Της Βασιλικής Λάζου, Ιστορικού, διδάσκουσας τμ Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ - Hot History
Αμέσως μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας τον Φεβρουάριο 1945 ακολούθησε μια περίοδος η οποία αναφέρεται στην ιστοριογραφία ως λευκή τρομοκρατία. Ως κύρια χαρακτηριστικά της καταγράφονται οι ποικίλες διώξεις και μορφές βίας απέναντι στους οπαδούς και στις οργανώσεις του ΕΑΜ/ΚΚΕ και συχνά ενάντια σε κάθε φιλελεύθερο - δημοκρατικό στοιχείο.
Πράγματι, συγκεντρωτικά στοιχεία που αντλήθηκαν από βρετανικές και κυβερνητικές αναφορές αλλά και το ΕΑΜ έναν χρόνο μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, στις αρχές του 1946, καταγράφουν 1.289 φόνους, 6.671 τραυματισμούς, 34.931 συλλήψεις, 31.632 βασανισμούς, 18.767 λεηλασίες και καταστροφές, 677καταστροφές γραφείων, 509 απόπειρες φόνων και 165 βιασμούς.
Οι δράστες των δολοφονιών είναι πρωτίστως οι δεξιές παρακρατικές οργανώσεις (953 φόνοι), η εθνοφυλακή(250 φόνοι), η χωροφυλακή (82 φόνοι) και τα βρετανικά στρατεύματα (4 φόνοι).
Η ωμή αυτή βία κυριάρχησε στη συλλογική μνήμη για την περίοδο, καταγράφηκε σε εκατοντάδες γραπτές και προφορικές μαρτυρίες και αποτυπώθηκε σε δεκάδες φωτογραφίες με πάνοπλους συμμορίτες να ποζάρουν αυτάρεσκα πίσω από κομμένα κεφάλια αριστερών.
Αυθεντικές φωτογραφίες με κομμένες κεφαλές καταδιιωκόμενων ΕΑΜιτών της περιόδου της λευκής τρομοκρατίας οι οποίες σήμερα βρίσκονται στο αρχείο του Βρετανικού υπουργείου Εξωτερικών
Η λευκή τρομοκρατία ωστόσο είναι κάτι πολύ βαθύτερο και διαρκέστερο από τη σωματική βία που ασκήθηκε ενάντια στους αριστερούς. Είναι πολύ περισσότερο από «αυθόρμητα» περιστατικά αντεκδίκησης κατά τόπους εθνικοφρόνων «για την “κόκκινη βία” που είχαν υποστεί από το ΕΑΜ - ΕΛΑΣ στην Κατοχή».
Μια τέτοια (αναθεωρητική) ερμηνεία δεν μπορεί να εξηγήσει ούτε την ταυτόχρονη εμφάνιση και διασπορά του φαινομένου ούτε την ένταση της βίας και την πληθώρα των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν.
Η λευκή τρομοκρατία είναι μια χαμηλής έντασης σύγκρουση με τη στρατιωτική έννοια του όρου. Είναι μια κεντρικά σχεδιασμένη πρακτική με σαφείς πολιτικούς στόχους: παλινόρθωση του προπολεμικού στάτους κβο και εξουδετέρωση κάθε ΕΑΜικής επιρροής.
Για να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί έπρεπε να ανασυνταχθούν οι αστικές πολιτικές σχέσεις που είχαν διαρραγεί στην Κατοχή και παράλληλα να αποκλειστεί πολύπλευρα η Αριστερά από την κοινωνική, πολιτική και οικονομική ζωή.
Η ανασυγκρότηση του κρατικού μηχανισμού, του στρατού και των σωμάτων ασφαλείας με αποκλεισμό όσων είχαν συμμετάσχει στον ΕΛΑΣ, η εκκαθάριση των δημόσιων υπηρεσιών, της διοίκησης, της εκπαίδευσης και του δικαστικού σώματος από κάθε ΕΑΜικό στοιχείο, οιδικαστικές διώξεις σε βάρος των αριστερών κατά παρερμηνεία της Βάρκιζας, οι παρεμβάσεις στο συνδικαλιστικό κίνημα, τα νομοθετικά μέτρα που ποινικοποιούσαν την αριστερή ιδεολογία σε αντίθεση με την ατιμωρησία δωσίλογων και η δικαιολόγηση των Ταγμάτων Ασφαλείας συνιστούν ένα πλέγμα πολιτικής τρομοκρατίας σε βάρος της Αριστεράς.
Σε όλα αυτά έρχεται να προστεθεί το διακύβευμα της διαχείρισης της ξένης βοήθειας από το κράτος και κυρίως από το παρακράτος και την οργάνωση X, που μέσω του οικονομικού αποκλεισμού των αριστερών από κάθε χρηματική και υλική ενίσχυση απειλεί, όπως και η σωματική βία, την ίδια τους την ύπαρξη.
Βρετανός πρόξενος: «Εξαιρετική προθυμία της εθνοφυλακής στη χρήση όπλων»
Το αντιαριστερό μέτωπο συγκροτούσαν οι παρακρατικές δεξιές συμμορίες καθώς και συγκροτημένα κέντρα παραεξουσίας στους κόλπους του στρατού και των σωμάτων ασφαλείας.
Φιλομοναρχικές οργανώσεις συγκροτήθηκαν παράλληλα στην Αθήνα και στις επαρχιακές πόλεις, όπως η X και η ΕΒΕΝ, οι οποίες αποτέλεσαν εκτός από φορείς προπαγάνδας και ομάδες κρούσης. Μέλη των συμμοριών αυτών ήταν πόσης φύσεως ακροδεξιά και φιλομοναρχικά στοιχεία, πρώην μέλη Ταγμάτων Ασφαλείας, ακόμη και κοινοί ληστές.
Μαζί τους ήταν όσοι συγκρούστηκαν με το ΕΑΜ για διάφορες αιτίες κατά τη διάρκεια της Κατοχής, όσοι είχαν συνεργαστεί με τους καταχτητές ή είχαν επωφεληθεί οικονομικά από τις κατοχικές συνθήκες, μαυραγορίτες και δωσίλογοι που εξαρτούσαν την κοινωνική τους επιβίωση από την ατιμωρησία που τους εξασφάλιζαν οι μετακατοχικές κυβερνήσεις.
Κύριος ωστόσο φορέας άσκησης λευκής τρομοκρατίας και εμπέδωσης της νέας τάξης πραγμάτων μετά τα Δεκεμβριανά ήταν η εθνοφυλακή. Από την αρχή δόθηκε το στίγμα για το τι πρόκειται να ακολουθήσει. Τηλεγράφημα του Βρετανού πρόξενου στη Θεσσαλονίκη προς τη βρετανική πρεσβεία στην Αθήνα επισήμανε: «Η κατάσταση στη Θεσσαλονίκη είναι αβέβαιη. Η εθνοφυλακή βρίσκεται ακόμη υπό την επίδραση των γεγονότων στην Αθήνα και δείχνει εξαιρετική προθυμία να χρησιμοποιήσει τα όπλα της».
Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας η εθνοφυλακή αποκέντρωσε τις δυνάμεις της και με την εγγύηση της στρατιωτικής ισχύος των Βρετανών άρχισε να εμπεδώνει την ανάληψη της εξουσίας από την κυβέρνηση.
Κρατικοί αξιωματούχοι ανέλαβαν εκ νέου τις θέσεις τους, ορίστηκαν αστυνομικές διευθύνσεις, επαρχιακά συμβούλια και επιτροπές αντικαταστάθηκαν, ενώ επανήλθαν τα κατοχικά δημοτικά συμβούλια.
Για την εδραίωση της κρατικής εξουσίας ξεκίνησε μια διαδικασία εσωτερικής εκκαθάρισης με γνώμονα τη νομιμοφροσύνη των δημόσιων υπαλλήλων.
Σχετική νομοθεσία την άνοιξη του 1945 δρομολογούσε την «εκκαθάριση» των δημόσιων υπηρεσιών από υπαλλήλουςπου είχαν επιδείξει "αναξιοπρεπή" ή "αντεθνική" διαγωγή.
Σε παρερμηνεία αυτού του πλαισίου η συμμετοχή στο ΕΑΜ/ ΕΛΑΣ θεωρήθηκε από το κράτος ενάντια στον πατριωτισμό και ασύμβατη με τα υπηρεσιακά καθήκοντα, ενώ οι περισσότεροι συνεργάτες των Γερμανών είτε διέφυγαν τη σύλληψη είτε καταδικάστηκαν σε μικρές ποινές και αποφυλακίστηκαν λίγα χρόνια αργότερα.
Ο αρχικός πυρήνας της εθνοφυλακής αποτελούνταν από αφοπλισθέντες και εκτοπισθέντες άντρες των Ταγμάτων Ασφαλείας, χωροφύλακες που είχαν έρθει από τη Θεσσαλονίκη για να περάσουν από συμβούλιο κρίσεως, μέλη ακροδεξιών οργανώσεων όπως η X και πολλούς άλλους που βαρύνονταν με κατηγορίες συνεργασίας με τους Γερμανούς.
Για τις ομάδες αυτές η κατάταξη στην εθνοφυλακή αποτελούσε μοναδική ευκαιρία καθώς τους πρόσφερε ένα μέσο να αποτινάξουν την κατηγορία του δωσιλογισμού και να επανενταχθούν στις «εθνικές δυνάμεις», ενώ ταυτόχρονα τους έδινε την ευκαιρία να εκδικηθούν τον ΕΛΑΣ εναντίον του οποίου είχαν πολεμήσει κατά την Κατοχή.
Σύμφωνα με τον Λεωνίδα Σπαή, υφυπουργό Στρατιωτικών στην κυβέρνηση Πλαστήρα, από τους 27.000 άντρες των Ταγμάτων Ασφαλείας χρησιμοποιήθηκαν οι 12.000, οι λιγότερο εκτεθειμένοι, οι οποίοι αφού αποφυλακίστηκαν από το Γουδί όπου κρατούνταν, ντύθηκαν και εξοπλίστηκαν στο κτίριο της Βουλής.
Η συγκρότηση των ταγμάτων και η πορεία δράσης και εκπαίδευσήςτους τέθηκαν υπό την εποπτεία Βρετανών συνδέσμων.
Καθώς η εθνοφυλακή αποτελούσε εργαλείο άσκησης εσωτερικής πολιτικής έγινε προσεκτική επιλογή των ατόμων που τη συγκροτούσαν, ώστε να εξαιρούνται όσοι συμμετείχαν στις ΕΑΜικές οργανώσεις στην Κατοχή.
Το πείραμα είχε στεφθεί με επιτυχία κατά την εκκαθάριση του Ελληνικού Στρατού Μέσης Ανατολής (ΒΕΣΜΑ) τον Απρίλιο 1944 και θα επαναλαμβανόταν εξίσου επιτυχώς στη Μακρόνησο.
Εως το καλοκαίρι 1945 η εθνοφυλακή είχε αναπτυχθεί σε επτά στρατιωτικές διοικήσεις φτάνοντας τις 60.000 άντρες.
«Οι κομμουνιστές πρέπει να φάνε πολύ ξύλο. Τότε μόνο η χώρα θα γίνει ευτυχισμένη»
Αμέσως μετά την εγκατάστασή της στην έδρα ενός νομού η εθνοφυλακή άρχιζε τις εξορμήσεις στην ύπαιθρο με σκοπό τη συλλογή πληροφοριών και την ανεύρεση του κρυμμένου οπλισμού του ΕΛΑΣ. Εως το καλοκαίρι 1946 σε ολόκληρη τη χώρα στρατιωτικές πηγές έκαναν λόγο για την ανεύρεση 22.838 ατομικών όπλων, 1.164 οπλοπολυβόλων και 771 αυτομάτων.
Η ανακάλυψη των κρυπτών και του οπλισμού αποτελούσε καλό πρόσχημα για να εξαπολύσει η
εθνοφυλακή εκστρατεία εκφοβισμού και βίας.
Επισήμως αποστολή της εθνοφυλακής ήταν η εμπέδωση της τάξης, η αποκατάσταση της ασφάλειας και η εξύψωση του φρονήματος των πολιτών. Για το τι σήμαινε αυτό διαφωτιστικές είναι οι παρατηρήσεις Βρετανών στρατιωτικών που υπηρετούσαν στην Ελλάδα την περίοδο μετά τη Βάρκιζα: «Για την άκρα Δεξιά η αποκατάσταση της ασφάλειας ήταν συνώνυμη με την εξόντωση της Αριστερός [...]. Το μυστικό της σκληρότητας του τάγματος ήταν στη σύνθεσή του: αποτελούνταν από πολλούς νέους που είχαν επιστρατευτεί για να πολεμήσουν τον ΕΛΑΣ στην Αθήνα. Σύμφωνα με έναν αξιωματικό του: ‘Υπάρχει ακόμη πολλή αναταραχή στις πόλεις και στα χωριά. Οι κομμουνιστές πρέπει να φάνε πολύ ξύλο. Τότε μόνο η χώρα θα γίνει ειρηνική και ευτυχισμένη”. Το τάγμα βοηθούσε έτσι με όλες τις δυνάμεις του για τη διάδοση αυτής της ειρήνης και ευτυχίας [...]. Από τις πράξεις της εθνοφυλακής και των εξτρεμιστών οι διαμαρτυρίες της Αριστεράς για τυραννία της Δεξιάς αποκτούσαν πραγματικό περιεχόμενο».
Με τις παρατηρήσεις αυτές συντάσσεται και η έκθεση του Βρετανού συνταγματάρχη Κρις Γουντχάουζ, ο οποίος σημείωνε ότι οι άντρες της εθνοφυλακής ήταναντικομμουνιστές και αγνοούσαν τους νόμους. Οι περισσότεροι αμελούσαν ή και παραβίαζαν τις πολιτικές ελευθερίες τις οποίες είχε θεσπίσει η Συμφωνία της Βάρκιζας και εκτός των περιπτώσεων στις οποίες παρευρισκόταν κάποιος Βρετανός αξιωματικός δρούσαν με πολιτικό φανατισμό και συναινούσαν, αν δεν συμμετείχαν, στην τρομοκρατία.
Σε πολλές περιπτώσεις υπαξιωματικοί και άντρες της εθνοφυλακής έκαναν κατάχρηση του αξιώματος τους για να ρυθμίσουν τις προσωπικές τους διαφορές, ενώ οι αξιωματικοί δεν επιδείκνυαν τον κατάλληλο ζήλο ή δεν είχαν τη δυνατότητα να τους ελέγξουν.
Ο Γουντχάουζ έκανε λόγο για τον ελλιπή έλεγχο των δυνάμεων ασφαλείας από τις αρχές. Οπως τόνιζε, όποια διαταγή και αν διαβιβαζόταν από πάνω δεν μπορούσε να είναι βέβαιος ότι θα την εκτελούσαν οι κατώτεροι. «Οι πιο πολλοί από τους ανθρώπους σε θέσεις εξουσίας δέχονται αδιαμαρτύρητα ή δεν είναι σε θέση να αντιληφθούν την ανώμαλη κατάσταση. Χωρίζουν με ειλικρίνεια τους Ελληνες σε “εθνικόφρονες” (οι δικοί μας) και κομμουνιστές. Αυτά είναι τα ίδια λόγια του δημάρχου Γυθείου. Αυτοί που έχουν αντικειμενική αντίληψη της κατάστασης μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού».
Αναφερόμενος στις ένοπλες οργανώσεις της Δεξιάς ο Γουντχάουζ έγραφε ότι σε ένα χωριό κοντά στην Καλαμάτα ηοργάνωση X είχε εγκαταστήσει δική της κυβέρνηση που ήλεγχε αρκετά χωριά και διατηρούσε ιδιωτική αστυνομική δύναμη. Παντού η εθνοφυλακή εξόπλιζε προσκείμενους σε αυτή, ενώ πρώην δωσίλογοι βρίσκονταν σε ηγετικές θέσεις στη X.
Παρόλο που οι Βρετανοί ήταν σαφώς ενημερωμένοι για την κατάσταση που είχαν δημιουργήσει οι δεξιές παρακρατικές συμμορίες και η εθνοφυλακή στην ύπαιθρο και είχαν πλήρη επίγνωση των συνεπειών της, επέλεξαν στάση ανοχής (στην καλύτερη περίπτωση) αν όχι ενίσχυσης διά της πλαγίας οδού των κάθε λογής παρακρατικών μορφωμάτων.
Κύριος στόχος της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής ήταν η προάσπιση των γεωπολιτικών της συμφερόντων στην ανατολική Μεσόγειο τα οποία καθόλη τη διάρκεια του πολέμου είχε επιδιώξει να διαφυλάξει στις διπλωματικές συνομιλίες με τις σύμμαχες χώρες, ΗΠΑ και ΕΣΣΔ.
Στο πλαίσιο αυτό η Βρετανία επιδίωκε την πολιτική εξουδετέρωση της Αριστεράς, την επαναφορά του Γεωργίου Β' ως τοποτηρητή των βρετανικών συμφερόντων και την παλινόρθωση εκείνων των πολιτικών δυνάμεων που θα της επέτρεπαν να ασκήσει απρόσκοπτα την πολιτική της στην περιοχή.
Κατεστραμμένη όμως και η ίδια από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο δεν μπορούσε να αναλάβει το οικονομικό κόστοςενός νέου πολέμου, τη στιγμή μάλιστα που είχε να αντιμετωπίσει το ζήτημα της τύχης των αποικιών της σε ολόκληρο τον κόσμο.
Οπως αποδείχτηκε δεν μπορούσε να αναλάβει γενικά το κόστος της ελληνικής ανασυγκρότησης - εξού και η ανάληψή της από τους Αμερικανούς. Αλλά και σε πολιτικό επίπεδο δεν μπορούσε να υποστηρίξει έναν εμφύλιο πόλεμο στην Ελλάδα το 1945 (οριστικά ο πόλεμος έληξε στις 8 Μαΐου 1945 στην Ευρώπη και στις 2 Σεπτεμβρίου 1945 στην Απω Ανατολή) ή το 1946 τη στιγμή που δεν είχαν υπογραφεί συνθήκες ειρήνης με τις ηττημένες χώρες και πολλά ζητήματα ανάμεσα στους τρεις μεγάλους (ΗΠΑ, ΕΣΣΔ, Βρετανία) παρέμεναν ακόμη ανοιχτά.
Η Βρετανία επέλεξε μια χαμηλής έντασης σύγκρουση μέσω των παρακρατικών και παραστρατιωτικών ομάδων, όπως η εθνοφυλακή, την εμπλοκή με τις οποίες μπορούσε επίσημα να αρνηθεί όποτε έκρινε σκόπιμο.
«Εθνικόφρονες» συμμορίες καθόριζαν ποιος θα λάμβανε βοήθεια και ποιος όχι
Στόχος ήταν όχι μόνο ο θεσμικός αποκλεισμός της Αριστεράς από την πολιτική ζωή αλλά και η διάλυση του οργανωτικού της ιστού. Σε αυτό αποσκοπούσαν οι συλλήψεις μελών και μεσαίων στελεχών με στερεότυπες κατηγορίες ή χωρίς ένταλμα, η παρακώλυση της λειτουργίας των ΕΑΜικών οργανώσεων, οι επιθέσεις εναντίον του ΕΑΜικού Τύπου και η συγκέντρωση πληροφοριών για όσους είχαν συμμετάσχει στην ΕΑΜική Αντίσταση.
Την ίδια περίοδο, παρά τις κυβερνητικές εξαγγελίες για ελευθεροτυπία, ο διωγμός του ΕΑΜικού και κομμουνιστικού Τύπου συστηματοποιήθηκε μέσω της λογοκρισίας, της καταστροφής ΕΑΜικών φύλλων, των επιθέσεων σε εφημεριδοπώλες και αναγνώστες, της απαγόρευσης πώλησης στα κατά τόπους πρακτορεία διανομής Τύπου και της καταστροφής τυπογραφικών πιεστηρίων.
Πολυάριθμες ήταν οι περιπτώσεις που καταγγέλθηκαν στην Αθήνα και σε επαρχιακές πόλεις.
Υπάρχει ωστόσο και μια άλλη σημαντική διάσταση στη δράση των παρακρατικών συμμοριών και των «εθνικοφρόνων» πατρόνων τους: η οικονομική. Και αυτή δεν αφορά μόνο τα χρήματα από τις επικηρύξεις που δίνονταν στους «λόχους κυνηγών» για τα κομμένα κεφάλια αριστερών ούτε το πλιάτσικο της προίκας των κοριτσιών τους. Αφορά κυρίως και πρωτίστως την ανάληψη εκ μέρους τους του δικτύου διαχείρισης και διανομής της ξένης βοήθειας.
Στην κατεστραμμένη ελληνική ύπαιθρο, στα καμένα από τις γερμανικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις χωριά, οι διανομές τροφίμων, ένδυσης, οικοδομικών υλικών και γεωργικών εργαλείων ήταν ζωτικής σημασίας για την ανοικοδόμηση και την επανεκκίνηση των παραγωγικών δραστηριοτήτων.
Οι παρακρατικοί και οι οργανώσεις «εθνικοφρόνων» λειτουργούσαν ως ενδιάμεσοι ανάμεσα στο κράτος (κέντρα διανομών) και τους δικαιούχους της βοήθειας. Η μεσολάβηση αυτή ήταν εξαιρετικά επικερδής επιχείρηση καθώς μέρος των υπό διανομή αγαθών «χανόταν» κατά τη μεταφορά ή στο ζύγι.
Από την άλλη έδινε στους δεξιούς παρακρατικούς/«εθνικόφρονες» το αυθαίρετο δικαίωμα να καθορίζουν μεπολιτικά κριτήρια ποιος θα λάμβανε βοήθεια και ποιος όχι. Στις δραματικές μεταπολεμικές συνθήκες διαβίωσης οι διακρίσεις αυτές αυτόματα έθεταν ζήτημα ζωής και θανάτου όχι μόνο για τους ίδιους τους αριστερούς που υφίσταντο τη διάκριση αλλά και για τις οικογένειες τους.
Για όσους συμμετείχαν στην ΕΑΜική Αντίσταση η κατάσταση που διαμορφώθηκε στην ύπαιθρο ήταν εφιαλτική: μόλις η εθνοφυλακή προωθούνταν σε ένα χωριό έκανε, κατά την πρακτική των Γερμανών, μπλόκο καλώντας όλους τους κατοίκους στην πλατεία όπου οι επονομαζόμενοι εθνικιστές υποδείκνυαν όσους υπήρξαν μέλη ή είχαν συνεργαστεί με το ΕΑΜ, ενώ ακολουθούσαν συλλήψεις και ξυλοδαρμοί. Συλλαμβάνονταν ακόμη Γερμανοί και Ιταλοί στρατιώτες που εργάζονταν σε κτήματα χωρικών.
Μέχρι το καλοκαίρι του 1945 η συνεργασία ανάμεσα στην εθνοφυλακή, τους εθνικιστές και τις παρακρατικές συμμορίες ήταν στενή.
Ηδη από τον Μάρτιο του 1945 η εθνοφυλακή έκανε κατάσχεση σε όπλα που έκρυβε ο ΕΛΑΣ και τα παρέδιδεπρόθυμα στους βασιλόφρονες της περιοχής.
Στη νότια Εύβοια αυτοαποκαλούμενοι εθνικόφρονες δημιούργησαν πολιτοφυλακή η οποία εξοπλίστηκε με τα ελάχιστα όπλα τα οποία παρέδωσε ο ΕΛΑΣ. Ανάλογες καταγγελίες για εξοπλισμό «εθνικοφρόνων» καταγράφηκαν στη «Λευκή Βίβλο» του ΕΑΜ.
Οι Βρετανοί σύνδεσμοι διαπίστωναν ότι όσο πιο απομακρυσμένο από την κεντρική διοίκηση και ολιγάριθμο ήταν ένα τμήμα εθνοφυλακής τόσο μεγαλύτερος ήταν ο βαθμός συνεργασίας του με ένοπλες εθνικιστικές ομάδες.
Απόρρητη διαταγή της Στρατιωτικής Διοίκησης Πατρών (16 Μαΐου 1945) προς τους διοικητές των Ταγμάτων Εθνοφυλακής στην Πελοπόννησο με θέμα τη λήψη μέτρων και τη διατήρηση της ασφάλειας των χωριών μέσω της παρακολούθησης των κινήσεων «αναρχικών και διεθνιστών» αποδεικνύει τον κεντρικό σχεδίασμά του δικτύου συνεργασίας ανάμεσα στην εθνοφυλακή και τις παρακρατικές συμμορίες.
Σύμφωνα με τη διαταγή αυτή οι διοικητές των ταγμάτων όφειλαν να επιλέξουν σε κάθε χωριό σημαντικό αριθμόσυνεργατών (ανάλογα με την τοποθεσία και τον πληθυσμό του), οι οποίοι έπρεπε να είναι αποδεδειγμένα εθνικιστές ιδεολόγοι, να διαθέτουν θάρρος και ακέραιο χαρακτήρα. Ενας από αυτούς οριζόταν αρχηγός, υπεύθυνος απέναντι στον διοικητή του τοπικού τάγματος της εθνοφυλακής και οι υπόλοιποι σύνδεσμοι για τη μεταφορά πληροφοριών και τη συστηματική συνεργασία μεταξύ των ομάδων. Αυτές είχαν κύριο σκοπό την παρακολούθηση υπόπτων, την αναφορά τους στο κοντινότερο στρατιωτικό κέντρο και την επισήμανση τυχόν ξένων προς το χωριό ατόμων. Αφού λάμβαναν όπλα -από αυτά που είχε παραδώσει ο ΕΛΑΣ με τη Βάρκιζα- θα υποστήριζαν υπό τις διαταγές του στρατιωτικού διοικητή τα κινητά στρατιωτικά αποσπάσματα.
Επισήμως δεν υπήρχε ενθουσιασμός για τέτοιους συμμάχους. Ακόμη και ο πρωθυπουργός Ν. Πλαστήρας υπενθύμιζε στις στρατιωτικές αρχές και τη συνεργαζόμενη με αυτή χωροφυλακή ότι υπηρετούσαν το κράτος χωρίς να ανήκουν σε κάποια πολιτική ομάδα.
Ο Σούρλας με την συμμορία του. Ανάμεσα τους αξιωματικοί της χωροφυλακής και το πρωτοπαλίκαρο του Δημ Καρακώστας (δεξιά)
Στις αρχές Μαΐου 1945 ο στρατιωτικός διοικητής της Θεσσαλίας και δυτικής Μακεδονίας έθεσε εκτός νόμου τις συμμορίες του Σούρλα και άλλων παρακρατικών.
Στα τέλη του ίδιου μήνα ο διοικητής της Ανώτατης Στρατιωτικής Διοίκησης Στερεάς Ελλάδος (ΑΣΔΣΕ) Σπανόπουλος, αφού επισήμανε ότι ο ρυθμιστής της τάξης και της ασφάλειας ήταν η εθνοφυλακή και όχι ανεύθυνες ομάδες οι οποίες καλύπτονταν με τον μανδύα του εθνικιστή, διέταξε τη λήψη δρακόντειων μέτρων εναντίον κάθε ένοπλης ομάδας στην περιοχή δικαιοδοσίας της.
Την ίδια περίοδο, τον Ιούνιο 1945 ο ηγέτης του κόμματος των Φιλελευθέρων Θεμιστοκλής Σοφούλης και άλλες τέσσερις προσωπικότητες του δημοκρατικού κέντρου προέβησαν σε απερίφραστη δημόσια καταγγελία της τρομοκρατίας της άκρας Δεξιάς η οποία καθιστούσε «αφόρητον την ζωήν των μη βασιλοφρόνων πολιτών».
Για έναν χρόνο η στάση του Σοφούλη απέναντι στην Αριστερά υπήρξε αντιφατική και συγκεχυμένη. Το φιλελεύθερο κέντρο αποδείχτηκε εξίσου αντικομμουνιστικό με τις άλλες πολιτικές δυνάμεις και απρόθυμο ή αδύναμο στην καλύτερη περίπτωση να συμβάλει στην ομαλοποίηση της πολιτικής ζωής της χώρας.
Τα όσα δειλά βήματα έγιναν από τη μεριά του απείχαν πολύ από το να ικανοποιήσουν την Αριστερά που απογοητευμένη έβλεπε άλλη μια φορά τις ελπίδες της για επανένταξη στο πολιτικό σκηνικό να ακυρώνονται.
Μέσα από τις σελίδες του «Ριζοσπάστη» (12 Δεκεμβρίου 1945) ο Ζαχαριάδης διακήρυσσε, ωστόσο, ότι για την όξυνση της τρομοκρατίας και την επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης ήταν πολύ λιγότερο υπεύθυνος ο Σοφούλης απ’ ό,τι οι Βρετανοί.
Από τα μέσα Δεκεμβρίου 1945 και ύστερα η κατάσταση στον τομέα της εσωτερικής ασφάλειας επιδεινώθηκε. Τον Δεκέμβριο 1945 η ύπαρξη 17.984 φυλακισμένων ως επί το πλείστον πολιτικών κρατουμένων, από τους οποίους μόνο οι 2.388 είχαν καταδικαστεί νομότυπα και η δικαστική δίωξη 48.956 άλλων ατόμων εξαιτίας της δραστηριότητας τους αποδεικνύουν την διασταλτική ερμηνεία του σχετικού με την τιμωρία των συναφών αδικημάτων όρου της Συφωνίας της Βάρκιζας. Ο νόμος περί αποσυμφορήσεως των φυλακών έδωσε αφορμή για νέα περιστατικά τρομοκρατίας.
Η συμμορία του Μάγγανά επιβάλλει το «κράτος» της στην Καλαμάτα
Και ενώ η τρομοκρατία εντεινόταν, το ΚΚΕ θεωρήθηκε ένοχογια προετοιμασία πραξικοπήματος και έκτροπων.
Τις πρώτες ημέρες του 1946 τρομοκρατικά επεισόδια δημιούργησαν εκρηκτική κατάσταση σε πολλές επαρχιακές πόλεις. Αποκορύφωμα τα γεγονότα της Καλαμάτας στις 20 Ιανουάριου 1946, όταν η παρακρατική συμμορία του Μάγγανά εισέβαλε στις φυλακές της πόλης σκοτώνοντας 14 και απάγοντας τους υπολοίπους με αποτέλεσμα, ο νομός Μεσσηνίας να κηρυχθεί σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Σε απόφασή του το Π. Γ του ΚΚΕ έκανε ανοιχτά μνεία για κατάσταση εμφύλιου πολέμου.
Η ευθύνη αποδιδόταν στις βρετανικές αρχές, επειδή αφενός υποστήριζαν τις προσπάθειες των μοναρχικών δίνοντάς τουςόπλα και αφετέρου δεν έδειχναν την απαιτούμενη θέληση και αποφασιστικότητα για να ασκήσουν πίεση στην κυβέρνηση ώστε να πατάξει την τρομοκρατία. Η όλη κατάσταση επιδεινωνόταν από την παρελκυστική πολιτική και τα μονόπλευρα μέτρα της κυβέρνησης εναντίον της Αριστεράς.
Η λύση που προτεινόταν ήταν η συμμετοχή του ΕΑΜ στην κυβέρνηση, η εκκαθάριση των σωμάτων ασφαλείας από τα μέλη της X και ο σχηματισμός ενός εθελοντικού σώματος από δημοκράτες, μέλη της αντίστασης για την εκκαθάριση της χώρας από τις δεξιές συμμορίες. Μόνο η ένωση όλων των δημοκρατών θα έσωζε την Ελλάδα από τη δικτατορία.
Μέσα σε αυτό το κλίμα έντονου προβληματισμού και αναζητήσεων σχετικά με την πολιτική γραμμή που έπρεπε να ακολουθηθεί συγκλήθηκε στην Αθήνα η 2η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ. Καθώς οι φήμες για μοναρχικό πραξικόπημα εντείνονταν, το ΚΚΕ αποφάσισε να ακολουθήσει μια διπλή στρατηγική: αν και το κύριο βάρος θα εξακολουθούσε να πέφτει στη μαζική πολιτική δουλειά με στόχο την επανένταξη στην πολιτική σκηνή,παράλληλα θα ασκούσε πιο αποτελεσματική πίεση στην κυβέρνηση με τη μορφή είτε μιας βραχυπρόθεσμης άμυνας απέναντι σε ενδεχόμενο μοναρχικό πραξικόπημα είτε μιας μακροπρόθεσμης ένοπλης άμυνας εκεί όπου οι τοπικές συνθήκες παρείχαν τη δυνατότητα.
Επρόκεττο για την εφαρμογή του τελευταίου σταδίου της αυτοάμυνας που επέτρεπε στις ομάδες των αντιστασιακών που είχαν καταφύγει καταδιωκόμενοι στα ορεινά να υπερασπίζουν τον εαυτό τους ένοπλα.
Η περιορισμένη αυτή ένοπλη δράση αποτελούσε εκτός από μέσο αυτοάμυνας ένα είδος πίεσης προς την κυβέρνηση για το σταμάτημα της τρομοκρατίας αλλά αντανακλούσε και τις πιέσεις που δεχόταν η ηγεσία από το τμήμα εκείνο της Αριστεράς το οποίο υφίστατο τις διώξεις και την κρατική και παρακρατική βία.
Η πολιτική του ΚΚΕ προέτασσε τη δημοκρατική εξέλιξη. Η μεγάλη συγκέντρωση του ΕΑΜ υπέρ της αμνηστίας στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας στις 27 Δεκέμβρη 1945
ΚΚΕ: Προσήλωση -χωρίς ανταπόκριση-στη δημοκρατική εξέλιξη
Η προσήλωση του ΚΚΕ στη δημοκρατική εξέλιξη προϋπέθετε ότι θα τηρούνταν τα νόμιμα προσχήματα και η στρατιωτική σημασία και δράση δεν θα ξεπερνούσαν το αμυντικό πλαίσιο απέναντι στις παρακρατικές συμμορίες.
Σε αυτό το πλαίσιο δεν προβλέπονταν επιθέσεις εναντίον στρατιωτικών τμημάτων ή των Βρετανών. Τέτοιου είδους ένοπλες ενέργειες θα εξέθεταν το ΚΚΕ και θα εμπόδιζαν την ειρηνική λύση του ελληνικού προβλήματος.
Στην πράξη μέχρι το καλοκαίρι του 1946, οπότε εντάθηκαν οι διώξεις με τη σκλήρυνση της στάσης των Λαϊκών και το Γ' Ψήφισμα, δεν έγινε απολύτως καμιά προετοιμασία για τον εξοπλισμό των ένοπλων ομάδων.
Στην κεντρική Ελλάδα η μαζική λαϊκή αυτοάμυνα εξακολουθούσε να παραμένει ρητορικό σχήμα και όχι πραγματικό πολιτικό μέσο αντιμετώπισης της κατάστασης. Το ΕΑΜ παρέμενε στις προφορικές διαμαρτυρίες και στα υπομνήματα και επαναλάμβανε τα αιτήματα για γενική αμνηστία και αντιπροσωπευτική κυβέρνηση, για επανένταξή του δηλαδή στην πολιτική ζωή.
Οπως συμβαίνει πολλές φορές στην Ιστορία, οι εξελίξεις δεν ακολουθούν με συνέπεια τους πολιτικούς σχεδιασμούς. Ξεφεύγουν από σχέδια και προγράμματα και ενίοτε το απρόβλεπτο, το τυχαίο έρχεται να καθορίσει την πορεία των πραγμάτων.
Η λευκή τρομοκρατία δεν οδήγησε νομοτελειακά ή μονοσήμαντα στον εμφύλιο πόλεμο. Ενίσχυσε ωστόσο το αίσθημα αδικίας και επέτεινε την πολύπλευρη ασφυξία της Αριστεράς και του κόσμου που τη στήριζε. Υπό αυτή την έννοια η λευκή τρομοκρατία αποτέλεσε το πρελούδιο του εμφύλιου πολέμου που ακολούθησε.
Ανάρτηση από: https://istorika-ntokoumenta.blogspot.com