “ξέρεις τι αγόρασε; Κεράσια. Τα πήγε στη μάνα του την Καλυμνιά και τα έφαγαν μαζί. Τα δοκίμαζαν για πρώτη φορά”.
“Η μητέρα μου δεν πρόλαβε να τελειώσει την Ιατρική. Πρόλαβε όμως να γίνει κομμουνίστρια …και αντάρτισσα …η γιαγιά μου έβριζε συχνά τη μάνα μου, μπολσέβικα και συμμορίτισσα”.
Είχαμε πια φτάσει στα ανοιχτά του Πλατύ Γιαλού. Ο γιος του, που περίμενε στην παραλία τη μηχανόκινη Πριγκίπισσα, σαν την είδε, βούτηξε και ήρθε με μεγάλες απλωτές.
Να μην πέσει ο πατέρας του, στα 80 του, μόνος στη θάλασσα.
Όταν τελείωσε το Πολυτεχνείο, κι έφτιαξε το πρώτο κτήριο και πήρε τα πρώτα λεφτά, μου λέει η Γεωργία, “ξέρεις τι αγόρασε; Κεράσια. Τα πήγε στη μάνα του την Καλυμνιά και τα έφαγαν μαζί. Τα δοκίμαζαν για πρώτη φορά”.
“Η μητέρα μου δεν πρόλαβε να τελειώσει την Ιατρική. Πρόλαβε όμως να γίνει κομμουνίστρια …και αντάρτισσα …η γιαγιά μου έβριζε συχνά τη μάνα μου, μπολσέβικα και συμμορίτισσα”.
Είχαμε πια φτάσει στα ανοιχτά του Πλατύ Γιαλού. Ο γιος του, που περίμενε στην παραλία τη μηχανόκινη Πριγκίπισσα, σαν την είδε, βούτηξε και ήρθε με μεγάλες απλωτές.
Να μην πέσει ο πατέρας του, στα 80 του, μόνος στη θάλασσα.
“Γεννήθηκα τον Οκτώβρη του 1939 στην Ξυλάγανη Κομοτηνής. Τον πατέρα μου δεν τον γνώρισα. Ήταν απ’ τους τελευταίους, αν όχι ο τελευταίος του Αλβανικού Μέτωπου”.
Το πήλινο βάζο ανοίχτηκε. Έπαιζε ένα θλιβερό αντάτζιο. Δεν ξέρω ποιο. Ένοιωθα ναυτία. Η Πριγκίπισσα, άραδο κι ατιμόνευτη κούναγε πολύ.
Μέσα μου ανακατευόντουσαν πολλές απώλειες. Εδώ, των γύρω μου, μα πιο πολύ οι δικές μου. Ο πόνος έχει εγωισμούς.
Το πήλινο βάζο ανοίχτηκε. Έπαιζε ένα θλιβερό αντάτζιο. Δεν ξέρω ποιο. Ένοιωθα ναυτία. Η Πριγκίπισσα, άραδο κι ατιμόνευτη κούναγε πολύ.
Μέσα μου ανακατευόντουσαν πολλές απώλειες. Εδώ, των γύρω μου, μα πιο πολύ οι δικές μου. Ο πόνος έχει εγωισμούς.
Τα παιδιά, τα εγγόνια και οι φίλοι, τίναξαν τη σποδό του Χρήστου Τσιγαρίδα στα γαλανά νερά. Ο γιος του έκλαιγε μέσα στο νερό. Σκορπίστηκαν άσπρα τριαντάφυλλα και κόκκινα γαρύφαλλα κι άρχισαν να ταξιδεύουν προς την παραλία. Ήταν γεμάτη κόσμο.
Το πολύ να φαντάστηκε κάποιος πως γίνεται παράνομη καλάδα.
Πού να φανταστεί πως βουλιάζει έτσι η σποδός των ηφαιστείων. Εξάλλου, αυτό που δέσποζε στο πάνω βουνό, έσβησε κάπου το 500 μ.Χ. και μαζί με την τελευταία ηφαιστειακή σκόνη, κατάπιε η θάλασσα και τη μικρή ατλαντίδα της Τελένδου.
Το πολύ να φαντάστηκε κάποιος πως γίνεται παράνομη καλάδα.
Πού να φανταστεί πως βουλιάζει έτσι η σποδός των ηφαιστείων. Εξάλλου, αυτό που δέσποζε στο πάνω βουνό, έσβησε κάπου το 500 μ.Χ. και μαζί με την τελευταία ηφαιστειακή σκόνη, κατάπιε η θάλασσα και τη μικρή ατλαντίδα της Τελένδου.
Όταν πήραμε τον δρόμο της επιστροφής, ο Μάνος τραγουδούσε, “στη γειτονιά μου την παλιά είχα ένα φίλο”. Τα λουλούδια είχαν φτάσει στην παραλία.
Μερικά τα μάζεψαν κάποια παιδιά. Άλλα πάλι αναπηδούσαν στο αντιμάμαλο και ξαναγυρνούσαν στα κύματα.
“Ήμουν 17 χρονών. Καθόμουν στην πλατεία του χωριού όταν με πλησίασε μια γυναίκα με δύο παιδιά. Κρατούσε ένα τετράδιο. “Πάαρτο. Αξιοποίησέ το στη μνήμη του άντρα μου.
Μερικά τα μάζεψαν κάποια παιδιά. Άλλα πάλι αναπηδούσαν στο αντιμάμαλο και ξαναγυρνούσαν στα κύματα.
“Ήμουν 17 χρονών. Καθόμουν στην πλατεία του χωριού όταν με πλησίασε μια γυναίκα με δύο παιδιά. Κρατούσε ένα τετράδιο. “Πάαρτο. Αξιοποίησέ το στη μνήμη του άντρα μου.
Ήταν η χήρα του δασκάλου. Τον εκτέλεσαν σε συνθήκες κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Ήταν ένα γράμμα που ξεχείλιζε από αγάπη για τα παιδιά του, τη γυναίκα του, την ανθρωπότητα. Τους εξηγούσε γιατί έπρεπε να πεθάνει για τις ιδέες του”.
Αυτό το γράμμα του δασκάλου σφράγισε τη ζωή μου”.
Καλές θάλασσες, Χρήστο!
Ήταν ένα γράμμα που ξεχείλιζε από αγάπη για τα παιδιά του, τη γυναίκα του, την ανθρωπότητα. Τους εξηγούσε γιατί έπρεπε να πεθάνει για τις ιδέες του”.
Αυτό το γράμμα του δασκάλου σφράγισε τη ζωή μου”.
Καλές θάλασσες, Χρήστο!
(Τα αποσπάσματα από την απολογία του Χρήστου Τσιγαρίδα, 21-10-2009)».
Ανάρτηση από: https://iskra.gr