Του Γιάννη Παπαθανασίου
Ο Παναγιώτης Κονδύλης, ένα από τα μεγαλύτερα μυαλά που παρήγαγε ο σύγχρονος ελληνισμός, έγραφε το 1997 αναφερόμενος στα ελληνοτουρκικά ότι βρισκόμασταν μπροστά σε ένα τρομακτικό δίλημμα: η ειρήνη θα σηματοδοτούσε την δορυφοροποίησή μας από τη Τουρκία, ενώ ο πόλεμος την ολοκληρωτική συντριβή μας. Σήμερα, δυστυχώς, η πλάστιγγα έχει γείρει ακόμη περισσότερο εις βάρος μας, οπότε τα λόγια του σπουδαίου φιλοσόφου αντικατοπτρίζουν πλήρως την πραγματικότητα.
Η σύνθεση του κεμαλισμού, τις οδυνηρές συνέπειες του οποίου έχει βιώσει το έθνος μας, με το πολιτικό Ισλάμ, οδήγησε στον πολύ πιο επικίνδυνο νέο-οθωμανισμό του Ερντογάν. Ο Τούρκος ηγέτης, διαβλέποντας την δημιουργία ενός πολυπολικού κόσμου, κατόρθωσε να μετατρέψει την χώρα του σε υπολογίσιμη περιφερειακή δύναμη, ενώ στο εσωτερικό του κράτους του καθίσταται ολοένα και ισχυρότερος, αγγίζοντας τον στόχο του να γίνει σύγχρονος σουλτάνος. Εκμεταλλευόμενος το πραξικόπημα του 2016 και τους επακόλουθους διωγμούς των Γκιουλενιστών, καθώς και την αναζωπύρωση της Κουρδικής αντίστασης, εγκαθίδρυσε, στο όνομα της ασφάλειας, την προσωπική του δικτατορία. Ταυτόχρονα, οικειοποιήθηκε πλήρως την κρατική μηχανή, μέσω των εταιριών του οικογενειακού του περιβάλλοντος, οι οποίες συμμετείχαν προκλητικά σε σειρά σκανδάλων. Συνεργάσθηκε με τους τζιχαντιστές, δεν δίστασε να εισβάλει στην Συρία και το σημαντικότερο για εμάς μέσω του μεταναστευτικού εκβιάζει απροκάλυπτα την Δύση, απορροφώντας αμύθητα ποσά. Αποκορύφωμα όλων η εισβολή στην Ροζάβα που απέδειξε ότι πλέον η Τουρκία έχει την δύναμη να δρα ανεξάρτητα, ακόμα και αντίθετα στα συμφέροντα της Αμερικανικής υπερδύναμης.
Απέναντι στην Ελλάδα, ο επίδοξος σουλτάνος, συνέχισε πιστά, κλιμακώνοντας μάλιστα, την στρατηγική του βαθέως τουρκικού κράτους, η οποία παραμένει αμετάβλητη, ανεξάρτητα από την πολιτική φατρία που κυβερνά την γείτονα. Από την Λωζάνη και εντεύθεν η Τουρκία αδιάκοπα προσπαθεί να δημιουργεί τετελεσμένα τα οποία απειλούν ευθέως την ακεραιότητα του Ελληνικού κράτους, αλλά και της Κυπριακής Δημοκρατίας. Έτσι και ο Ερντογάν παραβιάζει καθημερινά τα εναέρια σύνορά μας, οικειοποιείται την κυπριακή Α.Ο.Ζ., ενώ με το σύμφωνο που σύναψε με την φατρία που ο ίδιος ενθρόνισε στην Λιβύη αμφισβητεί ευθέως τα ελληνικά σύνορα. Συνάμα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι εδώ και χρόνια, με την ανοχή των ημέτερων κυβερνώντων, στην Θράκη συντελείται μία εντεινόμενη τουρκοποίηση. Με αυτό τον τρόπο ο Τούρκος πρόεδρος προσπαθεί να προκαλέσει ταραχές και να μετατρέψει σε προτεκτοράτο του μία ελληνική περιφέρεια, αλλά και να αποκτήσει φωνή στην ελληνική πολιτική σκηνή μέσω των βουλευτών που ο ίδιος ουσιαστικά εκλέγει.
Σε όλα αυτά πρέπει να προστεθεί και το σκληρά ανθελληνικό επικοινωνιακό παιχνίδι που απροκάλυπτα παίζει η τουρκική ηγεσία. Συνεχώς, ακούμε αναφορές για την λεγόμενη γαλάζια πατρίδα, βλέπουμε επίσημες εορτές ιστορικού ρεβανσισμού, ενώ ποτέ δεν υπήρξε καταδίκη των τεράστιων εγκλημάτων και των γενοκτονιών που συντελέστηκαν στο παρελθόν.
Το ισχυρότερο όπλο, όμως, που χρησιμοποιεί ο Ερντογάν δεν είναι άλλο από το επονομαζόμενο προσφυγικό ζήτημα. Πιστός στην ρήση του Οζάλ, ότι η Ελλάδα μπορεί να κατακτηθεί μέσω της μεταφοράς σε αυτή ενός τεράστιου αριθμού μουσουλμάνων μεταναστών, ο Τούρκος πρόεδρος με πρακτικές μαφίας εποικίζει τα νησιά του Αιγαίου. Η μεταφορά των λαθρομεταναστών στην συνέχεια στην ενδοχώρα απειλεί άμεσα την δημογραφική και πολιτισμική επιβίωση του γηρασμένου και παρηκμασμένου ελληνικού έθνους, ενώ δημιουργεί και μεγάλα προβλήματα ασφάλειας. Το κυριότερο είναι ότι η εξελισσόμενη εισβολή αμάχων δημιουργεί μία πέμπτη φάλαγγα σουνιτών ισλαμιστών μέσα στην πατρίδα μας, η οποία μπορεί οποτεδήποτε να χρησιμοποιηθεί εις βάρος μας. Ο ίδιος ο Ταγίπ, σε ομιλία του το 1997, είχε περιγράψει αδρά το σχέδιο: <<Τα τζαμιά είναι τα στρατόπεδά μας, οι μιναρέδες οι λόγχες μας, οι τρούλοι τα κράνη μας και οι πιστοί οι στρατιώτες μας>>. Ταυτόχρονα, η τουρκική κυβέρνηση χρησιμοποιεί τα εκατομμύρια των λαθρομεταναστών, που περιμένουν στα μικρασιατικά παράλια, τόσο για να εκμαιεύει χρήματα από την Ε.Ε., όσο και για να δικαιολογεί την εισβολή της στην Συρία, ως προσπάθεια δήθεν ανεύρεσης χώρου μετεγκατάστασης των ανθρώπων αυτών.
Από την άλλη πλευρά η ελληνική κυβέρνηση φαντάζει σαστισμένη απέναντι στην τουρκική απειλή. Επί κοντά μία εικοσαετία οι εγχώριες πολιτικές ελίτ, παρέμεναν προσκολλημένες στο σημιτικής προελεύσεως δόγμα της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας. Πολλοί, μάλιστα, εξακολουθούν να το πιστεύουν ακόμη και σήμερα, την στιγμή που το σουλτανάτο έχει μόνο του αρνηθεί κάθε τέτοια προοπτική. Έτσι, σήμερα στην κεντρική πολιτική σκηνή έχουμε τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. της Ρεπούση και των λοιπών αρνητών της Γενοκτονίας και θιασωτών της συνεκμετάλευσης στο Αιγαίο, και της κυρίας Τασίας που αποθέωνε σε έργο της τον σπουδαίο αναμορφωτή Ερντογάν. Έχουμε, επίσης τη Ν.Δ. που ψάχνει απεγνωσμένα κάποιον δήθεν ισχυρό σύμμαχο να μαλώσει τους ατίθασους γείτονες, αλλά αυτός δεν βρίσκεται. Είναι χαρακτηριστικό πως με την χώρα σε μια τόσο κρίσιμη καμπή οι πολιτικοί μας μαλλιοτραβιούνται ολημερίς στα τηλεοπτικά πάνελ χωρίς καμιά διάθεση εθνικής ομοψυχίας. Τι πιο τραγικό, άλωστε, από το γεγονός πως μοναδικοί υποστηρικτές των εθνικών συμφερόντων στο Κοινοβούλιο είναι περίεργοι έμποροι κηραληφών και αυθεντικών χειρόγραφων του Ιησού…
Είναι κομβικής σημασίας, πάντως, τι γραμμή θα χαράξουν οι εγχώριες ελίτ από εδώ και στο εξής. Και αναφέρομαι κυρίως στο μηντιακό κατεστημένο και στον χώρο της Ν.Δ., καθώς μάλλον θα ήταν παράδοξο αριστεροί, και ειδικά Συριζαίοι, να υπερασπίζονταν εθνικά συμφέροντα. Η ελίτ αυτές, από καταβολής ελληνικού κράτους, διαρκώς αναζητούν τον ξένο νταβατζή που πρωτίστως θα τους χαρίσει προσωπική δύναμη και δευτερευόντως θα τους προστατεύσει σε διεθνές επίπεδο. Έτσι, δεν ήταν καθόλου δύσκολο να περάσουν από το φιλοαγγλικό, φιλορωσικό, φιλογαλλικό κόμμα, στην σκέπη των Βαυαρών, από εκεί στην προστάτιδα Αγγλία, στην συνέχεια στις Η.Π.Α. και εσχάτως στο άρμα της Ε.Ε., ουσιαστικά δηλαδή της Γερμανίας. Η αδυναμία, ωστόσο, της τελευταίας να ασχοληθεί περαιτέρω μαζί μας φέρνει πλέον την εγχώρια άρχουσα τάξη προ αδιεξόδου. Με ένα ισχυρό γείτονα, λοιπόν, να βρίσκεται προ των πυλών δεν πρέπει να εκπλαγούμε αν δούμε την τάξη αυτή να υποτάσσεται σε αυτόν. Να συμμαχεί, δηλαδή, μαζί του παραχωρώντας του τα ανάλογα ανταλλάγματα. Είναι, επόμενως, ορατός ο κίνδυνος της επιστροφής μας στα ύστερα χρόνια του Βυζαντίου, όπου οι Αυτοκράτορες και για το παραμικρό ζητούσαν έγκριση από τον Σουλτάνο των Οθωμανών. Με άλλα λόγια, η μετατροπή μας σε ένα τουρκικό προτεκτοράτο, ανάλογο των Παραδουνάβιων Ηγεμονίων του Μεσαίωνα.
Αλλά και ο ελληνικός λαός, δυστυχώς δεν φαντάζει έτοιμος για αντίσταση στην νεοοθωμανική απειλή. Η προβολή μη μεταγλωτισμένων τουρκικών σειρών από τα ελληνικά Μ.Μ.Ε., συνδυασμένη με την καθιέρωση της ισλαμικής κουλτούρας στην πολυπολιτισμική Αθήνα οδηγεί στην κανονικοιποίηση του τουρκικού τρόπου ζωής στην καθημερινότητά μας. Αλλά και η αλλοίωση της Ιστορίας μας, η αποχριστιανοποίηση και απεθνικοποίηση της Παιδείας και ο γενικευμένος ανθελληνισμός, δημιουργούν την εικόνα μιας ανερμάτιστης και παρακμάζουσας κοινωνίας.
Πως μπορούμε, όμως, να αντιμετωπίσουμε αυτόν τον θανάσιμο κίνδυνο για το έθνος μας;
Αρχικά, προφανώς, και πρέπει να βελτιώσουμε την στρατιωτική μας ισχύ. Αν θες ειρήνη προετοιμάσου για πόλεμο. Και είναι προφανές εδώ και αιώνες ότι ο Τούρκος καταλαβαίνει την γλώσσα της δύναμης και των όπλων καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη. Καιρός, λοιπόν, να αφήσουμε πίσω τα αδιέξοδα ψευδοπασιφιστικά κηρύγματα, που όπου εφαρμόστηκαν μόνο καταστροφές προκάλεσαν, αλλά και να πάψουμε να ευελπιστούμε μόνο σε ξένη βοήθεια. Η επαναλειτουργία της εγχώριας οπλικής βιομηχανίας θα ήταν ένα θετικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση.
Ταυτόχρονα, χρειάζεται να επενδύσουμε στην ανομοιογένεια της τουρκικής κοινωνίας και στα τεράστια προβλήματα που η άρχουσα τάξη της κρύβει επιμελώς κάτω από το χαλί. Μιλάμε για μια χώρα με μεγάλη δυσαρμονία μεταξύ των εκκοσμικευμένων και μαστιζόμενων από υπογεννητικότητα ανάλογη των δικών μας μεγεθών παραλίων και της σουνιτικής ενδοχώρα. Δεν είναι τυχαίο πως στο δημοψήφισμα ο Ερντογάν καταψηφίστηκε στις μεγαλουπόλεις, αλλά υπερψηφίστηκε στην επαρχία. Επίσης, το ισχυρότατο δίκτυο που είχε σχηματίσει ο Φετουλάχ Γκιουλέν, άλλοτε σύμμαχος του προέδρου, μπορεί θεωρητικά να διαλύθηκε με τις διώξεις που ακολούθησαν το πραξικόπημα, είναι όμως δεδομένο πως ουσιαστικά αποκλείεται να έχασε όλη του την δύναμη. Το σημαντικότερο, όμως, πως στην Τουρκία ζουν καταπιεζόμενες τεράστιες μειονότητες. Άνω του 15%, για κάποιους το 25% του πληθυσμού είναι κουρδικής καταγωγής, ενώ δεύτερη μεγαλύτερη θρησκευτική κοινότητα είναι οι Αλεβίτες που γενικά αντιπολιτεύονται τις νέο-οθωμανικές τακτικές. Έπειτα, δεν πρέπει να ξεχνάμε και τις περιπτώσεις των κρυπτοχριστιανών ή και των εξισλαμισμένων Ελλήνων που βρίσκουν τις ρίζες τους. Ο πρώην αρχηγός του αντιπολιτευόμενου, φιλοκουρδικού κόμματος HDP, Ντεμιρτάς, που φυσικά σήμερα είναι πολιτικός κρατούμενος, είχε δηλώσει πως απέναντι στον Ερντογάν βρίσκονται σοσιαλδημοκράτες, εθνικιστές, Αλεβίτες, κομμουνιστές, συνδικαλιστές, χρήστες των απαγορευμένων μέσων κοινωνικής δικτύωσης, πότες, καπνιστές, όσοι δεν επιθυμούν να αποκτήσουν πάνω από τρία παιδιά και πολλοί ακόμα. Με άλλα λόγια ο επίδοξος σουλτάνος καταπιέζει πολλές ετερόκλητες κοινωνικές ομάδες, οι οποίες όπως είναι λογικό δεν θέλουν και πολύ για να αντιδράσουν.
Το βασικότερο, όμως, που απαιτείται να αλλάξει η Ελλάδα αν θέλει να επιβιώσει της απειλής είναι ο ίδιος της ο εαυτός. Μόνοι μας πρέπει να πάρουμε την απόφαση της αντίστασης. Είναι καιρός να επιστρέψουμε στην ταυτότητά μας και να αναζητήσουμε νέες άφθαρτες πολιτικές δυνάμεις με αληθινά πατριωτικό πρόσημο. Δεν έχουμε παρά να χαράξουμε πραγματικά εθνική στρατηγικά, ώστε να αποτρέψουμε τον κίνδυνο του αφανισμού που δημιουργεί η τουρκική απειλή, συνδυαζόμενη με το βαθύτατο δημογραφικό πρόβλημα.
Μόνο τότε η Τουρκία σε περίπτωση εισβολής θα είναι σίγουρο πως θα έχει παρόμοια τύχη με το ’21, τους Βαλκανικούς Πολέμους, την πρώτη φάση της Μικρασιατικής Εκστρατείας…
Ανάρτηση από: https://cognoscoteam.gr/