Του Σπύρου Κουτρούλη
Στους πρώτους μήνες του 2019, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αρμός το βιβλίο του Θ. Ζιάκα Τα δύο τέρατα και η αριστερά – για την παρακμή και τις δυνατότητες ανάσχεσής της, όπου εξετάζονται δύο συναφείς και αλληλοτροφοδοτούμενες καταστάσεις: ο μηδενισμός και η παρακμή.
Εύκολα εντοπίζουμε τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του λόγου του Θ.Ζιάκα: πυκνός, επιγραμματικός λόγος, που επιχειρεί με αυτόν τον τρόπο να ερμηνεύσει αποτελεσματικά σύνθετα ιστορικά γεγονότα και μεγάλα ρεύματα πολιτισμού. Έρχεται ως απόσταγμα της γνώσης της κλασικής αρχαιοελληνικής σκέψης, αλλά βεβαίως και του πατερικού λόγου. Όλα αυτά καρποφορούν σε ένα πεδίο που έχει οργωθεί προηγουμένως από το έργο του Χ. Γιανναρά, του Ζ. Λορεντζάτου, του μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη, αλλά και του Π. Κονδύλη. Οι διακρίσεις του Μάξιμου του Ομολογητή ανάμεσα στον δούλο, τον μισθωτό και τον φίλο προβάλλονται για να χαρακτηρίσουν διαφορετικά πολιτιστικά πρότυπα. Σε αυτό το σημείο επαναλαμβάνεται ο Πλάτωνας που διέκρινε την κοινωνία προβάλλοντας σε αυτήν τα διάφορα μέρη της ψυχής. Η ερμηνευτική τους χρήση έχει αναλογίες με βεμπεριανούς ιδεοτύπους. Αλλά και η διαπίστωση ότι η ακμή περιέχει τις προϋποθέσεις της παρακμής (γράφει, «η παρακμή, η κοπριά της παρακμής») θυμίζει τη χεγκελιανή διαλεκτική, όπου στο ίδιο περιέχεται ή προεικονίζεται το ενάντιο. Πέραν τούτων το βιβλίο κατά ένα μέρος είναι σε διαλογική μορφή (κυρίως με τον ψυχίατρο και συγγραφέα Γιάννη Τσέγκο), ή αποτελεί πιστή μεταφορά του προφορικού λόγου, γεγονός που ευνοεί την ανάγνωσή του.
Ο Θ. Ζιάκας περιγράφει με ακρίβεια τα ρεύματα που οδηγούν στον μηδενισμό. Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε τον Φίχτε, που «απορρίπτει την αντίληψη του Διαφωτισμού για τον Λόγο χάριν ενός απόλυτου υποκειμενισμού ο οποίος επιχειρεί να παράγει τον Λόγο εν γένει από την άπειρη βούληση του απόλυτου εγώ. Αυτή η απόρριψη οδηγεί στη σκοτεινή νύχτα του νοούμενου εγώ και στην εξύμνηση του αγώνα και του πόθου που αποτελούν την έκφραση αυτής της υποσυνείδητης βούλησης. Μολονότι ο Φίχτε στηρίχθηκε στη σκέψη του Ντεκάρτ και του Καντ, τελικά επέλεξε μια διαφορετική και πιο επικίνδυνη κατεύθυνση. Αυτή η κατεύθυνση οδηγεί, όπως διαπίστωσε ο Τζακόμπι, στον θάνατο του Θεού και στη θεοποίηση του ανθρώπου»(Michael Allen Gillespie, Ο μηδενισμός πριν από τον Νίτσε, μετ. Γ. Μερτίκα, Πατάκης 2004).
Ο Θ.Ζιάκας περιγράφει τα δύο τέρατα: τη μεταμοντέρνα τοκογλυφική πλουτοκρατία που υπέταξε την παραγωγική αστική τάξη και τον μεταμοντέρνο μηδενισμό, ο οποίος «έχει διαβρώσει καίρια την πληθυσμιακή βάση του νεωτερικού πολιτισμού»(σελ.26). Πλέον στον μεταμοντέρνο μηδενισμό, «ο Μηδενισμός του Συλλογικού υποκειμένου ολοκληρώνεται με τον Μηδενισμό του ατομικού υποκειμένου» (σελ.28). Στο παραπάνω συμπέρασμα αφενός περιέχεται η σκέψη του Π. Κονδύλη όπως ξετυλίγεται κυρίως στην «Παρακμή του αστικού πολιτισμού» και αφετέρου συναντά αντίστοιχα πορίσματα του Κρίστοφερ Λας. Βέβαια, ο ιδεότυπος του «ανθρωπόθεου» που είναι αντιστροφή του «Θεάνθρωπου», έχει ως αφετηρία το έργο του Φ. Ντοστογιέφσκι. Ο εθνομηδενισμός ερμηνεύεται ως « το καταστατικό πρόταγμα της μοναδικής πλέον Αυτοκρατορίας. Είναι η στρατηγική πλατφόρμα της αμερικανικής «παγκοσμιοποίησης». Του οράματός της να εδραιωθεί ως Κοσμοκρατορία» (σελ. 108,109), ενώ αναλυτικότερα θα προσθέσει, «η κυριαρχία του μεταμοντέρνου εθνομηδενισμού αντιστοιχεί στη διαμόρφωση μιας υπερκρατικής ολιγαρχίας, τεχνοσυστημικής-χρηματιστικής υφής, εξοπλισμένης με στρατιωτική ισχύ πλανητικών διαστάσεων» (σελ. 166).
Η φράση του Θ. Ζιάκα, «η ελληνική ανθρωπολογία είναι έκτοτε η ανθρωπολογία της μετάβασης από το Άτομο στο Πρόσωπο» (σελ.123) απορρέει από αντίστοιχες σκέψεις του Χ. Γιανναρά και του μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη. Νομίζω όμως ότι κάτι τέτοιο έχει ξεκινήσει ήδη από τον ελληνικό λόγο για να ολοκληρωθεί στον πατερικό λόγο. Η σκέψη του πλατωνικού Σωκράτη ότι είναι προτιμότερο να αδικούμεθα παρά να αδικούμε, η προτροπή του Αριστοτέλη να αγαπάμε το μέρος εκείνο του εαυτού που καλλιεργεί την αρετή, αλλά και οι διαπιστώσεις του ίδιου ότι ο άνθρωπος είναι «ζώο πολιτικό», δηλαδή τελικά σχηματίζεται με την τριβή με τους άλλους, αποδεικνύουν έναν τέτοιο ισχυρισμό. Άλλωστε ο Ιωάννης Δαμασκηνός δυσκολευόταν να διακρίνει το άτομο από το πρόσωπο. Ορθά επισημαίνει όμως ο Θ. Ζιάκας ότι «βρήκαμε στην χριστιανική αγάπη την πραγματική ουσία μας, την αληθινή μας φύση» (σελ.132). Αναζητώντας διέξοδο στον μηδενισμό, καταλήγει ότι «η συλλογικότητα ριζώνει στην σταυρική σχέση ανάμεσα στο Εγώ και στο Εσύ και των δύο με τον Θεό» (σελ. 203). Η πόλη ανήκει στους θεούς και στους ήρωες. Σε αυτό το σημείο επαναλαμβάνεται η φράση του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, ότι την Πόλιν αυτή δεν μπορεί να την παραδώσει γιατί δεν ανήκει σε αυτόν, ούτε σε κανέναν άλλο από τους κατοίκους.
Ο σύγχρονος μηδενισμός, αυτός που ο Π. Κονδύλης ονομάζει «χαρούμενο μηδενισμό», αποτελεί μια μετάλλαξη αυτού που εντοπίστηκε αρχικά στις διανοητικές κατασκευές του Νετσάγιεφ, ή στους ανθρώπινους τύπους που ενσαρκώθηκαν στο έργο του Τουργκένιεφ και του Ντοστογιέφσκι ή στον ειρωνικό λόγο του Διογένη του Κυνικού ή του Σιοράν. Όπως συμπεραίνει ο Θ.Ζιάκας, «κάνοντας την κατανάλωση αξία και τις αξίες καταναλωτικά αγαθά», ή, αλλιώς, κάνοντας μοναδική αξία το χρήμα, ζωντανεύει τον χειρότερο εφιάλτη του Τεχνοσυστήματος, να δει κάποια μέρα τη «δεξαμενή της γνώσης» άδεια από τους αναγκαίους «σταχανοβίτες» της Επιστήμης και της Τεχνολογίας» (σελ. 295). Με το έργο του Θ. Ζιάκα, η συζήτηση για τον μηδενισμό και την παρακμή βέβαια δεν έκλεισε, όμως επέτυχε να μας δείξει τις πλευρές πάνω στις οποίες πρέπει να σκεφτόμαστε.
Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr