Εάν πράγματι μαλάκα σε κάνουν οι βεβαιότητες, ποια είναι η διαφορά βεβαιοτήτων και πεποιθήσεων; Η διαφορά είναι μάλλον απλή: οι βεβαιότητες δεν μεταβάλλονται, δεν αναθεωρούνται, δεν αναιρούνται και, βεβαίως, δεν καταρρίπτονται. Ήδη νιώθει κανείς να σχηματίζεται το προφίλ του ιδανικού μαλάκα: εκείνου που δεν θα σαλέψει ούτε ρούπι από τις βεβαιότητές του, που μερικά χρόνια πριν θα σου έλεγε κιόλας το παλιακό "ου με πείσεις καν με πείσης".
Οι βεβαιότητές σου σε κάνουνε σιγά σιγά μαλάκα καθώς αμφισβητούνται ή καθώς ο κόσμος ή ο εαυτός σου σε εξαναγκάζουνε να τις αναθεώρησεις. Αυτό που σε καθιστά σιγά σιγά μαλάκα είναι η άρνηση: η αντίστασή σου στην πραγματικότητα· επιπλέον, η αντίστασή σου στον ίδιο σου τον εαυτό, στις ιδιαιτερότητες και στους περιορισμούς του, μπορεί να σε κάνει δυστυχισμένο ή μαλάκα.
Εδώ κάνουμε μια πρώτη διάκριση σε δύο τύπους μαλάκα:
- εκείνου που αντιστέκεται στην πραγματικότητα και συνεπώς έχει βεβαιότητες κυρίως για τον κόσμο γύρω του (και συνεπώς και για τον εαυτό του) και
- εκείνου που αντιστέκεται στον ίδιο του τον εαυτό και συνεπώς έχει βεβαιότητες κυρίως για τον εαυτό του -- αφού τον κόσμο γύρω του τον έχει εντελώς γραμμένο.
Έχοντας ακλόνητες βεβαιότητες έχεις λοιπόν πάντοτε δίκιο. Πάντοτε. Δεν είναι δυνατόν να έχεις άδικο. Έτσι ξεκινάει η διαδικασία και έτσι εξελίσσεται. Καθώς λοιπόν γίνεσαι μαλάκας διαπιστώνεις επιπλέον ότι οι βεβαιότητές σου για τον κόσμο ή για τον εαυτό σου σε θωρακίζουν από τη δυστυχία και από την ενοχή. Αυτό είναι το μεγάλο πλεονέκτημα του μαλάκα: δεν φταίει ποτέ.
Το πλεονέκτημα αυτό υφίσταται ακόμα και αν ανήκεις σε εκείνη την κατηγορία μαλάκα του οποίου οι βεβαιότητες έχουν χαρακτήρα αυτομεμψίας ή και αυτοκαταστροφικό. Και σε αυτή την περίπτωση, που η δυστυχία καταφέρνει τελικά να σε διαποτίσει παρότι είσαι μαλάκας, βρίσκεσαι σε καλύτερη μοίρα από τον απλώς δυστυχισμένο: με τη βεβαιότητά σου ότι είσαι άχρηστος, ένοχος γενικώς, ανίκανος και λούζερ, συνελόντι ειπείν χάλιας, και πάλι απαλλάσσεις τον εαυτό σου από κάθε ευθύνη. Χαμηλώνοντας τις προσδοκίες σου, γίνεσαι μια ωραία αυτοεκπληρούμενη δυσοίωνη προφητεία ενώ, όπως κάθε μαλάκας, εσύ δεν φταις και δεν ευθύνεσαι για τίποτα.
Καθώς ανεβαίνει κανείς τούς αναβαθμούς του μαλάκα, συνήθως εγκαταλείπεται σταδιακά από τους ανθρώπους γύρω του εκτός και αν α) εξασφαλίσει την ανοχή τους με ταλέντα κι ικανότητες ή β) την εκβιάσει με ψυχαναγκασμό, δόλο, χειρισμό ή και βία ή γ) την εξαγοράσει με εξουσία, σεξ ή χρήμα. Ωστόσο, όπως είδαμε, ο μαλάκας είναι βλαπτικός για τους γύρω του και συνήθως ανυπόφορα βλαπτικός -- ακόμα και όταν δεν είναι εξόφθαλμα αντικοινωνικός. Περιττό να πούμε ξανά ότι βεβαίως ο μαλάκας δεν έχει καμμία επίγνωση του ότι φταίει ο ίδιος που εγκαταλείπεται και αποξενώνεται από τους άλλους: εξυπακούεται ότι φταιν εκείνοι.
Αν είναι μαλάκας τύπου 1, γνωρίζει ότι φταιν οι άλλοι που φεύγουν τρέχοντας να σωθούν από την ευθυκρισία του και από το ότι έχει πάντα δίκιο. Αν είναι μαλάκας τύπου 2 διαισθάνεται πως οι δραπέτες από το μεγαλείο του είναι μάλλον είτε ανήθικοι, είτε λίγοι, είτε (απλούστατα) βλάκες. Σε αυτό ο μαλάκας τύπου 2 θυμίζει σταλινικά καθεστώτα και κάθε λογής θεοκρατίες: αν δεν αντέχεις φταις εσύ που είσαι είτε δόλιος, είτε βλαξ, είτε λίγος, είτε -- απλούστατα -- τρελός. Κι έτσι όσο ανεβαίνει την κλίμακα του μαλάκα ο μαλάκας μαθαίνει να δουλεύει με αυτούς που τον ανέχονται, με αυτούς που εκβιάζει και με αυτούς που εξαγοράζει. Ενδεχομένως δεν τους θεωρεί αντάξιούς του αλλά -- ως έρμαιο των βεβαιοτήτων του -- ο μαλάκας συμπεραίνει ότι η μοναδικότητά του ευθύνεται για τη σχετική μοναξιά του και όχι που είναι μαλάκας.
Ανάρτηση από: http://sraosha2.blogspot.gr