Τα βαθύτερα αίτια της κακοδαιμονίας της Ελλάδας και οι ενδεδειγμένες λύσεις.
Μια εξομολόγηση εκ βαθέων
Του Δαμιανού Βασιλειάδη, εκπαιδευτικού, συγγραφέα
«Το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό».
Διονύσιος Σολωμός
Διονύσιος Σολωμός
Είναι επιτακτική ανάγκη να βρούμε τις αιτίες της πολυποίκιλης κακοδαιμονίας, για να μπορούμε να τις ξεπεράσουμε. Άλλος τρόπος δεν υπάρχει. Όσο δεν γνωρίζουμε, αγνοούμε η αποκρύβουμε τις αιτίες, σωτηρία σ’ αυτόν τον τόπο είναι αδιανόητη, γιατί όλα τα μέτρα που παίρνονται εκών άκων οδηγούν στα αντίθετα αποτελέσματα. Ο κανόνας είναι απλός. Για να λύσεις οποιοδήποτε πρόβλημα πρέπει να το βάλεις στην σωστή βάση έρευνάς του. Αλλιώς καταλήγεις σε λάθος συμπεράσματα και σε λάθος προτάσεις. Προϋποθέτει ωστόσο ένα βασικό αξίωμα.
Προϋπόθεση για να μπορεί κανείς να ανακαλύψει τις αιτίες και να προτείνει σωτήριες λύσεις είναι αυτό που είπε κάποτε ο Αλέξανδρος Δελμούζος, ένας από τους πρωτεργάτες του Εκπαιδευτικού Δημοτικισμού, μαζί με τον Δημήτρη Γληνό και τον Μανώλη Τριανταφυλλίδη: «Για να κρίνεις πρόσωπα και έργα δεν χρειάζεται μονάχα μυαλό παρά και χαρακτήρας». Αυτή η φράση σημαίνει ότι δεν αρκεί μονάχα η γνώση (επιστήμη), που βέβαια είναι προϋπόθεση, αλλά ήθος και ανιδιοτέλεια, οι οποίες εξασφαλίζουν στον μέγιστο βαθμό την ανεξάρτητη κριτική σκέψη. Γιατί χωρίς αυτήν η γνώση είναι δίκοπο μαχαίρι. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για το καλό, αλλά εξίσου και για το κακό. Ο Ηράκλειτος με το λιτό του λόγο το εκφράζει διαφορετικά, λέγοντας: «Ήθος ανθρώπω δαίμων».[1] Αυτό τονίζει με άλλα λόγια και ο Πλάτωνας, ισχυριζόμενος ότι «πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται».[2] Το ζητούμενο συνεπώς είναι ο δίκαιος και ενάρετος άνθρωπος, που βέβαια πρέπει να έχει και ήθος και να τον διακρίνει η ανιδιοτέλεια. Η ιδιοτέλεια είναι ο απόλυτος εχθρός της ανεξάρτητης κριτικής σκέψης.
Μόνο ένας τέτοιος άνθρωπος μπορεί να εκφράσει την αλήθεια, όπως την διατύπωσε ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός: Άμα το έθνος δεν μάθει ότι εθνικό είναι ό,τι είναι αληθινό, τότε δεν μπορεί και να προκόψει. Θα πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο.
Ένας άνθρωπος που είναι ιδιοτελής ή ακόμη και ένα σύστημα ιδιοτελές, δεν θα πει την αλήθεια, έστω κι αν την γνωρίζει, κάτι που είναι φυσικά αντικειμενικά ζητούμενο, αλλά θα την αποκρύψει για καθαρά ιδιοτελείς λόγους, υπηρετώντας προσωπικά ή κομματικά συμφέροντα ή και τα δυο μαζί.
Με αποκλειστική βάση αυτά τα κριτήρια θα προσπαθήσω να καταθέσω την θεωρητική και πρακτική εμπειρία μιας ζωής, χωρίς αυτή να αποτελεί πανάκεια. Και το λέω μετά λόγου γνώσεως.
Είναι μια τιτάνια προσπάθεια σύλληψης της ελληνικής πραγματικότητας και αυτογνωσίας και της εξεύρεσης διεξόδου από τα ποικίλα αδιέξοδα. Τα αποτελέσματα θα τα κρίνει ο αναγνώστης.
Ι. Τα αίτια της κακοδαιμονίας
Τα αίτια της κακοδαιμονίας εμπεριέχονται σ’ αυτό που αναφέρω στον τίτλο: Εσωτερίκευση της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης της πατρίδας μας, της οποίας τα χαρακτηριστικά θα αναλύσουμε κατωτέρω.
Θα προσπαθήσω να την εξηγήσω και με την δική μου εμπειρία εισαγωγικά, αλλά κυρίως και αυθεντικά με την ασύγκριτα μεγαλύτερη συγκρότηση και εμπειρία του μεγαλύτερου Έλληνα στοχαστή των νεότερων χρόνων Παναγιώτη Κονδύλη, αλλά κα άλλων προσωπικοτήτων, όπου η άποψή τους πρέπει, χωρίς δογματισμούς και προκαταλήψεις και προπάντων δίχως παρωπίδες πάσης μορφής, να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη, εφόσον αποκλείσουμε το προσωπικό ή κομματικό συμφέρον συμφέρον, που συσκοτίζει την αλήθεια. Φυσικά πάντοτε κατά την άποψή μου, που την αξιολόγησή της την αφήνω στην κρίση του συστηματικού και εμπνευσμένου μελετητή, την κρίση του οποίου εμπιστεύομαι, εφόσον όμως διαθέτει το κριτήρια ανάλυσης που έχω αναφέρει. Συμφέρον και ορθή κρίση δεν συμβιβάζονται. Σε όλα τα πεδία μελέτης και ανάλυσης της αντικειμενικής πραγματικότητας ωστόσο θα πρέπει να επικρατεί η μέθοδος έρευνας, όπως την καθόρισε ο φιλόσοφος Αριστοτέλης με το «ορθώς απορείν». Δηλαδή να αμφιβάλεις για τα πάντα, αλλά φυσικά από μεθοδολογικής πλευράς και όχι ως φιλοσοφικός αγνωστικισμός και να βάζεις μετά την ανεξάρτητη κριτική σου σκέψη, όπως την προσδιόρισα με τα κριτήρια του ήθους και της ανιδιοτέλειας, αλλά και της ικανότητας, που είναι ζητούμενο, για να βγάλεις τα κατά το ανθρωπίνως δυνατό, ως πεπερασμένο ον, τα σωστά και χρήσιμα συμπεράσματα.
Θα ξεκινήσω με την δική μου ερμηνεία, που πιστεύω ότι βρίσκεται σε σύμπνοια με αυτά που αναλύει ο Παναγιώτης Κονδύλης με την δική του απαράμιλλη γνώση και μεθοδολογική ικανότητα, αναφέροντας παράλληλα και τα ερμηνευτικά εργαλεία εννοιών και θεωριών, όπως τονίζει πολύ σωστά και ο καθηγητής πολιτικής οικονομίας Γκρέγκορυ Άλμπο: «Η λανθασμένη πολιτική ανάγνωση του νεοφιλελευθερισμού πηγάζει από τα συστηματικά λάθη στο επίπεδο εννοιών και θεωριών».[3] Και συνεχίζει, γράφοντας για τον ρόλο του διεθνούς κεφαλαίου, ως κλειδί ερμηνείας αυτών που συμβαίνουν και στην χώρα μας: «Μέσα στην διεθνοποίηση του κεφαλαίου το ξένο κεφάλαιο παίζει πια κεντρικό ρόλο στις πιο πολλές χώρες στην παροχή κεφαλαίων, τεχνολογίας και μάνατζμεντ. Το ξένο κεφάλαιο δεν αποτελεί πια ένα περιφερειακό στοιχείο ή κάτι που επιβάλλεται από τα έξω πάνω στις εθνικές καπιταλιστικές τάξεις. Ο νεοφιλελευθερισμός συστήνει “εσωτερικές μπουρζουαζίες” ως συστατικό στοιχείο των εθνικών μπλοκ εξουσίας».[4] Ζούμε βασικά στον αστερισμό του νεοφιλελευθερισμού, που επικρατεί παγκοσμίως μετά την κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού. Ποιες είναι αυτές οι εσωτερικές μπουρζουαζίες που είναι εξαρτημένες από το εξωτερικό και ποιον ρόλο επιτελούν μας το ερμηνεύει ο Ανδρέας Παπανδρέου, άριστος γνώστης λειτουργίας και των μηχανισμών της καπιταλιστικής Δύσης, άσχετα με το τι έπραττε ο ίδιος (δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις).
«Στις χώρες που βρίσκονται στο περιθώριο του παγκόσμιου καπιταλισμού, η ντόπια μεγαλοαστική τάξη, υποτελής, δορυφορική και διαβρωμένη από το πολυεθνικό μονοπωλιακό κεφάλαιο, όσες αντιδικίες κι αν έχει μαζί του, στα κρίσιμα θέματα θα μιλήσει με τη φωνή του. κυρίου της».[5] Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνεται φυσικά το ντόπιο παρασιτικό (κρατικοδίαιτο) κεφάλαιο. Κατωτέρω μας δίνει την ερμηνεία και κατανόηση αυτού του φαινομένου στα γενικά του πλαίσια.
«Η διάβρωση είναι βέβαια το κλειδί. Αποβλέπει στην επισήμανση προσώπων που παίζουν ή – με την κατάλληλη προώθηση θα παίξουν – σημαντικό ρόλο σε θέσεις – κλειδιά της πολιτικής ζωής του τόπου και ακόλουθα ο προσεταιρισμός τους και η κατάλληλη εκπαίδευση τους με στόχο την ένταξή τους (συνειδητά ή όχι) στους μηχανισμούς ελέγχου. Η Ελλάδα έχει πολύ πικρή πείρα, γιατί είναι ίσως η πρώτη χώρα της μεταπολεμικής περιόδου που διαβρώθηκε συστηματικά από τις υπηρεσίες των ΗΠΑ στα πλαίσια του Δόγματος Τρούμαν… Η διάβρωση της πολιτικής ζωής του τόπου μας είναι πραγματικά μνημειώδης. Ακόμη και σήμερα λέγεται απ’ τον απλό Έλληνα πολίτη πως “κανείς δεν γίνεται πρωθυπουργός στην χώρα μας, χωρίς την σύμφωνη γνώμη του πρέσβη των ΗΠΑ”»[6]
Οι «εσωτερικές μπουρζουαζίες», στις οποίες αναφέρεται ο καθηγητής Γκρέγκορυ Άλμπο ταυτίζονται βασικά με την υποτελή, δορυφορική και διαβρωμένη μεγαλοαστική τάξη της πατρίδας μας, που περιγράφει ο Ανδρέας Παπανδρέου. Αποτελεί την ερμηνεία της εσωτερίκευσης της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης της πατρίδας μας ή πιο σωστά την διαδικασία εσωτερίκευσης της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης, ως θεμελιώδους μηχανισμού αναπαραγωγής της ελληνικής κοινωνίας.
Η διαδικασία αυτή υπήρχε βέβαια, επιτάθηκε όμως, λόγω του εμφυλίου πολέμου, γιατί κυρίως μετά τον εμφύλιο και εξαιτίας αυτού η εξάρτηση από τον διεθνή παράγοντα και πρωταρχικά πέραν του Ατλαντικού καθόρισε σε μεγαλύτερο βαθμό τον εσωτερικό συνασπισμό εξουσίας, ανεξάρτητα από την κομματική χροιά αυτού του συνασπισμού. Ακόμη και αυτή η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, ως ενός στην πραγματικότητα εξυγχρονιστικού αστικού κόμματος, δεν ξέφευγε απ’ αυτό το πρότυπο, που ελάχιστοι το είχαν συνειδητοποιήσει. Τρανό πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ., την οποία ανέδειξαν οι ΗΠΑ στην κυβέρνηση, για να λύσουν βασικά τα εθνικά θέματα και συγκεκριμένα το «μακεδονικό» σε βάρος μας. Έτσι καταλύεται και ο μύθος ότι η Αριστερά εκφράζει το κοινωνικό μέτωπο, ενώ η Δεξιά το εθνικό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η κυβέρνηση Σημίτη που πρώτη εισήγαγε τον εθνομηδενισμό στην Ελλάδα, δηλαδή την κατάργηση του έθνους – κράτους με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ο εθνομηδενισμός δεν είναι προνόμιο μόνο της «διεθνιστικής» αριστεράς. Τα ελληνικά κόμματα εξάλλου όλων των αποχρώσεων ήταν ανέκαθεν εξαρτημένα από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα, είτε της Δύσης είτε της Ανατολής. Ποτέ δεν ήταν αυτόφωτα και αυτοπροσδιοριζόμενα. Για το εκφράσουμε σχηματικά μπορούμε κάλλιστα να ισχυριστούμε ότι τα δεξιά ήταν εξαρτημένα από την Δύση και τα αριστερά από την Ανατολή, δηλαδή από την πρώτη Σοβιετική Ένωση.
Πώς προέκυψε όλη αυτή η παρακμιακή πορεία του τόπου σε όλα τα επίπεδα; ηθικά, πνευματικά, κοινωνικά, πολιτικά με μια λέξη πολιτιστικά, είναι το ζητούμενο. Αυτήν την πορεία θα πρέπει να την αναζητήσουμε βασικά στην βαθιά διάσταση ανάμεσα στην παρασιτική οικονομική και πολιτική ολιγαρχία και τις λαϊκές τάξεις της πατρίδας μας, που ασπάστηκαν αυτήν την παρασιτική οικονομική πολλιτική, αρχίζοντας την αναζήτηση των αιτίων χρονολογικά από την περίοδο της Τουρκοκρατίας έως σήμερα. Βασικά θα αναλύσουμε ποια ήταν η οικονομική και πολιτική ολιγαρχία κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας και της περιόδου από την σύσταση του ελληνικού κράτους κι εντεύθεν.
ΙΙ. Η περίοδος της Τουρκοκρατίας
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας την οικονομική και πολιτική ελίτ αποτελούσαν οι Κοτζαμπάσηδες ή Προεστοί ή Προύχοντες ή Πρόκριτοι ή Γέροντες ή Καλικάντζαροι – όπως τους έλεγε ο λαός. Ήσαν βασικά εκείνη την εποχή οι μεγαλοκτηματίες.
O Δ. Υψηλάντης, ο οποίος πίστευε πως το Σύνταγμα δεν είχε «πανελλήνια εμβέλεια», αλλά ψηφίστηκε προς προάσπιση των «δικαιωμάτων του λαού» από τους πρόκριτους της Πελοποννήσου, έγραφε: «…Ήλθον να διεκδικήσω τα δίκαιά σας, την τιμήν, την ζωήν, την περιουσίαν σας ήλθον να σας δώσω νόμους δικαίου, δικαστήρια αμερόληπτα… Καιρός είναι να παύση πλέον η τυραννία όχι μόνον των Τούρκων, αλλά και η τυραννία των ατόμων εκείνων, τα οποία, συμμεριζόμενα τα αισθήματα των Τούρκων, ζητούν να
καταπιέζουν τον λαόν…».[7]
Αυτοί οι Κοτζαμπάσηδες είχαν διοικητικές, δικαστικές και αστυνομικές αρμοδιότητες. Επιπλέον μάζευαν τους φόρους. Έτσι κατάντησαν να είναι δυνάστες του λαού, χειρότεροι από τους Τούρκους. Πολλές φορές η φτωχολογιά ζήταγε την βοήθεια των Τούρκων για να γλυτώσει από τους Κοτζαμπάσηδες.
Ο Κοτζαμπάσης είχε το δικαίωμα να δικάζει όλες τις κοινωνικές υποθέσεις και ν’ αποφασίζει, χωρίς να μπορεί να επέμβει καμία Τουρκική εξουσία. Για να καταλάβουμε την θέση του υποτελή Ραγιά σε σχέση με τους εξουσιαστές Κοτζαμπάσηδες τότε, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτοί είχαν περιουσίες σε ορισμένες περιπτώσεις μεγαλύτερες κι απ’ αυτές των Τούρκων, όπως για παράδειγμα: Οι Δεληγιανναίοι πού είχαν τσιφλίκια στην Ηλεία, Γορτυνία και Ολυμπία. Οι Νοταραίοι στην Πελλήνη. Οι Λονταίοι στην Αιγιάλεια. Ο Σύντυχος είχε 40 τσιφλίκια στη Γορτυνία, ο Κοίλος 30 στην Ηραία.
Ο ιστορικός Οικονόμου μας λέει: «Κατά τα τελευταία προ της Επαναστάσεως έτη εις την Πελοπόννησον, Στερεάν Ελλάδα, Ήπειρον και Θεσσαλίαν η καλλιεργημένη έκτασις η οποία ανήκε εις τους Τούρκους και εις το Τουρκικόν Δημόσιον μόλις έφθανε τα 6.368.720 στρέμματα έναντι 9.521.200 στρέμματα πού ανήκαν ατούς Έλληνες (διάβαζε τσιφλικάδες)».[8]
- Η περίοδος από την επανάσταση έως τους βαλκανικούς πολέμους.
Δεν θα σταθούμε στα γεγονότα της επανάστασης, που με τα δάνεια της ανεξαρτησίας μας οδήγησαν στην εξάρτηση κυρίως από τους Άγγλους, όπου την θέση των Κοτζαμπάσηδων πήραν βασικά τα πρώτα ελληνικά κόμματα, με τους χαρακτηριστικούς τίτλους αγγλικό, γαλλικό, ρωσικό, όμως με τα ίδια χαρακτηριστικά των μηχανισμών εξάρτησης της ελληνικής κοινωνίας από τους αρχηγούς αυτών των κομμάτων, που αντί να απολαμβάνουν τα ποικίλα προνόμιά τους, οικονομικά, πολιτικά και άλλα, από τους πρώην δυνάστες Τούρκους, τώρα απολάμβαναν τα προνόμια, υπηρετώντας παρασιτικά τα συμφέροντα των άλλων εξωτερικών δυνάμεων, με τους ανωτέρω τίτλους. Την περίοδο αυτή οι μηχανισμοί εξάρτησης των ηγετών των κομμάτων χρησιμοποιούσαν τους λεγόμενους κομματάρχες, ως μεσάζοντες πελατειακών σχέσεων, ανάμεσα στους έχοντες και κατέχοντες και το «πόπολο», δηλαδή τα φτωχά και ανυπεράσπιστα λαϊκά στρώματα, καλλιεργώντας ουσιαστικά την ψυχολογία του Ραγιά στους Έλληνες, χρησιμοποιώντας τον όχι ως πολίτη, αλλά ως υπήκοο, με την κυριολεξία της λέξης, ώστε να παραμένουν πάντοτε κάτω από την δική τους δικαιοδοσία και «προστασία», όχι μόνο με κατασταλτικά μέτρα, αλλά και μέσω της λεγόμενης συναίνεσης και μάλιστα της ενεργητικής συναίνεσης, όπως την είχε αναλύσει ο Γκράμσι.[9] Ποτέ δεν φρόντισαν για την αφύπνιση του λαού, γιατί φοβόντουσαν, μήπως μετά την αφύπνιση εξεγερθεί εναντίον τους.
Φωτεινή εξαίρεση απετέλεσε η περίοδος διακυβέρνησης του πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος προσπάθησε, εφαρμόζοντας μια «πεφωτισμένη δυναστεία» στην τότε άναρχη κατάσταση και εξαθλιωμένη κοινωνία με τα μύρια όσα προβλήματα, να διατηρήσει την ανεξαρτησία από τα διάφορα εξωτερικά κέντρα και στο εσωτερικό να δημιουργήσει συνθήκες ομαλής λειτουργίας του κράτους. Τελικά με την δολοφονία το 1833 και την εγκαθίδρυση της βασιλείας κατάφεραν οι τότε λεγόμενες «προστάτιδες δυνάμεις», να θεμελιώσουν την εξάρτηση από τους ξένους, με την συμπαράσταση της τότε ελληνικής οικονομικής και πολιτικής ολιγαρχίας. Ο Τούρκος αντικαταστάθηκε από τον τοποτηρητή των ξένων συμφερόντων που ήταν ο βασιλιάς και οι ελληνικές πατριαρχικές δομές, νοοτροπίες και σχέσεις, τα λεγόμενα οικονομικά και πολιτικά τζάκια (οι αποκαλούμενοι λαϊκά: νταβατζήδες) οι μοντέρνοι Κοτζαμπάσηδες. Αυτή η πολιτική και κοινωνική διάρθρωση συνεχίστηκε λίγο έως πολύ έως τους Βαλκανικούς Πολέμους. Τα κόμματα είχαν άμεση εξάρτηση από το καθεστώς της βασιλείας.
ΙΙ. Η περίοδος από τους Βαλκανικούς Πολέμους έως τον εμφύλιο
Η περίοδος που ξεκίνησε με την ανάδειξη του Βενιζέλου ως πρωθυπουργού της Ελλάδας και η περίοδος των Βαλκανικών Πολέμων και του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αποτελεί προσπάθεια υλοποίησης της μεγάλης ιδέας με την δημιουργία της Ελλάδας των δύο Ηπείρων και των πέντε θαλασσών, αλλά και του καταστροφικού διχασμού. Αυτός ο διχασμός αποτελούσε την προσπάθεια της τότε αδύναμης αστικής τάξης της πατρίδας μας να απαλλαγεί στο μέτρο του δυνατού από την ξένη εξάρτηση και από τον τοποτηρητή των ξένων συμφερόντων που ήταν το καθεστώς της βασιλείας. Τελικά ο διχασμός οδήγησε στην Μικρασιατική Καταστροφή, που ήταν το αποτέλεσμα της σύμπραξης του ξένου παράγοντα με τις εξαρτημένες πολιτικοκοινωνικές δυνάμεις της Ελλάδας, που δεν ήθελαν να χάσουν τα προνόμιά τους, έχοντας ως προστάτες τις ξένες δυνάμεις και κυρίως της Αγγλίας αυτήν την περίοδο. Εξάλλου οι μεγάλες δυνάμεις δεν ήταν σε θέση να ανεχτούν να υλοποιείται το όραμα της μεγάλης ιδέας, που θα εγκαθίδρυε ένα ελληνικό κράτος των διαστάσεων των δύο Ηπείρων και των πέντε θαλασσών, γιατί η Ελλάδα θα αναδεικνυόταν σε μεγάλη ανεξάρτητη γεωστρατηγική και γεωπολιτική δύναμη στον κρίσιμο χώρο της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Μια τέτοια εξέλιξη δεν την επέτρεπαν οι μεγάλες δυνάμεις της Δύσης, αλλά και της Ανατολής επ’ ουδενί. Η Μικρασιατική Καταστροφή ήταν αναπόφευκτη, αν αναλογιστούμε την σύνδεση των μεγάλων δυνάμεων με τα εξαρτημένα από τον εξωτερικό παράγοντα πολιτικά κόμματα, υπηρέτη των ντόπιων εκμεταλλευτικών τάξεων. Αυτή η καταστροφή ενταφίασε οριστικά και την Μεγάλη Ιδέα.
Με την εγκαθίδρυση της 4ης Αυγούστου και την λήξη της κατοχής επανήλθε το καθεστώς της εξάρτησης πάλι στο πρόσωπο του βασιλιά, ως εκπρόσωπο, εκφραστή και τοποτηρητή όλων των αντιδραστικών δυνάμεων του τόπου. Ο λόγος είναι ότι τα συμφέροντα της τότε παρασιτικής αστικής τάξης, όπως την περιέγραψε πολύ σωστά ο Ανδρέας Παπανδρέου ανωτέρω, ταυτίζονταν με τα συμφέροντα των ξένων. Μόνο που δεν ήταν η μεγαλοαστική τάξη μόνο, αλλά και η παρασιτική αστική τάξη γενικότερα. Ο Βενιζελισμός και αντιβενιζελισμός και η διαπάλη ανάμεσα στους βενιζελικούς και βασιλικούς είχε αυτήν την διάσταση. Μετά από ένα διάλλειμα δημοκρατικής διακυβέρνησης με πρωτοστάτη τον Παπαναστασίου, η κατάσταση επανήλθε στα ίδια επίπεδα.
Τα κόμματα ήταν αρχηγικά και οι κομματάρχες έως αυτήν την περίοδο έπαιζαν τον ρόλο του μεσάζοντα ανάμεσα στους αρχηγούς των κομμάτων και τους ψηφοφόρους «υπηκόους».
Το κύριο χαρακτηριστικό των κομμάτων αυτήν την περίοδο ήταν ο ετεροπροσδιορισμός και ετεροκαθορισμός τους από τους ξένους, όχι μόνο από την Δύση, αλλά και από την Ανατολή αυτήν την περίοδο. Δεν υπήρχαν κόμματα αυτόφωτα, αυτοπροσδιοριζόμενα και ελληνοκεντρικά. Η εξάρτηση των αστικών κομμάτων από την Δύση με την αποκλειστική αυτή την περίοδο την εξάρτηση από τους Άγγλους και αργότερα (1947) τους Αμερικανούς ήταν καθοριστική. Η εξάρτηση των αριστερών κομμάτων από την Ανατολή ήταν απόλυτη και χωρίς εξαιρέσεις. Οι πολιτικές δυνάμεις οποιουδήποτε χρώματος εργάζονταν για τα συμφέροντα των ξένων σε βάρος πάντοτε των φτωχών, καταπιεσμένων και καταφρονεμένων λαϊκών στρωμάτων, άσχετα από τις προθέσεις, εξυπηρετώντας με αυτόν τον τρόπο τα δικά τους συμφέροντα.
ΙΙ. Από τον εμφύλιο έως σήμερα
Ο καταστροφικός εμφύλιος έδωσε αφορμή να επικρατήσουν οι ακραίες αντιδραστικές δυνάμεις στην Ελλάδα στα πλαίσια του ψυχρού πολέμου, που τα πρώτα σημάδια φάνηκαν αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι παρασιτικές αστικές δυνάμεις με την συμπαράσταση των «άσπονδων φίλων και συμμάχων μας», όπως αποκαλούνταν ο ξένος παράγοντας, αυτήν την φορά, κυρίως πέραν του Ατλαντικού, κυριάρχησαν κατά κράτος. Ενώ κατά την βενιζελική περίοδο την διαχωριστική γραμμή διχασμού ανάμεσα στις αστικές δυνάμεις και τα λαϊκά στρώματα αποτελούσε ο βενιζελισμός και αντιβενιζελισμός, στην καινούργια φάση επεκράτησε ο διχασμός ανάμεσα στους εθνικιστές και τους κομμουνιστές. Η παλιά αρχή του «διαίρει και βασίλευε» βρήκε την καινούργια της έκφραση. Αυτός ο εμφυλιοπολεμικός διχασμός από τις κυρίαρχες, αλλά και κυριαρχούμενες δυνάμεις, καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τις μετεμφυλιακές εξελίξεις.
Η κατάργηση της βασιλείας, μετά το μετεμφυλιακό επεισόδιο της δικτατορίας δεν άλλαξε τον διαχωρισμό ανάμεσα στην παρασιτική αστική τάξη και στα φτωχά λαϊκά στρώματα. Απλώς άλλαξε μορφή, αλλά όχι περιεχόμενο. Η παρασιτική καταναλωτική ευφορία που εμπεδώθηκε από το ΠΑΣΟΚ και τις άλλες κυβερνήσεις, δεν άλλαξαν την παλιά διαμετρική αντίθεση ανάμεσα στην οικονομική και πολιτική ολιγαρχία και τον λαό. Τώρα απλώς οι παλιοί κομματάρχες αντικαταστάθηκαν από τις κομματικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις, που πολύ πιο αποτελεσματικά έπαιζαν τον ρόλο του παλιού κομματάρχη. Απλώς οι παλιές και αναχρονιστικές πελατειακές σχέσεις πήραν πιο εξελιγμένη, εκσυγχρονισμένη μορφή, χωρίς να αλλάξουν το περιεχόμενο. Επιπλέον οι πελατειακές σχέσεις, η διαφθορά και το ρουσφέτι γενικεύθηκαν, γιατί στο εξουσιαστικό και εκμεταλλευτικό σύστημα, στο αστικό σύστημα διακυβέρνησης της μεταπολίτευσης στο σύνολό της, μπήκαν και άλλα στρώματα, που παλιά ήταν στο περιθώριο και δεν απολάμβαναν τα αγαθά του καπιταλιστικού αστικού κράτους. Η μέθοδος διαφθοράς, πέρα από τις πελατειακές σχέσεις, ήταν το παρασιτικό (με δανεικά) καταναλωτικό μοντέλο, στο οποίο ενσωματώθηκε όλη η ελληνική κοινωνία, αριστεροί και δεξιοί. Αυτή η κατάσταση δεν υπήρχε από τον εμφύλιο έως την δικτατορία, γιατί οι λεγόμενες προοδευτικές και αριστερές δυνάμεις έμεναν στον περιθώριο της κοινωνίας. Αυτή η κατάσταση άλλαξε ριζικά μετά την μεταπολίτευση στο σύνολό της.
Μετά την μεταπολίτευση έγινε μια ριζική τομή, κυρίως μετά την άνοδο στην κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Ο Ανδρέας Παπανδρέου ενσωμάτωσε την αριστερά και όλην την λεγόμενη προοδευτική παράταξη στο καπιταλιστικό σύστημα. Το παρασιτικό χρήμα αναδείχτηκε πρακτικά η μεγαλύτερη αξία. Η πρώτη και τελευταία φορά αριστερά και γενικά η αριστερά, που απέμεινε στην Ελλάδα, ενσωματώθηκε πλήρως και αμετάκλητα στο καπιταλιστικό σύστημα και μάλιστα στην χειρότερή του μορφή. Η Αριστερά με το ΠΑΣΟΚ έκανε μια φαουστική συναλλαγή. Πούλησε την ψυχή της στο αστικό καπιταλιστικό σύστημα, για να απολαύσει τα αγαθά του συστήματος, τα οποία στερήθηκε πριν, μένοντας στο περιθώριο και υφιστάμενη τις παντός είδους διώξεις του εμφυλιοπολεμικού κράτους.
Επί ΠΑΣΟΚ επεκτάθηκε το σύστημα της παρασιτικής (με δανεικά) καταναλωτικής κοινωνίας και των κομματικών πελατειακών σχέσεων σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, αριστερά, κεντρώα, δεξιά, ενώ πριν απολάμβανε προνόμια κυρίως η δεξιά, που ήταν στην εξουσία. Το κομματικό πελατειακό κράτος μετέτρεψε τον Έλληνα σε όμηρο της κομματικής εξουσίας. Το κράτος αλώθηκε πλήρως από το κόμμα. Από τότε ξεκίνησε ο κατήφορος που βρήκε την τελική του μορφή με τα μνημόνια και την κρίση που βιώνουμε σήμερα. Γι’ αυτό τονίζεται συνεχώς και στην διαπασών ότι βρισκόμαστε σε μια πρωτοφανή παρακμιακή πορεία σε όλα τα επίπεδα: Ηθικά, πνευματικά, κοινωνικά, πολιτικά, οικονομικά και με μια λέξη πολιτισμικά με την έννοια της καταρράκωσης όλων των αρχών και αξιών που συνέχουν μια κοινωνία για να υπάρχει και να προκόβει.
Έκτοτε, δηλαδή μετά το 1977, διακηρύσσω ότι βρισκόμαστε σε μια πρωτοφανή παρακμιακή πορεία από την μεταπολίτευση και δώθε σε όλα τα επίπεδα: Ο Έλληνας συνήθισε στα δανεικά και κατανάλωνε περισσότερα απ’ ότι παρήγαγε και τελικά δεν παρήγαγε τίποτε, ζώντας μόνο από τα δανεικά και την παραοικονομία, έως ότου κι αυτή εξαντληθεί, αφού ο τόπος δεν θα παράγει τίποτε. Συνεπώς δεν είναι η οικονομία ή τα μνημόνια η αιτία των δεινών, αλλά το σύνολο των αρνητικών φαινομένων που ανέφερα προηγουμένως και με μια λέξη ονόμασα πολιτιστική παρακμή. Για να το κάνω τελείως ξεκάθαρο. Και να μας χάριζαν τα δάνεια, πάλι θα περιπίπταμε στα μνημόνια, εφόσον δεν θα είχαν αναιρεθεί τα αίτια. Οι μικροαστοί ήθελαν να γίνουν με τα δανεικά αστοί και οι αστοί μεγαλοαστοί, μέσω στο κλίμα της γενικότερης ασυδοσίας και διαφθοράς, που ευνοούσε τους κάθε μορφής επιτήδειους εκμεταλλευτές. Αν ωστόσο και γ’ αυτό το φαινόμενο θέλουμε να αναζητήσουμε την βαθύτερα αιτία, που συμπυκνώνει όλες τις άλλες, τότε την βασική αιτία της όλης παρακμιακής πορείας πρέπει να αναζητήσουμε αναγκαστικά στον καταστροφικό εμφύλιο.[10]
Με τον ΣΥΡΙΖΑ επεκτάθηκε η λιτότητα, που επιβλήθηκε, μετά την παρασιτική καταναλωτική κραιπάλη πριν το 2010, πάλι σε όλα τα λαϊκά στρώματα έως και την μεσαία τάξη, που σε μεγάλο βαθμό εκ των υστέρων προλεταριοποιήθηκε. Στην περίπτωση αυτή δεν έγινε διάκριση σε πολιτικά χρώματα και αποχρώσεις. Από την μια οι έχοντες και κατέχοντες και από την άλλη ολόκληρος σχεδόν ο ελληνικός λαός με κατακόρυφη αύξηση της ανισότητας.
Τώρα δεν υπήρχε πια ο βασιλιάς, ως τοποτηρητής των ντόπιων και ξένων συμφερόντων. Αυτόν τον ρόλο τον ανέλαβαν τα κόμματα, που ήταν εξαρτημένα και καθοδηγούμενα από τα συμφέροντα αυτά. Στα πλαίσια του αστικού δικομματικού κοινοβουλευτικού συστήματος η εναλλαγή των κομμάτων στην κυβέρνηση δεν ανταποκρίνονταν σε ταξική πολιτική αντιπροσώπευση. Το παλιό λενινιστικό σχήμα του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού εξασφάλιζε την υπεροχή εκείνων που κατείχαν εξουσία και τα κοινωνικά προνόμια και έδιναν τις εντολές και εκείνους, που ήταν υποχρεωμένοι να τις εκτελούν. Το γνωστό σχήμα: Ηγεσίες και «μάζες», οι οποίες στον χυδαίο τους χαρακτηρισμό αποκαλούνταν «ετερόκλητος όχλος» είχε την πρωτοκαθεδρία του. Οι εντολείς και εντολοδόχοι, οι εξουσιαστές και οι εξουσιαζόμενοι.
Η διάκριση σε αριστερά και δεξιά ουσιαστικά εξαφανίστηκε και παρέμεινε μόνο ως υποκριτικό, παραπλανητικό σύνθημα. Η «μπουρζουαζία», δηλαδή η παρασιτική αστική τάξη, δεν είχε κανένα πολιτικό χρώμα. Τα κόμματα και μια μικρή οικονομική και πολιτική ολιγαρχία, έγιναν οι κυρίαρχοι του κράτους και έτσι δημιουργήθηκε ακάθεκτο το λεγόμενο κομματικό κράτος, πάνω και απέναντι στα φτωχά λαϊκά στρώματα, στους υποτελείς. Αυτή η αλλαγή επήλθε κυρίως μετά την μεταπολίτευση ως κομματικός εκσυγχρονισμός, με την έννοια ότι θα δημιουργούνταν κόμματα αρχών που θα αντικαθιστούσαν το πελατειακό κράτος. Αυτή η διαδικασία ξεκίνησε ουσιαστικά με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία το 1981.
Χαρακτηριστική είναι η δήλωση που είχε κάνει για την κατάσταση αυτή ο Ξενοφών Ζολώτας, ένας ανιδιοτελής ευπατρίδης, εξαίρετος οικονομολόγος, αλλά με χαρακτήρα, (όχι όπως κάποιοι άλλοι γνωστοί και μη εξαιρετέοι), ο οποίος είχε επισημάνει από παλιά: «…δεν υπάρχει πλέον ενιαίο κράτος στην Ελλάδα. Το κράτος είναι σαν αδειανό πουκάμισο για τα μάτια του κόσμου».
Μιλώντας συγκεκριμένα για τα κόμματα του Ανδρέα Παπανδρέου και Μητσοτάκη, δηλαδή για ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία συνεχίζει: «…τα κόμματά τους έχουν γίνει άρπαγες του κράτους, που το λαφυραγωγούν εναλλάξ. Έχουν φτιάξει δύο παράλληλους κομματικούς μηχανισμούς, υποκαθιστώντας το επίσημο κράτος. Συγκρούονται αδυσώπητα αλλά ξέρουν ότι είναι μια ο ένας μια ο άλλος…Να το θυμάσαι αυτό ότι οι δύο σε πέντε, σε δέκα ίσως και λίγο περισσότερα χρόνια, θα χρεοκοπήσουν την Ελλάδα.».
Βέβαια μετά το «εναλλάξ» εξέλειπε μας λέει σε απλά ελληνικά ο ευπατρίδης Ζολώτας και η διάκριση ΠΑΣΟΚ –Νέα Δημοκρατία; Απλούστατα ότι τα κόμματα και ο κομματικός και συνδικαλιστικός τους στρατός, όλων των πολιτικών παρατάξεων από αριστερά έως δεξιά, επέπεσαν πάνω στο κράτος –φέουδο και το ρήμαξαν κυριολεκτικά και τελικά το χρεοκόπησαν. Αυτή η πολιτική των κομμάτων συνέχισε και μετά τους πρωτεργάτες Ανδρέα Παπανδρέου και Μητσοτάκη και συνεχίστηκε με την κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Απλώς ο Ζολώτας δεν μπορούσε να προβλέψει ότι οι παράλληλοι μηχανισμοί των κομμάτων σε μεγάλο βαθμό καταργήθηκαν και γίνηκαν τελικά ένα. Είναι πικρές αλήθειες, αλλά αλήθειες. Εκείνος που έλεγε αλήθειες πολλές φορές, άλλα έκανε τα αντίθετα, απ’ αυτά που έλεγε ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου, γιατί εφάρμοζε αριστερή φρασεολογία με δεξιά πολιτική. Παραδείγματα πολλά, αλλά θα αναφέρω ορισμένες σημαδιακές περιπτώσεις. Έλεγε ο Ανδρέας Παπανδρέου σχετικά με τις δημοκρατικές διαδικασίες των κομμάτων: «Είναι αδύνατο να επαγγέλλεσαι δημοκρατία για το έθνος κι εσύ να μην την εφαρμόζεις ο ίδιος μέσα στους κόλπους σου, στους κόλπους του κόμματος ή του κινήματος»[11]. Αντί αυτού δημιούργησε σε σύντομο χρονικό διάστημα ένα προσωποπαγές αρχηγικό κόμμα με όλα τα αρνητικά του αποτελέσματα.
Όταν τον ρώτησε ο καθηγητής Τζέιμς Πέτρας, συνεργάτης του τα πρώτα χρόνια του ΠΑΣΟΚ: «Η εργατική τάξη ενδιαφέρεται μόνο για την κατανάλωση και όχι για επενδύσεις στον εκσυγχρονισμό της οικονομίας». Αντί λοιπόν ο Ανδρέας Παπανδρέου να ανακόψει αυτήν την τάση, αντιθέτως την ενίσχυσε. Είχε πει επίσης ότι «Η θα πρέπει να μειώσουμε δραστικά το δημόσιο χρέος ή το δημόσιο χρέος θα αφανίσει την Ελλάδα». Παρ’ όλο που το ήξερε έκανε τα αντίθετα, όπως ομολογεί και ο πρώτος Υπουργός Οικονομικών στην πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το 1981 Μανόλης Δρεττάκης, ο οποίος παραιτήθηκε αμετάκλητα στις 23.6.82, λόγω της διαφωνίας του με τον Ανδρέα Παπανδρέου, την οποία εκθέτει λεπτομερώς στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο: Μια διαδρομή με απρόσμενες αλλαγές πορείας, από το οποίο παραθέτω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα για έκπτωση αξιών και απαξίωση θεσμών: «Μετά την ανάληψη της εξουσίας από το ΠΑΣΟΚ-ένα κόμμα που υποσχόταν την “Αλλαγή”- θα περίμενε κανείς ότι ο Τόπος να μπει σε μια νέα πορεία, στην οποία θα υπήρχε ο απόλυτος σεβασμός όλων των αξιών και θεσμών και πλήρης λειτουργία της Προεδρεύομενης Πολυκομματικής Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας. Δυστυχώς αυτό δεν έγινε»[12]. Αλλά και ο επόμενος υπουργός Οικονομικών Δημήτρης Κουλουριάνος δεν άντεξε την παραλλαγή της αλλαγής και παραιτήθηκε, καταγράφοντας κι αυτός την όλη αντίστροφη πορεία της αλλαγής.
«Όταν ήµουν υπουργός Οικονοµικών, είδα ότι το χρέος άρχισε να παίρνει διαστάσεις πολλαπλασιαστικές. Το 1981 το δηµόσιο χρέος έφθανε το 30% του ΑΕΠ – το 1989 ανήλθε σε 72% και σήµερα πλησιάζει το 170%. Το “προπατορικό αµάρτηµα” της υπερχρέωσης συνέβη τη δεκαετία του 1980… Οδήγησε όµως σε νοοτροπίες και πρακτικές που σήµερα θεωρούνται από πολλούς η αρχή των δεινών που υφίσταται τώρα η Ελλάδα».[13] Ο Κουλουριάνος τελικά μιλάει για «νοοτροπίες και πρακτικές», που κατέστρεψαν την Ελλάδα.
Μια άλλη μαρτυρία, από τις πολλές για την καταστροφική πολιτική του Ανδρέα Παπανδρέου είναι κι αυτή του υπουργού Συντονισμού του ΠΑΣΟΚ Απόστολου Λάζαρη μέσω του βιβλίου του Ποιος σοσιαλισμός.
Με αφοπλιστική ειλικρίνεια και αυτοκριτική, κατά το κρίσιμο έτος 1989, θίγει σοβαρά προβλήματα δημοκρατίας (άμεσης, έμμεσης, συμμετοχικής, κοινοβουλευτικής) και της διαχείρισης ή απόρριψης του συστήματος κ.λπ. αποκαλυπτική προδοσία του οράματος την δίκαιης πολιτείας εν μέσω ξέφρενου δανεισμού από την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου: ᾿Ιδού τι λέγει· «Πώς αποφασίστηκαν… οι εισοδηματικές παροχές; Γιατί δε δόθηκε ἡ μάχη της ανάπτυξης; Πώς μια σοσιαλιστική Κυβέρνηση, πού είχε υποσχεθεί νά είναι Κυβέρνηση όλων τῶν ῾Ελλήνων, ἀνέχτηκε νά ἐφαρμόσει τή γνωστή κομματική φόρμουλα γιά τίς προσλήψεις στό δημόσιο τομέα, κατά τήν κρίσιμη διετία 1982-83;
Πῶς ἐξηγοῦνται οἱ ἀτέλειωτες καντρίλιες τῶν ἀνασχηματισμῶν… πού παρέλυσαν κάθε προσπάθεια γιά μία συνεπῆ καί μακροχρόνια πολιτική; Πῶς ἕνα μεγάλο λαϊκό κίνημα ἔφτασε στό σημεῖο νά πέσει στά χέρια ἀνθρώπων πού ἐκμεταλλεύτηκαν τά κυβερνητικά ἀξιώματα γιά προσωπικό πλουτισμό;
Πῶς μπήκαμε στή δίνη τοῦ πρωτοφανοῦς σκανδάλου Κοσκωτᾶ, πού ξεφτέλισε ἀνθρώπους καί θεσμούς; (῾Η προοδευτική παράταξη) σήμερα… ἀποφεύγει ἀκόμα καί τήν ἁπλῆ ἀναφορά στά ἰδεολογικά της σύμβολα, τήν ἀλλαγή καί τό σοσιαλισμό. Αὐτή, νομίζω, εἶναι μία ἀπ τίς χειρότερες ζημιές πού ἔγιναν σε αὐτόν τόν τόπο.
Μέ τίς ἔντονες συντεχνιακές πιέσεις, ἄνοιξε (τό ΠΑ.ΣΟ.Κ.) τήν πόρτα στό λαϊκισμό καί πρό πάντων στή ραγδαία ἐπέκταση τοῦ προϋπολογισμοῦ καί τοῦ εὐρύτερου δημόσιου τομέα (Σημ. «Χ»· Δ.Ε.Κ.Ο. κ.λπ.). Οἱ «ἱερές ἀγελάδες» τοῦ Κινήματος, δηλαδή ἡ «κοινωνικοποίηση» καί ἡ «αὐτοδιαχείριση» ἄρχισαν νά ξαναμπαίνουν σέ κυκλοφορία…
Οἱ ἰδεολογικές παρωπίδες ἐμπόδιζαν νά φανεῖ καθαρά τό μεγάλο πρόβλημα τῆς χαμηλῆς παραγωγικότητας τῆς ἑλληνικῆς οἰκονομίας καί εἰδικότερα τοῦ δημόσιου τομέα… ᾿Ενῶ ἀπορριπτόταν στή θεωρία ὁ κρατισμός, πού θεωροῦνταν ὡς γνώρισμα τοῦ ὑπαρκτοῦ σοσιαλισμοῦ, ἡ οἰκονομική πρακτική ὁδηγοῦσε, ἀντίθετα, στήν ἐνίσχυσή του.
Σέ ὑπόμνημά μου μέ τίτλο· «῾Ο γιγαντισμός στόν δημόσιο τομέα ἀπειλεῖ τήν Οἰκονομία», πού ἔστειλα στόν πρωθυπουργό τόν ᾿Ιούλιο του 1988, ἀνέφερα πώς οἱ συνολικές δαπάνες τοῦ κρατικοῦ προϋπολογισμοῦ ἀπό 30% περίπου τοῦ Α.Ε.Π., πού ἦταν τό 1981, θά ἔφταναν ἤ θά ξεπερνοῦσαν τό 50% τοῦ Α.Ε.Π. γιά τό 1989… καί σέ σχετική ἐπιστολή ὑπογράμμιζα· «Αὐτά δέν εἶναι ἁπλᾶ νούμερα, εἶναι κώδωνας κινδύνου». Στό ὑπόμνημα ἀναφέρονταν πώς οἱ δαπάνες γιά τήν ἐξυπηρέτηση τοῦ δημόσιου χρέους, ἀπό 8% τοῦ συνολικοῦ προϋπολογισμοῦ πού ἦταν τό 1981, ἔφτασαν στό 25%, μέ τόν προϋπολογισμό τοῦ 1989…
῞Οσο γιά τόν δημόσιο τομέα, εὐθύνη γιά τή διόγκωσή του εἶχαν ὅλες οἱ συντηρητικές Κυβερνήσεις, καθώς καί οἱ Συνταγματάρχες. ῞Ομως… κατά τήν ὀκταετία τῆς διακυβέρνησης τοῦ ΠΑ.ΣΟ.Κ. ἡ κατάσταση ὄχι μόνο δέν βελτιώθηκε, ἀλλά ἀντίθετα, χειροτέρεψε ραγδαῖα, μέ ἀποτέλεσμα νά μειωθεῖ καί ἡ μέση παραγωγικότητα τῆς ᾿Εθνικῆς Οἰκονομίας καί νά γίνει ἀκόμα πιό δύσκολο τό ἀναπτυξιακό πρόβλημα».[14]
Ο ξέφρενος δανεισμός επί ΠΑΣΟΚ και συνεπώς ως συνεπακόλουθο η εφαρμογή ενός παρασιτικού (με δανεικά) καταναλωτικού μοντέλου σε συνδυασμό με την διαπλοκή μέσω των πελατειακών σχέσεων οδήγησαν στην βαθμιαία χρεοκοπία της χώρας. Το έγκλημα δεν ήταν στιγμιαίο αλλά διαρκές, ξεκινώντας από την μεταπολίτευση και κυρίως από την άνοδο στην εξουσία του ΠΑΣΟΚ. Με μελανά χρώματα και συνοπτικά περιγράφει ο μεγάλος Έλληνας στοχαστής Παναγιώτης Κονδύλης αυτήν την παρακμιακή πορεία: «Ο κυριότερος αντίπαλος μιας εθνικής στρατηγικής δεν είναι άλλος από τον παρασιτικό καταναλωτισμό, ο οποίος σε ένα “φθίνον έθνος”, όπως το ελληνικό, οδηγεί αναπόφευκτα στην υπερχρέωση…Η σημερινή Ελλάδα, όντας ανίκανη να παράγει η ίδια όσα καταναλώνει {…} παρασιτεί, και μάλιστα σε διπλή κατεύθυνση: παρασιτεί στο εσωτερικό…και παρασιτεί προς τα έξω».[15]
Τέλος αξιοσημείωτη είναι και η ετυμηγορία του Γιάννη Μαρίνου: «Δεν είναι δυνατόν να αναφερθώ και πάλι αναλυτικά στο ιστορικό της λανθασμένης οικονομικής πολιτικής του ΠΑΣΟΚ κατά την οκταετία, η οποία κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, ευθύνεται για το σημερινό αδιέξοδο».[16]
Η κριτική δεν περιορίζεται μόνο στον οικονομικό τομέα, αλλά περιλαμβάνει και την πολιτική της διαφθοράς, της διαπλοκής και της ηθικής κατάπτωσης που διέκρινε την πολιτική του Ανδρέα Παπανδρέου και των διαδόχων του. Πρόκειται για μια πρωτοφανή παρακμή σε όλα τα επίπεδα που τα θεμέλιά της έβαλαν οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ: Ηθική, πνευματική, πολιτική, κοινωνική, οικονομική και με μια λέξη πολιτισμική, με την έννοια της καταρράκωσης όλων των αρχών και αξιών που συνέχουν μια κοινωνία για να υπάρχει και να προκόβει. Τα φαινόμενα αυτά συνέχισαν να λειτουργούν, παρ’ όλην την σημερινή κρίση. Το «λεφτά υπάρχουν», μια άλλη διατύπωση του παρασιτικού καταναλωτισμού και της διαπλοκής, αποτελεί την πολιτική όλων των κομμάτων εξουσίας και την καθ’ αυτό αιτία την κρίσης, που θα συνεχίζεται όσο δεν αλλάζει αυτό το μοντέλο της καταστροφής.
Αλλά και ένας από τα προβεβλημένα στελέχη του ΠΑΣΟΚ ο Παρασκευάς Αυγερινός παραδέχεται, παρ’ όλη την δική του συμμετοχή τα τεκταινόμενα του ΠΑΣΟΚ τα ακόλουθα: «Η πικρή αλήθεια είναι, και πονάω γι’ αυτό, ότι κάποιοι από μας βρόμισαν την πολιτική, το ΠΑΣΟΚ, τον κόσμο του. Σκέφτομαι, αν δεν ήταν αναμενόμενο, αφού μέναμε πολλά χρόνια οι ίδιοι Τίποτε το επικίνδυνο για την δημοκρατία από το να αφήνουμε τα ίδια πρόσωπα για πολύ καιρό σε θέσεις εξουσίας. Το κόμμα που θα έπρεπε να ελέγχει τις κυβερνητικές ανεπάρκειες και τα φαινόμενα διαφθοράς, το είχαμε ευνουχίσει, δεν του επιτρέπαμε να έχει φωνή, το θέλαμε χειροκροτητή».[17]
«H ιστορία θα καταγράψει τελικά τη ζημιογόνο συμπεριφορά του. Γιατί μετά από τον Ανδρέα, με ιστορικούς υπολογισμούς, έρχεται αυτή εδώ η καταστροφή. Ο Ανδρέας ήταν αυτός που δημιούργησε τη βάση όσων τραβάμε σήμερα». Αυτά έλεγε ο στενός φίλος, συνεργάτης μια ζωή και κουμπάρος του Ανδρέα Παπανδρέου Αδαμάντιος Πεπελάσης[18]
Άλλος ένας στενός φίλος και συνεργάτης του από την Ένωση Κέντρου ο Γιάννης Αλευράς είχε πει σε μια αποστροφή του λόγου του προς τον Γιάννη Καψή, υπουργό Εξωτερικών του ΠΑΣΟΚ επί Ανδρέα Παπανδρέου: «Ο Ανδρέας Παπανδρέου είναι απαράδεκτος, είναι επικίνδυνος, είναι ο ολετήρας του έθνους, είναι…είναι…».[19]
Υπάρχουν και άλλες πολλές μαρτυρίες και του ίδιου και άλλων στενών συνεργατών του Ανδρέα Παπανδρέου εκείνη την περίοδο, που δεν επιτρέπει ο χώρος να παραθέσουμε.[20]
Φυσικά δεν χρειάζεται να αναλύσω την καταστροφική πορεία που ακολούθησαν οι επίγονοι πρωθυπουργοί μετά τον Ανδρέα Παπανδρέου, αλλά να μην ξεχνάμε ωστόσο, για όσους θέλουν να διεκδικούν αυτογνωσία (γνώθι σαυτόν) ότι αυτούς τους επιγόνους πρωθυπουργούς όπως τον Κώστα Σημίτη, Γιώργο Παπανδρέου και τις ηγετικές ομάδες του ΠΑΣΟΚ, που συνετέλεσαν τα μέγιστα στην καταστροφή ανέδειξε ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου. Τίποτε δεν είναι τυχαίο. Αυτήν την καταστροφική πορεία ακολούθησε σε υπερθετικό βαθμό η λεγόμενη αριστερά, της οποίας την εθνοαποδομητική καταστρεπτική πολιτική βιώνουμε τόσο επώδυνα σήμερα.
Η μόνη περίπτωση διεξόδου από τα αδιέξοδα, τόσο στα εθνικά όσο και τα κοινωνικά, που βρίσκονται σε μια διαλεκτική σχέση μεταξύ τους, είναι η ε ν ό τ η τ α του ελληνικού λαού στα πλαίσια μια εθνικής στρατηγικής όπως την διατύπωσε ο Παναγιώτης Κονδύλης: «Η εθνική στρατηγική δεν είναι ούτε “δεξιά” ούτε “αριστερή”, ούτε “εθνικιστική”, ούτε “διεθνιστική”. Είναι τα πάντα, ανάλογα με τις επιταγές της συγκεκριμένης περίστασης. Αλίμονο στη χώρα και την πολιτική της ηγεσία, αν ερμηνεύει την συγκεκριμένη κατάσταση με “δεξιές” ή “αριστερές” προτιμήσεις».[21]
Αυτήν την εθνική στρατηγική με την κατάργηση του παρασιτικού καταναλωτικού μοντέλου και της διαπλοκής, μπορεί να εφαρμόσει, απέναντι στα διχαστικά και εμφυλιοπολεμικά διλήμματα, ένα πατριωτικό κίνημα με σωστή ηγεσία και ένα στιβαρό λαϊκό κίνημα, που θα αλλάξει άρδην την καταστροφική εθνική και κοινωνική πολιτική της Ελλάδας.
[1] Ο δαίμων ως το ενδιάμεσο πνεύμα ανάμεσα στον άνθρωπο και το θείο. Κάτι ανάλογο με το δαιμόνιο του Σωκράτη.
[2] Πλάτωνος, “ Μενέξενος” 347a
[3] Γκρέγκορυ Άλμπο, Ο Νεοφιλελευθερισμός και η Αριστερά, άρθρο στο «Εντός Εποχής» της εφημ. «Αυγή», 24.2.2008.
[4] Βλ. Γκρέγκορυ Άμπο, ό,π.
[5] Βλ. Ανδρέας Παπανδρέου, ό.π. Οι θέσεις αυτές αποτελούσαν επανάληψη των θέσεων του Ανδρέα Παπανδρέου σε σεμινάριο του ΠΑΚ (Πανελλήνιου Απελευθερωτικού Κινήματος το 1973 στο Würzburg της Γερμανίας. Με μπουρζουαζία εννοείται αυτό που ο Ανδρέας Παπανδρέου, περιγράφει ο «πολυεθνκό καιφάλαιο» ή μεγαλοαστική τάξη. Προσωπικά θα πρόσθετα και «αστική τάξη».
[6] Ανδρέας Παπανδρέου, «Η εθνική ανεξαρτησία, βασικός στόχος», Εφημερίδα “Εξόρμηση”, 18.3.1977. Ο Ανδρέας Παπανδρέου, συμπεραίνοντας λέει: «Γι’ αυτό οι εθνικοαπελευθερωτικοί αγώνες που αποτελούν την συγκεκριμενοποίηση της πάλης των τάξεων στην εποχή μας – στηρίζονται στους φορείς του λαϊκού κινήματος, αποτελώντας ταυτόχρονα τον αποφασιστικό πόλο συσπείρωσής του».
[7] . Βλ. Περί της οικονομικής καταπιέσεως των Tούρκων ιδιοκτητών της γης και των κοτσαμπάσηδων και της Εκκλησίας, Α. Σιδέρη, Η γεωργική πολιτική της Ελλάδος κατά την λήξασαν εκατονταετίαν 1934, σ. 18 επ.
[9] Βλ. Αντόνιο Γκράμσι, Για τον Μακιαβέλι, εκδ. «Ηριδανός», Αθήνα 2005,σ. 148. Στην ανάλυσή του για το κράτος ο Γκράμσι γράφει τα ακόλουθα: «Κράτος είναι το σύνολο των θεωρητικών και πρακτικών δραστηριοτήτων, με το οποίο η ηγετική τάξη, όχι μόνο δικαιολογεί και διατηρεί την κυριαρχία της, αλλά ακόμη πιο πέρα καταλήγει να κατακτά την ενεργητική συναίνεση των κυβερνωμένων». Αυτός είναι φυσικά και ο ρόλος του κομματικού κράτους.
[10] Το θέμα αυτό το έχω αναλύσει σε άλλα μου άρθρα, ανάμεσα στα οποίο το άρθρο μου με τίτλο: Τα αίτια της κακοδαιμονίας της Ελλάδας. Μπορεί κανείς να το αναζητήσει, όπως και τα άλλα στο ιστολόγιό μου: www.damonpontos.gr
[11] Δηλώσεις Ανδρέα Παπανδρέου στην εφημ. «ΤΑ ΝΕΑ», 8.10.74.
[12] Βλ. Μανόλης Γ. Δρεττάκης, Μια διαδρομή με απρόσμενες αλλαγές πορείας, Αθήνα 2017, σ. 214.
[13] Ο πρώην υπουργός Οικονομικών (1982-83) της κυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου, μιλάει για το «προπατορικό αμάρτημα» της υπερχρέωσης της Ελλάδας, Συνέντευξη στην εφημ. «Το Βήμα», 9 Οκτωβρίου 2013. Άλλοι το δημόσιο χρέος στην αντίστοιχη περίοδο, στην οποία αναφέρεται ο κ. Κουλουριάνος, ανεβάζουν το δημόσιο χρέος στο 90% του ΑΕΠ.
- [14] Βλ. Απόστολος Λάζαρης, Ποιος Σοσιαλισμός, εκδ. «Θεμέλιο», Αθήνα 1989, σ. 263.
[15] Βλ. Παναγιώτης Κονδύλης, Πλανητική πολιτική μετά τον ψυχρό πόλεμο, εκδ. «Θεμέλιο», Α΄ έκδ. 1992, Β΄ εκδ. 2011, σ. 159.
[16] Βλ. Γιάννης Μαρίνος, Κωνσταντίνος Καραμανλής, Ανδρέας Παπανδρέου Χαρίλαος Φλωράκης, εκδ. «Πατάκη», Αθήνα Νοέμβριος 2018, σ. 174.
[17] Βλ. Παρασκευάς Αυγερινός, Η πολιτική σε πρώτο πρόσωπο, εκδ. «Εστία, Αθήνα 2013, σ. 166.
[18] Αυτή η κριτική – καταπέλτης του Πεπελάση, στενού φίλου του Ανδρέα Παπανδρέου, που έρχεται όψιμα, περιλαμβάνεται σε συνέντευξη ποταμό, που παραχώρησε στο περιοδικό «Μόνο», στις 2 Μαρτίου 2012. Αξίζει να την διαβάσει κανείς ολόκληρη, για να καταλάβει, συμπληρωματικά σε όλα όσα παραθέτω και καταγράφω, άγνωστες ακόμη πτυχές της παρακμιακής πορείας του τόπου μας και των πρωταίτιων αυτής της παρακμής πορείας. Βλ. ιστολόγιό μου: www.damonpontos.gr, στο φάκελο: ΠΑΚ-ΠΑΣΟΚ.
[19] Βλ. Γιάννης Καψής, Ζεϊμπέκικο και κόκα κόλα, για να ανατείλει ο ήλιος πρέπει να δύσει, με υπότιτλο: Όταν η διαπλοκή έγινε ιδεολογία, εκδ. «Λιβάνης», Αθήνα 2005,σ.331-332.
[20] Στο βιβλίο μου Οι θεωρητικές βάσεις της Ένωσης Κέντρου, του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ, καθώς και στο βιβλίο μου: Παγκοσμιοποίηση, Νέα Τάξη, Ελληνισμός και σε πολλά άρθρα και αναλύσεις μου περιλαμβάνω και άλλες πολλές παρόμοιες μαρτυρίες για τον Ανδρέα Παπανδρέου από στενούς τους συνεργάτες και φίλους που δεν είναι καθόλου τιμητικές για τον ίδιο.
[21] Παναγιώτης Κονδύλης, Από τον 20ο αιώνα, , εκδ. «Θεμέλιο», Αθήνα 1998, σ. 185
Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr