Του Γιώργου Ρακκά
Η θεωρία του «κατευνασμού», που καλεί σε επώδυνο συμβιβασμό με συνεκμετάλλευση στο Αιγαίο για την αποκατάσταση της ομαλότητας στην Ανατολική Μεσόγειο, μπάζει και στα δυο της ισχυρά επιχειρήματα:
Πρώτον, ότι ο κατευνασμός είναι η μόνη βιώσιμη πολιτική που μπορεί ρεαλιστικά να κάμψει την τουρκική επιθετικότητα.
Δεύτερον, ότι η εγκατάλειψη πολιτικών κατευνασμού και η υιοθέτηση πολιτικών αποτροπής απειλεί την Ελλάδα όχι μόνον με μια δεινή ήττα, δοσμένου του αρνητικότατου συσχετισμού ισχύος, αλλά και με μια τεράστια οικονομική και κοινωνική οπισθοδρόμηση: Ενώ έχουμε καταφέρει μόλις να σωθούμε από τον ‘εθνολαϊκισμό’, ισχυρίζονται, και στην αφετηρία μιας πορείας ανάκαμψης εντός της ευρωζώνης, θα ήταν ολέθριο να εμπλακούμε στο σπιράλ ενός γεωπολιτικού ανταγωνισμού, γιατί αυτός θα ματαιώσει κάθε απόπειρα ουσιαστικού εκσυγχρονισμού του κράτους και της οικονομίας που είναι αναγκαίος για να σφραγίσει η Ελλάδα την έξοδό της από την κρίση.
Για το πρώτο όλοι το έχουν καταλάβει: Η πολιτεία της Τουρκίας σε όλα της τα μέτωπα αποδεικνύει ότι η κλιμάκωση είναι στρατηγική της επιλογή, ο δε κατευνασμός την ισχυροποιεί ακόμα περισσότερο, αντί να την μετριάζει. Η Τουρκία προσέρχεται σήμερα στην παγκόσμια σκακιέρα με την πιο ευρεία αναθεωρητική ατζέντα, επικαλούμενη επιχειρήματα ‘ζωτικού χώρου’ για μια τεράστια έκταση που ξεκινάει από την Κεντρική Ασία, περνάει από την Μέση Ανατολή, και εκτεινόμενη σε όλη την θαλάσσια έκταση της Αν. Μεσογείου φτάνει μέχρι την Λιβύη. Τέτοια ευρεία ατζέντα αναθεώρησης έχει να υπάρξει στην διεθνή σκηνή από τον Χίτλερ, ένας παραλληλισμός που δεν είναι σχήμα λόγου, αλλά διατηρεί υπαρκτές αναλογίες. Η περιγραφή και μόνο των αξιώσεων που εγείρει η Τουρκία προς πάσα κατεύθυνση, και έναντι όλων των γειτόνων της, αρκεί και μόνο για να αποδείξει το ασύστατο των κατευναστικών προσδοκιών.
Σε ό,τι αφορά στον εκσυγχρονισμό της χώρας, τώρα, της ανόρθωσης του κράτους, της αποκατάστασης της οικοινομίας κ.ο.κ. η ιστορική πορεία της χώρας αναποδογυρίζει τα όσα ισχυρίζεται η κατευναστική θεωρία. Γιατί στην Ελλάδα, οι εκσυγχρονιστικές προσπάθειες που θα στεφθούν από επιτυχία, θα είναι εκείνες που θα ταυτιστούν με την πατριωτική συσπείρωση της κοινωνίας, την αντιμετώπιση του τουρκικού επεκτατισμού, και την ανάγκη για εθνική αποκατάσταση. Εκσυγχρονισμός και πατριωτισμός, δηλαδή δεν αντιδιαστέλλονται, αλλά ο ένας είναι προϋπόθεση του άλλου.
Στην αφετηρία του προηγούμενου αιώνα, η Ελλάδα είχε να αντιμετωπίσει τα τραγικά αποτελέσματα μιας οικονομικής χρεωκοπίας, και μιας γεωπολιτικής καταστροφής –η πτώχευση του 1896 και ο πόλεμος του 1897. Η ανοδική πορεία που θα επιτρέψει στην χώρα να ξεφύγει από τις καθηλωτικές τους συνέπειες, ξεκινάει με την επανάσταση στο Γουδί το 1909, η οποία θα πυροδοτήσει το εκσυγχρονιστικό άλμα της χώρας που θα βγάλει την χώρα νικηφόρα από τους Βαλκανικούς πολέμους. Μια προσπάθεια σε κλίμα εθνικής ομοψυχίας, με τον Βενιζέλο να συνεργάζεται άριστα με τον τότε βασιλιά Γεώργιο, και τους υπουργούς του να εφαρμόζουν ένα πρόγραμμα ταχείας ανόρθωσης του κράτους, της οικονομίας των ενόπλων δυνάμεων, που θα πετύχει στο να υπερβεί η χώρα πολλές από τις θεσμικές παθογένειες που καθ’ όλη την διάρκεια του ελεύθερου βίου μας στον 19ο αιώνα, θα φαντάζουν άρρηκτα δεμένης με την εθνική μας ύπαρξη. Αυτήν την προσπάθεια, δεν μπορούμε να την νοήσουμε ξέχωρα από την Μεγάλη Ιδέα, που αρχικώς, και μέχρι τον Διχασμό του 1915, υπήρξε η κινητήριος δύναμη της εθνικής ομοψυχίας.
Το ίδιο μπορεί να συμβεί και σήμερα. Η προηγούμενη κυβέρνηση, απέδειξε ότι η ‘γραμμή Καμμένου’, ένας πατριωτισμός δεμένος με τις αξίες του παλιού πολιτικού κόσμου, τις πελατειακές σχέσεις, τον κρατισμό, την εργαλειοποίηση του διχασμού ως στυλοβάτη της κομματοκρατίας και την πατριδοκαπηλία, όχι μόνον δεν είναι σε θέση να υπερασπιστεί την ακεραιότητα της χώρας αλλά, αντίθετα, την θέτει σε κίνδυνο.
Από την άλλη, πλευρά, η εκσυγχρονιστική απόπειρα του Κωνσταντίνου Σημίτη, υπήρξε εξαιρετικά αντιφατική, και εν τέλει έθεσε τις βάσεις για την χρεοκοπία του 2009, επειδή ακριβώς ταυτίστηκε με τις μεταεθνικές αυταπάτες που συνόδευσαν την παγκοσμιοποίηση στην πρώτη της, μονοπολική φάση, και πολώθηκε εναντίον του πατριωτισμού διασύροντας και κατασυκοφαντώντας τον ως εθνικισμό: Φτάσαμε έτσι στο παράδοξο μιας Ελλάδας, που αυτοδιαφημίζεται ως ‘ισχυρή Ελλάδα’ ενώ την ίδια στιγμή γινόταν ολοένα και πιο παρασιτική, με την παραγωγική βάση, την δημογραφία, τις ένοπλες δυνάμεις, και την εθνική στρατηγική της να εγκαταλείπονται.
Τι αποδεικνύει αυτή η εμπειρία; Ότι σε αντίθεση με την γερμανική κοινωνία, η ελληνική κοινωνία δεν μπορεί να αντιμετωπίσει ως αυτοσκοπό τον εκσυγχρονισμό, την αποτελεσματικότητα του κράτους και της οικονομίας. Δεν μπορεί καν να δημιουργήσει μιαν κανονικότητα στον δημόσιό της χώρο. Αντίθετα, όλοι οι συλλογικοί δείκτες καταρρέουν, τα δημόσια αγαθά απαξιώνονται, εγκαταλείπονται ακόμα και αυτός ο δημόσιος χώρος, που βουλιάζει σε μια αισθητική άρνησης και καταστροφής. Αντίθετα, αυτό που σώζει την Ελλάδα, και κάποτε μεταμορφώνεται από πεδίο συγκρουόμενων ιδιωτικών συμφερόντων σε πραγματική κοινωνία, είναι η εθνική ομοψυχία έναντι μιας κάποιας υπαρξιακής απειλής.
Η αντιστασιακή υφή της νεοελληνικής κοινωνίας, που περιέγραφε ο Νικόλαος Σβορώνος σε αυτό ακριβώς συνίσταται· δεν πρόκειται για μια πανηγυρική διαπίστωση, όπως συνήθως προσλαμβάνεται, αλλά για μια «κατάρα» που την κατατρέχει σε όλο το νεώτερό της βίο, και που την ευθύνη γι’ αυτήν δεν την έχουν μόνο οι εξωτερικοί συσχετισμοί οι οποίοι της θέτουν διαρκώς υπαρξιακά ζητήματα, αλλά και ο εσωτερικός της τρόπος: Θεσμίζεται, δηλαδή, η κοινωνία όχι αφ’ εαυτής, αλλά, δια της αντιστάσεως, που σημαίνει ότι αν εγκαταλείψει την τελευταία, αποσυντίθεται.
Άρα, ο πατριωτισμός, και συγκεκριμένα η επί των ελληνοτουρκικών σχέσεων αποτροπή, δεν είναι παράγοντας ανάσχεσης της εκσυγχρονιστικής προσπάθειας, αλλά ο κινητήρας της πραγματοποίησής της. Λένε και λένε εδώ και είκοσι χρόνια οι του σημιτικού εκσυγχρονισμού, ότι οι μεταρρυθμίσεις απαιτούν ‘συναίνεση’, ωστόσο και οι δυο όροι παραμένουν κούφιο γράμμα και πουκάμισο αδειανό, επειδή ακριβώς δεν έχουν εθνική, συλλογική φόρτιση: Για ποιο ακριβώς πράγμα συναίνεση και μεταρρυθμίσεις; Η μόνη ρεαλιστική απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι «για να αποτρέψουμε την τουρκική απειλή, και να εξασφαλίσουμε τον ελεύθερο βίο του ελληνισμού μέσα στον 21ο αιώνα».
Μόνο τότε, ο εκσυγχρονισμός θα πάψει να είναι ευφυολόγημα μεταξύ των ελίτ, στο Κολωνάκι, και θα γίνει πανεθνική υπόθεση. Άρα, οι θιασώτες του κατευνασμού έχουν άδικο, και τους εκθέτουν τα ίδια τους τα υποτίθεται ισχυρά επιχειρήματα…
Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr/