Του Σταύρου Λυγερού
Για τον Τσίπρα η προσπάθεια να ελαφρυνθεί το χρέος δεν έχει μόνο κρίσιμη οικονομική σημασία. Έχει αποκτήσει και κρίσιμη πολιτική σημασία. Χωρίς την ανακοίνωση των μεσοπρόθεσμων μέτρων, το αφήγημα για την έξοδο από τα Μνημόνια και την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας ουσιαστικά χάνει την εμβέλειά του. Κι όχι αδίκως. Χωρίς γενναία ελάφρυνση, η οικονομία θα παραμείνει σε ομηρία.
Το Βερολίνο δεν κρύβει την πρόθεσή του να συρρικνώσει όσο γίνεται περισσότερο το εύρος της συζητούμενης ελάφρυνσης. Όπως είχε πει ο Σόιμπλε, η Ελλάδα θα αποπληρώσει και το τελευταίο ευρώ. Το γεγονός ότι τη θέση του στο υπουργείο Οικονομικών κατέχει σήμερα ένας σοσιαλδημοκράτης δεν αλλάζει ποιοτικά τα πράγματα. Τα γεγονότα απέδειξαν, άλλωστε, πως αυτό που ίσχυσε ήταν το γερμανικό χρονοδιάγραμμα: μετά την επιτυχή λήξη του 3ου Μνημονίου το καλοκαίρι του 2018 θα εξετασθεί εάν το ελληνικό χρέος χρειάζεται αναδιάρθρωση.
Το επιχείρημα του Σόιμπλε ήταν εξαρχής πως μέχρι το 2022 η Ελλάδα έχει εξασφαλίσει περίοδο χάριτος. Άρα, δεν σηκώνει μεγάλο βάρος. Από λογιστικής απόψεως έχει δίκιο. Το χρέος, ωστόσο, δεν είναι μόνο λογιστικό μέγεθος. Είναι και οικονομικό μέγεθος. Το μη βιώσιμο χρέος είναι παράγοντας οικονομικής αβεβαιότητας που απωθεί τις παραγωγικές επενδύσεις, τις οποίες η Ελλάδα έχει ζωτική ανάγκη.
Εκτός αυτού, απέκλεισε την Ελλάδα από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η ένταξη σ’ αυτό το πρόγραμμα δεν θα έφερνε μόνο στα ελληνικά ταμεία μερικά δισ. ευρώ. Θα έστελνε και το μήνυμα στις αγορές πως η Ελλάδα έχει γυρίσει σελίδα και ως εκ τούτου είναι η ώρα για την πραγματοποίηση επενδύσεων, δεδομένου ότι υπάρχουν αρκετές φθηνές ευκαιρίες.
Όσο το χρέος παραμένει στα ύψη και θεωρείται μη βιώσιμο, τόσο η ελληνική οικονομία θα παραμένει στον αστερισμό της αβεβαιότητας, γεγονός που αποτρέπει την πραγματοποίηση επενδύσεων. Και χωρίς επενδύσεις όχι μόνο δεν θα ανακάμψει, αλλά και η επιστροφή στις αγορές καθίσταται πιο δύσκολη και σίγουρα με υψηλότερο επιτόκιο.
Όρος ο καθαρός οικονομικός ορίζοντας
Οι επενδυτές δεν ενδιαφέρονται μόνο για χαμηλό κόστος εργασίας και για συρρικνωμένα εργασιακά δικαιώματα. Στην περίπτωση της Ελλάδας ενδιαφέρονται και για μία σειρά άλλους παράγοντες, όπως είναι ο καθαρός οικονομικός ορίζοντας, η πολιτική σταθερότητα, οι σταθεροί κανόνες, η μείωση της φορολογίας σε ανταγωνιστικά επίπεδα και η κατάργηση των γραφειοκρατικών εμποδίων.
Καθαρός οικονομικός ορίζοντας χωρίς γενναία ελάφρυνση του δημόσιου χρέους δεν μπορεί να υπάρξει. Όλοι οι αναλυτές, άλλωστε, συμφωνούν πως το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο και πρέπει να ελαφρυνθεί. Το ΔΝΤ δεν διακρίνεται δα από φιλελληνισμό, που ζητάει σε όλους τους τόνους όχι γενικά αναδιάρθρωση, αλλά και κούρεμα.
Τον Μάιο του 2016 το Eurogroup είχε βρει έναν προσωρινό συμβιβασμό με το ΔΝΤ. Τότε είχε αποφασιστεί ότι η συζήτηση για το ελληνικό χρέος θα γίνει με βάση τη μελέτη για τη βιωσιμότητά του που θα εκπονούσε το Ταμείο μέχρι το τέλος του χρόνου. Η μελέτη εκπονήθηκε και συζητήθηκε τον Φεβρουάριο του 2017. Είναι δε σαφής όσον αφορά την ανάγκη και για γενναία ελάφρυνση και για μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα μετά το 2018. Το ΔΝΤ πίεσε για πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 1,5-2,0% του ΑΕΠ, αλλά το ευρωιερατείο αποφάσισε το 3,5% για μία πενταετία.
Για να κλείσει τις διαδοχικές αξιολογήσεις, η κυβέρνηση Τσίπρα υποχρεώθηκε να εφαρμόσει ουσιαστικά όλες τις απαιτήσεις των δανειστών. Ειδικά με την 3η και τώρα με την 4η αξιολόγηση, ούτε καν διαπραγματεύεται, όπως στις προηγούμενες. Τώρα πλέον, σημασία έχει ο χρόνος. Να ολοκληρωθούν γρήγορα για να διαμορφωθεί το καθεστώς εξόδου από τα Μνημόνια. Η κυβέρνηση έχει κρίνει ότι αυτό το διακύβευμα είναι κρισιμότερο.
Έτσι όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, η κυβέρνηση Τσίπρα υποχρεώθηκε να αποδεχθεί τις επώδυνες απαιτήσεις του ΔΝΤ (εργασιακά, συντάξεις, αφορολόγητο), χωρίς να πάρει το αντάλλαγμα των μικρότερων πρωτογενών πλεονασμάτων και της γενναίας ελάφρυνσης του χρέους. Σ’ αυτά τα ζητήματα Αθήνα και ΔΝΤ βρίσκονταν στην ίδια όχθη, αλλά, όπως απέδειξαν τα γεγονότα, χωρίς πρακτικό όφελος.
Για τον Τσίπρα η προσπάθεια να ελαφρυνθεί το χρέος δεν έχει μόνο κρίσιμη οικονομική σημασία. Έχει αποκτήσει και κρίσιμη πολιτική σημασία. Χωρίς την ανακοίνωση των μεσοπρόθεσμων μέτρων, το αφήγημα για την έξοδο από τα Μνημόνια και την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας ουσιαστικά χάνει την εμβέλειά του. Κι όχι αδίκως. Χωρίς γενναία ελάφρυνση, η οικονομία θα παραμείνει σε ομηρία.
Το Βερολίνο δεν κρύβει την πρόθεσή του να συρρικνώσει όσο γίνεται περισσότερο το εύρος της συζητούμενης ελάφρυνσης. Όπως είχε πει ο Σόιμπλε, η Ελλάδα θα αποπληρώσει και το τελευταίο ευρώ. Το γεγονός ότι τη θέση του στο υπουργείο Οικονομικών κατέχει σήμερα ένας σοσιαλδημοκράτης δεν αλλάζει ποιοτικά τα πράγματα. Τα γεγονότα απέδειξαν, άλλωστε, πως αυτό που ίσχυσε ήταν το γερμανικό χρονοδιάγραμμα: μετά την επιτυχή λήξη του 3ου Μνημονίου το καλοκαίρι του 2018 θα εξετασθεί εάν το ελληνικό χρέος χρειάζεται αναδιάρθρωση.
Το επιχείρημα του Σόιμπλε ήταν εξαρχής πως μέχρι το 2022 η Ελλάδα έχει εξασφαλίσει περίοδο χάριτος. Άρα, δεν σηκώνει μεγάλο βάρος. Από λογιστικής απόψεως έχει δίκιο. Το χρέος, ωστόσο, δεν είναι μόνο λογιστικό μέγεθος. Είναι και οικονομικό μέγεθος. Το μη βιώσιμο χρέος είναι παράγοντας οικονομικής αβεβαιότητας που απωθεί τις παραγωγικές επενδύσεις, τις οποίες η Ελλάδα έχει ζωτική ανάγκη.
Εκτός αυτού, απέκλεισε την Ελλάδα από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η ένταξη σ’ αυτό το πρόγραμμα δεν θα έφερνε μόνο στα ελληνικά ταμεία μερικά δισ. ευρώ. Θα έστελνε και το μήνυμα στις αγορές πως η Ελλάδα έχει γυρίσει σελίδα και ως εκ τούτου είναι η ώρα για την πραγματοποίηση επενδύσεων, δεδομένου ότι υπάρχουν αρκετές φθηνές ευκαιρίες.
Όσο το χρέος παραμένει στα ύψη και θεωρείται μη βιώσιμο, τόσο η ελληνική οικονομία θα παραμένει στον αστερισμό της αβεβαιότητας, γεγονός που αποτρέπει την πραγματοποίηση επενδύσεων. Και χωρίς επενδύσεις όχι μόνο δεν θα ανακάμψει, αλλά και η επιστροφή στις αγορές καθίσταται πιο δύσκολη και σίγουρα με υψηλότερο επιτόκιο.
Όρος ο καθαρός οικονομικός ορίζοντας
Οι επενδυτές δεν ενδιαφέρονται μόνο για χαμηλό κόστος εργασίας και για συρρικνωμένα εργασιακά δικαιώματα. Στην περίπτωση της Ελλάδας ενδιαφέρονται και για μία σειρά άλλους παράγοντες, όπως είναι ο καθαρός οικονομικός ορίζοντας, η πολιτική σταθερότητα, οι σταθεροί κανόνες, η μείωση της φορολογίας σε ανταγωνιστικά επίπεδα και η κατάργηση των γραφειοκρατικών εμποδίων.
Καθαρός οικονομικός ορίζοντας χωρίς γενναία ελάφρυνση του δημόσιου χρέους δεν μπορεί να υπάρξει. Όλοι οι αναλυτές, άλλωστε, συμφωνούν πως το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο και πρέπει να ελαφρυνθεί. Το ΔΝΤ δεν διακρίνεται δα από φιλελληνισμό, που ζητάει σε όλους τους τόνους όχι γενικά αναδιάρθρωση, αλλά και κούρεμα.
Τον Μάιο του 2016 το Eurogroup είχε βρει έναν προσωρινό συμβιβασμό με το ΔΝΤ. Τότε είχε αποφασιστεί ότι η συζήτηση για το ελληνικό χρέος θα γίνει με βάση τη μελέτη για τη βιωσιμότητά του που θα εκπονούσε το Ταμείο μέχρι το τέλος του χρόνου. Η μελέτη εκπονήθηκε και συζητήθηκε τον Φεβρουάριο του 2017. Είναι δε σαφής όσον αφορά την ανάγκη και για γενναία ελάφρυνση και για μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα μετά το 2018. Το ΔΝΤ πίεσε για πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 1,5-2,0% του ΑΕΠ, αλλά το ευρωιερατείο αποφάσισε το 3,5% για μία πενταετία.
Για να κλείσει τις διαδοχικές αξιολογήσεις, η κυβέρνηση Τσίπρα υποχρεώθηκε να εφαρμόσει ουσιαστικά όλες τις απαιτήσεις των δανειστών. Ειδικά με την 3η και τώρα με την 4η αξιολόγηση, ούτε καν διαπραγματεύεται, όπως στις προηγούμενες. Τώρα πλέον, σημασία έχει ο χρόνος. Να ολοκληρωθούν γρήγορα για να διαμορφωθεί το καθεστώς εξόδου από τα Μνημόνια. Η κυβέρνηση έχει κρίνει ότι αυτό το διακύβευμα είναι κρισιμότερο.
Έτσι όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, η κυβέρνηση Τσίπρα υποχρεώθηκε να αποδεχθεί τις επώδυνες απαιτήσεις του ΔΝΤ (εργασιακά, συντάξεις, αφορολόγητο), χωρίς να πάρει το αντάλλαγμα των μικρότερων πρωτογενών πλεονασμάτων και της γενναίας ελάφρυνσης του χρέους. Σ’ αυτά τα ζητήματα Αθήνα και ΔΝΤ βρίσκονταν στην ίδια όχθη, αλλά, όπως απέδειξαν τα γεγονότα, χωρίς πρακτικό όφελος.
Ανάρτηση από: https://slpress.gr