Προδημοσίευση από το νέο βιβλίο του Γιώργου Καραμπελιά, Παναγιώτης Κονδύλης: Μια διαδρομή, που κυκλοφορεί από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις από την Παρασκευή 23 Μαρτίου 2018.
Κομβικό ρόλο σε αυτή τη νέα περίοδο της συγγραφικής δραστηριότητας και της προσωπικής εξέλιξης του Παναγιώτη Κονδύλη θα παίξει το κείμενό του, «Ελληνοτουρκικός πόλεμος», που δημοσιεύει ως επίμετρο στη Θεωρία του Πολέμου, κείμενο γραμμένο αμέσως μετά την εθνική ταπείνωση των Ιμίων, το 1996, που θα τον κάνει ευρύτερα γνωστό και θα προκαλέσει σκληρές δημόσιες διαμάχες και αντιπαραθέσεις. Καταγράφει χωρίς κανένα ψιμύθιο τη σταδιακή –αλλά μάλλον αναπόφευκτη για τον ίδιο– εκ νέου υπαγωγή του συρρικνωμένου ελληνικού κόσμου στην τουρκική επικυριαρχία – αυτό που αποκαλούσαμε ήδη «ισλαμο-κεμαλισμό» και που θα γίνει γνωστός αργότερα ως νεο-οθωμανισμός. Αφού έχει καταγράψει απροκατάληπτα τη σταδιακή και ραγδαία επιδείνωση του συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδας στο δημογραφικό, οικονομικό και στρατιωτικό επίπεδο, επιστρέφει χωρίς παρωπίδες στη μοιραία σχέση ελληνικού έθνους και ελλαδικού κράτους:
Με αυτήν την έννοια, το γεωπολιτικό δυναμικό της ελληνικής πλευράς αποτυπωνόταν κατά τον 19ο αι., και ίσαμε το σημαδιακό έτος 1922, πολύ περισσότερο στο έθνος παρά στο κράτος. Το έθνος ήταν κατά πολύ ευρύτερο από το κράτος, απλωνόταν από την Ουκρανία ως την Αίγυπτο κι από τις παρακαυκάσιες χώρες ως τις ακμαίες παροικίες των Βαλκανίων και της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης. Το κράτος ζητούσε να επεκταθεί, για να κλείσει μέσα του τουλάχιστον όσα τμήματα του έθνους βρίσκονταν εκάστοτε στις παρυφές του, και αυτό το κατόρθωσε, μετά την ένωση των Ιονίων Νήσων, προπαντός με τους Βαλκανικούς Πολέμους, φτάνοντας σε μιαν ανεπανάληπτη κορύφωση το 1920. Έκτοτε αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση, που διαρκεί ως σήμερα. Το έθνος συνέπεσε εν τέλει με το κράτος όχι γιατί το κράτος διευρύνθηκε, αλλά γιατί το έθνος ακρωτηριάσθηκε και συρρικνώθηκε, γιατί αφανίσθηκε ή εκτοπίσθηκε ο ελληνισμός της Ρωσίας (μετά το 1919), της Μ. Ασίας (μετά το 1922), των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής (ιδίως μετά το 1945). Ακολούθησε η εκδίωξη του ελληνισμού από την Κωνσταντινούπολη (1955) και την βόρειο Κύπρο (1974), ενώ σήμερα παρευρισκόμαστε μάρτυρες της αποσύνθεσης και της μαζικής φυγής του ελληνισμού της Βορείου Ηπείρου. Πρόκειται για μιαν εξαιρετικά πυκνή αλυσίδα εθνικών καταστροφών μέσα σε διάστημα ελάχιστο από ιστορική άποψη – εβδομήντα μόλις χρόνια (1).…Πράγματι, ο πυρήνας του ελληνικού ζητήματος θα πρέπει να αναζητηθεί στις ίδιες τις παθογένειες του ελληνικού κράτους που «δεν στάθηκε σε καμία φάση ικανό να προστατεύσει αποτελεσματικά τον ευρύτερο ελληνισμό και να αναστείλει τη συρρίκνωση ή τον αφανισμό του. […] Η αποδεδειγμένη ανικανότητα του ελληνικού κράτους να υπερασπίσει το ελληνικό έθνος –δηλαδή να επιτελέσει την κατ’ εξοχήν αποστολή του– συνιστά τον ανησυχητικότερο οιωνό για το μέλλον» (2). Και από τη στιγμή που έχει κλείσει ο κύκλος της εξωτερικής συρρίκνωσης, ακολουθεί αναπότρεπτα, εξαιτίας των δημογραφικών και οικονομικών παθογενειών του παρασιτικού καταναλωτικού προτύπου, η συρρίκνωση στο ίδιο το εσωτερικό του ελληνικού κράτους, «γιατί ήδη το ελληνικό κράτος βαθμηδόν φανερώνεται ανήμπορο να προστατεύσει ακόμα και το έθνος που βρίσκεται εντός των συνόρων του» (3). Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα, δεν διαφαίνεται καμία λύση γιατί ο παρασιτικός καταναλωτισμός έχει διαβρώσει όχι μόνο τις ελίτ της χώρας αλλά το ίδιο το λαϊκό σώμα σε αυξανόμενο βάθος και έκταση:
Ο κυριότερος αντίπαλος μιας εθνικής στρατηγικής δεν είναι άλλος από τον παρασιτικό καταναλωτισμό, ο οποίος σε ένα «φθίνον έθνος», όπως το ελληνικό, οδηγεί αναπόφευκτα στην υπερχρέωση. Ο όρος «παρασιτικός καταναλωτισμός» χρησιμοποιείται εδώ στην κυριολεξία του για να δηλώσει ότι η σημερινή Ελλάδα, όντας ανίκανη να παραγάγει η ίδια όσα καταναλώνει […] παρασιτεί, και μάλιστα σε διπλή κατεύθυνση: παρασιτεί στο εσωτερικό, που υποθηκεύει τους πόρους του μέλλοντος μετατρέποντάς τους σε τρέχοντα τοκοχρεολύσια, και παρασιτεί προς τα έξω, που έχει επίσης δανεισθεί υπέρογκα ποσά όχι για να κάνει επενδύσεις μελλοντικά καρποφόρες αλλά κυρίως για να πληρώσει με αυτά τεράστιες ποσότητες καταναλωτικών αγαθών, τις οποίες και πάλι εισήγαγε από το εξωτερικό (4).
Ο μοναδικός τρόπος για να αποφευχθεί, έστω in extremis, η κατάρρευση είναι η αλλαγή του παραγωγικού, του εκπαιδευτικού και του κοινωνικού/δημογραφικού μοντέλου, δηλαδή ένας ενδογενής εκσυγχρονισμός, διαφορετικά θα ακολουθήσει η αδήριτη νέμεση της κατάρρευσης:
Αν ο Ελληνισμός θέλει να επιβιώσει ως διακεκριμένη ταυτότητα, το πρώτο που θα έπρεπε να κάμει θα ήταν να παράγει όσα τρώει. Δεν εννοώ διόλου κάποιαν οικονομική «αυτάρκεια» με την παλαιά έννοια, αλλά την απαλλαγή από την πολιτική και την πρακτική του παρασιτικού καταναλωτισμού. […] Ειδάλλως είναι αναπόφευκτη η πτώση στα κατώτερα σκαλιά του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας, η καταχρέωση και η πολιτικοστρατιωτική εξάρτηση. Τις τελευταίες δεκαετίες ο Ελληνισμός προχώρησε γρήγορα προς αυτήν την κατεύθυνση. Η αναστροφή της απαιτεί γενναία παραγωγική προσπάθεια, προηγμένη τεχνογνωσία και ριζική θεσμική εξυγίανση, καθώς και ένα εκπαιδευτικό σύστημα εντελώς διαφορετικού επιπέδου (5).
… Η θεωρητική απομάκρυνση από τις κυρίαρχες κανονιστικές ιδεολογίες λειτούργησε ως όχημα για μια «ψυχρή», αποστασιοποιημένη και περισσότερο αντικειμενική θεώρηση των διεθνών σχέσεων και της θέσης του ελληνικού έθνους-κράτους στον κόσμο. Όποιος δεν διαθέτει επαρκή εσωτερική δυναμική δεν πρόκειται να διασωθεί από την «ευρωπαϊκή ενοποίηση»:
Έτσι τίθεται και πάλι, από άλλους δρόμους και με άλλες συντεταγμένες, το κλασσικό πρόβλημα της εθνικής επιβίωσης, το οποίο πολλοί πίστεψαν ότι θα λύσουν άνετα και πρόσχαρα με την «ευρωπαϊκή ενοποίηση». Άλλοι πάλι πρεσβεύουν ότι κάθε διατύπωση τέτοιων προβλημάτων και γενικά οποιαδήποτε επικέντρωση της πολιτικής σκέψης στο έθνος σημαίνει απορριπτέο αταβισμό. Όποιος δεν θέλει να συγχέει τις ευχές του με την πραγματικότητα οφείλει να διαπιστώσει ότι… το έθνος, ως βασική μονάδα πολιτικής συνομάδωσης και συνεπώς η επιβίωσή του ως εγγύηση της φυσικής και πολιτικοκοινωνικής επιβίωσης συγκεκριμένων ανθρώπων, διόλου δεν έχουν πρακτικά ξεπερασθεί ούτε σε ευρωπαϊκό ούτε σε παγκόσμιο επίπεδο (6).
Και προφανώς καμιά εσωτερική ανασυγκρότηση δεν είναι δυνατό να ευοδωθεί όσο διαιωνίζονται οι μηχανισμοί της δημογραφικής συρρίκνωσης:
…Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι από δεκαετίες ο Ελληνισμός βρίσκεται σε διαδικασία γεωπολιτικής συρρίκνωσης και γνωρίζουμε από τώρα με βεβαιότητα ότι μία τουλάχιστον συνιστώσα της συρρίκνωσης αυτής θα προεκταθεί περίπου ευθύγραμμα: η δημογραφική. Αυτό δεν μπορεί να μην έχει ορισμένες συνέπειες μετά από μία ή δύο γενεές, όταν οι αλβανικοί πληθυσμοί θα υπερτερούν αριθμητικά του ελληνικού, ενώ η Τουρκία θα αριθμεί δεκαπλάσιους κατοίκους από την Ελλάδα… (7)
Βασισμένος στην αντικειμενική, κατά το δυνατόν, θεώρηση των μηχανισμών την παρακμής του ελλαδικού κράτους, καταλήγει στο προφανές συμπέρασμα πως ακόμα και εάν, μελλοντικά, τα εθνικά κράτη παύσουν να αποτελούν το προνομιακό όχημα της συνομάδωσης των ανθρώπων, η Ελλάδα κινδυνεύει με εθνική έκπτωση, πολύ πριν από τα υπόλοιπα έθνη-κράτη, γι’ αυτό και απειλείται με εθνικό ακρωτηριασμό:
Δεν πιστεύω πάντως ότι η τύχη του ελληνικού εθνικού κράτους θα κριθεί ταυτόχρονα με την τύχη όλων των άλλων εθνικών κρατών στον κόσμο, δηλαδή η γενική διατήρηση του εθνικού κράτους δεν εγγυάται τη διατήρηση του ελληνικού εθνικού κράτους, όπως και η διάλυση του τελευταίου δεν θα συνέβαινε αναγκαστικά στο πλαίσιο της διάλυσης όλων των εθνικών κρατών. Δεν είμαι «εθνικιστής», και δεν θα στενοχωριόμουν καθόλου αν με τη συναίνεση όλων καταλύονταν τα εθνικά σύνορα και οι εθνικοί στρατοί. Όμως είναι δύο πολύ διαφορετικά πράγματα η κατάργηση ενός εθνικού κράτους μαζί με όλα τα άλλα και η διάλυση ή ο ακρωτηριασμός του γιατί ένα γειτονικό κράτος είναι ισχυρότερο και επιθετικότερο (8).
Σε ό,τι αφορά στο ζήτημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ένταξη σε αυτήν δεν είναι ικανή να αποτρέψει την εθνική μας παρακμή και τους κινδύνους που αυτή συνεπάγεται· αντίθετα, όπως κατεδείχθη από τις πρόσφατες περιπέτειές μας, η Ε.Ε. είναι ικανή για την πιο ανάλγητη κερδοσκοπική συμπεριφορά απέναντι στην Ελλάδα – την οποία είχε εν πολλοίς προβλέψει με εκπληκτική ευστοχία, έχοντας προ οφθαλμών τη στάση των Ευρωπαίων εταίρων έναντι της Ελλάδας, στη γιουγκοσλαβική κρίση, το Μακεδονικό και βέβαια στις ελληνοτουρκικές αντιθέσεις.
Επίσης εύλογη θα ήταν η υπόθεση, ότι οι διεθνείς διακυμάνσεις ενδεχομένως θα πρόσθεταν στους παλαιότερους και γειτονικότερους αντιπάλους του νέους, πιο απόμακρους και συνάμα πιο ακαταμάχητους […]. Ιδιαίτερα βαρύνουσες θα ήσαν οι συνέπειες, αν αυτή τη φορά σε τέτοιους αντιπάλους μεταβάλλονταν μερικοί από τους σημαντικότερους εταίρους, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, οι οποίοι θα έκαναν (όπως είναι πιθανότατο ότι θα κάνουν) δύο πράγματα: αφ’ ενός θα αγνοούσαν ό,τι οι Έλληνες θεωρούν ως εθνικά τους δίκαια, υιοθετώντας στα αντίστοιχα ζητήματα είτε τη θέση των αντιπάλων της Ελλάδας είτε εν πάση περιπτώσει θέση σύμφωνη με τα δικά τους περιφερειακά συμφέροντα· και αφ’ ετέρου θα αρνούνταν να χρηματοδοτήσουν περαιτέρω τον ελληνικό παρασιτικό καταναλωτισμό, επιβάλλοντας στην ελληνική οικονομία αυστηρή δίαιτα εξυγιάνσεως και επαναφέροντας το ελληνικό βιοτικό επίπεδο στο ύψος που επιτρέπουν οι δυνατότητές της (9). […]
Βεβαίως, μία τέτοια νηφάλια διαπίστωση κάθε άλλο παρά πρέπει να οδηγήσει σε μία –διόλου νηφάλια– διάθεση αποκοπής από κάθε συμμαχία και κάθε είδους ένταξη σε υπερεθνικούς οργανισμούς. Αλλά…, μόνο μία ισχυρή (και στην ανάγκη αυτάρκης) Ελλάδα θα προσδώσει πολιτικό βάρος στην ευρωπαϊκή ένταξη, όντας σεβαστή στους εταίρους της… Ίσως να φαίνεται παράδοξο αλλά, στο πλαίσιο μιας τελεσφόρας και μακρόπνοης εθνικής πολιτικής, ο εξευρωπαϊσμός, και ο εκσυγχρονισμός γενικότερα, πρέπει να προχωρήσουν ακριβώς για να μπορεί μία κραταιωμένη Ελλάδα να μην είναι εξάρτημα ή μπαίγνιο της «Ευρώπης», για να είναι σε θέση, αν χρειασθεί, να τραβήξει τον δρόμο που θα της υπαγορεύσουν τα δικά της συμφέροντα, όταν αυτά συγκρουσθούν με εκείνα των Ευρωπαίων εταίρων της (10).
Η ρήξη με τον εθνομηδενισμό
Στο τέλος της ζωής του, ο Κονδύλης δεν περιορίζεται στην αντιπαράθεση με την ακαδημαϊκή και αντιεξουσιαστική Αριστερά, αλλά συγκρούεται και με το «προοδευτικό» δημοσιογραφικό κατεστημένο και τις κυρίαρχες ελίτ, που δεν μπορούσαν να ανεχθούν το γεγονός πως με το κύρος του ήλθε να «προσφέρει επιστημονική και μάλιστα (σύμφωνα με τις φήμες) προοδευτική κάλυψη σε όλους τους ελληνόψυχους καλαμαράδες της καθ’ ημάς Ανατολής», όπως γράφει ο Ριχάρδος Σωμερίτης στο Βήμα (11). Σε τρία διαδοχικά άρθρα, στο Βήμα, με αφορμή τη προδημοσίευση ενός αποσπάσματος από το ελληνικό Επίμετρο στη Θεωρία του Πολέμου, ο τελευταίος κρούει τον κώδωνα του κινδύνου· όχι βέβαια απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα, που είχε μόλις υποχρεώσει την Ελλάδα σε μια ταπεινωτική ήττα στα Ίμια, αλλά απέναντι στον κίνδυνο να… αφυπνισθεί ο πατριωτισμός των Ελλήνων και να αλλάξει προσανατολισμό στο σύνολό της η ελληνική πολιτική.
Ο Σωμερίτης συνδέει ευθέως –ανεπίγνωστα ίσως αλλά καίρια– την εγκατάλειψη του μοντέλου του παρασιτικού καταναλωτισμού, την οποία ευαγγελίζεται ο Κονδύλης ως προϋπόθεση για την ανάσχεση της ελληνικής παρακμής, με την αποτροπή του τουρκικού επιθετισμού. Και προφανώς έχει κάνει τις επιλογές του: Στο τρίτο άρθρο του, με τον εύγλωττο τίτλο «Τι θα θυσιάσουμε στον βωμό της πολεμικής μηχανής;», κατηγορεί τον Κονδύλη πως προτείνει την «καθυπόταξη των πάντων στις πολεμικές δαπάνες διαμέσου μιας οικονομίας που θα τις εξυπηρετούσε και συνεπώς η κατάργηση του “καταναλωτικού ευδαιμονισμού” θα επέτρεπε ίσως τη σωτηρία» (12). Καθόλου τυχαία, λοιπόν, αφού έχουν μάλλον κονιορτοποιηθεί τα επιχειρήματά του στην ανταλλαγή των άρθρων με τον Κονδύλη, καταφεύγει στο έσχατο επιχείρημα: Οι απόψεις του Κονδύλη για αντιμετώπιση της τουρκικής επιβουλής προϋποθέτουν και συνεπάγονται την εγκατάλειψη του μοντέλου του παρασιτικού καταναλωτισμού. Και έτσι, παρότι «έχασε» στο επίπεδο των επιχειρημάτων, ο Σωμερίτης «κέρδισε» από την άποψη της ουσίας, κατ’ εξοχήν στο κοινό που απευθυνόταν. Διότι ποιος θα υιοθετούσε την εγκατάλειψη της καταναλωτικής ευωχίας για να ακολουθήσει τον δύσκολο δρόμο της ανάταξης του ελληνισμού, προφανώς και στο αμυντικό πεδίο; Ο Κονδύλης ήταν χαμένος εκ προοιμίου στο κοινό που απευθυνόταν.
Θα χρειαζόταν να περάσουν είκοσι χρόνια, να καταρρεύσει το παρασιτικό εκσυγχρονιστικό μοντέλο, και η Τουρκία να έχει μεταβληθεί σε ένα ανεξέλεγκτο επιθετικό γκόλεμ, για να αρχίσουν να ακούγονται οι φωνές, οι οποίες ήδη πριν από το Νταβός, το 1988, επέμεναν στην ανάγκη μετασχηματισμού ολόκληρου του μοντέλου της ελληνικής κοινωνίας (13) εάν αυτή αξιολογούσε την ανεξαρτησία της περισσότερο από την παρασιτική της κατανάλωση. Και προφανώς η ελληνική κοινωνία, υπό τη σοφή καθοδήγηση του συνόλου των ελίτ –προεξόχως των προοδευτικών–, έδινε προτεραιότητα στο δεύτερο.
Και όμως, ήδη από τότε, ο Σωμερίτης και οι συν αυτώ, παρά τα αντιθέτως λεγόμενα, γνώριζαν πως η Ελλάδα είχε απολέσει ένα σημαντικό μέρος της εθνικής της ανεξαρτησίας. Στο πρώτο κατά σειράν άρθρο του, υπογραμμίζει πως «τέτοια λόγια» σαν αυτά του Κονδύλη «δεν πρέπει καν να γράφονται», πόσο μάλλον να αρχίσουν να υλοποιούνται διότι «στην εποχή μας αυτά που γράφουμε στην Αθήνα διαβάζονται και στην Άγκυρα […] και οι τούρκοι στρατηγοί κάτι πρέπει να καταλαβαίνουν από στρατηγική. Ερώτημα: Θα περιμένουν να προχωρήσουμε στις τεράστιες στρατιωτικές παραγγελίες μας και στην επικράτηση των ιδεών του κ. Κονδύλη για να αντιδράσουν;» (Το Βήμα, 23/11/1997.) Δηλαδή, ο «ειρηνιστής» αρθρογράφος επιβεβαίωνε αθέλητα και σε όλη τη γραμμή τις απόψεις του Κονδύλη πως το ελληνικό σύστημα τελούσε ήδη υπό φιλανδοποίηση, υποστηρίζοντας ότι ακόμα και μια συζήτηση για την αμυντική θωράκιση της χώρας θα μπορούσε να προκαλέσει τη μήνι –και την αντίδραση προφανώς– των «Τούρκων στρατηγών»…
Ο Σωμερίτης συνδέει ευθέως –ανεπίγνωστα ίσως αλλά καίρια– την εγκατάλειψη του μοντέλου του παρασιτικού καταναλωτισμού, την οποία ευαγγελίζεται ο Κονδύλης ως προϋπόθεση για την ανάσχεση της ελληνικής παρακμής, με την αποτροπή του τουρκικού επιθετισμού. Και προφανώς έχει κάνει τις επιλογές του: Στο τρίτο άρθρο του, με τον εύγλωττο τίτλο «Τι θα θυσιάσουμε στον βωμό της πολεμικής μηχανής;», κατηγορεί τον Κονδύλη πως προτείνει την «καθυπόταξη των πάντων στις πολεμικές δαπάνες διαμέσου μιας οικονομίας που θα τις εξυπηρετούσε και συνεπώς η κατάργηση του “καταναλωτικού ευδαιμονισμού” θα επέτρεπε ίσως τη σωτηρία» (12). Καθόλου τυχαία, λοιπόν, αφού έχουν μάλλον κονιορτοποιηθεί τα επιχειρήματά του στην ανταλλαγή των άρθρων με τον Κονδύλη, καταφεύγει στο έσχατο επιχείρημα: Οι απόψεις του Κονδύλη για αντιμετώπιση της τουρκικής επιβουλής προϋποθέτουν και συνεπάγονται την εγκατάλειψη του μοντέλου του παρασιτικού καταναλωτισμού. Και έτσι, παρότι «έχασε» στο επίπεδο των επιχειρημάτων, ο Σωμερίτης «κέρδισε» από την άποψη της ουσίας, κατ’ εξοχήν στο κοινό που απευθυνόταν. Διότι ποιος θα υιοθετούσε την εγκατάλειψη της καταναλωτικής ευωχίας για να ακολουθήσει τον δύσκολο δρόμο της ανάταξης του ελληνισμού, προφανώς και στο αμυντικό πεδίο; Ο Κονδύλης ήταν χαμένος εκ προοιμίου στο κοινό που απευθυνόταν.
Θα χρειαζόταν να περάσουν είκοσι χρόνια, να καταρρεύσει το παρασιτικό εκσυγχρονιστικό μοντέλο, και η Τουρκία να έχει μεταβληθεί σε ένα ανεξέλεγκτο επιθετικό γκόλεμ, για να αρχίσουν να ακούγονται οι φωνές, οι οποίες ήδη πριν από το Νταβός, το 1988, επέμεναν στην ανάγκη μετασχηματισμού ολόκληρου του μοντέλου της ελληνικής κοινωνίας (13) εάν αυτή αξιολογούσε την ανεξαρτησία της περισσότερο από την παρασιτική της κατανάλωση. Και προφανώς η ελληνική κοινωνία, υπό τη σοφή καθοδήγηση του συνόλου των ελίτ –προεξόχως των προοδευτικών–, έδινε προτεραιότητα στο δεύτερο.
Και όμως, ήδη από τότε, ο Σωμερίτης και οι συν αυτώ, παρά τα αντιθέτως λεγόμενα, γνώριζαν πως η Ελλάδα είχε απολέσει ένα σημαντικό μέρος της εθνικής της ανεξαρτησίας. Στο πρώτο κατά σειράν άρθρο του, υπογραμμίζει πως «τέτοια λόγια» σαν αυτά του Κονδύλη «δεν πρέπει καν να γράφονται», πόσο μάλλον να αρχίσουν να υλοποιούνται διότι «στην εποχή μας αυτά που γράφουμε στην Αθήνα διαβάζονται και στην Άγκυρα […] και οι τούρκοι στρατηγοί κάτι πρέπει να καταλαβαίνουν από στρατηγική. Ερώτημα: Θα περιμένουν να προχωρήσουμε στις τεράστιες στρατιωτικές παραγγελίες μας και στην επικράτηση των ιδεών του κ. Κονδύλη για να αντιδράσουν;» (Το Βήμα, 23/11/1997.) Δηλαδή, ο «ειρηνιστής» αρθρογράφος επιβεβαίωνε αθέλητα και σε όλη τη γραμμή τις απόψεις του Κονδύλη πως το ελληνικό σύστημα τελούσε ήδη υπό φιλανδοποίηση, υποστηρίζοντας ότι ακόμα και μια συζήτηση για την αμυντική θωράκιση της χώρας θα μπορούσε να προκαλέσει τη μήνι –και την αντίδραση προφανώς– των «Τούρκων στρατηγών»…
Παραπομπές
- Π. Κονδύλης, «Γεωπολιτικές και στρατηγικές παράμετροι ενός ελληνοτουρκικού πολέμου», επίμετρο στην ελληνική έκδοση του Θεωρία του πολέμου, Θεμέλιο, 1997, σ. 384.
- Π. Κονδύλης, «Γεωπολιτικές και στρατηγικές παράμετροι…», ό.π., σ. 385.
- Π. Κονδύλης, «Γεωπολιτικές και στρατηγικές παράμετροι…», ό.π., σ. 385.
- Π. Κονδύλης, «Γεωπολιτικές και στρατηγικές παράμετροι…», ό.π., σ. 385.
- Π. Κονδύλης, Πλανητική…, ό.π., σ. 165.
- Π. Κονδύλης, Πλανητική…, ό.π., σ. 165.
- Απαντήσεις σε δέκα ερωτήματα του Σπύρου Κουτρούλη, στο Π. Κονδύλης, Το αόρατο χρονολόγιο της σκέψης, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1998, σ. 142.
- Απαντήσεις σε δέκα ερωτήματα του Σπύρου Κουτρούλη, όπ.π., σσ. 143-144.
- Π. Κονδύλης, Πλανητική…, ό.π., σσ. 163-164.
- Π. Κονδύλης, Πλανητική…, ό.π., σσ. 174-175.
- Ριχάρδος Σωμερίτης, «Παιχνίδια πολέμου», Το Βήμα, 23/11/1997.
- Ριχάρδος Σωμερίτης, «Τι θα θυσιάσουμε στον βωμό της πολεμικής μηχανής;», Το Βήμα, 21/12/ 1997.
- Βλ. και Γ. Καραμπελιάς, «Μια τάξη που αρνείται να υπερασπίσει τον τόπο της…», ό.π., σσ. 38-44.
Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr