Ορισμένα διδάγματα, 197 χρόνια μετά το Εικοσιένα
Του Ρούντι Ρινάλντι
Διαβάζουμε στον Τύπο: «Σύμφωνα με έρευνα της Κάπα Research, η Τουρκία αποτελεί για τους ερωτηθέντες τον μεγαλύτερο κίνδυνο για την Ελλάδα με το συντριπτικό ποσοστό της τάξης του 92,5%, ενώ το ενδεχόμενο ενός πολεμικού επεισοδίου με την Τουρκία, φοβίζει το 65% των Ελλήνων».
Την ίδια στιγμή, μεγάλη αγωνία διακατέχει σχεδόν όλους τους Έλληνες για την τύχη των δύο στρατιωτικών που βρίσκονται στις φυλακές υψίστης ασφαλείας της Αδριανούπολης, ουσιαστικά όμηροι του καθεστώτος Ερντογάν.
Οι σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας είναι ταραγμένες και η έκβασή τους θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό την εσωτερική κοινωνική ζωή της χώρας μας.
Επειδή κλείνουν 197 χρόνια από την Επανάσταση των Ελλήνων ενάντια στον τουρκικό ζυγό, ας αναλογιστούμε λίγο ορισμένα διδάγματα της ιστορίας μας.Όχι μόνο σελίδες δόξας και ηρωισμού
Η κυρίαρχη άποψη για το 1821, στέκεται στην περιγραφή του ηρωισμού των Ελλήνων και στο πνεύμα θυσίας που κυριάρχησε και συγκίνησε όλη την προοδευτική ανθρωπότητα της εποχής. Η αγωνιστική πλευρά της εθνογένεσης και της συγκρότησης του (περιορισμένων τότε διαστάσεων) ελληνικού κράτους, είναι υπαρκτή. Αλλά δεν είναι η μοναδική πλευρά στην οποία πρέπει να παραμείνουμε. Έγινε επίσης και «με τον δικό του τρόπο» το Εικοσιένα. Έχει και μια ελληνική ιδιοσυστασία που πρέπει να μας προβληματίσει.
Η βασική δύναμη της Επανάστασης ήταν αναμφισβήτητα η κλεφτουριά και χωρίς αυτήν, σχεδόν τίποτα δεν θα είχε γίνει. Όμως, από μόνη της αυτή η δύναμη δεν ήταν αρκετή για να φέρει το ποθητό αποτέλεσμα, για πολλούς λόγους. Η αγροτιά και η κλεφτουριά, από μόνες τους δεν μπορούσαν να ολοκληρώσουν την επανάσταση. Ο συμβιβασμός με άλλα στρώματα που σύρθηκαν στην επανάσταση και εξέφρασαν το κουτσούρεμα της ορμής της και τη συνδιαλλαγή με τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής, αποτέλεσε τον «ελληνικό τρόπο» με τον οποίο το Εικοσιένα προχώρησε. Όσο προχώρησε, για να δημιουργηθεί ένα κολοβό κράτος στην αρχή και να εγκαθιδρυθεί ένα καθεστώς ξενοκρατίας στη θέση της τουρκικής κατοχής. Η συνύπαρξη και των δύο πλευρών στον εθνικό και κοινωνικό αγώνα της ελληνικής επανάστασης, και ο ειδικός χαρακτήρας που κάθε πλευρά έφερε, καθόρισαν τον ιδιαίτερο «ελληνικό τρόπο» με τον οποίο αυτή εξελίχθηκε.
Από τότε, και για περίπου 200 χρόνια, ο ιστορικός βίος της χώρας μετεωρίζεται. Ανάμεσα, από τη μια μεριά σε έναν λαό που κρατά ολόκληρο το έθνος στην ιδιαίτερη ύπαρξή του, και από την άλλη στις προσπάθειες για τη συρρίκνωση και την υποδούλωσή του από δυνάμεις ξένες. Από τις μεγάλες δυνάμεις που ήταν πάντα επικυρίαρχες και απέναντι στις εξαρτημένες τοπικές ελίτ. Το αποτέλεσμα δεν ήταν πάντα αυτό που επεδίωκε η αντιδραστική πτέρυγα. Η επιβίωση της χώρας, το προχώρημα και η ύπαρξή της, οι μεγάλες στιγμές και η κανονικότητά της, σφραγίστηκαν από τη σχέση που υπήρχε ανάμεσα στον λαϊκό ριζοσπαστισμό, τους αγώνες για δημοκρατία και ανεξαρτησία, το πνεύμα της κλεφτουριάς που φτερούγιζε μέσα στις ψυχές των Ελλήνων αγωνιστών.
Αν θέλουμε να σταθούμε σε ένα «μήνυμα» σχετικά με την επανάσταση του Εικοσιένα, αυτό είναι πως το φλάμπουρο, ο αγώνας, η σύγκρουση, η θυσία, δεν φτάνουν από μόνα τους σε κάθε ιδιαίτερη στιγμή. Το τραγικό στοιχείο συνυπήρχε πάντα. Ακόμα κι όταν οι Βελουχιώτηδες (των βουνών ή και της πόλης) είχαν δίκιο και διαισθάνονταν τι πρόκειται να γίνει με τους συμβιβασμούς, πάλι δεν επαρκούσαν.
Σαν κάπου να είναι γραμμένο πως για τις διαστάσεις και την ιδιαιτερότητα της Ελλάδας, μια απελευθερωτική πορεία δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί από τον λαό και τις εξάρσεις του.
Δεν φτάνει να αναφερόμαστε απλά στον αντιστασιακό χαρακτήρα του ελληνικού έθνους ή λαού. Δεν φτάνει να περιμένουμε άλλη μια ανάταση από το πουθενά, ένα ακόμα «θάμα της ελληνικής ψυχής». Ο ιδιαίτερος «ελληνικός τρόπος», που δείχνει την ανεπάρκεια των ζωντανών δυνάμεων του έθνους – λαού και την συνεπαγόμενη «συνύπαρξή» του με δυνάμεις που ποδοπατούν τα «θέλω» του, θέτει με επίμονο τρόπο ένα πρόβλημα υπέρβασης αυτής της εγγενούς αδυναμίας που χαρακτηρίζει τη ζωή της χώρας για δυο αιώνες.
Ο Ρήγας, η Φιλική Εταιρεία, η κλεφτουριά, το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ, ολόκληρη η σύγχρονη προοδευτική διανόηση, δεν μπόρεσαν να λύσουν το ζήτημα αυτό. Οι δε ζώντες, ούτε να τραφούν από τα έτοιμα δεν είναι ικανοί. Ο ελληνικός πολιτικός κόσμος στη συντριπτική του πλειοψηφία, το πολιτικό σύστημα, διαλύουν τις προϋποθέσεις μιας συνολικής ανάταξης. Οι αγωνιζόμενοι άνθρωποι μοιάζουν να μην θέλουν να μάθουν από την ιστορία του τόπου και προσκολλούνται σε διάφορα στερεότυπα. Δεν θέλουν να δουν την ανάγκη για μια εντοπισμένη στον χώρο και τον χρόνο της χώρας και των ιδιοσυστασιών της, θεωρία και πράξη, η οποία θα οδηγεί στην υπέρβαση των αδυναμιών του πρότερου «ελληνικού τρόπου».
Η κριτική που έγινε στον χαλκέντερο και πρωτεργάτη του μαρξισμού στην Ελλάδα, τον Γιάνη Κορδάτο, ότι δηλαδή μεταφέρει μηχανιστικά αλήθειες του μαρξισμού στις ελληνικές συνθήκες πέφτοντας σε λάθη, ωχριά μπροστά στη σημερινή γύμνια της αριστερής διανόησης και σκέψης να πραγματοποιήσει κάποια πρωτότυπη μελέτη της ελληνικής ιδιοσυστασίας, πέρα από αναλύσεις για τη δεκαετία του 1940-50. Κάποια μελέτη που να αναλύει τον ραγιαδισμό και τις σύγχρονες εκδηλώσεις του; Κάποια μελέτη για τον λαϊκό ριζοσπαστισμό και τις ιδεολογίες των λαϊκών στρωμάτων;
Στην εποχή της μετανεωτερικότητας, όπου τίποτα δεν ισχύει ή όλες οι αλήθειες έχουν την ίδια βαρύτητα, το αντίβαρο στα διαλυτικά της προτάγματα δεν είναι κάποια επιστροφή στο παρελθόν ή στον «ελληνικό τρόπο».
Χρειάζεται ο λαός να είναι μπροστά, να έχει ρόλο, να εκφράζεται. Να μια ιδιαίτερη πλευρά της όποιας υπέρβασης. Να εκφράζεται ο ίδιος ο λαός. Όπως μπορεί, όπως καταλαβαίνει, αλλά να παίρνει τον λόγο για όλα τα θέματα. Η διανόηση ας σκύψει ταπεινά και να υπηρετήσει μια σύγχρονη νοηματοδότηση για τον τόπο και τη χώρα. Να δείξει πώς η χώρα μπορεί να γίνει δραστήρια και κατά κάποιο τρόπο χρήσιμη. Να έρθει σε επαφή (όχι με πνεύμα ραγιαδισμού ή «ξεπατικωτούρας») με τις ριζοσπαστικές ιδέες της Ευρώπης και του κόσμου. Η Ελλάδα μόνη της, έχει πολύ μικρό μέγεθος για να τα κάνει όλα.
Το πρόβλημα μιας υπέρβασης συνίσταται πρωτίστως σε ζήτημα στρατηγικο-επιτελικό: Κεντρικές ιδέες και άξονες, και επιτελείο φωτισμένο και ικανό να εμπνεύσει και να οδηγήσει. Αυτά δεν μπορούν να προκύψουν κάπου μακριά από πραγματικές ανάγκες και διεργασίες.
Όσο τα στοιχεία αυτά δεν υπάρχουν, η πρωτοβουλία των κινήσεων θα είναι αλλού. Αλλά και πάλι, τα σκιρτήματα και τα «θέλω» του λαού θα εκφράζονται. Το ζήτημα είναι να δημιουργηθούν εργαλεία όπου να διοχετεύονται, και όχι να προσαρμόζονται, οι διαθέσεις του και να δημιουργούνται όροι μιας πνευματικής αξιακής ανάτασης. Για μια βαθειά απελευθερωτική κίνηση του λαού και του τόπου.
Του Ρούντι Ρινάλντι
Διαβάζουμε στον Τύπο: «Σύμφωνα με έρευνα της Κάπα Research, η Τουρκία αποτελεί για τους ερωτηθέντες τον μεγαλύτερο κίνδυνο για την Ελλάδα με το συντριπτικό ποσοστό της τάξης του 92,5%, ενώ το ενδεχόμενο ενός πολεμικού επεισοδίου με την Τουρκία, φοβίζει το 65% των Ελλήνων».
Την ίδια στιγμή, μεγάλη αγωνία διακατέχει σχεδόν όλους τους Έλληνες για την τύχη των δύο στρατιωτικών που βρίσκονται στις φυλακές υψίστης ασφαλείας της Αδριανούπολης, ουσιαστικά όμηροι του καθεστώτος Ερντογάν.
Οι σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας είναι ταραγμένες και η έκβασή τους θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό την εσωτερική κοινωνική ζωή της χώρας μας.
Επειδή κλείνουν 197 χρόνια από την Επανάσταση των Ελλήνων ενάντια στον τουρκικό ζυγό, ας αναλογιστούμε λίγο ορισμένα διδάγματα της ιστορίας μας.Όχι μόνο σελίδες δόξας και ηρωισμού
Η κυρίαρχη άποψη για το 1821, στέκεται στην περιγραφή του ηρωισμού των Ελλήνων και στο πνεύμα θυσίας που κυριάρχησε και συγκίνησε όλη την προοδευτική ανθρωπότητα της εποχής. Η αγωνιστική πλευρά της εθνογένεσης και της συγκρότησης του (περιορισμένων τότε διαστάσεων) ελληνικού κράτους, είναι υπαρκτή. Αλλά δεν είναι η μοναδική πλευρά στην οποία πρέπει να παραμείνουμε. Έγινε επίσης και «με τον δικό του τρόπο» το Εικοσιένα. Έχει και μια ελληνική ιδιοσυστασία που πρέπει να μας προβληματίσει.
Η βασική δύναμη της Επανάστασης ήταν αναμφισβήτητα η κλεφτουριά και χωρίς αυτήν, σχεδόν τίποτα δεν θα είχε γίνει. Όμως, από μόνη της αυτή η δύναμη δεν ήταν αρκετή για να φέρει το ποθητό αποτέλεσμα, για πολλούς λόγους. Η αγροτιά και η κλεφτουριά, από μόνες τους δεν μπορούσαν να ολοκληρώσουν την επανάσταση. Ο συμβιβασμός με άλλα στρώματα που σύρθηκαν στην επανάσταση και εξέφρασαν το κουτσούρεμα της ορμής της και τη συνδιαλλαγή με τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής, αποτέλεσε τον «ελληνικό τρόπο» με τον οποίο το Εικοσιένα προχώρησε. Όσο προχώρησε, για να δημιουργηθεί ένα κολοβό κράτος στην αρχή και να εγκαθιδρυθεί ένα καθεστώς ξενοκρατίας στη θέση της τουρκικής κατοχής. Η συνύπαρξη και των δύο πλευρών στον εθνικό και κοινωνικό αγώνα της ελληνικής επανάστασης, και ο ειδικός χαρακτήρας που κάθε πλευρά έφερε, καθόρισαν τον ιδιαίτερο «ελληνικό τρόπο» με τον οποίο αυτή εξελίχθηκε.
Από τότε, και για περίπου 200 χρόνια, ο ιστορικός βίος της χώρας μετεωρίζεται. Ανάμεσα, από τη μια μεριά σε έναν λαό που κρατά ολόκληρο το έθνος στην ιδιαίτερη ύπαρξή του, και από την άλλη στις προσπάθειες για τη συρρίκνωση και την υποδούλωσή του από δυνάμεις ξένες. Από τις μεγάλες δυνάμεις που ήταν πάντα επικυρίαρχες και απέναντι στις εξαρτημένες τοπικές ελίτ. Το αποτέλεσμα δεν ήταν πάντα αυτό που επεδίωκε η αντιδραστική πτέρυγα. Η επιβίωση της χώρας, το προχώρημα και η ύπαρξή της, οι μεγάλες στιγμές και η κανονικότητά της, σφραγίστηκαν από τη σχέση που υπήρχε ανάμεσα στον λαϊκό ριζοσπαστισμό, τους αγώνες για δημοκρατία και ανεξαρτησία, το πνεύμα της κλεφτουριάς που φτερούγιζε μέσα στις ψυχές των Ελλήνων αγωνιστών.
Αν θέλουμε να σταθούμε σε ένα «μήνυμα» σχετικά με την επανάσταση του Εικοσιένα, αυτό είναι πως το φλάμπουρο, ο αγώνας, η σύγκρουση, η θυσία, δεν φτάνουν από μόνα τους σε κάθε ιδιαίτερη στιγμή. Το τραγικό στοιχείο συνυπήρχε πάντα. Ακόμα κι όταν οι Βελουχιώτηδες (των βουνών ή και της πόλης) είχαν δίκιο και διαισθάνονταν τι πρόκειται να γίνει με τους συμβιβασμούς, πάλι δεν επαρκούσαν.
Σαν κάπου να είναι γραμμένο πως για τις διαστάσεις και την ιδιαιτερότητα της Ελλάδας, μια απελευθερωτική πορεία δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί από τον λαό και τις εξάρσεις του.
Μια αναγκαία υπέρβαση
Δεν φτάνει να αναφερόμαστε απλά στον αντιστασιακό χαρακτήρα του ελληνικού έθνους ή λαού. Δεν φτάνει να περιμένουμε άλλη μια ανάταση από το πουθενά, ένα ακόμα «θάμα της ελληνικής ψυχής». Ο ιδιαίτερος «ελληνικός τρόπος», που δείχνει την ανεπάρκεια των ζωντανών δυνάμεων του έθνους – λαού και την συνεπαγόμενη «συνύπαρξή» του με δυνάμεις που ποδοπατούν τα «θέλω» του, θέτει με επίμονο τρόπο ένα πρόβλημα υπέρβασης αυτής της εγγενούς αδυναμίας που χαρακτηρίζει τη ζωή της χώρας για δυο αιώνες.
Ο Ρήγας, η Φιλική Εταιρεία, η κλεφτουριά, το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ, ολόκληρη η σύγχρονη προοδευτική διανόηση, δεν μπόρεσαν να λύσουν το ζήτημα αυτό. Οι δε ζώντες, ούτε να τραφούν από τα έτοιμα δεν είναι ικανοί. Ο ελληνικός πολιτικός κόσμος στη συντριπτική του πλειοψηφία, το πολιτικό σύστημα, διαλύουν τις προϋποθέσεις μιας συνολικής ανάταξης. Οι αγωνιζόμενοι άνθρωποι μοιάζουν να μην θέλουν να μάθουν από την ιστορία του τόπου και προσκολλούνται σε διάφορα στερεότυπα. Δεν θέλουν να δουν την ανάγκη για μια εντοπισμένη στον χώρο και τον χρόνο της χώρας και των ιδιοσυστασιών της, θεωρία και πράξη, η οποία θα οδηγεί στην υπέρβαση των αδυναμιών του πρότερου «ελληνικού τρόπου».
Η κριτική που έγινε στον χαλκέντερο και πρωτεργάτη του μαρξισμού στην Ελλάδα, τον Γιάνη Κορδάτο, ότι δηλαδή μεταφέρει μηχανιστικά αλήθειες του μαρξισμού στις ελληνικές συνθήκες πέφτοντας σε λάθη, ωχριά μπροστά στη σημερινή γύμνια της αριστερής διανόησης και σκέψης να πραγματοποιήσει κάποια πρωτότυπη μελέτη της ελληνικής ιδιοσυστασίας, πέρα από αναλύσεις για τη δεκαετία του 1940-50. Κάποια μελέτη που να αναλύει τον ραγιαδισμό και τις σύγχρονες εκδηλώσεις του; Κάποια μελέτη για τον λαϊκό ριζοσπαστισμό και τις ιδεολογίες των λαϊκών στρωμάτων;
Στην εποχή της μετανεωτερικότητας, όπου τίποτα δεν ισχύει ή όλες οι αλήθειες έχουν την ίδια βαρύτητα, το αντίβαρο στα διαλυτικά της προτάγματα δεν είναι κάποια επιστροφή στο παρελθόν ή στον «ελληνικό τρόπο».
Χρειάζεται ο λαός να είναι μπροστά, να έχει ρόλο, να εκφράζεται. Να μια ιδιαίτερη πλευρά της όποιας υπέρβασης. Να εκφράζεται ο ίδιος ο λαός. Όπως μπορεί, όπως καταλαβαίνει, αλλά να παίρνει τον λόγο για όλα τα θέματα. Η διανόηση ας σκύψει ταπεινά και να υπηρετήσει μια σύγχρονη νοηματοδότηση για τον τόπο και τη χώρα. Να δείξει πώς η χώρα μπορεί να γίνει δραστήρια και κατά κάποιο τρόπο χρήσιμη. Να έρθει σε επαφή (όχι με πνεύμα ραγιαδισμού ή «ξεπατικωτούρας») με τις ριζοσπαστικές ιδέες της Ευρώπης και του κόσμου. Η Ελλάδα μόνη της, έχει πολύ μικρό μέγεθος για να τα κάνει όλα.
Το πρόβλημα μιας υπέρβασης συνίσταται πρωτίστως σε ζήτημα στρατηγικο-επιτελικό: Κεντρικές ιδέες και άξονες, και επιτελείο φωτισμένο και ικανό να εμπνεύσει και να οδηγήσει. Αυτά δεν μπορούν να προκύψουν κάπου μακριά από πραγματικές ανάγκες και διεργασίες.
Όσο τα στοιχεία αυτά δεν υπάρχουν, η πρωτοβουλία των κινήσεων θα είναι αλλού. Αλλά και πάλι, τα σκιρτήματα και τα «θέλω» του λαού θα εκφράζονται. Το ζήτημα είναι να δημιουργηθούν εργαλεία όπου να διοχετεύονται, και όχι να προσαρμόζονται, οι διαθέσεις του και να δημιουργούνται όροι μιας πνευματικής αξιακής ανάτασης. Για μια βαθειά απελευθερωτική κίνηση του λαού και του τόπου.
Σήμερα, ελλείψει όλων αυτών των στοιχείων, συντελείται μια βίαιη αλλαγή της συνείδησης του λαού. Σε τέτοιες στιγμές απότομων αλλαγών, ισχύει ο λόγος του ποιητή: «Ό,τι σώσεις μες στην αστραπή καθαρό στον αιώνα θα διαρκέσει» (Ο. Ελύτης, Άξιον Εστί).
Ανάρτηση από: https://www.e-dromos.gr