Eπιλογές και στάσεις έναντι της τουρκικής προκλητικότητας
Του Τάσου Χατζηαναστασίου*
Το παρόν σημείωμα δεν κομίζει γλαύκα εις Αθήνας: οι επιλογές μας έναντι της αυξημένης το τελευταίο διάστημα τουρκικής προκλητικότητας είναι στην πραγματικότητα γνωστές και έχουν ήδη επισημανθεί προ πολλού από άλλους αξιότερους από μένα αναλυτές και ειδικούς επιστήμονες. Αρκεί μόνο να αναφέρω τον Παναγιώτη Κονδύλη και τη σχετική συζήτηση που είχαν προκαλέσει οι επισημάνσεις του πριν από ακριβώς είκοσι χρόνια. Επειδή όμως εξακολουθούμε να μην αποφασίζουμε το δέον γενέσθαι αφήνοντας στην Τουρκία να έχει την πλήρη πρωτοβουλία των κινήσεων, είναι απαραίτητο να επαναφέρουμε το ζήτημα στη δημόσια συζήτηση.
Ουσιαστικά, έχουμε δύο επιλογές: αντίσταση ή υποταγή. Προϋπόθεση ωστόσο της απάντησης στο ερώτημα είναι η αποδοχή της κοινής μας πορείας ως λαού, της συλλογικότητάς μας ως έθνους. Εάν ισχύει το αντίθετο, εάν δηλαδή απορρίπτουμε τη συμμετοχή μας στο ελληνικό έθνος, αλλά ακόμη και την ίδια την ύπαρξή του, παύει κάθε ανησυχία για το εάν η Τουρκία ή οποιοσδήποτε άλλος απειλεί την εθνική μας κυριαρχία και ακεραιότητα. Σ’ αυτή την περίπτωση μπορούμε αυτάρεσκα να αναπαράγουμε εξυπνακίστικα συνθήματα του τύπου: «το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του», όταν δεν «βρομάει Ελλάδα». Το λέω αυτό, όχι επειδή θεωρώ αυτή ότι αυτή η θέση, του δήθεν αντεξουσιαστικού (εθνο)μηδενισμού, αντιπροσωπεύει κάποιο σημαντικό ποσοστό στην κοινωνία, αλλά διότι, inextremis, εκφράζει συνεπέστερα μία στάση που υπαγορεύει την υποχωρητικότητα έναντι των τουρκικών απαιτήσεων και διεκδικήσεων. Και σ’ αυτές περιλαμβάνονται η νομιμοποίηση των τετελεσμένων της τουρκικής εισβολής και κατοχής μέσω της αποδοχής κάποιου σχεδίου δήθεν λύσης στο Κυπριακό, η συγκυριαρχία μέσω της συνεκμετάλλευσης των κοιτασμάτων των υδρογονανθράκων στο Αιγαίο και η σταδιακή τουρκοποίηση της Θράκης.
Απ’ ό,τι δείχνουν τα πράγματα, η πλειοψηφία του πολιτικού κόσμου σε Ελλάδα και Κύπρο έχει επιλέξει, με ελάχιστες εξαιρέσεις, εδώ και αρκετά χρόνια, τη λογική του «κατευνασμού του θηρίου» με μοναδικό αποτέλεσμα την αποθράσυνση της τουρκικής επιθετικότητας. Από τη θεωρία και την εθνικιστική ρητορική του νεοθωμανισμού φτάσαμε στις ανοιχτές απειλές και τη δεύτερη, σήμερα, μετά το 1974 εισβολή και τις παράνομες γεωτρήσεις στην Κύπρο.
Παράλληλα, καλλιεργείται συστηματικά από το 1974, ιδιαίτερα όμως από τη δεκαετία του ’90 και μετά, κυρίως στην Ελλάδα αλλά και στην Κύπρο, τόσο ένα φοβικό σύνδρομο έναντι της τουρκικής στρατιωτικής ισχύος («σύμπλεγμα της ήττας» το χαρακτηρίζω σε σχετική μου μελέτη) όσο και το απαραίτητο συμπλήρωμά του, η «αποδόμηση του εθνικού αφηγήματος», στην ουσία η υπονόμευση της εθνικής μας ταυτότητας, ως απαραίτητης προϋπόθεσης για την αποδοχή της υποταγής μας τόσο στην Τουρκία όσο και στη Δύση. Ειδικά στα πανεπιστήμια, η τάση αυτή αποτελεί το κυρίαρχο πλέον αφήγημα και κάθε άλλη άποψη που υποστηρίζει την διαχρονική ιστορική παρουσία του ελληνισμού και το έθνος, ως συλλογικό υποκείμενο με ιστορική δράση και ιδιαίτερη ταυτότητα, απορρίπτεται μετά βδελυγμίας ως εθνικιστική.
Ευτυχώς όμως, η αντιμετώπιση των τουρκικών επιδιώξεων, 200 περίπου χρόνια μετά την Επανάσταση του 1821, είναι ένα ζήτημα που δεν αφορά αποκλειστικά ούτε την πολιτική ούτε την οικονομική ούτε την ακαδημαϊκή ελίτ (ο Θεός να την κάνει), αλλά αφορά το σύνολο του ελληνισμού, ιδιαίτερα όμως τους πολίτες της Κύπρου και της Ελλάδας. Καλούμαστε λοιπόν να πάρουμε επιτέλους μία συγκεκριμένη απόφαση: είτε να αποδεχθούμε το αναπότρεπτο της μετατροπής της μεν Ελλάδας σε χώρα περιορισμένης κυριαρχίας, (με αυξημένο μουσουλμανικό πληθυσμό), σε δορυφόρο της Τουρκίας, της δε Κύπρου σε ένα νησί πλήρως ελεγχόμενο από την Τουρκία και τις πολυεθνικές, είτε να αντισταθούμε σ’ αυτήν την προοπτική. Διότι εάν συνεχιστεί αυτή η τακτική της διολίσθησης προς τις τουρκικές θέσεις, της σταδιακής αποδοχής, έστω και με «κόνξες» για την τιμή των όπλων, της τουρκικής κυριαρχίας σε Κύπρο, Αιγαίο και Θράκη χωρίς τη λήψη μέτρων που να εγγυώνται την εθνική κυριαρχία και ανεξαρτησία, τότε θα φτάσουμε, μέσω κάποιου σοβαρού επεισοδίου, στο οποίο θα ηττηθούμε, στο αποτέλεσμα που επιθυμεί η Τουρκία, δηλαδή στις διαπραγματεύσεις με αντικείμενο κυριαρχικά μας δικαιώματα, κάτι που ήδη συμβαίνει στο Κυπριακό μετά την επιβολή, χωρίς αντίσταση, της παρουσίας του γεωτρύπανου στα κυπριακά χωρικά ύδατα.
Εάν, αντίθετα, επιλέξουμε να αντιμετωπίσουμε την τουρκική απειλή, αυτό συνεπάγεται πολύ συγκεκριμένες δεσμεύσεις και υποχρεώσεις. Και αυτές έχουν κόστος στην οικονομία και στην καθημερινότητά μας. Είναι ένα κόστος ωστόσο που θα πρέπει να το αναλάβουμε εάν θέλουμε να διατηρήσουμε την ελευθερία μας και να συνεχίσουμε να απολαμβάνουμε το προνόμιο να κατοικούμε σ’ αυτή τη χώρα ως άμεσοι κληρονόμοι και συνεχιστές – ακόμη ζητούμενο – ενός σπουδαίου πολιτισμού.
Πρώτα πρώτα, οι ένοπλες δυνάμεις μας θα πρέπει να καταστούν το συντομότερο μία αξιόπιστη δύναμη αποτροπής που, σε συνθήκες όπου τον κύριο ρόλο τον έχουν οι νέες τεχνολογίες, θα έχει τη δυνατότητα να πλήξει τον αντίπαλο πριν εκδηλώσει την επίθεσή του ή έστω να του επιφέρει ένα ασύμφορο για τη συνέχεια των επιχειρήσεων πλήγμα. Θα πρέπει δηλαδή η Ελλάδα να αναλάβει το κόστος της της στρατιωτικής της ενίσχυσης σε τέτοιο επίπεδο ώστε να λειτουργεί αποτρεπτικά απέναντι σε οποιαδήποτε απειλή. Διαφορετικά, εάν δηλαδή, συντηρούμε ένοπλες δυνάμεις που θα βρεθούν από τις πρώτες ώρες εξαιτίας ενός εχθρικού πλήγματος στα κέντρα επικοινωνίας τους, αχρηστευμένες, θα ήταν ίσως πιο πρακτικό να διατηρήσουμε απλώς μία διακοσμητική φρουρά!
Οι ισχυρές και σύγχρονες ένοπλες δυνάμεις, προσαρμοσμένες στην αντιμετώπιση της τουρκικής επιθετικότητας, κυρίως στο Αιγαίο, αλλά και στην Κύπρο, είναι απαραίτητες και για έναν ακόμη λόγο: όντας ισχυροί γινόμαστε πειστικότεροι έναντι των συμμάχων μας, το δεύτερο στοιχείο το οποίο η Ελλάδα θα πρέπει να εξασφαλίσει προκειμένου να διαφυλάξει την ακεραιότητα και την ανεξαρτησία της. Επειδή κανείς δεν πρόκειται να μας υπερασπίσει, ειδικά όταν οι ίδιοι δεν είμαστε διατεθειμένοι να προβούμε σε θυσίες, η πολεμική προπαρασκευή αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση για την διασφάλιση ισχυρών συμμάχων. Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα δεν μπορεί να στηρίζεται αποκλειστικά στον αμερικανικό παράγοντα, όπως συμβαίνει σήμερα, αλλά να ασκεί μία πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική εξασφαλίζοντας ερείσματα και σε άλλες δυνάμεις στη Δύση, την ανατολική Μεσόγειο, τον αραβικό κόσμο, τα Βαλκάνια, τον Εύξεινο Πόντο και την Ανατολική Ευρώπη.
Αυτονόητη επίσης, για κάθε κράτος, η αποτελεσματική φύλαξη των συνόρων και ο έλεγχος της εισόδου σε αυτήν με μία λογική και οπωσδήποτε ανεκτή για την ασφάλεια, την οικονομία, την κοινωνία και την ταυτότητά μας, ανθρωπιστική διαχείριση του προσφυγικού και μεταναστατευτικού ζητήματος
Το σημαντικότερο ωστόσο είναι να πάρουμε την απόφαση, να αναλάβουμε την ευθύνη έναντι της Ιστορίας και του μέλλοντος αυτού του τόπου. Να αποφασίσουμε το εάν επιθυμούμε να ζήσουμε εμείς, τα παιδιά και τα εγγόνια μας με τους όρους που υπαγορεύει η Τουρκία ή με όρους αξιοπρέπειας και ανεξαρτησίας. Κι ευτυχώς τόσο η Ιστορία όσο και η σύγχρονη πραγματικότητα του πώς αντιμετωπίζει το τουρκικό κράτος τους αντιπάλους του, πραγματικούς ή φανταστικούς, δεν μας αφήνουν πολλά περιθώρια επιλογής. Κι αν διατηρούμε αμφιβολίες, μπορούμε να μελετήσουμε την Ιστορία του Πόντου, της Μικράς Ασίας και των Αρμενίων, τον τρόπο με τον οποίον αφανίστηκαν συστηματικά οι Ίμβριοι, οι Τενέδιοι, οι Κωνσταντινουπολίτες, οι «εγκλωβισμένοι» στα κατεχόμενα της Κύπρου, το πώς αντιμετωπίζονται σήμερα οι Κούρδοι, οι Αλεβίτες και οι δημοκράτες στην Τουρκία και πάν’ απ’ όλα το πώς οι Κύπριοι βρέθηκαν πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα και σήμερα κινδυνεύουν με οριστική εξαφάνιση στο τελευταίο ελληνικό άκρο της πάλαι ποτέ ελληνιστικής περιμέτρου και της Μικράς Ασίας.
Καλούμαστε επομένως να πάρουμε μία απόφαση κι αυτήν την απόφαση πρέπει να την πάρουμε τώρα. Οι καιροί ου μενετοί.
*Δρ Ιστορίας
Ανάρτηση από: https://www.huffingtonpost.gr