Του Βασίλη Ασημακόπουλου
«Το ξάπλωμα και η επικράτηση της Ορθοδοξίας στις χώρες και τους λαούς της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης, καθώς και τη Μικρασία και τη Μέση Ανατολή ανταποκρίνεται ιστορικά στην αντίδραση που προκαλούσαν οι τάσεις για πνευματική, πολιτική και οικονομική επέκταση και επιβολή του Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους και του καθολικισμού-παπισμού. Η Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία και η χριστιανική θρησκεία γενικότερα, όπως την εκφράζει η Εκκλησία αυτή, παίξαν όχι μόνο στη Ρωσία μα και στα Βαλκάνια προοδευτικό ρόλο, τόσο σαν παράγοντας που διευκόλυνε και επετάχυνε την εθνική διαμόρφωση, συσπείρωση και ανάπτυξη, παρέχοντάς της ενιαία ιδεολογικά πλαίσια, όσο σα στοιχείο που στα χρόνια του εξανδραποδισμού και της σκλαβιάς κάτω απ’ την οθωμανική τυραννία συνέτεινε σημαντικά και ουσιαστικά στον εθνικοαπελευθερωτικό τότε αγώνα...» Νίκος Ζαχαριάδης, Η Ορθοδοξία, Ριζοσπάστης, 9-9-1945
Η Συνταγματική Αναθεώρηση, είναι μια διαδικασία στην οποία εγγράφεται η συγκυρία/παρόν, η διαχρονία/παρελθόν και η πρόβλεψη/μέλλον. Τα κόμματα που αναλαμβάνουν την πρωτοβουλία και σε κάθε περίπτωση συμμετέχουν στη διαδικασία συνταγματικής αναθεώρησης κρίνονται στη βάση συγκεκριμένων χαρακτηριστικών: Των προτάσεων που κάνουν, των ιεραρχήσεών τους, του πως αντιλαμβάνονται τη χώρα, την ιστορία της, τα προβλήματα της, τις κύριες και δευτερεύουσες αντιθέσεις. Επίσης, σε αυτά προστίθενται η ιδεολογικο-πολιτική οπτική τους, αλλά και τα κοινωνικά συμφέροντα που εκπροσωπούν.
Τι συμπεράσματα μπορούμε να εξάγουμε άραγε από τη Συνταγματική Αναθεώρηση που ολοκληρώθηκε; Αρκετά και σημαντικά. Από τις προτάσεις που κατατέθηκαν ήδη από την προηγούμενη Βουλή, τη συζήτηση που πραγματοποιήθηκε, αλλά και τα άρθρα που τελικά αναθεωρήθηκαν, προέκυψε ότι απουσίαζε μια στρατηγικού χαρακτήρα σύλληψη, επαναστατική ή μεταρρυθμιστική, σε σχέση με το κράτος.
Δεν παρατηρήθηκε από τις πολιτικές δυνάμεις, αλλά και από την κοινωνία συνολικά, μια φλόγα αντίστοιχη --για παράδειγμα-- με την αναθεώρηση του 1911 ή με τις πλούσιες επεξεργασίες κατά τη συζήτηση για το Σύνταγμα του 1975. Η μεν αναθεώρηση του 1911 αποτέλεσε σημαντική θεσμικά στιγμή στην ανορθωτική βενιζελική κίνηση ενώ στο Σύνταγμα του 1975 θεμελιώθηκε η Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία.
Τα θετικά της αναθεώρησης
Βέβαια η υπερεθνική ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, η διεθνής ενσωμάτωση και η διαδικασία εσωτερίκευσής της ασκούν συγκεκριμένες πιέσεις, θέτοντας κατευθύνσεις. Η τρέχουσα Συνταγματική Αναθεώρηση αναλώθηκε σε πιθανόν σημαντικά, αλλά κατά βάση διαχειριστικής τάξεως ζητήματα. Μερικά εξ' αυτών είναι ο περιορισμός περιπτώσεων βουλευτικής ασυλίας (αρ. 62 Σ), η κατάργηση της προθεσμίας άσκησης ποινικής δίωξης κατά υπουργών (αρ. 86 παρ. 3 Σ) και η αλλαγή της απαιτούμενης πλειοψηφίας για το διορισμό μελών Ανεξάρτητων Διοικητικών Αρχών (αρ. 101 ΑΣ). Παρέχεται επίσης η δυνατότητα στην μειοψηφία να προτείνει σύσταση εξεταστικής επιτροπής (αρ. 68 παρ. 2 Σ).
Το δικαίωμα ψήφου αποδήμων (αρ. 54 προσθήκη παρ. 4 Σ), συνιστά μια --υπό προϋποθέσεις-- σημαντική αλλαγή, πλην όμως κρίσιμος είναι ο νόμος που θα την υλοποιήσει. Τέλος, σημαντική είναι η αποσύνδεση της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας από τη διάλυση της Βουλής (αρ. 32 παρ. 4 Σ), καταγράφοντας την αρνητική εμπειρία από την υφιστάμενη σχέση που επέδειξαν τα κόμματα απέναντι στην δυναμική του πολιτικού ανταγωνισμού στις κρίσιμες συγκυρίες του 2009 και του 2014. Έχει επίσης ενδιαφέρον η διάταξη για τη λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία (αρ. 73 προσθήκη παρ. 6 Σ), θέτοντας όμως υπερβολικά μεγάλο αριθμό συγκέντρωσης υπογραφών (500.000), που ουσιαστικά ακυρώνει τη διάταξη.
Περαιτέρω τα κυρίαρχα κόμματα έδειξαν ότι είναι φορείς έντονου ιδεολογικο-πολιτικού μεταπρατισμού. Δεν έχουν ή δεν διαμορφώνουν μια ιθαγενή πολιτική θεωρία. Διαφορετικά ειπωμένο, διαβάζουν τη χώρα, την ιστορία της και το παρόν της μέσα από οριενταλιστικά σχήματα. Δεν κάνουν λ.χ. αυτό που έπραξε ο Ρήγας Βελεστινλής στη Νέα Πολιτική Διοίκηση (1797) σε σχέση με το γαλλικό συνταγματικό πρότυπο του 1793, με την κεντρικότητα των λέξεων- εννοιών πατρίδας και κοινωνίας αντίστοιχα, όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει ο Λουκάς Αξελός στο "Δημοκρατικός Πατριωτισμός ως βασική παράμετρος της αξιακής, ιδεολογικής και πολιτικής συγκρότησης του Ρήγα" (Τετράδια, τχ 72ο-73ο/2019).
Η εθνικά επιζήμια οπτική του ΣΥΡΙΖΑ
Η κεντρική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, με την εξαίρεση της βουλευτή Β' Πειραιά Νίνας Κασιμάτη, θεωρεί το Προοίμιο του Συντάγματος «Εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος» ως αναχρονιστικό κατάλοιπο, ενώ προτείνει την αναθεώρηση του άρθρου 3, εισηγούμενη τη θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους, επιχειρώντας να υποβαθμίσει τον όρο "επικρατούσα θρησκεία" με ερμηνευτική δήλωση.
Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ προϋποθέτει την πρόσληψη της χώρας ως μη κανονικής σύγχρονης, που δεν έχει εγκολπωθεί πλήρως τις αρχές και τις αξίες της (δυτικής) νεωτερικότητας. Εντοπίζει στοιχεία, που εγγράφονται σε κεντρικά σημεία του ανώτατου Καταστατικού Χάρτη της χώρας, εκδηλώσεις μιας ιδιαιτερότητας που αντιστέκεται στην εκδοχή μιας δυτικής και επιθυμητής ομογενοποίησης, αποδεχόμενη μια γραμμική αντίληψη της ιστορίας και των κοινωνιών, όπου το μέτρο, τις αρχές και τις αξίες τα δίνει και τα κρίνει ο δυτικός ιμπεριαλιστικός πολιτισμός ως το υλικο-ιδεολογικό αποτέλεσμα ενός ιστορικά διαμορφωμένου συσχετισμού δυνάμεων.
Στην ελληνική συνταγματική πραγματικότητα το Προοίμιο και η θέση της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας ως επικρατούσας θρησκείας αποτελούν εκδηλώσεις της εθνικο-πολιτισμικής συνέχειας που επαναλαμβάνεται σε όλα τα Συνταγματικά κείμενα από την Επανάσταση μέχρι σήμερα, με εξαίρεση το λεγόμενο «Ηγεμονικό» 1832, και της Αβασίλευτης 1925 και 1927, όπου δεν αναφέρεται το Προοίμιο, αλλά παραμένει ο όρος Επικρατούσα θρησκεία. Αποτυπώνει την ιστορική διαμόρφωση του ελληνικού έθνους, μέσα από τη διπλή του πάλη ως έθνους κυριαρχούμενου, μεταξύ του Δυτικοευρωπαϊκού Χριστιανικού ιμπεριαλισμού και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Ακριβώς στους ύστερους βυζαντινούς χρόνους μορφοποιείται ο πυρήνας της νεοελληνικής εθνικής συνείδησης και ο περίφημος αντιστασιακός της χαρακτήρας, όπως επισημαίνει ο Σβορώνος. Έχει προηγηθεί η μακραίωνη ελληνορθόδοξη πολιτισμική σύνθεση μέσα από πολύ έντονη ιδεολογική διαπάλη και κοινωνικές αντιθέσεις, που γεννά τη βυζαντινή αναγέννηση στις τέχνες και τα γράμματα.
Οι γεωπολιτικές αντιθέσεις του Δυτικού Ιμπεριαλισμού, της Ρωσίας και της Τουρκο-ισλαμικής περιφερειακής δύναμης όπως εσωτερικεύονται, επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό από την Επανάσταση με τον κυρίαρχο εθνικο-απελευθερωτικό της χαρακτήρα και μέχρι σήμερα την πολιτικο-πολιτισμική ταυτότητα και εξέλιξη του ελληνικού έθνους, τις εσωτερικές του αντιθέσεις, προσδιορίζοντας την κίνηση του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού ως κυρίαρχου-κυριαρχούμενου.
Αρνείται την ύπαρξη ελληνικού έθνους
Ο ιδεολογικός πυρήνας του ΣΥΡΙΖΑ υιοθετώντας τη μοντερνιστική θέωρηση του εθνικού φαινομένου, τον δυτικό τύπο εθνογένεσης, αρνείται να αποδεχθεί αφενός την ύπαρξη του ελληνικού έθνους πριν τη συγκρότηση κράτους ή έστω πριν την προεπαναστατική ανάπτυξη της αστικής τάξης. Δυσκολεύεται να αποδεχθεί το γεγονός ότι η Εκκλησία δεν αποτέλεσε κεντρική διαιρετική τομή στον εγχώριο πολιτικό ανταγωνισμό, ούτε ότι δεν αναπτύχθηκε λαϊκό αντικληρικαλικό ρεύμα, ενώ απεναντίας τη διαπερνούσαν οι αντιθέσεις. Αυτά είναι βασικά στοιχεία της συνείδησης, της αλήθειας των κυριαρχούμενων τάξεων, όχι μόνον εκείνων που έχουν μεταφυσική πίστη.
Πέραν αυτών, η θεώρηση για την ανάγκη ενός ουδετερόθρησκου κράτους ως εξισορρόπηση στον όρο "επικρατούσα θρησκεία", αφορούσε το Σύνταγμα του 1952 και όχι το ισχύον του 1975. Θα είχε δηλαδή βάση ως μετεμφυλιακή συζήτηση, αλλά όχι μεταπολιτευτική. Βέβαια τη μετεμφυλιακή περίοδο κρίσιμο στοιχείο σε επίπεδο λειτουργίας των θεσμών ήταν το λεγόμενο Παρασύνταγμα και όχι η «επικρατούσα θρησκεία».
Συγκεκριμένα, στο ισχύον Σύναγμα έχει απαλειφθεί η υποχρέωση του αρχηγού του κράτους να πρεσβεύει το ορθόδοξο δόγμα που ίσχυε στο Σύνταγμα του 1952 (αρ. 47, 51 και 52 Σ52), να προστατεύει την επικρατούσα θρησκεία (αρ. 43 παρ. 2 Σ52), να απαγορεύεται ο προσηλυτισμός μόνον σε βάρος της επικρατούσας θρησκείας (αρ. 1 Σ52), ενώ η εθνική συνείδηση δεν αναπτύσσεται στη βάση των κατευθύνσεων του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού (αρ. 16 παρ. 2 Σ 52).
Ο διακηρυκτικός όρος «επικρατούσα θρησκεία» συμβολικής και μόνο σημασίας είναι, αντανακλώντας την πραγματικότητα μιας ιστορικά διαμορφωμένης εθνικής, θρησκευτικής, πολιτισμικής κοινότητας, με τις αντιθέσεις της, καθώς το ατομικό δικαίωμα της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης με ό,τι συνεπάγεται, κατοχυρώνεται απολύτως στο άρθρο 13 του Συντάγματος και ως εκ τούτου και λόγω των ανωτέρω διατάξεων του Συντάγματος του 1952 που έχουν απαλειφθεί ήδη από το 1975, παρέλκει η προτεινόμενη Ερμηνευτική Δήλωση. Η έννοια της μερικής θρησκευτικής ουδετερότητας του ελληνικού κράτους κατά το ισχύον Σύνταγμα (Π.Δ. Δαγτόγλου, Ατομικά Δικαιώματα, 1991, σ. 379) είναι νομίζω επιτυχής.
Οι μνημονιακής έμπνευσης ρυθμίσεις της ΝΔ
Αντιστοίχως η ΝΔ καταψηφίζει όλες τις προτάσεις αναθεώρησης που εισηγείται ο ΣΥΡΙΖΑ για τα κοινωνικά δικαιώματα. Άλλωστε με τον πρόσφατο αναπτυξιακό νόμο (ν. 4635/2019) επανέφερε ακροφιλελεύθερες μνημονιακής έμπνευσης ρυθμίσεις στο συλλογικό εργατικό δίκαιο. Οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, που δεν πέρασαν τελικά, κινούνταν στην κατεύθυνση της ενίσχυσης της μισθωτής εργασίας, ιδίως εκείνη του άρθρου 22 παρ. 2, του καθολικού χαρακτήρα του κοινωνικού κράτους (21 παρ. 3) και του αναπαλλοτρίωτου χαρακτήρα φυσικών μονοπωλίων (αρ. 21 παρ. 7), μετά τη μνημονιακή εμπειρία.
Προβληματική όμως ήταν η προτεινόμενη αναβάθμιση της αρχής της ανταποδοτικότητας ως ίσης βαρύτητας με την αρχή της αλληλεγγύης στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης (αρ. 22 παρ. 5), που πιθανόν να διευκολύνει την υποχώρηση του διανεμητικού χαρακτήρα της κύριας σύνταξης και την ενίσχυση του κεφαλαιοποιητικού, ιδίως μετά τις πρόσφατες νομολογιακές εξελίξες στο επίπεδο του Συμβουλίου Επικρατείας.
Η πρόταση της Ν.Δ. για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα ως μέριμνα του κράτους (αρ. 21 παρ. 1 Σ) κατατάσσει --σύμφωνα με τη διεθνή τυπολογία-- την Ελλάδα στις χώρες που κατευθύνονται προς ένα υπολειμματικό φιλελεύθερο κράτος πρόνοιας και όχι σε ένα καθολικό κοινωνικό κράτος που έχει ανάγκη η χώρα. Η ΝΔ παραμένει δέσμια μιας ακροφιλελεύθερης θεώρησης που αποδείχθηκε ακατάλληλη για τη χώρα, τους πολίτες, την οικονομία της.
Το αίτημα ήταν και παραμένει μια ιθαγενής πολιτική θεωρία, που θα συνδέει το τοπικό με το παγκόσμιο. Σε μια συγκυρία από το ’89 και μετά, τα ταυτοτικά-πολιτισμικά στοιχεία δεν αποτελούν κατάλοιπα, ούτε αντιμετωπίζονται με παλαιάς κοπής, εκτός τόπου και χρόνου, φονταμενταλιστικές προσεγγίσεις, αλλά δυναμικό πεδίο συνθέσεων και διαλόγου.
Ανάρτηση από: https://slpress.gr/