Του Κώστα Λαπαβίτσα
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στα αγγλικά στο Jacobin στις 10 Ιουλίου 2019. Η ελληνική μετάφραση του Πρώτου Μέρους δημοσιεύτηκε στο The Press Project στις 13 Ιουλίου 2019 και του Δεύτερου Μέρους στις 17 Ιουλίου 2019.
Η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα επέβαλε πολυετή λιτότητα στους Έλληνες, για να επαναφέρει τελικά την συντηρητική παράταξη στην εξουσία. Η αναθέρμανση του αγώνα εναντίον της λιτότητας ίσως χρειαστεί χρόνια - και θα είναι αδύνατη χωρίς μια ευθεία αντιπαράθεση με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Επείγει η αναζήτηση της σύγχρονης Αριστεράς.
Μέρος Πρώτο
Τα αποτελέσματα των εκλογών στην Ελλάδα ήταν πρωτίστως μία νίκη για την κεντροδεξιά Νέα Δημοκρατία με ποσοστό που άγγιξε το 40% και της εξασφάλισε την αυτοδυναμία στη Βουλή. Πρώτη φορά μετά το 2009 - όταν το κεντροαριστερό ΠΑΣΟΚ κέρδισε για τελευταία φορά τις εκλογές- ένα κόμμα σχηματίζει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Κατά το μεγαλύτερο διάστημα της κρίσης η Ελλάδα κυβερνήθηκε από συνασπισμούς κομμάτων, συμπεριλαμβανομένης και της συμμαχίας του ΣΥΡΙΖΑ με τους δεξιούς ΑΝΕΛΛ. Η νίκη της Νέας Δημοκρατίας έθεσε τέλος σε αυτήν την περίοδο. Επέστρεψε η πολιτική σταθερότητα στην Ελλάδα και οι παραδοσιακές κυβερνητικές δυνάμεις ανέκαμψαν στην εξουσία.
Στην πραγματικότητα η σταθερότητα άρχισε να επιστρέφει ήδη από το τέλος του 2015, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ υποχώρησε μπροστά στην Ευρωπαϊκή Ένωση και υπέγραψε μία νέα συμφωνία ‘διάσωσης’ με τους δανειστές της Ελλάδας. Η νίκη της Νέας Δημοκρατίας οφείλεται πρωτίστως στα τέσσερα χρόνια λιτότητας που επέβαλε ο ΣΥΡΙΖΑ, ακολουθώντας τις επιταγές των δανειστών, πλήττοντας σκληρά τα μεσαία και χαμηλά εισοδήματα, και μειώνοντας την εθνική και λαϊκή κυριαρχία.
Ένας επιπλέον παράγοντας ήττας ήταν και η συντηρητική εξωτερική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ που έκανε την Ελλάδα πιστό στρατιωτικό και πολιτικό σύμμαχο των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ισραήλ στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι επιλογές εξωτερικής πολιτικής οδήγησαν στη σύναψη μιας συμφωνίας για την επίσημη ονομασία της Βόρειας Μακεδονίας στην οποία έχουν εναντιωθεί σημαντικά κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία όμως ότι η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ οφείλεται κυρίως στις οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές που υιοθέτησε μετά την παράδοση άνευ όρων στους δανειστές και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Με δεδομένο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είχε αρχικά υποσχεθεί την ριζική αμφισβήτηση του ελληνικού και ευρωπαϊκού κατεστημένου, η εξέλιξη αυτή ήταν πραγματικά εξευτελιστική. Ο Αλέξης Τσίπρας και το κόμμα του αποτελούν ένα μάθημα για το τι θα πρέπει να αποφύγει η ευρωπαϊκή ριζοσπαστική Αριστερά στα επόμενα χρόνια.
Η Νέα Δημοκρατία νίκησε, αλλά δεν θα της είναι καθόλου εύκολο να κρατήσει τις υποσχέσεις της στον ελληνικό λαό. Το σκληρό πλαίσιο οικονομικής πολιτικής που έχει επιβληθεί στην Ελλάδα από τους δανειστές της εγγυάται αδύναμη ανάπτυξη, χαμηλά εισοδήματα και μόνιμη πίεση στους εργαζόμενους και τη μεσαία τάξη. Η Ελλάδα μπορεί να έχει στραφεί προς τα δεξιά, σε αντίδραση προς τις πολιτικές του ΣΥΡΙΖΑ, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι υφίστανται οι προϋποθέσεις για μακροπρόθεσμη κοινωνική και πολιτική σταθερότητα.
Αντίστοιχα, ο ΣΥΡΙΖΑ, που τώρα πλέον είναι η αξιωματική αντιπολίτευση, δεν θα μπορέσει εύκολα να μετεξελιχθεί σε μόνιμη εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης. Μπορεί να θέλει να εγκαθιδρύσει ένα νέο δικομματισμό, αλλά οι συνθήκες στις οποίες θα το επιχειρήσει είναι ιδιαίτερα δύσκολες, όπως θα δούμε παρακάτω.
Υπάρχει ωστόσο ένα ακόμη πιο βαθύ πρόβλημα για την ελληνική πολιτική ζωή. Τα κόμματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς είτε σημείωσαν πάρα πολύ άσχημα εκλογικά αποτελέσματα είτε έχουν αποδειχθεί αναξιόπιστα. Η πραγματική πρόκληση για την ελληνική πολιτική ζωή είναι να εδραιωθεί μία ριζοσπαστική Αριστερά που να συνδέεται με τον κόσμο της εργασίας και να προτείνει ένα πρόγραμμα αλλαγής το οποίο να ανταποκρίνεται στα προβλήματα της οικονομίας και της κοινωνίας. Από αυτήν την άποψη, η Ελλάδα έχει μαθήματα να προσφέρει και στην υπόλοιπη Ευρώπη γιατί το πρόβλημα είναι παρόμοιο σε γενικές γραμμές.
Εκλογικές μετακινήσεις
Για να εξετάσουμε τον χαρακτήρα της ήττας του ΣΥΡΙΖΑ είναι κρίσιμο να λάβουμε υπόψη μας μερικά στοιχεία για τις εκλογικές επιδόσεις των κύριων κομμάτων εξουσίας κατά τη δεκαετία της κρίσης. Ο πίνακας που ακολουθεί δείχνει όλες τις κοινοβουλευτικές εκλογές από τον Οκτώβριο του 2009 – έχουν στρογγυλοποιηθεί οι αριθμοί για την διευκόλυνση του αναγνώστη. Το εκλογικό σώμα στην Ελλάδα παραμένει σταθερό περίπου στα 10 εκατομμύρια καθόλη αυτή την περίοδο. Υπάρχουν αναμφίβολα βάσιμοι λόγοι για να αμφισβητήσει κανείς την ακρίβεια αυτού του μεγέθους, καθώς οι εκλογικοί κατάλογοι φαίνεται να χρειάζονται σοβαρή επικαιροποίηση. Αλλά η ανάλυση εστιάζεται κυρίως σε απόλυτους αριθμούς ψήφων, άρα δεν επηρεάζεται ιδιαίτερα.
Αποτελέσματα κοινοβουλευτικών εκλογών
Οκτ 2009
|
Μάιος 2012
|
Ιούνιος 2012
|
Ιανουαρ2015
|
Σεπτ 2015
|
Ιούλιος 2019
| |
Αποχή
|
29%
|
35%
|
38%
|
36%
|
44%
|
42%
|
ΣΥΡΙΖΑ
|
5%
0,32 εκ.
|
17 %
1,06 εκ.
|
27%
1,66 εκ.
|
36%
2,25 εκ.
|
35%
1,93 εκ.
|
32%
1,79 εκ.
|
Νέα Δημοκρατία
|
33%
2,36 εκ.
|
19%
1,19εκ.
|
30%
1,83 εκ.
|
28%
1,72 εκ.
|
28%
1,53 εκ.
|
40%
2,25 εκ.
|
ΠΑΣΟΚ
|
44%
3,01εκ.
|
13%
0.85εκ.
|
12%
0,76 εκ.
|
5%
0,62 εκ.
|
-
|
-
|
Ορισμένα καίρια πολιτικά συμπεράσματα προκύπτουν αβίαστα από τον πίνακα.
Πρώτον, το ποσοστό της αποχής έχει αυξηθεί σημαντικά, δείχνοντας ότι οι Έλληνες είναι βαθιά απογοητευμένοι από τον κοινοβουλευτισμό. Το ποσοστό της αποχής είναι πιθανόν να εμφανίζεται σημαντικά διογκωμένο λόγω της κακής ποιότητας των εκλογικών καταλόγων, ωστόσο ή αύξηση του δεν αμφισβητείται. Η ανοδική τάση είναι εμφανής εδώ και πολύ καιρό, αλλά ισχυροποιήθηκε κατά τη διάρκεια της βαθιάς κρίσης της τελευταίας δεκαετίας.
Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε στην εξουσία τον Ιανουάριο του 2015, η αποχή μειώθηκε καθώς η χώρα στράφηκε προς την Αριστερά και υπήρξε ξανά ενθουσιασμός για την πολιτική. Αλλά η παράδοση άνευ όρων μετά το διαβόητο δημοψήφισμα το καλοκαίρι του 2015 σκότωσε την ελπίδα και έφερε απογοήτευση. Η αποχή μειώθηκε ελαφρά για μια ακόμη φορά την προηγούμενη Κυριακή, αλλά παρέμεινε πάρα πολύ υψηλή και αυτή τη φορά η στροφή του εκλογικού σώματος ήταν προς τη Δεξιά. Η πραγματική κληρονομιά του ΣΥΡΙΖΑ στην ελληνική πολιτική είναι ότι ενδυνάμωσε την απάθεια και απαξίωσε την Αριστερά.
Κοιτώντας πιο προσεκτικά την εκλογική απήχηση της Νέας Δημοκρατίας βλέπουμε ότι το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης το 2010 την τραυμάτισε βαθιά, καθώς κατέγραψε μόλις 1,19 εκατομμύρια ψήφους τον Μάιο του 2012, ενώ ανέβηκε στα 1,83 εκατομμύρια ψήφους τον Ιούνιο του 2012, όταν σχημάτισε κυβέρνηση. Τον Ιανουάριο του 2015, όταν κέρδισε για πρώτη φορά ο ΣΥΡΙΖΑ, οι ψήφοι της Νέας Δημοκρατίας έπεσαν στα 1,72 εκατομμύρια. Είναι εντυπωσιακό ότι και τον Σεπτέμβριο του 2015 οι ψήφοι της Νέας Δημοκρατίας έπεσαν στα 1,53 εκατομμύρια, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε και πάλι, παρά την άνευ όρων παράδοσή του.
Αυτός είναι ο πήχης με τον οποίο θα πρέπει να μετρήσουμε την επάνοδο της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογές της περασμένης Κυριακής. Οι ψήφοι της ανέβηκαν στα 2,25 εκατομμύρια, πλησιάζοντας τα επίπεδα του Οκτωβρίου του 2009. Η κεντροδεξιά κέρδισε την αυτοδυναμία την Κυριακή με το σχετικά υψηλό ποσοστό του 40%, αλλά αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι πολύ περισσότεροι ψηφοφόροι απείχαν σε σχέση με το 2009. Η διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ έδωσε καινούργια ορμή στη ΝΔ, όμως η πραγματική εκλογική ισχύς της κεντροδεξιάς δεν είναι αυτή που δείχνουν τα ποσοστά της.
Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ το 2012 ξεπετάχτηκε από το περιθώριο της ελληνικής πολιτικής εκμεταλλευόμενος το τεράστιο ρεύμα οργής που προκάλεσαν οι πολιτικές ‘διάσωσης’ και ο εξευτελισμός της Ελλάδας. Η εκλογική του ισχύς αυξήθηκε κατακόρυφα, φτάνοντας τα 2,25 εκατομμύρια όταν σχημάτισε την πρώτη του κυβέρνηση τον Ιανουάριο του 2015. Ο ΣΥΡΙΖΑ εκμεταλλεύτηκε το τεράστιο κύμα λαϊκής ελπίδας και επιστροφής της πολιτικής. Ακόμα και μετά την παράδοσή του το καλοκαίρι του 2015, κατάφερε να κερδίσει τις εκλογές του Σεπτεμβρίου με 1,93 εκατομμύρια ψήφους. Το εκλογικό σώμα ήταν έτοιμο να δώσει στον Τσίπρα ακόμη μία ευκαιρία, παρά την καταφανή αναξιοπιστία του.
Είναι εντυπωσιακό ότι μετά από τέσσερα ακόμη χρόνια στην εξουσία ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερα να πάρει 1,79 εκατομμύρια ψήφους. Η άνοδος της Νέας Δημοκρατίας δεν συνοδεύτηκε με αντίστοιχη πτώση του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η εξέλιξη θα σημαδέψει την ελληνική πολιτική σκηνή στην περίοδο που έρχεται και χρήζει ερμηνείας.
Η Ελλάδα φαίνεται όντως να επιστρέφει σε νέο δικομματισμό στον οποίον η Νέα Δημοκρατία και ο ΣΥΡΙΖΑ -και οι δύο πλέον ως κόμματα του κατεστημένου- θα εναλλάσσονται στην εξουσία. Ωστόσο, από τον πίνακα προκύπτει ένα ακόμη κρίσιμο στοιχείο: ο καινούργιος δικομματισμός, αν προκύψει, θα είναι σκιά του παλαιού. Παρά την κυριαρχία της Νέας Δημοκρατίας, η εκλογική της δύναμη είναι περίπου η ίδια με αυτή του 2009 και πολύ χαμηλότερη από τις επιδόσεις σε ψήφους στις αμέσως προηγούμενες εκλογές.
Με παρόμοιο τρόπο, ο ΣΥΡΙΖΑ, αν και κατάφερε να διατηρήσει τις δυνάμεις του, δεν είναι παρά ένα φτωχό αντίγραφο του ΠΑΣΟΚ, του κόμματος που επιδιώκει να αντικαταστήσει. Ακόμη και το 2009 -λίγο πριν την έναρξη της ανελέητης εκλογικής του κατάρρευσης που τελικά έφερε την περιθωριοποίησή του και την αλλαγή ονόματος- το ΠΑΣΟΚ μπόρεσε να πάρει πάνω από τρία εκατομμύρια ψήφους. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να υποθέσουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορέσει ποτέ να καταφέρει κάτι αντίστοιχο.
Τα αίτια της ήττας
Οι ρίζες της νίκης της Νέας Δημοκρατίας βρίσκονται στο καλοκαίρι του 2015, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ παραδόθηκε στους δανειστές και έγινε ένα ακόμη κόμμα του ελληνικού κατεστημένου. Υπέγραψε την τρίτη συμφωνία ‘διάσωσης’ της χώρας, που επισήμως διάρκεσε μέχρι τον Αύγουστο του 2018, και εφάρμοσε πιστά τις οικονομικές πολιτικές που υπαγόρευσε η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Το αποτέλεσμα ήταν η εξαιρετικά αδύναμη οικονομική ανάπτυξη και η βαθμιαία αποξένωση μεγάλων στρωμάτων του πληθυσμού, ιδίως αυτών που εξαρτώνται από μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες εξακολουθούν να αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας. Αυτή ήταν κι η κύρια ταξική αιτία της εκλογικής του ήττας.
Πάνω απ’ όλα ο ΣΥΡΙΖΑ αποδέχθηκε τον όρο των δανειστών να εξασφαλίσει τερατώδες ετήσιο πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ με στόχο την εξυπηρέτηση του τεράστιου δημόσιου χρέους της Ελλάδας. Αναπόφευκτα η επίτευξη του στόχου αυτού απαίτησε πολύ βαριά φορολογία. Δεν υπάρχει χώρα στον κόσμο, σε συνηθισμένες συνθήκες αστικού κοινοβουλευτισμού, όπου ένα κόμμα που επιβάλλει τέτοια φορολογία να μπορεί να κερδίσει εκλογές.
Συγκεκριμένα, ο κατώτατος/εισαγωγικός συντελεστής φόρου εισοδήματος αυξήθηκε στο 22% και ο ανώτατος στο 45%. Ο ΦΠΑ επίσης αυξήθηκε, με μέσο όρο το 24%. Οι φόροι στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις ανέβηκαν στο 29%, αν και πρόσφατα μειώθηκαν κατά μία μονάδα, σε μία απέλπιδα προσπάθεια να κατευναστούν οι αντιδράσεις. Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις συχνά καλούνταν να πληρώσουν τους φόρους της επόμενης χρονιάς προκαταβολικά, στραγγαλίζοντας έτσι τις δραστηριότητές τους. Οι συντελεστές εισφορών κοινωνικής ασφάλισης επίσης αυξήθηκαν προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα δυσεπίλυτα προβλήματα του συνταξιοδοτικού συστήματος, αλλά οι αυξήσεις επιβλήθηκαν πάρα πολύ άνισα ανάμεσα στις επιχειρήσεις. Σε αυτά τα βάρη θα πρέπει επίσης να προσθέσουμε τους βαρύτατους φόρους ακίνητης ιδιοκτησίας, συμπεριλαμβανομένης και της κατοικίας - φόρους που ορθώς έχουν θεωρηθεί ως οι πιο άδικοι από όλους. Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε υποσχεθεί να καταργήσει τον ΕΝΦΙΑ όταν έρθει στην εξουσία, αλλά τον διατήρησε.
Παράλληλα, προκειμένου να πετύχει τα θηριώδη πρωτογενή πλεονάσματα ο ΣΥΡΙΖΑ μείωσε συστηματικά τις δημόσιες επενδύσεις, υπονομεύοντας έτσι τις υποδομές της Ελλάδας και τις παραγωγικές της δυνατότητες. Ακόμη χειρότερα, ακολουθώντας τις επιταγές των δανειστών, έθεσε ως βασικό του στόχο «την επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές». Το κόμμα που είχε ανέβει στην εξουσία διαδηλώνοντας εναντίον των αρπακτικών των διεθνών αγορών, έφτασε να θεωρεί την επιβράβευσή τους το απόλυτο κριτήριο επιτυχίας. Για να μπορέσει να βγει στις αγορές, ο ΣΥΡΙΖΑ κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες να δημιουργήσει ένα προστατευτικό μαξιλάρι σχεδόν 40 δισεκατομμυρίων που θα λειτουργούσε ως εγγύηση για τους αγοραστές ομολόγων. Έτσι ξεπέρασε ακόμα και τον στόχο του 3,5%, επιτυγχάνοντας ένα εξωπραγματικό πλεόνασμα της τάξης του 4,2% το 2017. Αυτό το μαξιλάρι δημιουργήθηκε επιβάλλοντας τρομακτικές πιέσεις στους εργαζόμενους και τις οικογένειές τους.
Οι αγορές πράγματι επιβράβευσαν τον Τσίπρα για την υπακοή του, επιτρέποντας στην κυβέρνησή του να επανεκδώσει ομόλογα και μάλιστα κατέβασαν το σπρεντ των 10ετών ομολόγων στο εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο του 2,5% τον Ιούλιο του 2019. Αυτό είναι το χαμηλότερο επιτόκιο δανεισμού που έχει εξασφαλίσει η Ελλάδα εδώ και χρόνια, πριν ακόμη από την κρίση. Η πτώση του επιτοκίου σημειώθηκε παρότι το δημόσιο χρέος της Ελλάδας βρίσκεται στο επίπεδο ρεκόρ των 355 δισεκατομμυρίων - περίπου στο 180% του ΑΕΠ. Η έγκριση των αγορών είχε τεράστιο κοινωνικό κόστος για τη χώρα και πολιτικό κόστος για τον ΣΥΡΙΖΑ.
Στο πλαίσιο αυτό δεν θα πρέπει να εκπλήσσεται κανείς για το ότι η ελληνική οικονομία είχε εξαιρετικά μέτριες αποδόσεις κατά τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, παρότι έχει ανακάμψει από τα βάθη της γιγαντιαίας ύφεσης των ετών 2010-2012. Η ανάπτυξη είναι αναιμική και δεν καταφέρνει καν να φτάσει το 2%. Ο βασικός λόγος είναι η χαμηλή ιδιωτική ζήτηση, που οφείλεται στην πίεση που δημιουργεί η προσπάθεια για να επιτευχθεί το πλεόνασμα του 3,5%.
Η κατανάλωση παραμένει σε γενικές γραμμές στάσιμη, καθώς τα πραγματικά εισοδήματα δεν αυξάνονται και τα ιδιωτικά χρέη σε τράπεζες είναι τεράστια. Ο πιο εύγλωττος δείκτης της πίεσης που δέχονται οι εργαζόμενοι και τα νοικοκυριά είναι το απίστευτο ύψος των ληξιπρόθεσμων οφειλών. Τη στιγμή αυτή ξεπερνούν τα 100 δισεκατομμύρια, ή περίπου το 60% του ΑΕΠ, ποσό που οφείλουν στο κράτος σχεδόν 4 εκατομμύρια φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις. Το τεράστιο αυτό χρέος εκτινάχθηκε τα τελευταία χρόνια και μόνο κατά το πρώτο τρίμηνο του 2019 ανέβηκε κατά 3 δισεκατομμύρια. Η κλιμάκωσή του επήλθε παρά την αδίστακτη πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ να κατάσχονται οι ιδιωτικοί τραπεζικοί λογαριασμών και οι μισθοί όσων αδυνατούν να πληρώσουν, πλήττοντας περισσότερους από ένα εκατομμύριο πολίτες. Ο πέλεκυς έχει πέσει βαρύς πάνω στους πιο φτωχούς, καθώς τουλάχιστον οι μισοί από τους οφειλέτες χρωστούν ασήμαντα ποσά, κάτω των 500 ευρώ.
Η ιδιωτική επένδυση είναι επίσης πάρα πολύ αδύναμη. Το 2007 είχε φτάσει στο μέγιστο ύψος της ξεπερνώντας τα 63 δισεκατομμύρια το 2007. Κατόπιν κατέρρευσε στο πολύ χαμηλό επίπεδο των 18 δισεκατομμυρίων το 2015, καθώς η βαθιά μνημονιακή ύφεση βούλιαξε την ελληνική βιομηχανία. Η πιο απότομη πτώση των επενδύσεων συνέβη στον οικοδομικό τομέα, ο οποίος έχει καταστραφεί συμπαρασύροντας εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας. Οι επενδύσεις παρέμειναν πενιχρές σε όλη την περίοδο της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ και μόλις ξεπέρασαν τα 24 δισεκατομμύρια το 2018.
Η μεγάλη αδυναμία των ιδιωτικών επενδύσεων παράλληλα με την πτώση των δημοσίων επενδύσεων -που επέβαλε ο ΣΥΡΙΖΑ προκειμένου να επιτύχει τους δυσθεώρητους στόχους των πρωτογενών πλεονασμάτων- είναι ο βασικός λόγος της αναιμικής ανάπτυξης. Οι Έλληνες καπιταλιστές δεν επενδύουν, εν μέρει γιατί η καθαρή αποταμίευση της ρημαγμένης χώρας είναι αρνητική αφήνοντας πολύ μικρό περιθώριο για αύξηση των επενδύσεων. Οι προοπτικές είναι ακόμη χειρότερες αν ληφθεί υπόψη το τραπεζικό σύστημα. Οι ελληνικές τράπεζες είναι στην ουσία χρεοκοπημένες δεδομένου ότι 45% του ισολογισμού τους αποτελείται από προβληματικά δάνεια. Η κρίση τσάκισε τις τράπεζες και ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε τα πράγματα ακόμη χειρότερα πουλώντας τις σε ξένα κερδοσκοπικά φαντ. Οι παροχή πιστώσεων στην οικονομία για επενδύσεις και κατανάλωση μειώνεται σταθερά εδώ και χρόνια.
Το μόνο θετικό στοιχείο για την οικονομία είναι η αύξηση των εξαγωγών, καθώς οι ελληνικές επιχειρήσεις στράφηκαν προς τις αγορές του εξωτερικού κατά τη διάρκεια της κρίσης. Οι εξαγωγές αγαθών έφτασαν τα 33 δις το 2018 και η αύξησή τους χαιρετίστηκε ως απόδειξη της επιτυχίας των μνημονιακών πολιτικών. Συνήθως αποσιωπάται ότι, μόλις σταθεροποιήθηκε η οικονομία, άρχισαν να αυξάνονται και οι εισαγωγές, που έφτασαν τα 54 δις το 2018. Η αύξησή τους αντανακλά τη δομική αδυναμία της ελληνικής βιομηχανίας που εξαρτάται απόλυτα από τις εισαγωγές.
Δείχνει επίσης πόσο αβαθής είναι η φιλελεύθερη άποψη της ΕΕ, του ΔΝΤ και της ελληνικής ολιγαρχίας ότι η χώρα θα σωθεί αν γίνει πιο ‘εξωστρεφής’ και στραφεί προς τις παγκόσμιες αγορές. Το εμπορικό έλλειμμα της Ελλάδας διογκώνεται μετά το 2015 και θα αποδειχθεί μεγάλο εμπόδιο για τη νεοφιλελεύθερη στρατηγική. Η Ελλάδα δεν μπορεί και δεν πρόκειται να σωθεί κατευθύνοντας τις προσπάθειές της προς τις εξαγωγές. Χρειάζεται βαθιά αναδιάρθρωση του παραγωγικού της ιστού και ενίσχυση της εγχώριας κατανάλωσης και επένδυσης. Αυτό δεν θα συμβεί χωρίς συστηματική δημόσια παρέμβαση.
Καταλήγοντας, ο ζουρλομανδύας που έχουν επιβάλλει οι δανειστές και αποδέχθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ σταθεροποίησε την Ελλάδα μέσω της φτώχειας και της ανυπαρξίας ανάπτυξης. Η ελληνική οικονομία δεν έχει μεταμορφωθεί δομικά. Αποτελείται από έναν αδύναμο βιομηχανικό τομέα, μια μη ανταγωνιστική γεωργία, και έναν πολύ μεγάλο τομέα υπηρεσιών με χαμηλή παραγωγικότητα. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι ο τομέας με τη γρηγορότερη ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια είναι ο τουρισμός και η εκτίναξη του Airbnb. Ο τουρισμός είναι ευπρόσδεκτος σε μια οικονομία που έχει τσακιστεί από την κρίση, αλλά αντιπροσωπεύει πλήρες αναπτυξιακό αδιέξοδο.
Οι κοινωνικές και ταξικές επιπτώσεις της οινομικής δυστοκίας ήταν εντονότατες και ερμηνεύουν την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και την ικανότητά του να διατηρήσει σημαντική εκλογική στήριξη. Αυτά τα ζητήματα θα αναλυθούν στο Δεύτερο Μέρος.
Οι κοινωνικές και ταξικές επιπτώσεις των επιλογών πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ ήταν εντονότατες και ερμηνεύουν την ήττα του, αλλά και την ικανότητά του να διατηρήσει σημαντική εκλογική στήριξη. Αυτά τα ζητήματα αναλύονται στο Δεύτερο Μέρος του άρθρου.
Συνοπτικά μιλώντας για την κατάσταση της Ελλάδας, δεν αποτελεί έκπληξη ότι ο τομέας με τη γρηγορότερη ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια ήταν ο τουρισμός, με την εκτίναξη του Airbnb. Η χώρα έχει βαλτώσει. Ο τουρισμός είναι βέβαια ευπρόσδεκτος σε μια οικονομία που έχει τσακιστεί από την κρίση, αλλά αντιπροσωπεύει πλήρες αναπτυξιακό αδιέξοδο. Αυτή είναι η σκληρή πραγματικότητα της Ελλάδας και αυτή θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τις εξελίξεις.
Δεύτερο μέρος
Η εκλογική αντοχή του ΣΥΡΙΖΑ
Το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της οικονομικής πολιτικής δανειστών και ΣΥΡΙΖΑ ήταν η συνεχής και παγιωμένη φτώχεια.
Η ανεργία έπεσε από το 27% το 2013 στο 18% το 2019, αλλά οι νέες θέσεις εργασίας είναι πολύ χαμηλής ποιότητας, αβέβαιες και με χαμηλές απολαβές, ειδικότερα για τους νέους. Η ΔΟΕ (Διεθνής Οργάνωση Εργασίας) ανέφερε πως οι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν σημαντικά το 2017 και είναι πιθανό ότι το ίδιο συνέβη και το 2018. Το 2018 το ένα τρίτο των εργαζομένων αμειβόταν με λιγότερο από 400 ευρώ το μήνα προ φόρων. Κατά την περίοδο ΣΥΡΙΖΑ - παρά τις συνεχείς ρητορικές εξάρσεις της κυβέρνησης για έξοδο από την κρίση με την ‘κοινωνία όρθια’ - η εκμετάλλευση στον ιδιωτικό τομέα πραγματικά εκτοξεύθηκε.
Η φτώχεια εντάθηκε ακόμη περισσότερο λόγω της λιτότητας και των ιδιωτικοποιήσεων στην παροχή κοινωνικής πρόνοιας - υγεία, εκπαίδευση, στέγαση- που περιείχε το μνημόνιο του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν προκαλεί έκπληξη λοιπόν η μαζική φυγή τουλάχιστον 400.000 Ελλήνων υψηλής κατάρτισης την τελευταία δεκαετία, η οποία συνεχίστηκε απρόσκοπτα και στα χρόνια του ΣΥΡΙΖΑ. Οι πρωτεύουσες της Ευρώπης -Βερολίνο, Λονδίνο, Στοκχόλμη και αλλού- έχουν γεμίσει από Έλληνες ανώτερης εκπαίδευσης που εργάζονται ως γιατροί, πολιτικοί μηχανικοί, οικονομολόγοι, αλλά και οικοδόμοι και μηχανικοί. Η Ελλάδα χάνει την υψηλά καταρτισμένη νεολαία της, ενώ ο ρυθμός γεννήσεων καταρρέει και ο πληθυσμός γερνάει ταχύτατα. Η μείωση του πληθυσμού, η φτώχεια και η βαθμιαία παρακμή είναι αποτελέσματα της εφαρμογής των πολιτικών που επιβλήθηκαν από την ΕΕ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ τελικά συνειδητοποίησε ότι τα μέτρα του Τρίτου Μνημονίου είχαν σοβαρότατες κοινωνικές επιπτώσεις και προς το τέλος της κυβερνητικής του θητείας οδηγήθηκε στην υιοθέτηση μιας πολιτικής αναδιανομής. Μέρος των πλεονασμάτων που ξεπερνούσαν τον στόχο του 3,5 τοις εκατό αναδιανεμήθηκαν σε συνταξιούχους, οικογένειες με χαμηλό εισόδημα και σε άλλους μέσω σχετικά μικρών κοινωνικών επιδομάτων. Αυτό που συνέβη στην πράξη ήταν ότι το τεράστιο φορολογικό βάρος που επιβλήθηκε στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις χρησιμοποιήθηκε εν μέρει για να στηρίξει τα χαμηλά και πολύ χαμηλά εισοδήματα.
Μια τέτοια πολιτική ελάχιστα είχε να κάνει με τη σοσιαλιστική αναδιανομή του εισοδήματος και του πλούτου. Η σοσιαλιστική αναδιανομή επιδιώκει να αλλάξει την ισορροπία στη διανομή του εθνικού εισοδήματος προς όφελος της εργατικής τάξης και εις βάρος του κεφαλαίου. Στοχεύει στην αναδιανομή ενός αυξανόμενου εισοδήματος και πλούτου, καθώς η οικονομία θα αναπτύσσεται. Ο ΣΥΡΙΖΑ στην ουσία έκανε αναδιανομή της φτώχειας μέσα σε μια στάσιμη οικονομία με την ελπίδα να διατηρήσει την εκλογική του επιρροή.
Αντίστοιχη ήταν και η απόφαση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ να αυξήσει τον κατώτατο μισθό μετά επίσημη λήξη του Τρίτου Μνημονίου τον Αύγουστο του 2018, ο ΣΥΡΙΖΑ αποφάσισε να αυξήσει τον κατώτατο μισθό. Πριν την κρίση ο κατώτατος μισθός της χώρας ήταν 751 ευρώ μηνιαίως, αλλά το 2012 μειώθηκε στα 586 ευρώ (και στα 510 για εργαζόμενους κάτω των 25, ως ‘υποκατώτατος’). Από τον Φεβρουάριο του 2019, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ανέβασε τον κατώτατο μισθό στα 650 ευρώ, ενώ ο ‘υποκατώτατος’ καταργήθηκε. Σχεδόν 1 εκατομμύριο εργαζόμενοι επηρεάστηκαν θετικά από αυτό το μέτρο. Παράλληλα, η κυβέρνηση ξεκίνησε να παίρνει κάποια μέτρα για την ‘επαναρύθμιση’ της αγοράς εργασίας. Οι συλλογικές συμβάσεις έγιναν ξανά γενικά δεσμευτικές, προσφέροντας πλεονεκτήματα στους εργαζόμενους διαφόρων τομέων, συμπεριλαμβανομένου του τραπεζικού, του τουριστικού και του εξορυκτικού.
Η αντοχή που έδειξε ο ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές και η ικανότητά του να αποφύγει τη δραματική πτώση των ποσοστών του οφείλονται σε μεγάλο βαθμό σε αυτά τα μέτρα, παρά το ότι πάρθηκαν καθυστερημένα και με εκλογική στόχευση. Μπόρεσε έτσι να διατηρήσει σημαντικές εκλογικές δυνάμεις στις εργατικές περιοχές της Αθήνας, του Πειραιά, της Θεσσαλονίκης και σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Οι περιοχές αυτές παραδοσιακά στήριζαν το ΠΑΣΟΚ, αν και ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε πολύ λιγότερες ψήφους από ό,τι έπαιρνε συνήθως το ΠΑΣΟΚ. Από τη άλλη, πλήρωσε το τίμημα της συνθηκολόγησής του με την ΕΕ και τους δανειστές της Ελλάδας. Τα χαμηλά μεσαία στρώματα στράφηκαν εναντίον του, ειδικά εκείνα που είναι στενά συνδεδεμένα με τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις οι οποίες σήκωσαν το μεγάλο βάρος της στασιμότητας και της φορολογικής πολιτικής των τελευταίων ετών. Τα στρώματα αυτά έπαιξαν καίριο ρόλο στην εκλογική άνοδο της ΝΔ.
Τι μπορεί να κάνει η νέα κυβέρνηση;
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η πολιτική πρωτοβουλία ανήκει στην αναγεννημένη ΝΔ. Ο νέος της αρχηγός, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, είναι προσωποποίηση της ελίτ που για δεκαετίες κυριαρχεί στα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά πράγματα της Ελλάδας. Περιβάλλεται από γόνους οικογενειών που επίσης κυριαρχούν στα ελληνικά πράγματα. Ο πυρήνας της οικογενειοκρατικής ελίτ, του ηγεμονικού αστικού μπλοκ που παραδοσιακά κυβερνά την Ελλάδα – και την οδήγησε στην καταστροφή το 2010 – επέστρεψε εξαγνισμένος. Αυτό κληροδοτεί η ‘πρώτη φορά Αριστερά’ του Αλέξη Τσίπρα μετά από σχεδόν πέντε χρόνια εξουσίας.
Ο Μητσοτάκης φαίνεται όμως να έχει πάρει κάποια μαθήματα από την κρίση και το εκλογικό σοκ που επέφερε στη Νέα Δημοκρατία. Έχει στελεχώσει το περιβάλλον του με τεχνοκράτες - συχνά ανθρώπους των αγορών και των επιχειρηματικού κόσμου- και επιχειρεί να δώσει μια εικόνα αποτελεσματικότητας, εκσυγχρονισμού και προόδου. Παράλληλα φρόντισε να διευρύνει την επιρροή του στο χώρο του κέντρου βάζοντας στην κυβέρνηση στελέχη από το ΠΑΣΟΚ, το Ποτάμι και αλλού. Θα δοκιμάσει να δημιουργήσει την εντύπωση κυβέρνησης ευρείας αποδοχής που στοχεύει στην ‘πρόοδο’ και το ξεπέρασμα της κρίσης.
Για το σκοπό αυτό έχει υποσχεθεί τη μείωση των φόρων κι έτσι έγινε αρεστός στα κοινωνικά στρώματα που επιβάρυνε περισσότερο ο ΣΥΡΙΖΑ. Παράλληλα υποσχέθηκε να αυξήσει τις επενδύσεις με την ελπίδα να επιταχύνει την ανάπτυξη και να δημιουργήσει καλές θέσεις εργασίας. Το πρόγραμμα και η οπτική της κυβέρνησής του είναι αναφανδόν νεοφιλελεύθερα, στοχεύοντας στη συρρίκνωση και αναδιάρθρωση του δημόσιου τομέα με σκοπό την τόνωση του “πλουτοπαραγωγικού” ιδιωτικού τομέα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το μήνυμα του βρίσκει κάποια απήχηση, ακόμα και στους νέους, που σχετίζουν το δημόσιο τομέα με την διαφθορά, την αναποτελεσματικότητα και τον νεποτισμό. Τα χρόνια της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ έκαναν ακόμη μεγαλύτερη την επιρροή της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας.
Παρόλα αυτά, η Νέα Δημοκρατία δεν θα το βρει καθόλου εύκολο να τηρήσει τις υποσχέσεις της. Το στενό πλαίσιο που έχουν επιβάλει οι δανειστές στη χώρα δημιουργεί συνθήκες οικονομικής ασφυξίας και αφήνει πολύ λίγο χώρο δράσης, όπως καταδείχθηκε στο Πρώτο Μέρος του άρθρου. Θα είναι αδύνατο να μειωθούν σημαντικά οι φόροι χωρίς να υπάρξει μεγάλη μείωση του στόχου του 3,5% για τα πρωτογενή πλεονάσματα. Δεν υπάρχει καμία σοβαρή ένδειξη ότι ΕΕ θα συμφωνήσει, δεδομένου ότι για να το δεχτεί θα πρέπει να αλλάξει η προοπτική βιωσιμότητας του τεράστιου δημόσιου χρέους. Η πτώση των διεθνών επιτοκίων, καθώς οι κεντρικές τράπεζες και των ΗΠΑ και της Ευρώπης συνεχίζουν να παρέχουν άφθονες δημόσιες πιστώσεις, μπορεί μεν να μειώνει τα σπρεντ των ελληνικών ομολόγων, αλλά πολύ δύσκολα θα μεταβάλλει την ανάλυση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους. Σύντομα θα διαπιστώσει και η νέα κυβέρνηση ότι ο κ. Ρέγκλινγκ τουESM, το στεγνό και ξεροκέφαλο γεράκι που εποπτεύει τα δημοσιονομικά πράγματα της ΕΕ, δεν κάνει χάρες σε κανένα.
Θα είναι επίσης πολύ δύσκολο να αυξηθούν σημαντικά οι επενδύσεις στα επόμενα χρόνια, ό,τι κι αν λέει η κυβέρνηση. Η τραγική κατάσταση του τραπεζικού τομέα και η αρνητική καθαρή αποταμίευση της χώρας δεν το επιτρέπουν. Μπορεί να υπάρξει μια προσωρινή αύξηση το αμέσως επόμενο διάστημα δεδομένου ότι οι ιδιώτες καπιταλιστές έχουν νιώσει ενθαρρυμένοι από την αλλαγή κυβέρνησης, αλλά δεν υπάρχουν οι βάσεις για τη μεγάλη επενδυτική έκρηξη που χρειάζεται η χώρα.
Η ιδέα, τέλος, ότι μπορεί να υπάρξει συστηματική και μεγάλη προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων που θα σπρώξει τη χώρα στην ανάπτυξη είναι μια ιδιαίτερα αγαπημένη ‘φούσκα’ των εγχώριων συντηρητικών οικονομολόγων και των οικονομικών προφητών των ΜΜΕ. Η Ελλάδα δεν έχει παράδοση σε μεγάλες ξένες επενδύσεις, ενώ το επενδυτικό κενό που αντιμετωπίζει ώστε να αναδομήσει την οικονομία της είναι τεράστιο για να καλυφθεί από ξένους επενδυτές. Πέρα από τις ιδιωτικοποιήσεις και την πώληση δημόσιων περιουσιακών στοιχείων σε διάφορα διεθνή αρπακτικά, είναι πολύ δύσκολο να διακρίνει κανείς μια βάση για συστηματική αύξηση των ξένων επενδύσεων.
Τα φιλόδοξα σχέδια της νέας κυβέρνησης θα έρθουν σύντομα αντιμέτωπα με τη σκληρή πραγματικότητα της μεταμνημονιακής ελληνικής οικονομίας. Η αδήριτη ροπή προς τη στασιμότητα και το ασφυκτικά περιοριστικό πλαίσιο – και τα δύο απόρροια της πολιτικής των δανειστών που επιβλήθηκε στη χώρα – θα διδάξουν το δικό τους μάθημα στον πολλά υποσχόμενο κ. Μητσοτάκη.
Αναζητώντας την Αριστερά
Μετά την ήττα του, ο Αλέξης Τσίπρας θα επιχειρήσει να ανασυγκροτήσει τον ΣΥΡΙΖΑ σε μια παράταξη της κεντροαριστεράς - ένα σύγχρονο κακέκτυπο του παλιού ΠΑΣΟΚ. Η διατήρηση της εκλογικής βάσης του κόμματος στις πρόσφατες εθνικές εκλογές του δίνουν σίγουρα δύναμη για να προχωρήσει στο σχέδιό του. Θα δυσκολευτεί όμως πολύ να δημιουργήσει τους οργανικούς δεσμούς με τις τοπικές κοινωνίες, τα συνδικάτα και τους άλλους κοινωνικούς φορείς που είχε το παλιό ΠΑΣΟΚ. Μετά από πέντε σχεδόν χρόνια εξουσίας, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ελάχιστα ερείσματα στα συνδικάτα και στις τοπικές κοινωνίες. Στις δημοτικές εκλογές του Μαΐου, από 332 συνολικά δήμους στην επικράτεια κέρδισε σε λιγότερους από δέκα.
Εξίσου δύσκολο θα αποδειχθεί για τον Τσίπρα να προσδώσει στον ΣΥΡΙΖΑ τον ιδεολογικό και οργανωτικό κορμό ο οποίος είναι απολύτως απαραίτητος για ένα κόμμα εξουσίας. Ποια ακριβώς θα είναι η ιδεολογική ταυτότητα της ‘Προοδευτικής Συμμαχίας’ στην οποία προσβλέπει; Η επιδίωξη της εξουσίας, που είναι και ο μόνος στόχος του, δεν αποτελεί δυστυχώς ιδεολογία. Δεν χρειάζεται καν να αναφέρουμε ότι οποιαδήποτε προσπάθεια να βρεθεί καινούργια ιδεολογική ταυτότητα για τον ΣΥΡΙΖΑ θα προσκρούσει στο προφίλ της αναξιοπιστίας που μέσα στα χρόνια έχει αποκτήσει ο Αλέξης Τσίπρας. Τέλος, πως θα αυξηθεί το δυναμικό των μελών του ΣΥΡΙΖΑ δεδομένου ότι σήμερα διαθέτει λιγότερα από 30.000 μέλη και το μεγαλύτερο μέρος των κομματικών στελεχών ενσωματώθηκε στην κρατική μηχανή κατά τη διάρκεια της κυβερνητικής θητείας; Όσοι συνήθισαν στις ανέσεις της εξουσίας δύσκολα θα σηκώσουν την επίμονη και εξαντλητική δουλειά που απαιτείται για να χτιστούν οι οργανικοί δεσμοί με την κοινωνία, ιδίως μέσα στη γενικευμένη αποστροφή προς την πολιτική.
Πολλά βέβαια θα εξαρτηθούν και από τις ενέργειες των άλλων κομμάτων. Τα καλά νέα των εκλογών ήρθαν από τα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας και την πανωλεθρία της φασιστικής Χρυσής Αυγής. Ένα νέο ακροδεξιό κόμμα, η Ελληνική Λύση, ήρθε να καλύψει το κενό, αλλά οργανωτικά και ιδεολογικά έχει ελάχιστη σχέση με το νεοναζιστικό μόρφωμα. Όσο για το ΚΙΝΑΛ, τα απομεινάρια του ΠΑΣΟΚ, κατάφερε να λάβει 460.000 ψήφους, πάσχει όμως τόσο ηγετικά όσο και ιδεολογικά. Το μόνο πλεονέκτημα του ΚΙΝΑΛ είναι ότι ακόμα διατηρεί μερικούς από τους τοπικούς και συνδικαλιστικούς μηχανισμούς του παλιού ΠΑΣΟΚ. Θα δούμε λοιπόν πως θα εξελιχθεί η σχέση του με τον ΣΥΡΙΖΑ που κινείται προς το κέντρο. Το ΚΚΕ, τέλος, με σχεδόν 300.000 ψήφους, επιβεβαίωσε για μια ακόμη φορά την αδυναμία του να ανταποκριθεί στις ανάγκες και τις απαιτήσεις των εργατικών και φτωχών στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας. Στα δέκα χρόνια της κρίσης το ΚΚΕ ήταν ουσιαστικά ασήμαντο και δεν διαφαίνονται σημάδια δυναμικής ανάκαμψης στα επόμενα χρόνια.
Στο πλαίσιο αυτό, το βαθύτερο πρόβλημα της πολιτικής ζωής σήμερα είναι η ανασυγκρότηση και επανίδρυση της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Αυτή έχει την ευθύνη και το καθήκον να διαμορφώσει έναν προγραμματικό ριζοσπαστικό λόγο με σοσιαλιστικό χαρακτήρα. Να προβάλει ξανά το αίτημα της λαϊκής και εθνικής κυριαρχίας με ξεκάθαρα ταξικά χαρακτηριστικά και δημοκρατική κατεύθυνση. Δυστυχώς όμως τα αποτελέσματα των εκλογών είναι είτε προβληματικά, είτε καταστροφικά για τον χώρο αυτό.
Το πιο ενεργητικό του κομμάτι είναι το ΜέΡΑ25, το ελληνικό τμήμα του κινήματος DiEM25, ιδρυτής του οποίου είναι ο Γιάνης Βαρουφάκης. Έλαβε σχεδόν 200.000 ψήφους και κατάφερε να μπει στο κοινοβούλιο με 9 βουλευτές, παρέχοντας τη δυνατότητα προσέγγισης σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Αλλά το κόμμα αυτόείναι δέσμιο των αδυναμιών του κινήματος από το οποίο προέρχεται. Το πρόγραμμα που εισηγείται είναι ουσιαστικά μια παραλλαγή του προγράμματος με το οποίο ήρθε στην εξουσία ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015: υπόσχεται ριζική αναμόρφωση της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας μέχρι σημείου ρήξης με τους δανειστές, διακηρύσσει όμως και την επιθυμία του να παραμείνει στην ΟΝΕ και την ΕΕ. Πρόκειται για μια θανάσιμη αντίφαση, όπως αποδείχτηκε και όταν ο Βαρουφάκης ήταν υπουργός στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Η στρατηγική του δεν άντεξε ούτε καν έναν μήνα αντιπαράθεσης με τους δανειστές, οδηγώντας σε μια επαίσχυντη παράδοση. Με τέτοιες θέσεις το ΜέΡΑ25 δεν έχει να προσφέρει πολλά στη ριζοσπαστική Αριστερά.
Το κόμμα του Γιάνη Βαρουφάκη είναι τόσο προβληματικό όσο τα εκλογικά αποτελέσματα αποδείχθηκαν καταστροφικά για την υπόλοιπη ριζοσπαστική Αριστερά. Η Πλεύση Ελευθερίας, το κόμμα της Ζωής Κωνσταντοπούλου εμφανίστηκε ως ένα πολύ προσωποκεντρικό μόρφωμα, χωρίς σαφή προγραμματική κατεύθυνση. Αρνήθηκε τις συνεργασίες και φλερτάρισε με εθνικιστικές ρητορείες, αδυνατώντας τελικά να εξασφαλίσει μια θέση στο κοινοβούλιο. Ακόμη χειρότερα η ΛΑΕ, το κόμμα ίσως με τις καλύτερες προοπτικές όταν έγινε η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ το καλοκαίρι του 2015, σταδιακά μεταμορφώθηκε σε γραφειοκρατικό μηχανισμό χωρίς δυναμική. Έχοντας αποκτήσει και αυτή έντονα προσωποκεντρικά χαρακτηριστικά γύρω από τον Παναγιώτη Λαφαζάνη, παρασύρθηκε επίσης σε εθνικιστική κατεύθυνση και κατέρρευσε ολοκληρωτικά. Τέλος, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ένας συνασπισμός δυνάμεων της εκτός ΣΥΡΙΖΑ Αριστεράς, σφραγίστηκε από άκρατο πολιτικό σεκταρισμό και παρέμεινε εκλογικά ασήμαντη.
Ο δρόμος θα είναι ανηφορικός για την ελληνική ριζοσπαστική Αριστερά. Θα χρειαστεί να επιδοθεί σε μια μακρόχρονη και επίμονη μάχη επανίδρυσης της Αριστεράς ως μιας βιώσιμης και αξιόπιστης παρουσίας στην ελληνική πολιτική σκηνή. Ο στόχος αυτός απαιτεί καταρχήν τη διαμόρφωση ενός προγράμματος οικονομικής ανασυγκρότησης και ανάπτυξης της χώρας υπέρ των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων. Οι προτάσεις που θα κατατεθούν θα πρέπει να είναι συγκεκριμένες, δίνοντας λύσεις σε επιτακτικά προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας, όπως η ανεργία, και έχοντας το βλέμμα στραμμένο προς τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας.
Είναι επίσης απαραίτητη μια νέα προσέγγιση στα ζητήματα του κράτους, του δημόσιου τομέα και της δημόσιας περιουσίας, καθώς και ο επαναπροσδιορισμός των σχέσεων του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα. Η νέα προσέγγιση δημόσιου και ιδιωτικού τομέα θα πρέπει να στηρίζεται σε ξεκάθαρα αιτήματα για τη δημοκρατία, την λαϊκή κυριαρχία και την εθνική ανεξαρτησία. Τα αιτήματα αυτά θα αποκτήσουν καίρια σημασία καθώς η Νέα Δημοκρατία θα ξεδιπλώνει το πρόγραμμά της.
Για να γίνει πραγματικότητα ένα τέτοιο πρόγραμμα απαιτείται σύγκρουση με τους δανειστές και ρήξη με την ΕΕ. Είναι λοιπόν απαραίτητο η νέα ριζοσπαστική Αριστερά να σκεφτεί σοβαρά και να αντιμετωπίσει τους φόβους και τις ανησυχίες της εργατικής τάξης και των άλλων κοινωνικών στρωμάτων. Αυτό έχει αναδειχθεί σε ένα από τα δυσκολότερα ζητήματα για την Αριστερά κατά την περίοδο της κρίσης τόσο στην Ελλάδα όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Λείπει από τη ριζοσπαστική Αριστερά μια πειστική ιδεολογική απάντηση στον διάχυτο ιδεολογικό “Ευρωπαϊσμό” και πρέπει να εντοπιστούν οι λόγοι γι’ αυτήν την αποτυχία.
Τέλος, το πιο σημαντικό ζητούμενο στο εγχείρημα επανίδρυσης της Αριστεράς είναι η επανασύνδεση με τους εργατικούς αγώνες και τα κινήματα, ανακτώντας σταδιακά την αξιοπιστία και την εμπιστοσύνη. Είναι απαραίτητες οι νέες μορφές οργάνωσης, που θα ανοίγουν τον δρόμο για εσωτερική δημοκρατία και συμμετοχής της νεολαίας στα κοινά. Όλοι οι παλιοί τρόποι ανήκουν στο παρελθόν. Ο δρόμος θα είναι μακρύς, αλλά τα πρώτα βήματα πρέπει να γίνουν στο προσεχές διάστημα.
Ανάρτηση από: http://costaslapavitsas.blogspot.com