Post-work: the radical idea of a world without jobs
Ελεύθερη μετάφραση: Αμάντα Πατσοπούλου για το #IforInterview
Αγγλικό κείμενο: www.theguardian.com Ηχητική αφήγηση πρότυπου στα Αγγλικά: Podcast narration, Cover illustration by Nathalie Lees
(Οι επικεφαλίδες των ενοτήτων είναι προσθήκη της μεταφράστριας)
Η εργασία είναι ο αφέντης μας. Οι περισσότεροι από εμάς δε μπορούμε να φανταστούμε μια κοινωνία χωρίς «δουλειά» αφού η εργασία έχει πλήρως διεισδύσει στην καθημερινή ζωή και την κυριαρχεί. Για τους αμφισβητίες, παρακάτω αναγράφονται κάποια από τα γεγονότα που αποκαλύπτουν πόσο μας εξουσιάζει η εργασία:- Η εμμονή μας με την «εργασιακή αποκατάσταση» ξεκινά να μας καταβάλει δια μέσου της εκπαίδευσης (από την εφηβική τουλάχιστον ηλικία).
- Ακόμα και άνθρωποι ΑΜΕΑ, με ξεκάθαρη ανάγκη για παροχή κοινωνικής πρόνοιας, συχνά αναγκάζονται να ψάχνουν μανιωδώς για εργασία κατά τις κοινωνικές επιταγές.
- Οι «σουπερσταρ» των διάφορων εταιριών περηφανεύονται -αντί να ντρέπονται- για τα επικά ωράρια τους.
- Οι πολιτικοί εξιδανικεύουν το πρότυπο των σκληρά εργαζομένων πολιτών.
- Παρέες, φίλοι και ζευγάρια καταπιάνονται σε ατέλειωτες συζητήσεις, ανταλλάσσοντας επιχειρηματικές ιδέες που θα τους «σώσουν».
- Οι τεχνικές εταιρίες (κατά κύριο λόγο) έχουν πείσει την πλειοψηφία των υπαλλήλων τους πως η εργασία σε 24ωρη βάση είναι ένα ευχάριστο «παιχνίδι», ενώ οι κολοσσοί της Gig Economy (ΣτΜ: μια κατάσταση της οικονομίας στην οποία κυριαρχούν οι ευέλικτες και προσωρινές μορφές εργασίας) ισχυρίζονται πως η 24ωρη εργασιακή δέσμευση ισοδυναμεί με την «ελευθερία»!
- Οι εργαζόμενοι πλέον απεργούν λιγότερο και συνταξιοδοτούνται σε μεγαλύτερη ηλικία.
- Η ψηφιακή τεχνολογία, μέσα σε όλα όσα κατάφερε για την εργασιακή εξέλιξη, επέτρεψε στην εργασία να εισβάλει στον ελεύθερο προσωπικό χρόνο του εργαζόμενου.
Μέσω των παραπάνω και πολλών ακόμα τρόπων, η δουλειά σχηματοποιεί ολοένα και περισσότερο τη ρουτίνα και την ψυχοσύνθεσή μας. Η Joanna Biggs, στο βιβλίο της «All Day Long: A Portrait of Britain at Work/2015″ αναφέρει: Η εργασία δεν είναι παρά το μέσον με το οποίο τελικά προσδίδουμε νόημα στη ζωή μας όταν παραμερίσουμε τη θρησκεία, τα πολιτικά κόμματα και την κοινωνική μας ευαισθησία.
Η δύναμη της εργασίας στην κοινωνική κατάταξη.
Ως πηγή διαβίωσης, πόσο μάλλον ως ευημερίας, η εργασία είναι πλέον ανεπαρκής για ολόκληρες κοινωνικές τάξεις. Στην Αγγλία, τα 2/3 των ατόμων σε κατάσταση φτώχειας – σχεδόν 8 εκατομμύρια πολίτες – βρίσκονται σε εργατικά νοικοκυριά ενώ στις ΗΠΑ, ο μέσος μισθός παραμένει στάσιμος εδώ και μισό αιώνα.Ως κύρια αιτία της κοινωνικής κινητικότητας και της αυτοεκτίμησης, η εργασία αυξανόμενα αποτυγχάνει ακόμα και για τους περισσότερο καταρτισμένους πτυχιούχους – τους υποτιθέμενους νικητές στο παιχνίδι της ανοδικής μετακίνησης ανάμεσα στα κοινωνικά στρώματα. Το 2017 οι μισοί εκ των Άγγλων τελειοφοίτων επίσημα ταξινομήθηκαν με το χαρακτηριστικό «Εργαζόμενοι σε μη σχετικό με τις σπουδές τους αντικείμενο». Την ίδια στιγμή, στις ΗΠΑ, «η πίστη στην εργασία καταρρέει για τις ηλικίες 20 -30 χρονών», σύμφωνα με τον Benjamin Hunnicutt (επιφανής ιστορικός με εξειδίκευση στα εργασιακά).
«Πλέον δεν αναζητούν δουλειές για να ικανοποιηθούν ή για την κοινωνική προαγωγή τους κι αυτό είναι κάτι που το αντιλαμβάνεσαι κάθε φορά που ένας απόφοιτος με βλέμμα που ταξιδεύει σου φτιάχνει έναν καφέ latte».Επιπρόσθετα, η εργασία είναι αυξανόμενα επισφαλής: περισσότερες συμβάσεις μικρού χρόνου ή zero-hour συμβόλαια, περισσότεροι αυτοαπασχολούμενοι με ασταθές εισόδημα, περισσότερες εταιρικές «αναδιαρθρώσεις» για όσους έχουν «πραγματικές δουλειές». Η εργασία, ως πηγή της βιωσιμότητας του καταναλωτισμού και της μαζικής ιδιοκατοίκησης – οι δύο βασικές επιταγές επιτυχίας της επικρατούσας δυτικής οικονομικής πολιτικής – καθημερινά υποτιμάται από τις τρέχουσες κρίσεις των χρεών και των στεγαστικών μας δανείων. Για την πλειοψηφία των ανθρώπων, εξαιρούνται οι «σοβαρά πλούσιοι», η εργασία τους εν τέλει, κρινόμενη ως προς το οικονομικό της αντίκτυπο στη ζωή του καθενός, δεν είναι τόσο σημαντική όσο σημαντική θα ήταν μια πιθανή κληρονομιά μετρητών ή η ιδιοκτησία ενός σπιτιού (όσα δηλαδή παλεύουν ούτως ή άλλως να πετύχουν μέσω της καθημερινής εργασίας τους).
Είτε κοιτάς όλη μέρα μία οθόνη Η/Υ, είτε πουλάς σε χαμηλόμισθους αγαθά που δε μπορούν ή δε χρειάζονται να αγοράσουν, όλο και περισσότερο αισθάνεσαι πως η εργασία που επιτελείς είναι άσκοπη ή και κοινωνικά καταστροφική – αυτό ακριβώς που ο Αμερικανός ανθρωπολόγος David Graeber αποκάλεσε ως «σκατοδουλειές» (“bullshit jobs”) σε ένα άρθρο του το 2013. Μεταξύ άλλων, ο Graeber καταδίκασε τους CEO ιδιωτικού κεφαλαίου, τους λομπίστες, τους δημοσιοσχετίστες, τους τηλεπωλητές, τους δικαστικούς επιμελητές και άλλες συναφείς εργασίες γι αυτόν (πχ. πλυντήρια για σκύλους, πιτσαρίες που κάνουν ολονύχτιο delivery…) αναφέροντας ότι όλοι αυτοί υπάρχουν απλά και μόνο επειδή όλοι οι υπόλοιποι ξοδεύουν τόσο πολύ χρόνο δουλεύοντας.
Και αν το επιχείρημα του Graeber μοιάζει υποκειμενικό και κάπως ακατέργαστο, φαίνεται τελικά πως τα οικονομικά στοιχεία το υποστηρίζουν. Η αύξηση της παραγωγικότητας ή αλλιώς η αξία του παραγόμενου προϊόντος ανά μία εργάσιμη ώρα επιβραδύνεται στον κόσμο των πλουσίων – σε αντίθεση με τη συνεχή αστυνόμευση-μέτρηση της απόδοσης των εργαζομένων και την εντατικοποίηση των εργασιακών ρουτινών που τελικά καθιστούν τις δουλειές ελάχιστα ανεκτές.
Το αντίκτυπο της εργασίας στη ζωής μας
Η εργασία χαρακτηρίζεται ως επιβλαβής για την υγεία μας: «Το άγχος, οι συντριπτικές «To Do» λίστες…οι ατελείωτες ώρες καθιστικής στάσης πίσω από ένα γραφείο» σύμφωνα με το βιβλίο » The Death of Homo Economicus» του Peter Flemming (καθηγητής στο Cass Business School) θεωρούνται πλέον από τον ιατρικό κόσμο το ίδιο επιβλαβείς με το κάπνισμα.Η εργασία επίσης είναι κακώς διανεμημένη: οι άνθρωποι έχουν «πολλή δουλειά» ή καθόλου δουλειά ή έναν ψυχοφθόρο συνδυασμό των δυο αυτών καταστάσεων, μέσα στον ίδιο μήνα. Οι απρόβλεπτες, μη σταθερές εργασιακές απαιτήσεις και οι χώροι εργασίας που συνήθως καταναλώνουν την ενέργεια του εργαζόμενου, οδηγούν στον παραμερισμό των ζωτικών δραστηριοτήτων από την καθημερινότητα. Δεν υπάρχει πλέον χρόνος ή ενέργεια για την προσεκτική ανατροφή παιδιών ή τη διατήρηση στενών σχέσεων με τους ηλικιωμένους συγγενείς μας. «Η εργασιακή κρίση είναι επίσης και μία κρίση στο σπίτι μας», δηλώνουν οι κοινωνιολόγοι Helen Hester και Nick Srnicek, και αυτό το φαινόμενο μπορεί μόνο να χειροτερεύει όσο ο πληθυσμός αυξάνεται και γερνά.
Και τελικά, πέρα από όλες τις δυσλειτουργίες που αναφέραμε πιο πάνω, αναδύονται κι οι υπαρκτές απειλές ως προς την ίδια την Εργασία: η αυτοματοποίηση και τα περιβαλλοντικά ζητήματα. Πρόσφατες εκτιμήσεις δείχνουν πως το ένα τρίτο και μισό του συνόλου των δουλειών παγκοσμίως θα μπορούσαν να αναληφθούν από την Τεχνητή Νοημοσύνη μέσα στις επόμενες δύο δεκαετίες. Παράλληλα, μία άλλη πρόβλεψη αμφισβητεί τη δυνατότητα διατήρησης των θέσεων εργασίας στη σημερινή μορφή τους εξαιτίας της τοξικότητας που παράγουν και οδηγούν σε υπερθέρμανση του πλανήτη.
Ξεπερνώντας την Εργασία
Ακριβώς σαν μία αυτοκρατορία που επεκτάθηκε ανεξέλεγκτα, έτσι κι η εργασία στις μέρες μας είναι πιο δυνατή αλλά και πιο ευάλωτη από ποτέ. Μη μπορώντας να δώσουμε μια λύση στα συνεχώς πολλαπλασιαζόμενα προβλήματα που γεννά η ύπαρξη της Εργασίας, ίσως ήρθε η στιγμή να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε κάποια εναλλακτική λύση. Ένα θέμα προς αντιμετώπιση είναι η ίδια η κουλτούρα μας, που δικαιολογεί όλα τα ελαττώματα της ύπαρξης της εργασίας επικαλούμενη την αναπόφευκτη φύση της. Το συντηρητικό μέλος της Αγγλικής Βουλής Nick Boles γράφει πως «Η ανθρωπότητα είναι προγραμματισμένη να δουλεύει». Είναι; (Γεννηθήκαμε για να δουλεύουμε;).Η ιδέα ενός κόσμου απελευθερωμένου από την Εργασία, είτε πλήρως είτε έστω και μερικώς, έχει συχνά εκφραστεί διακεκομμένα – έχει επίσης χλευαστεί και καταπιεστεί – για όσο διάστημα υπάρχει ο καπιταλισμός. Επανειλημμένα, η υπόσχεση για λιγότερη δουλειά ήταν πάντα εξέχουσα σε όλα τα οράματα του μέλλοντος. Το 1845, ο Karl Marx έγραψε πως σε μία κομμουνιστική κοινωνία οι εργάτες θα απελευθερώνονταν από τη μονοτονία της ίδιας απαιτητικής δουλειάς για να «κυνηγούν το πρωί, να ψαρεύουν το απόγευμα, να εκτρέφουν τα ζώα το βράδυ και να ασκούν την κριτική τους μετά το δείπνο». Το 1884, ο σοσιαλιστής William Morris πρότεινε πως στα όμορφα εργοστάσια του μέλλοντος, που θα περιβάλλονται από κήπους για χαλάρωση, οι εργαζόμενοι θα δουλεύουν μόνο «4 ώρες ημερησίως».
Το 1930, ο οικονομολόγος John Maynard Keynes προέβλεψε πως στις αρχές του 21ου αιώνα, οι τεχνολογικές εξελίξεις θα φέρουν μία εποχή «αφθονίας και κατάχρησης» όπου οι άνθρωποι πιθανότατα να εργάζονται 15 ώρες την εβδομάδα. Το 1980, όταν τα ρομπότ ξεκίνησαν να μειώνουν το εργατικό δυναμικό των εργοστασίων, ο André Gorz δήλωσε: «Η κατάργηση της εργασίας είναι μια τρέχουσα διαδικασία… Ο τρόπος με τον οποίο θα διαχειριστεί (η άρση της) είναι το κεντρικό πολιτικό ζήτημα των ερχόμενων δεκαετιών».
Από τις αρχές του 2010, όταν επιδεινώθηκε αναπόφευκτα η εργασιακή κρίση σε Αγγλία και ΗΠΑ, αυτές οι ριζοσπαστικές ιδέες αναπτύχθηκαν περαιτέρω. Οι αιρετικές τοποθετήσεις, όπως αυτή του Graeber περί «σκατοδουλειών» διαδέχθηκαν πλέον από πιο εκλεπτυσμένα συγγράμματα και έτσι δημιουργήθηκε με τον καιρό μία αναπτυσσόμενη λογοτεχνία όπου οι κριτικές λειτουργούν σαν ιδεολογία. Ορίστηκε ο όρος «Workism» ( δηλ. η εμμονή για σκληρή εργασία) και τα κείμενα ξεκίνησαν να ερευνούν τι θα μπορούσε να αντικαταστήσει την εργασιομανία. Κάπως έτσι σχηματοποιήθηκε ένα νέο κίνημα κατά της εργασίας .
[ΣτΜ: το 1985 γράφτηκε το περίφημο δοκίμιο «Abolition of Work» από τον Bob Black, στο οποίο αναφέρεται εισαγωγικά πως «Κανένας δε θα έπρεπε να δουλεύει ποτέ. Η δουλειά είναι η πηγή σχεδόν όλης της δυστυχίας του κόσµου». ]
Post-Work: Μετα-Εργασία, το μέλλον και η εξέλιξη της εργασίας για τον άνθρωπο
Οι Graeber, Hester, Srnicek, Hunnicutt, Fleming και άλλα μέλη ενός υπεραντλαντικού δικτύου στοχαστών, υποστηρίζουν ένα βαθύτατα διαφορετικό μέλλον για τις δυτικές οικονομίες-κοινωνίες αλλά και για τις φτωχότερες χώρες, όπου η εργασιακή κρίση θα είναι μεγαλύτερη και η βασική απειλή θα προέρχεται από τα ρομπότ και από την κλιματική αλλαγή είναι. Ονομάζουν αυτό το μέλλον «Post-Work». (ΣτΜ: Μεταεργασιακή εποχή ή Μεταεργασία).Ιδανικά στην Μεταεργασία, θα πρέπει να υπάρχει ένα Παγκόσμιο Βασικό Εισόδημα (UBI=Universal Basic Income) καταβαλλόμενο από το κράτος σε κάθε εργαζόμενο, ώστε αυτός να μπορεί να επιβιώσει όταν έρθει ο περίφημος αυτοματισμός των πάντων. Για κάποιους άλλους στοχαστές, το σύστημα UBI θεωρείται απλά ένας περισπασμός από τα σημαντικά θέματα περί Eργασίας και αποτελεί το επίκεντρο μιας αντιπαράθεσης σχετικά με την οικονομική προσιτότητα και την ηθική της ύπαρξης ενός τέτοιου συστήματος. [ΣτΜ: Το UBI ή αλλιώς «βασικό άνευ όρων εισόδημα» είναι ένα επίδομα που πληρώνεται από μια πολιτική κοινότητα σε όλα της τα μέλη, χωρίς επιπλέον απαιτήσεις ή έλεγχο πόρων. Χορηγείται ατομικά στον καθένα, καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του και είναι αναφαίρετο. Μπορεί να συνδυαστεί με άλλα εισοδήματα, αλλά, καταρχήν, ορίζεται ως αρκετό ώστε να εξασφαλίσει ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, περιλαμβάνοντας τα βασικά έξοδα, όπως η στέγη, η διατροφή και οι βασικές ανάγκες. Πηγή: Βικιπαίδεια]
Το κίνημα post-work, αν και ακούγεται λίγο ασαφές και επιτηδευμένα ακαδημαϊκό σαν όρος, προσφέρει δελεαστικές υποσχέσεις: μια ζωή με πολύ λιγότερη ή και καθόλου εργασία, μια ζωή πιο ήρεμη, πιο ισότιμη, πιο συλλογική, πιο ευχάριστη, πιο σκεπτική, πιο πολιτικά ενεργοποιημένη, πιο γεμάτη – με λίγα λόγια, φέρει μια ελπίδα για ένα μετασχηματισμό της ανθρώπινης ιδιοσυγκρασίας.
Για πολλούς, η μεταεργασιακή εποχή μοιάζει εξωφρενική ή απλά με μία ανόητα αισιόδοξη, πιθανότατα έως και ανήθικη, ιδέα. Οι Μεταεργασιακοί επιμένουν ότι είναι ρεαλιστές, αφού «Είτε η αυτοματοποίηση είτε το περιβάλλον ή και τα δύο, θα επιβάλλουν στην κοινωνία τον τρόπο με τον οποίο θα αλλάξει η κουλτούρα της Εργασίας» (David Frayne, ριζοσπαστικός κοινωνιολόγος και λέκτορας στο Πανεπιστήμιο cardiff. Το βιβλίο του «The Refusal of Work» θεωρείται ένα από τα πιο πειστικά αναγνώσματα σχετικά με την Μετά-Εργασία.). Ο David συμπληρώνει:
«Εμείς είμαστε οι ουτοπικοί; Ή μήπως είναι ουτοπικοί όσοι πιστεύουν ότι η Εργασία θα συνεχίσει να υπάρχει όπως είναι;«
Ένα από τα καλύτερα επιχειρήματα της Μετά-Εργασίας είναι πως , σε αντίθεση με την υπάρχουσα συμβατική σκέψη, η ιδεολογία της Εργασίας δεν είναι ούτε φυσική ούτε πολύ παλιά. «Η εργασία, όπως τη γνωρίζουμε πλέον, είναι μια πρόσφατη κατασκευή», λέει ο Hunnicutt που σαν ιστορικός μπορεί και εντοπίζει τα βασικά δομικά στοιχεία της εργασιακής μας κουλτούρας. Ο Προτεσταντισμός του 16ου αιώνα συνέδεσε το μόχθο της εργασίας με μια καλή μετά-θάνατον ζωή. Ο Βιομηχανικός καπιταλισμός του 19ου αιώνα απαιτούσε πειθαρχημένους εργαζόμενους και ορμώμενους επιχειρηματίες. Ο 20ς αιώνας λαχταρά καταναλωτικά αγαθά και αυτο-εκπλήρωση. Η εμφάνιση της σύγχρονης εργασιακής ηθικής μετά από αυτή την αλυσίδα φαινομένων ήταν «ένα ατύχημα της ιστορίας», λέει ο Hunnicutt. Πρωτύτερα, «Όλες οι κουλτούρες θεωρούσαν την εργασία μέσο διαβίωσης και όχι αυτοσκοπό.»
Από την αστική αρχαία Ελλάδα έως τις αγροτικές κοινωνίες, η «δουλειά» ήταν είτε κάτι που πρέπει να ανατεθεί σε άλλους – συχνά σκλάβοι – ή κάτι που πρέπει να γίνει όσο το δυνατόν γρηγορότερα, ώστε μείνει χρόνος για ζωή.Ακόμη και όταν καθιερώθηκε η νέα εργασιακή ηθική, τα πρότυπα εργασίας συνέχισαν να μεταβάλλονται και να αμφισβητούνται. Από το 1800 μεχρί το 1900, η μέση εβδομάδα εργασίας στο Δυτικό κόσμο συρρικνώθηκε από τις περίπου 80 ώρες στις 60 ώρες. Από το 1900 έως τη δεκαετία του ’70, συνέχισε να μειώνεται ωσότου έφτασε τις 40 ώρες/εβδομάδα για τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο. Η πίεση από τα Σωματεία, οι τεχνολογικές αλλαγές, κάποιοι πεφωτισμένοι εργοδότες, η κυβερνητική νομοθεσία, όλα αυτά μαζί, προοδευτικά έσπασαν την κυριαρχία της Εργασίας.
Αγγλία / 1974 : 3ημερη εβδομάδα εργασίας
Κάποιες φορές, οι οικονομικές κρίσεις επιτάχυναν τη διαδικασία. Στη Βρετανία, το 1974, η συντηρητική κυβέρνηση του Edward Heath, αντιμετωπίζοντας μια χρόνια έλλειψη ενέργειας λόγω της διεθνούς πετρελαϊκής κρίσης και της απεργίας των ανθρακωρύχων, επέβαλε σε εθνικό επίπεδο την 3ημερη εβδομάδα εργασίας. Για τους δύο μήνες που διήρκεσε αυτή η ρύθμιση, οι ζωές των ανθρώπων, πέρα από τη δουλειά, διευρύνθηκαν. Τα γήπεδα γκολφ ήταν γεμάτα, τα καταστήματα με είδη αλιείας ανέφεραν μεγάλες αυξήσεις πωλήσεων και τριπλασιάστηκε η νυχτερινή ακροαματικότητα ραδιοφωνικών παραγωγών του BBC, όπως ο John Peel. Κάποιοι άνδρες έκαναν περισσότερες οικιακές εργασίες: νιόπαντρος τυπογράφος δήλωσε στην εφημερίδα Colchester Evening Gazette, πως είχε αναλάβει «τη σκυτάλη» της ηλεκτρικής σκούπας στο σπίτι. Ακόμη και η Daily Mail έβαλε νερό στο κρασί της, με έναν αρθρογράφο της να δημοσιεύει πως πλέον «οι γονείς πειραματίζονται περισσότερο στο σεξ, αφού τα παιδιά έχουν πενθήμερη εβδομάδα στο σχολείο».Οι οικονομικές συνέπειες της δίμηνης αυτής ρύθμισης ήταν μικτές. Το εισόδημα των περισσότερων εργαζομένων μειώθηκε ενώ οι άλλοτε μόνο «εργάσιμες μέρες» της εβδομάδας πλέον μεγάλωσαν σε διάρκεια ελεύθερου χρόνου. Ωστόσο, μια εθνική έρευνα από την Inbucon-AIC διαπίστωσε ότι η παραγωγικότητα βελτιώθηκε κατά περίπου 5%, τεράστια ποσοστιαία αύξηση σε σχέση με τα βρετανικά πρότυπα, και εγέρθηκε η σκέψη για μόνιμη 4ημερη εβδομάδα από την Whitehall και ορισμένες άλλες εταιρείες. Εν κατακλείδι, δεν άλλαξε τίποτα, μηδέν στο πηλίκο.
Κατά τη διάρκεια του ’60 και του ’70, οι ιδέες για τον επαναπροσδιορισμό της εργασίας ή για την ολική διαφυγή από αυτήν, έγινε συνήθης στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ: μέσα από εταιρικές υποχωρήσεις και νέες προσεγγίσεις της ακαδημαϊκής κοινότητας, δημιουργήθηκε μια πανεπιστημιακή κατεύθυνση: οι σπουδές γύρω από τις υπηρεσίες ψυχαγωγίας/ελεύθερου χρόνου όπως πχ. τα ταξίδια και ο αθλητισμός.
Το 1979, ο Bernard Lefkowitz (Αμερικανός δημοσιογράφος, κοινωνιολόγος και ερευνητής) δημοσίευσε το «Breaktime: Living Without Work in a Nine to Five World», ένα βιβλίο που βασίστηκε σε συνεντεύξεις με 100 άτομα που είχαν εγκαταλείψει τη δουλειά τους και οι περισσότεροι, παρά τις δύσκολες στιγμές αμφιβολίας και αγωνίας που έζησαν, ανέφεραν πως ένιωσαν ένα αίσθημα πληρότητας και μία διάθεση για νέες, διαφορετικές εμπειρίες.
Γύρω στα τέλη της δεκαετίας του ’70, υπολογιζόταν πως η εξουσία της δουλειάς πάνω στις ζωές των ανθρώπων θα μπορούσε να εξασθενήσει, αφού είχαν ευρέως ξεκινήσει να χρησιμοποιούνται Η/Υ στις εργασίες, με σκοπό τη μείωση της κούρασης των εργαζομένων. Παράλληλα, οι συχνές απεργίες επιβεβαίωναν ότι η εργασιακή ρουτίνα μπορεί να διακοπεί και να προκληθεί σε αντιπαράθεση. Οι σταθεροί μισθοί, για την πλειοψηφία, αυξήθηκαν και θεωρητικά αν ήθελαν μπορούσαν να εργάζονται πλέον λιγότερο. (ΣτΜ: αφού δεν υπήρχε ανάγκη να κάνουν δεύτερες συμπληρωματικές δουλειές για να επιβιώσουν). Παρόλα αυτά, η νοοτροπία της Εργασίας επιβλήθηκε ξανά όπως πρώτα. Το ’80, η επιθετική πολιτική της Margaret Thatcher και του Ronald Reagan ενίσχυσαν τη δύναμη των εργοδοτών, χρησιμοποίησαν περικοπές κοινωνικής μέριμνας και ρητορική ηθικοκρατίας για να δημιουργήσουν ένα ακόμα πιο δυσοίωνο περιβάλλον για τους ανέργους της εποχής. Ο David Graeber, αναρχικός ακτιβιστής και ανθρωπολόγος, υποστηρίζει ότι αυτές οι πολιτικές είχαν ως κίνητρο την επιθυμία για κοινωνικό έλεγχο. Μετά τις πολιτικές αναταραχές του ’60 και του ’70, λέει, οι Συντηρητικοί ένιωσαν φρίκη στην προοπτική να γίνουν όλοι χίπηδες και να εγκαταλείψουν τις δουλειές τους. Σκέφτηκαν: «Και τι θα γίνει (τότε) με την κοινωνική ειρήνη;» Ακούγεται σαν μια θεωρία συνωμοσίας, αλλά ο Hunnicutt, μελετητής της Δυτικής εργασίας για σχεδόν 50 χρόνια, υποστηρίζει πως ο Graeber έχει εν μέρει δίκιο: «Ναι, πιστεύω ότι υπάρχει φόβος της ελευθερίας – ένας φόβος μεταξύ των ισχυρών πως οι άνθρωποι μπορεί να βρουν κάτι καλύτερο από το να παράγουν κέρδη για τον Καπιταλισμό».
(…..) Η νοοτροπία κατά της εργασίας, όσο κατάφερε να διασωθεί μετά την επίδραση στα εργασιακά που είχε η περίοδος New Labour στη Μ.Βρετανία τη δεκαετία του ’90, άρχισε να μοιάζει παρακμιακή. Μία από τις ελάχιστες εναπομείνασες Βρετανικές «μορφές διαδήλωσης» ήταν το περιοδικό Idler, το οποίο ιδρύθηκε το 1993 και καθιερώθηκε σαν μία cult κουλτούρα παρά τη μέτρια κυκλοφορία του. Μέσα από τις κομψά ρετρό σελίδες του, σικ καριερίστες μίλησαν ξανά για την απόλαυση της τεμπελιάς μα η νέα διαμορφωμένη κουλτούρα της Εργασίας του 21ου αιώνα ήταν ήδη αναπόφευκτη.
21ος αιώνας και Εργασιακή ηθική
Στις μέρες μας η εργασιακή κουλτούρα επιδέχεται αρκετή κριτική. Στις ΗΠΑ κυκλοφόρησαν αιχμηρά βιβλία, όπως το Private Government: How Employers Rule Our Lives (and Why We Don’t Talk About It) από την φιλόσοφο Elizabeth Anderson και το No More Work: Why Full Employment Is a Bad Idea από τον ιστορικό James Livingston, τα οποία αμφισβήτησαν τη δικτατορία των σύγχρονων εργοδοτών και τη βαθιά ριζωμένη Αμερικανική αντίληψη ότι η σκληρή δουλειά είναι η λύση σε κάθε πρόβλημα.Στην Αγγλία, ακόμα και οι πιο αισιόδοξες επιχειρηματικές εφημερίδες ξεκίνησαν να καταγράφουν την έκταση της εργασιακής κρίσης. Το 2016, ο αρθρογράφος της Economist, Ryan Avent, μέσα από το βιβλίο του «The Wealth of Humans: Work and its Absence in the 21st Century», προέβλεψε ότι «η αυτοματοποίηση θα οδηγήσει σε μία περίοδο γεμάτη πολιτικές αλλαγές, πριν καν προλάβει να εμφανιστεί ένα ευρέως αποδεκτό κοινωνικό σύστημα»
Οι post-work αντιλήψεις, πλέον, κυκλοφορούν ακόμα και μέσα στα διάφορα πολιτικά κόμματα. Τον περασμένο Απρίλη, η πολιτική παράταξη Green των ΗΠΑ (GPUS or Greens), πρότεινε την παράταση του Σαββατοκύριακου σε τριήμερο. Ο καγκελάριος John McDonnell, μέσα στο 2016 ανέφερε ότι το εργατικό κόμμα δουλεύει πάνω σε μία πρόταση για UBI στην Αγγλία. Ο πρόεδρος του κόμματος Jeremy Corbyn ανέφερε σε συνέδριο πως η αυτοματοποίηση «μπορεί να αποτελέσει την πύλη για έναν νέο διακανονισμό μεταξύ δουλειάς και ελεύθερου χρόνου, ένα εφαλτήριο για αυξημένη δημιουργικότητα και πολιτισμό».
(….) Το post-work κίνημα ίσως έχει τη δυνατότητα να προσελκύσει και τους Συντηρητικούς. Κάποιοι εκ των οπαδών της πιστεύουν ότι η εργασία δεν πρέπει να καταργηθεί αλλά να αναδιανεμηθεί, έτσι ώστε κάθε ενήλικας να εργάζεται για περίπου ίδιο και ικανοποιητικό αριθμό ωρών χωρίς όμως να εξαντλείται. Ο James Smith, Μεταεργασιακός και λέκτορας Αγγλικής λογοτεχνίας στο Royal Holloway University of London, λέει πως θα μπορούσαμε να πούμε στους Δεξιούς το εξής:
«Από τη μία πιστεύετε πως η δουλειά είναι καλό πράγμα και για αυτό ο καθένας θα πρέπει να έχει δουλειά. Η ιδέα όμως του να δουλεύεις λιγότερο θα έπρεπε να κερδίζει ομοίως την υποστήριξή σας, αφού είστε υπέρ του θεσμού της οικογένειας».Πέρα από τις στενόμυαλες ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, που απολαμβάνουν τους έντονους ρυθμούς εργασίας, η μείωση της εργασίας είναι εδώ και καιρό μία ευρεία έννοια. Στη Γαλλία το 2000, η αριστερή κυβέρνηση συνασπισμού του Lionel Jospin εισήγαγε μια μέγιστη εβδομάδα 35 ωρών για όλους τους εργαζομένους, εν μέρει για τη μείωση της ανεργίας και για την προώθηση της ισότητας των φύλων, με το σύνθημα «Εργαστείτε λιγότερο . Ζήστε περισσότερο». Ο νόμος του 35ωρου δεν ήταν απόλυτος και θα επέτρεπε κάποιες υπερωρίες αλλά αποδυναμώθηκε όπως και να ‘χει. Στη Γερμανία, η IG Metall -συνδικαλιστική οργάνωση Ηλεκτρολόγων και Μεταλλοτεχνιτών- εκστρατεύει υπέρ όσων εργάζονται με βάρδιες και όσων φροντίζουν παιδιά ή άλλους εξαρτώμενους συγγενείς, ώστε να έχουν τη δυνατότητα μιας 28ωρης εβδομάδας.
Η τάση για Downshifting και για Work-Life Balance
Γύρω στο ’90, κυρίως στη Βρετανία και στις ΗΠΑ, επικράτησε η τάση για «downshifting» και για «ισορροπία εργασίας-ζωής», οι οποίες στην ουσία αντιπροσώπευαν μια παραδοχή πως η εντατικοποίηση της εργασίας βλάπτει τη ζωή μας. Επί της ουσίας, το downshifting σαν λύση είναι καλό μόνο σε ατομικό και όχι σε συλλογικό επίπεδο και έχει αποτέλεσμα κυρίως για όσους είναι ήδη εύποροι. Παράδειγμα η περίπτωση του Alex James (μπασίστας των Blur) ο οποίος ξετρέλανε τα media όταν αποφάσισε να γίνει παραγωγός τυριού στο Cotswolds. Αυτές οι λύσεις των 90s αποσκοπούσαν στο να επιφέρουν όσο δυνατόν ελάχιστες διαταραχές σε μια οικονομία ελεύθερης αγοράς, που τότε ήταν δημοφιλής και σχεδόν λειτουργική. Πλέον, είναι φανερό πως δε ζούμε πια σε έναν τέτοιο κόσμο.(ΣτΜ: Downshifting = αλλαγή επαγγέλματος ή/και τρόπου ζωής, συνήθως υποβαθμίζοντας την καριέρα ή το lifestyle που έχεις, δηλαδή το να εγκαταλείπεις μια υψηλόμισθη αλλά αγχωτική καριέρα/ζωή για μία λιγότερο κερδοφόρα αλλά ήρεμη και ικανοποιητική εργασία).
Μέσα σε όλα όσα έχουμε αναφέρει, σκεπτόμενοι τη θεωρία της Μεταεργασίας, να σημειωθεί επίσης η δυσκολία που έχουν οι άνθρωποι στο να απαρνηθούν την εργασία από την καθημερινότητα τους, να εξαλείψουν δηλαδή τη συνήθεια να δουλεύουν, να κουράζονται και να ικανοποιούνται μέσα από αυτό. Η Helen Helster, καθηγήτρια Μάρκετινγκ και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο West London, δηλώνει πως αγαπά τη δουλειά της. «Δεν υπάρχει καμία διάκριση ανάμεσα στον εργάσιμο και τον ελεύθερο χρόνο μου. Μονίμως σημειώνω, γράφω..είναι σαν έχω δυο δουλειές μέσα στη μέρα». Στη συνέντευξη της, μέσα σε μία καφετέρια γεμάτη θαμώνες που εργάζονταν στα λάπτοπ τους – η απόδειξη της αποικιοποίησης του ελεύθερου χρόνου από την πανταχού παρούσα Εργασία – η Helen πρόσθεσε πως «Μία μετά-εργασιακή εποχή θα επιφέρει πολλή περισσότερη δουλειά!».
Οι οπαδοί της post-work θεωρίας υποστηρίζουν πως οι εργασιακά κορεσμένες ζωές τους και η αυξανόμενη επισφάλεια των White Collars (ΣτΜ: η τάξη των μισθωτών, κυρίως υπάλληλοι γραφείων) τους καθιστούν άξιους να «απαιτούν» πλέον ένα διαφορετικό κόσμο.
Ο αντίλογος ενάντια στο Post-Work κίνημα
Οι υπερασπιστές της εργασιακής κουλτούρας, όπως τα «μεγάλα αφεντικά» και οι πολιτικοί που «έχουν πέραση» στο λαό, αμφισβητούν το αν οι μαθημένοι στην εγκράτεια σύγχρονοι εργαζόμενοι θα έχουν την ικανότητα να απολαμβάνουν τη ζωή τους ή ακόμα και να επιβιώσουν, αν τους δοθεί ο χρόνος και η ελευθερία που διεκδικεί το κίνημα Post-Work. Το 1989, δύο ψυχολόγοι του Πανεπιστημίου του Σικάγου, οι Judith LeFevre και ο Mihaly Csikszentmihalyi, διεξήγαγαν ένα περίφημο πείραμα που φαίνεται να υποστηρίζει αυτή την άποψη. Συγκέντρωσαν 78 άτομα με χειρωνακτικές, γραμματειακές και διευθυντικές θέσεις εργασίας σε τοπικές εταιρείες και τους έδωσαν δέκτες τηλε-ειδοποίησης. Για μια εβδομάδα, σε συχνά αλλά τυχαία διαστήματα, τόσο στην εργασία όσο και στο σπίτι, οι εργαζόμενοι ειδοποιήθηκαν και τους ζητήθηκε να συμπληρώσουν ερωτηματολόγια για το τι κάνουν και πώς αισθάνονταν. Οι συμμετέχοντες κατέγραψαν πολύ περισσότερα θετικά συναισθήματα όσο εργάζονταν παρά στον ελεύθερο χρόνο τους! Οι ψυχολόγοι επεξήγησαν πως τα άτομα, όσο εργάζονται είναι σε μια κατάσταση «ροής», απολαμβάνουν το γεγονός ότι χρησιμοποιούν πλήρως τις γνώσεις και τις ικανότητές τους, μαθαίνουν νέες δεξιότητες και αυξάνουν έτσι την την αυτοεκτίμησή τους. Εκτός εργασίας η ροή παύει να υπάρχει. Οι εργαζόμενοι κατά κύριο λόγο επιλέγουν να δουν τηλεόραση, προσπαθούν να κοιμηθούν κι ας μην είναι αυτές οι δραστηριότητες που απολαμβάνουν. Οι ψυχολόγοι αποφάνθηκαν πως οι Αμερικανοί εργαζόμενοι αδυνατούν να οργανώσουν την ψυχική τους ενέργεια στον προσωπικά ελεύθερο- χωρίς κανένα πρόγραμμα- χρόνο τους.Ο ελεύθερος χρόνος ως ανθρώπινη ικανότητα
Για του Μετα-εργασιακούς υποστηρικτές, αυτά τα ευρήματα δεν είναι παρά η απόδειξη πως η εργασιακή πραγματικότητα είναι πλέον μη υγιής. Ο Frayne θεωρεί πως «Η ικανότητά μας να κάνουμε οτιδήποτε άλλο -πέρα από την εργασία- κρατιέται σε φόρμα επειδή την ασκούμε με σύντομες εκρήξεις και δεν παύει να είναι σαν ένας μυς που έχει ατροφήσει. Ο ελεύθερος χρόνος είναι μια ικανότητα.»Ο Graeber υποστηρίζει ότι σε μια λιγότερο εργασιομανή κοινωνία, η ικανότητά μας για άλλα πράγματα εκτός από την εργασία θα μπορούσε να χτιστεί ξανά από την αρχή. «Οι άνθρωποι θα βρουν πράγματα να κάνουν αρκεί να τους δωθεί αρκετός χρόνος. Έζησα κάποτε σε ένα χωριό στη Μαδαγασκάρη όπου υπήρχε μία περίπλοκη κοινωνικότητα. Οι άνθρωποι άραζαν σε καφενεία, κουτσομπόλευαν, είχαν ερωτικές σχέσεις, έκαναν μαγικά κόλπα. Υπήρχε μία περίεργη πλοκή στις ζωές τους, κάτι που μπορεί να αναπτυχθεί μόνο όταν υπάρχει αρκετός χρόνος. Σίγουρα όμως δεν είχαν βαρεθεί! »
Επίσης υποστηρίζει πως στις δυτικές χώρες η απουσία εργασίας θα παράγει ένα πλουσιότερο πολιτισμό. «Τα μεταπολεμικά χρόνια, όταν οι άνθρωποι εργάζονταν λιγότερο και ήταν ευκολότερο να βγουν στην ανεργία, τότε ασχολούνταν με την ποίηση, με το avant garde θέατρο, έπαιζαν 50λεπτα σόλο στα τύμπανα και παρήγαγαν σπουδαία ποπ μουσική ή τέχνη – όλες τις μορφές τέχνης που χρειάζονται χρόνο για να παραχθούν ή να καταναλωθούν.»
Ίσως η επαναφορά των ατέλειωτων σόλο από τους ντράμερ να μην είναι αυτό ακριβώς που φαντάζει σαν κοινωνική εξέλιξη, αλλά οι δυνατότητες που μπορεί να προσφέρει μία post-work κοινωνία, όπως όλα τα οράματα του μέλλοντος, είναι ακόμη ασαφείς. Ο Stronge προτείνει μια καθημερινή ρουτίνα για τους πολίτες της post-work εποχής, η οποία θα περιλαμβάνει μεγάλη συμμετοχή σε κρατικά δρώμενα: «Θα παίρνεις τον UBI μισθό σου από την κυβέρνηση και στη συνέχεια, θα λαμβάνεις ένα έντυπο από το Δήμο σου που θα σε ενημερώνει για όσα συμβαίνουν στην περιοχή σου: πχ. ένα τουρνουά ποδοσφαίρου 5×5, κοινοτικός ακτιβισμός». Σε άλλα σενάρια του για το μέλλον, ίσως απογοητεύει όσους ονειρεύονται έναν «αδιάκοπο» ελεύθερο χρόνο: «Δεν έχω την ψευδαίσθηση ότι η αμειβόμενη εργασία θα εξαφανισθεί ολοκληρωτικά. Ίσως απλά να μη διευθύνεται από κάποιον, απλά θα εργάζεσαι για όσο εσύ θες, θα έχεις ένα μεγάλο μεσημεριανό διάλειμμα και θα μπορείς να σπας τη δουλειά σου όπως νομίζεις μέσα στην ημέρα σου».
Στην εποχή μας, οι μεγαλούπολεις είναι φτιαγμένες κυρίως για εργασία και για κατανάλωση – ο συνωμότης της εργασίας- και αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους είναι τόσο δύσκολο να φανταστεί κανείς έναν post-work κόσμο. Το να επαναπροσδιοριστεί η χρήση των χώρων εργασίας για άλλους σκοπούς θα αποτελούσε ένα τεράστιο έργο, το οποίο ακόμα είναι απλά υπό σκέψη. Μια κοινή πρόταση για την εκμετάλλευση των κτιρίων αυτών, των πρώην εργασιακών χώρων, αφορά ένα νέο τύπο δημόσιου κτιρίου που θα λειτουργεί σαν βιβλιοθήκη, ψυχαγωγικό κέντρο και στούντιο καλλιτεχνικών δρώμενων για τους πολίτες. «Θα μπορούσε να έχει κοινωνικούς χώρους, εξοπλισμό για όσους ασχολούνται με τον προγραμματισμό, με την παραγωγή βίντεο και μουσικής κλπ. Κάτι παραπάνω δηλαδή από το υπάρχον, συνήθως καταθλιπτικό, κοινοτικό κέντρο», λέει ο Stronge.
Το όραμα των απελευθερωμένων και παραγωγικών πολιτών που όμως εξακολουθούν να εξαρτώνται από το κράτος, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον Ivan Illich, σχεδόν ξεχασμένο πλέον Αυστριακό κοινωνικό κριτικό, αριστερός γκουρού το ’70. Στο βιβλίο του «Tools for Conviviality , 1973″ ο Illich επιτέθηκε στη «σκλαβιά» που δημιουργήθηκε από τα βιομηχανικά μηχανήματα και απαιτούσε το εξής:
«Δώστε στους ανθρώπους εργαλεία που θα εγγυώνται το δικαίωμά τους να εργάζονται με υψηλή αλλά και ανεξάρτητη απόδοση … από τρυπάνια ισχύος έως μηχανικά καρότσια».Ο Illich στην ουσία ήθελε ο κόσμος να ανακαλύψει αυτό που ο ίδιος αντιλαμβανόταν ως «ελευθερία του Μεσαιωνικού τεχνίτη», ενώ ταυτόχρονα συναινούσε με τη σύγχρονη τεχνολογία. Στο post-work κίνημα υπάρχει έντονη η παρουσία των τεχνιτών. Όπως δηλώνει η Hester: «Αντί να έχουμε δουλειές, θα κάνουμε χειροτεχνίες, θα φτιάχνουμε τα δικά μας ρούχα. Πρόκειται για ένα όραμα που εμπεριέχει και τον αποκλεισμό κάποιων, αφού για να κάνεις τέτοια πράγματα, πρέπει να πιάνουν τα χέρια σου.» Η ίδια εντοπίζει επίσης και μια βαθύτερη συντηρητική παρόρμηση στους ανθρώπους: «Είναι σχεδόν σαν να λένε κάποιοι: Αν είναι να αμφισβητήσουμε τη δουλειά, τουλάχιστον όλα τα άλλα να παραμείνουν ίδια».
Η Hester θα ήθελε το κίνημα να σκέφτεται πιο ριζικά όσον αφορά τον πυρήνα εννοιών όπως «σπίτι» και «οικογένεια». Και οι δύο έννοιες έχουν διαμορφωθεί μέσα από το πρίσμα της εργασίας και μία post-work κοινωνία θα έπρεπε να τις επανασχεδιάσει. Ίσως η εξαφάνιση της αμειβόμενης εργασίας να μπορούσε τελικά να επιφέρει έναν από τους παλαιότερους στόχους του φεμινισμού: οι οικιακές εργασίες και η ανατροφή των παιδιών δε θα συνεπάγονται πλέον ένα χαμηλότερο κοινωνικό στάτους. Με τους ανθρώπους να έχουν περισσότερο χρόνο και πιθανώς λιγότερα χρήματα, η ιδιωτική ζωή θα μπορούσε επίσης να γίνει πιο συλλογική, με οικογένειες να μοιράζονται κουζίνες, οικιακές συσκευές και μεγαλύτερες ακόμα εγκαταστάσεις. Έχουν υπάρξει ανάλογα παραδείγματα στο παρελθόν, όπως η «Κόκκινη Βιέννη» στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της πόλης έχτισε πολυτελή κρατικά κτίρια με κοινοτικά πλυντήρια, εργαστήρια και κοινόβια. Συνεπώς, το post-work κίνημα μπορεί να αναφέρεται στο μέλλον αλλά προφανώς ενσωματώνει και τις χαμένες δυνατότητες του παρελθόντος.
Στο παρόν, που η εργασία εξουσιάζει και κυριαρχεί, οι οπαδοί της μετα-εργασιακής κοινωνίας μπορούν να πετύχουν όλα αυτά που δε μπόρεσαν οι προκάτοχοί τους;
Στη Βρετανία, ενδεχομένως ο πιο έντονος εξωτερικός κριτής του κινήματος είναι ο Frederick Harry Pitts, λέκτορας στο Πανεπιστήμιο του Bristol. Ο Pitts, που υπήρξε μεταεργασιακός οπαδός, είναι νέος, αριστερός και πριν από την ακαδημαϊκή του δραστηριότητα εργάστηκε σε τηλεφωνικά κέντρα: ξέρει καλά πόσο απαίσια είναι η σύγχρονη δουλειά. Ωστόσο, ο Pitts έχει ενστάσεις σχετικά με το πόσο μοιάζει η ιδανική νέα ζωή που προτείνουν οι μεταργασιακοί υποστηρικτές με τη ζωή που ζουν ήδη. «Είναι σαφές πως η μεγαλύτερη αφομοίωση της δυνατότητας μιας post-work κοινωνίας γίνεται από δημοσιογράφους, ακαδημαϊκούς, καθώς και από καλλιτέχνες ή ανθρώπους των δημιουργικών επαγγελμάτων, αφού για αυτές τις ομάδες ατόμων, ο εναλλακτικός τρόπος ζωής θα απαιτεί μικρή προσαρμογή».Ο Pitts υποστηρίζει επίσης ότι τo αισιόδοξo post-work οράμα ίσως είναι ένας τρόπος αποφυγής των που αφορούν την παγκόσμια εξουσία. «Μια μεταεργασιακή κοινωνία αποσκοπεί στην επίλυση των ταξικών συγκρούσεων – αυτό είναι το πιο δελεαστικό στην εφαρμογή της». Κουρασμένοι από το μονίμως ατελές έργο για τη δημιουργία μιας καλύτερης εργασιακής πραγματικότητας, ορισμένοι κοινωνιολόγοι ενστερνίζονται τη μεταεργασία, με την ελπίδα ότι η εργοδοτική εκμετάλλευση μπορεί τελικά να τελειώσει απαλείφοντας παντελώς την ίδια την Εργασία. Αυτό μπορεί να χαρακτηριστεί, σύμφωνα με τον Pitts, ως ηττοπαθές και αφελές: «Οι ταξικοί αγώνες δε θα μπορέσουν ποτέ να επιλυθούν εξ ολοκλήρου». Ωστόσο, ο Pitts είναι πολύ πιο θετικός όσον αφορά στις λιγότερο απολυταρχικές προτάσεις των Μεταεργασιακών, όπως η ισότιμη κατανομή των ωρών εργασίας. «Πρέπει να υπάρξει μια σημαντική αλλαγή στην εργασία, και σε αυτό έχουν δίκιο».
Ομοίως, και άλλοι επικριτές του post-work κινήματος είναι επίσης λιγότερο αρνητικοί από ό,τι αρχικά ακούγονται. Ο Nick Boles (συντηρητικός βουλευτής, Grantham and Stamford , εκλογική περιφέρεια του Lincolnshire) αναγνωρίζει ότι «Ο επαναπροσδιορισμός της εργασίας θα επηρεάσει θετικά την ανατροφή των παιδιών και τη φροντίδα των ηλικιωμένων και τελικά θα συντελέσει στη σωστή εκτίμηση αυτών των κοινωνικών συνεισφορών».
Ο Hunnicutt με τη σειρά του θεωρεί τις ΗΠΑ πιο μακριά σε σχέση με άλλες χώρες από την ιδέα μιας post-work νοοτροπίας. Σε άρθρο του για το website Politico, το 2014, υποστήριξε το μικρότερο ωράριο εργασίας και κατόπιν συγκλονίστηκε από την αντίδραση που προκάλεσε η τοποθέτησή του. «Ήταν σκληρό. Δέχτηκα προσωπικές επιθέσεις μέσω email και τηλεφωνικά, λέγοντας μου ότι ήμουν κάπως κομμουνιστής και σατανιστής». Εξακολουθεί να κρατάει το θέμα της εργασιακής αλλαγής ανοιχτό, λέγοντας πως «Ο ρόλος της εργασίας άλλαξε βαθιά παλιότερα και θα αλλάξει και πάλι. Είναι πιθανότατα ήδη υπό αλλαγή. Η γενιά των Millennials γνωρίζει ότι δεν είναι καιρός για Πρίγκιπες ».
Μετά τη συνάντησή μου με τον Pitts στο Bristol, πήγα σε ένα συνέδριο οργανωμένο από τo κίνημα Autonomy, των Μεταεργασιακών. Αν και Δευτέρα απόγευμα, η αίθουσα στο ακροατήριο φοιτητές, 30άρηδες επαγγελματίες μέχρι και έναν μεσήλικα αγρότη. Όλοι άκουγαν με προσήλωση και επί 2 ώρες τους ομιλητές να απαριθμούν τις μορφές της εργασιακής καταπίεσης και στη συνέχεια να παραθέτουν όσα θα μπορέσουν να αντικαταστήσουν την εργασία. Στο τέλος, μέσα από τις ερωτήσεις και τις συζητήσεις, φάνηκε πως όλοι συμφώνησαν με τη διάλεξη και πως σίγουρα υπάρχει η όρεξη για μια νέα αντιμετώπιση της εργασίας. Σίγουρα όμως η όρεξη δεν είναι αρκετή αφού το πλήθος του ακροατηρίου δεν ήταν παρά μόνο 70 άτομα.
Και όμως, όπως επισημαίνει ο Frayne, «Με κάποιους τρόπους, βρισκόμαστε ήδη σε μια post-work εποχή. Αλλά είναι δυστοπική. Οι υπάλληλοι γραφείου διακόπτουν συνεχώς το μεγάλο ωράριο τους με διαδικτυακές περισπασμούς, όσοι εργάζονται σε gig-economy εταιρίες δεν έχουν καμία αίσθηση ταυτότητας στη δουλειά τους, όλοι οι όσοι εργάζονται σε καταθλιπτικά, βιομηχανικά μέρη έχουν εγκαταλείψει τις προσπάθειες τους. Το όραμα για μεταεργασιακή κοινωνία μοιάζει με κρυμμένη σκουριά σε σχέση με την επιβλητική και λαμπερή κουλτούρα της σύγχρονης εργασίας.
(…)
Η δημιουργία ενός ευνοϊκού μεταεργασιακού κόσμου είναι σίγουρα πιο δύσκολη τώρα από ό,τι ήταν το ’70. Δεν είναι εύκολο να πείσεις τους ανθρώπους, στην εποχή των χαμηλόμισθων εργαζομένων, να ενστερνιστούν την ιδέα της λιγότερης δουλειάς με λιγότερες απολαβές. Όπως ισχύει και με τον καπιταλισμό και με την επικράτηση της ελεύθερης αγοράς, έτσι και με την εργασία:
Όσο χειροτερεύει η κατάσταση, τόσο πιο δύσκολο είναι να διανοηθούμε να διαφύγουμε από αυτήν.Για όσους πιστεύουν ότι η εργασία θα μείνει αμετάβλητη, η ίδια η ιστορία τους προειδοποιεί. Την 1η Μαΐου 1979, η Μαργαρίτα Θάτσερ, έκανε την τελική της ομιλία προτού εκλεγεί πρωθυπουργός. Αναφερόμενη στη φύση της πολιτικής και κοινωνικής αλλαγής, είπε πως «Οι αιρέσεις της μιας περιόδου γίνονται πάντα οι ορθοδοξίες της επόμενης». Το τέλος της Εργασίας όπως το βιώνουμε θα φαντάζει πάντα αδιανόητο – μέχρι να συμβεί πραγματικά.
Ελεύθερη μετάφραση: Αμάντα Πατσοπούλου
Αγγλικό κείμενο: www.theguardian.com Ηχητική αφήγηση πρότυπου στα Αγγλικά: Podcast narration, Cover illustration by Nathalie Lees
(Οι επικεφαλίδες των ενοτήτων είναι προσθήκη της μεταφράστριας)
Ανάρτηση από: https://bluebig.wordpress.com