Κυριακή 6 Ιουλίου 2014

Ο Γύψος και ο Νάρθηκας

Ο Γύψος τώρα έχει αντικατασταθεί μ’ έναν σφιχτό ελαστικό Νάρθηκα, που αφήνει μεν στον «ασθενή» κάποια περιθώρια κινήσεων, στα πλαίσια όμως που επιτρέπει και προκαθορίζει ο αιώνιος χειρούργος του κλασικού δικτατορικού παραδείγματος.

Μέρος 1ο: Ο Γύψος
Γεννήθηκα μέσα στη Χούντα, το εθνοσωτήριον έτος 1967. Ήμουν ακόμη στη μήτρα, τη μέρα που τα τανκς βγήκαν σεργιάνι, για να ασελγήσουν πάνω στο πτώμα μιας Δημοκρατίας, που είχε φροντίσει να τινάξει από μόνη της τα μυαλά της στον τοίχο, μετά από χρόνια ανωμαλίας, αποστασίας, παλατιανών παρεμβάσεων κι «ανένδοτων αγώνων». Η μάνα μου βγήκε στο μπαλκόνι  κι έπιασε να χαζεύει παγωμένη το στρατό που περιπολούσε στους δρόμους. Ένας στρατιώτης σταμάτησε από κάτω και την διέταξε, ευγενικά στην αρχή, να μπει αμέσως μέσα. Εκείνη δεν έκανε απολύτως τίποτε, εκείνος επανέλαβε με περισσότερο επιτακτικό τόνο.  «Και γιατί να μπω;» τον ρώτησε με αφέλεια. «Γιατί απαγορεύεται κυρία μου, σας παρακαλώ να μπείτε μέσα γρήγορα», αποκρίθηκε εκείνος ανυπόμονα. «Όχι δεν μπαίνω, σπίτι μου είμαι κι ό,τι θέλω κάνω» του αντιγύρισε με παιδιάστικο πείσμα κι άγνοια κινδύνου. Τότε σήκωσε το όπλο. «Μπες μέσα γιατί θα σε πυροβολήσω», έκανε ο νεαρός φαντάρος με σπασμένη φωνή. Εκείνη και πάλι δεν κινήθηκε. «Μπες μέσα κοπέλα μου, σε παρακαλώ, έχω διαταγές να πυροβολήσω, δεν καταλαβαίνεις Ελληνικά;», επέμεινε κάπως υστερικά ο ρωμαλέος Έλλην πολεμιστής, τρέμοντας μάλλον περισσότερο απ’ την έγκυο γυναίκα. Τελικά τη λύση έδωσε ο πατέρας μου, που βγήκε και τη μάζεψε κακήν κακώς, ενώ ο στρατιώτης ξεφύσησε μ’ ανακούφιση. Δεν ξέρω αν τελικά θα την πυροβολούσε, το πιθανότερο ήταν να τη συλλάμβανε, γεγονός πάντως παραμένει πως τέτοιες εντολές είχε δώσει η «Επανάσταση».

Αυτή ήταν κι η πρώτη μου εμπειρία απ’ την επταετία. Μπορεί να μην έβλεπα την κάνη να με σημαδεύει, ίσως να μην καταλάβαινα τους ήχους που έφταναν παραμορφωμένοι μέσα στην προστατευμένη αρχέγονη θάλασσα στην οποία κολυμπούσα, όμως λούστηκα πατόκορφα όλες τις ορμόνες της μητέρας, που χημικά ούρλιαζαν άγχος, αγωνία, οργή και πάνω απ’ όλα φόβο. Τούτος ο φόβος ήταν το συναίσθημα που συνοδεύει όλες μου τις μνήμες απ’ τα πρώτα χρόνια της ζωής μου· οι πνιχτές κουβέντες πίσω από μισόκλειστες πόρτες, όταν οι μεγάλοι πίστευαν πως κοιμόμουν, τα υπονοούμενα κι οι ματιές με νόημα όταν ήμουν μπροστά, φόβος για τον παπά, φόβος για τον ένστολο, φόβος για τον γείτονα, φόβος για τον χωροφύλακα.

Τις λέξεις «Χούντα» και «Δικτατορία», όπως και τη λέξη «Κομμουνισμός», τις άκουσα για πρώτη φορά μετά τα επτά μου χρόνια, ενώ ήδη πήγαινα σχολείο, αφού μέχρι τότε ήτανε ταμπού. Κανείς δεν μπορούσε να ρισκάρει να πετάξει η παιδική αφέλεια μια τέτοια επικίνδυνη λέξη, μπροστά σε κάποιον που δεν έπρεπε κι έτσι μόνο εκ των υστέρων κατάφερα να εξηγήσω τη συχνά πυκνά δαγκωμένη γλώσσα του αμετροεπή παππού μου και τα επιτακτικά σσσςςςς της συνετής γιαγιάς μου, που τόση απορία μου είχαν προκαλέσει. Βλέπετε, μπορεί ο μύθος να θέλει τον ελληνικό λαό να υποφέρει κάτω απ’ τη στρατιωτική αρβύλα, όμως η πικρή αλήθεια ήταν πως μεγάλο μέρος του, όχι μόνο δεν στέναζε υπομένοντας καρτερικά τη μέρα που θα ερχόταν η λευτεριά –από μόνη της, ή πάντοτε κάποιος άλλος, τρελός, γενναίος, Μεσσίας ή Εθνάρχης θα την έφερνε- αλλά απεναντίας είχε κάθε καλή διάθεση να συνεργαστεί με την «κυβέρνηση» και να καταγγείλει πάραυτα πιθανούς κομμουνιστάς ή έστω συνοδοιπόρους. Η κοινή λογική ορίζει πως όταν μέσα σ’ ένα πλήθος γνωρίζεις πως υπάρχουν ρουφιάνοι, αλλά δεν μπορείς να ξέρεις ποιοι, τότε τους θεωρείς  όλους ρουφιάνους, μέχρις αποδείξεως του εναντίου. Όπως έλεγε ο παππούς μου, «τούτη η χώρα παράγει μόνο λάδι, πορτοκάλια και ρουφιάνους» και δυστυχώς δεν φορούσαν όλοι μακριά δερμάτινα παλτά ή καμπαρντίνες, μαύρα γυαλιά και καπέλα, ούτε κρατούσαν πάντοτε ανάποδα την εφημερίδα, όπως έχει επικρατήσει η εικόνα του χαφιέ, στη σύγχρονη λαογραφική στυλιζαρισμένη απεικόνιση.

Ένα απ’ τα λίγα που θυμάμαι καθαρά, είναι οι νύχτες που στο σπίτι κάναμε αντίσταση. Μ’ ένα μικρό φορητό κασετόφωνο μάρκας National, ακούγαμε παράνομες κασέτες με απαγορευμένα τραγούδια του Θεοδωράκη, με την ένταση στο ελάχιστο και το ηχείο πνιγμένο ανάμεσα σε μαξιλάρια, αφού οι μελωδίες ήταν πασίγνωστες, οι τοίχοι και τα ταβάνια τσιγαρόχαρτα και το μπουζούκι, όπως κι η φωνή του Μπιθικώτση, ιδιαίτερα διαπεραστικά. Μετά, η αποκοτιά της κομμουνιστικής οικογένειας έφτανε στο αποκορύφωμα, αφού οι παρτιζάνοι γονείς μου τραγουδούσαν a cappella  τ’ απαγορευμένα άσματα και μάλιστα ηχογραφούσαν τη φωνή τους σε κασέτα, με το στόμα κολλημένο στο ενσωματωμένο μικρόφωνο του National, σχεδόν ψιθυριστά. Ύστερα έβαζαν την κασέτα κι έπαιζε, άκουγαν τη φωνή τους κι έκαναν κουράγιο γι’ άλλη μια μέρα σκυφτής σιωπής που θ’ ακολουθούσε.

Δεν ξέρω πού έκρυβαν τις παράνομες κασέτες, αφού όσο κι αν έψαξα, όπου κι αν τρύπωσα τότε, δεν κατάφερα να τις βρω πουθενά. Όσο κι αν  όλα αυτά ακούγονται κωμικοτραγικά, είναι αλήθεια ότι εάν οι μπάτσοι ανακάλυπταν ποτέ τούτα τα «πειστήρια του εγκλήματος», οι συνέπειες θα ήταν τεράστιες κι ανυπολόγιστες. Η μικρή αυτήσυνωμοσία των πυρήνων της κασέτας, ήταν στα παιδικά μου μάτια κάτι υπέροχο και συναρπαστικό, γι’ αυτό και  διατηρώ τούτες τις μνήμες με τόση ενάργεια και ζωντάνια. Μου είπαν ότι κάναμε κάτι παράνομο, με εξόρκισαν να μην το πω σε κανέναν, έγινα κι εγώ μέρος της συνωμοσίας, όχι πια κλειστές πόρτες, οι μεγάλοι μου εμπιστεύονταν κάτι τόσο τρομερό, ένιωθα σπουδαίος. Όμως ταυτόχρονα μου είχαν πει τι θα παθαίναμε εάν τυχόν άνοιγα το μεγάλο μου στόμα κι αυτό που μου έμεινε ήταν και πάλι ο φόβος, φόβος υπαρκτός, πραγματικός, κάτι πάνω και πέρα απ’ τα παραμύθια με τον λύκο, το δράκο ή τον μπαμπούλα, που ανέθρεψαν γενιές και γενιές ραγιάδων.
Παραέξω απ’ αυτήν τη συμβολικού χαρακτήρα ανταρσία του οικιακού μας μικρόκοσμου, ήταν λες κι ο καθένας που φορούσε στολή είχε αποκτήσει λόγο στις ζωές μας. Ποιος ας πούμε τολμούσε να διαπληκτιστεί με στρατιωτικό, ακόμη και να τον κοιτάξει άγρια ή με θράσος; Ακόμη και οι παπάδες είχαν ξεσαλώσει. Σε συναντούσανε στο δρόμο και χωρίς να μιλήσουν άπλωναν απαιτητικά στα μούτρα σου το χέρι, να τους το φιλήσεις -τουλάχιστον στα παιδιά. Θυμάμαι μια τέτοια περίπτωση, που μαζί με τη μάνα μου πέσαμε πάνω σ’ έναν ρασοφόρο, στρίβοντας από μια γωνία της γειτονιάς μας. Εκείνος έκανε μηχανικά την κίνηση, όμως η γνωστή αντάρτισσα μητέρα είχε την αψηφισιά να μου τραβήξει αποφασιστικά το χέρι και να τον προσπεράσουμε, αφήνοντάς τον σύξυλο, με το χέρι απλωμένο, αποτόλμησε ακόμη και να τον αγριοκοιτάξει. Το μεσημέρι στο τραπέζι το περιστατικό γιορτάστηκε σαν να ήταν η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου. Ωστόσο και το πιο παράτολμο θάρρος έχει τα όριά  του. Ακόμη κι αυτή η πασιονάρια μάνα μου δεν τόλμησε να μη με αφήσει να κοινωνήσω μαζί με το υπόλοιπο σχολείο στην πρώτη δημοτικού, παρά την απύθμενη σιχαμάρα που ένιωθε για το περίφημο κουτάλι που πηγαίνει από στόμα σε στόμα, πρώτα οι γέροι, ύστερα τα παιδιά. Τουλάχιστον δεν μου επέβαλε νηστεία, ήταν κι αυτή μια μικρή εκδίκηση προς τον καταναγκαστικό χριστιανισμό του Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών. Έτσι θυμάμαι πολύ καλά από πότε έχω να κοινωνήσω· 1974, λίγο πριν τη Μεταπολίτευση.

Όμως ο χειρότερος φόβος και τρόμος ήταν ο χωροφύλακας. Όλοι φοβούνταν την αστυνομική αυθαιρεσία, την άδικη σύλληψη, τις πλαστές κατηγορίες που μπορούσαν να σε στείλουν εξορία ή φυλακή. Όταν σε σταματούσαν για οδική παράβαση, έπρεπε να είσαι γλυκός, προσηνής, χαμηλόθωρος,  χαμογελαστός κι ευγενικός. Κι εκείνοι, αγενείς, απότομοι, μ’ έναν αγέρωχο αέρα εξουσίας πάνω από ένα υπόστρωμα αμορφωσιάς -κλινικού τύπου και τελικού σταδίου- σαν άρωμα γαλλικό πάνω από προπέρσινη απλυσιά. Κάθε φορά ο πατέρας μου, μετά από μια τέτοια ευτυχή συνάντηση και μόλις απομακρυνόμασταν με τ’ αυτοκίνητο, έβριζε πίσω απ’ την πλάτη τους και μέσα απ’ τα δόντια του, με τρόπο που με σόκαρε, όπως δεν τον είχα ξανακούσει σε άλλη περίπτωση.

Με βάση τις πρωταρχικές μου εμπειρίες, έμαθα να μισώ και να φοβάμαι κάθε μορφή εξουσίας, ιδιαίτερα ένστολης. Οι παπάδες στα μάτια μου φάνταζαν σαν γύπες και κοράκια, ενώ οι καραβανάδες και οι μπάτσοι ήταν σαν τους Γερμανούς SS που βλέπαμε στις πολεμικές ταινίες με την Καρέζη ή τη Βουγιουκλάκη, ο εχθρός μέσα στη χώρα μας. Η άλλη πλευρά θα πει βέβαια ότι κομμούνια γονείς διατάραξαν τον ευαίσθητο εσωτερικό κόσμο ενός παιδιού και το έκαναν ανώμαλο, αντίχριστο κι αναρχικό, με βαρύτατα διαταραγμένο ψυχισμό. Όμως αυτά είναι όλα κι όλα που θυμάμαι απ’ τη Χούντα, αυτό το διάχυτο κλίμα φόβου κι υποταγής, αυτό που ο ίδιος ο Γεώργιος Παπαδόπουλος είχε προσφυώς χαρακτηρίσει ως «Γύψο».  Τα περισσότερα απ’ όσα διαβάσατε μέχρι εδώ, αποτελούν μετέπειτα προσαρμογές, σε μια προσπάθεια να τιθασεύσω αυτό το άλογο φοβικό συναίσθημα που κατακλύζει τη μνήμη μου από τα πρώτα παιδικά μου χρόνια, αφού όπως έγραψα, ούτε καν τη λέξη «Χούντα» δεν είχα ακούσει, ακόμη και τις ώρες της αντίστασης του κασετοφώνου. (Τρία ακόμη πράγματα που έχω έντονα χαραγμένα στη μνήμη μου από εκείνη την εποχή, είναι το Πολυτεχνείο, η Επιστράτευση και η Μεταπολίτευση -εκείνη πάνω απ’ όλα- όμως γι’ αυτά θα γράψω σε επόμενο ποστ).  Έτσι, για τη γενιά μου, για όλα τα παιδιά της ηλικίας μου ή εκεί γύρω, οι μνήμες μας απ’ τη Δικτατορία θα μπορούσαν να συνοψιστούν σε μια φράση, που εξαιρετικά εύστοχα διατύπωσε κάποτε μια συμμαθήτριά μου στο λύκειο: «Τη Χούντα δεν την καλοθυμάμαι, θυμάμαι όμως έντονα τον Γύψo…

Ο Γύψος και ο Νάρθηκας (Β’)

Μέρος 2ο: Ο Νάρθηκας

Όμως πάντοτε οι εφιάλτες έχουν την προσφιλή συνήθεια να επιστρέφουν, ξανά και ξανά. Το Χάος τα έφερε έτσι, ώστε να ξαναζήσω μια Χούντα, προηγμένη κι ευρωπαϊκών προδιαγραφών τούτη τη φορά, state of the art, που λέμε και στο χωριό μου. Πέρασαν πάνω από σαράντα χρόνια απ’ την επιβολή της προηγούμενης κι από τότε οι τεχνολογίες έχουν προχωρήσει σημαντικά, οι μέθοδοι έχουν εξελιχθεί, τα συστήματα έχουν συσσωρεύσει εμπειρία. Εκείνη η στυγνή κι ωμή Χούντα, με τις χοντροκομμένες μεθόδους της, φαντάζει σχεδόν γραφική και grotesque, μπροστά στο hi-tech έκτρωμα που ζούμε τούτα τα χρόνια. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο, που καθώς αφήνω τις σκέψεις να ξεχυθούν ελεύθερα, για να τις αδράξω και να τις παγιδεύσω στο ηλεκτρονικό χαρτί, ήδη έχουν παρεισφρήσει κάμποσες ξενόγλωσσες εκφράσεις σε δυο αράδες κειμένου, ενώ σχεδόν καμμία όσον αφορούσε την παλιά μπανάλ Χούντα. Είναι φανερό ότι μεταξύ των δύο καθεστώτων υπάρχουν σημαντικές διακριτές διαφορές. Δεν αναφέρομαι τόσο στο θεατρινίστικο κι υποκριτικό κοινοβουλευτικό επίχρισμα, με το οποίο έχει σοβαντιστεί και φτιασιδωθεί  η σημερινή Δικτατορία, αφού αυτό θα μπορούσε άνετα  να συγκριθεί με την περίοδο Μαρκεζίνη. Βέβαια, τούτη τη φορά η νέα τεχνολογία έχει εξοπλίσει τον θίασο και με αριστερή αξιωματική αντιπολίτευση, νόμιμο και νομιμόφρον κομμουνιστικό κόμμα και φαιδρά δεξιά αντιμνημονιακά αποκόμματα -διπλούς αερόσακους και προφυλακτήρες από ανθρακόνημα- για ν’ αντέχει καλύτερα τις συγκρούσεις και τους κάθε λογής κραδασμούς, όμως και πάλι οι ομοιότητες είναι περισσότερες απ’ τις διαφορές.

Τα δύο κυριότερα σημεία που κατά τη δική μου αντίληψη διαφοροποιούν μεταξύ τους τις δύο Δικτατορίες, είναι το δικαίωμα λόγου και το δικαίωμα στην περιουσία. Κατά τις δεκαετίες που πέρασαν, η εξουσία έμαθε κάτι πολύ σημαντικό για την επικράτησή της. Ο αρχαίος μύθος, για τον βασιλιά Μίδα που είχε αυτιά γαϊδάρου,  περιέχει μια απόκρυφη γνώση, που μόλις σήμερα έγινε κατανοητή από τους Δυτικούς: Η πληροφορία έχει τη φυσική τάση ν’ αποκαλύπτεται, όσο κι αν προσπαθείς να την κρύψεις, να την κουκουλώσεις ή να την καταπιέσεις κι έχει δικές της οδούς διάδοσης, χαοτικές, απρόβλεπτες κι ανεξέλεγκτες. Άλλωστε, ακόμη κι ένας ψίθυρος ακούγεται σαν καμπάνα, μέσα σ’ ένα περιβάλλον στο οποίο έχει επιβληθεί βαριά σιωπή. Έτσι, ο καλύτερος τρόπος να αποκρύψεις την αλήθεια, δεν είναι να επιχειρήσεις να την παραχώσεις σ’ ένα βαθύ μπουντρούμι, αλλά να την αφήσεις εκτεθημένη σε κοινή θέα, καλυμμένη από θόρυβο, τόνους κοπριάς ψευδούς ή άσχετης πληροφορίας.

Αυτό είναι απείρως αποτελεσματικότερο, πολύ περισσότερο αφού δεν χρειάζεται να δημιουργείς ήρωες, Λαμπράκηδες, Πέτρουλες και Παναγούληδες, σύμβολα που ταυτίζονται με τον Προαιώνιο Μύθο του Θυσιασμένου Θεού κι άρα έχουν βαθύτατη απήχηση στο συλλογικό υποσυνείδητο, με τρόπο σχεδόν θρησκευτικό και άρα επικίνδυνο, όπως κάθε μη ελεγχόμενο θρησκευτικό συναίσθημα. Μόνο σε περίπτωση που κάποια φωνή αποκτήσει αρκετή ένταση, ώστε να ξεπεράσει το κατώφλι του φράγματος λευκού θορύβου που έχεις δημιουργήσει και να γίνει ενοχλητική, τότε χρειάζεται να λάβεις δραστικά μέτρα. Αυτό συμβαίνει πολύ σπάνια, αφού καθώς η εξουσία κατέχει τη δικαιωματική διαχείριση των ΜΜΕ και μεγάλη δύναμη πυρός σε κάθε δίαυλο διάδοσης πληροφορίας, μέχρι να φτάσει μια φωνή ν’ ακουστεί πάνω απ’ την τύρβη και τον θόρυβο, τις περισσότερες φορές βρίσκεται ήδη κάτω απ’ τον έλεγχό της, συνειδητά ή ακούσια.

Το λοιπόν, η υπερμοντέρνα hi-tech Χούντα του 21ου αιώνα δεν κάνει το λάθος της παρωχημένης Χούντας του 20ου, να προσπαθεί να καταπιέσει άμεσα το δικαίωμα της έκφρασης. Έτσι, όλοι μας γράφουμε τη γνώμη μας στο facebook, στα blog μας, δεξιά κι αριστερά, μιλάμε ελεύθερα με τον περιπτερά της γειτονιάς μας, χωρίς να φοβόμαστε πως θα μας καρφώσει, λέμε ό,τι μας καπνίσει και κανείς δεν μας πειράζει. Το αποτέλεσμα εξόχως θετικό για την εξουσία: Ενώ σε άλλες εποχές, ακόμη κι ένα σύνθημα στον τοίχο -που κάποιος παράτολμος νεαρός κατάφερε να γράψει τη νύχτα, κάτω απ’ τη μύτη της αστυνομίας- μπορούσε να αφυπνίσει συνειδήσεις, να διαδοθεί όπως η φωτιά στο ξερό λιβάδι και να προκαλέσει ασύμμετρη βλάβη στο σύστημα, η παρούσα αμετροεπής ψευδοελευθερία, αφενός αποσείει ακόμη περισσότερο την αίσθηση καταπίεσης και Δικτατορίας απ’ τις μάζες, αφετέρου εκτονώνει τους αντιφρονούντες μέσα σε πομφολυγώδη αερολογία, χαρίζοντάς τους την ψευδαίσθηση της αντίστασης και τον καθησυχασμό των συνειδήσεών τους. Πίσω όμως και πέρα απ’ αυτά, όσο σκληρό και πνιγηρό κι αν είναι  να μην σου επιτρέπουν να μιλήσεις, δεν συγκρίνεται ούτε κατά διάνοια με την εφιαλτική απελπισία του να φωνάζεις, όμως κανένας να μην μπορεί να σε ακούσει. Η σιωπή γεννά περίσκεψη κι η περίσκεψη επικίνδυνες ιδέες, ενώ η φωνή βοώντος  εν τη ερήμω (αλήθεια, έχει ο βόας φωνή;;) γεννά αίσθημα ματαιότητας  και παραίτησης κι αυτά με τη σειρά τους οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στη συνθηκολόγηση.  Μεγαλοφυές Μαρκήσιε, υποκλίνομαι ταπεινά …

Στον αντίποδα έγκειται και η δεύτερη σημαντική διαφορά. Έχοντας πλέον μεγαλύτερη δύναμη στα χέρια της, η σύγχρονη Χούντα έχει τη δυνατότητα να προχωρήσει πολύ πιο μακριά απ’ όσο θα τολμούσε να φτάσει η παλιά. Το σημερινό καθεστώς έχει επιδοθεί σε μια απηνή επίθεση ενάντια στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας για τους πολλούς, ως μια νοσηρά ειρωνική διαστρέβλωση της πάγιας θέσης του αναρχικού κινήματος, που διατυπώθηκε αρχικά απ’ τον Προυντόν:  «Η ιδιοκτησία είναι κλοπή».  Η Χούντα του «καημένου» Γ. Παπαδόπουλου, δεν είχε καν διανοηθεί να φτάσει τόσο μακριά το πλιάτσικο, να φορολογήσει δυσβάσταχτα, να κατάσχει μισθούς και σπίτια, να φυλακίσει όσους χρωστούνε πενταροδεκάρες, να ζητήσει ηθική βλάβη για αδυναμία καταβολής οφειλών ή έστω ν’ απειλήσει ότι θα κάνει κάτι απ’ αυτά. Αντίθετα, αναγκάστηκε να προχωρήσει σε παροχές, να χαρίσει δάνεια ή ν’ ανοίξει δρόμους σε απομακρυσμένες περιοχές, προκειμένου να σταθεί στα πόδια της επί τόσα χρόνια.
Η στενή παρακολούθηση του άλλοτε, σήμερα έχει μετατεθεί, απ’ το επίπεδο των ιδεών και των λόγων, στο επίπεδο των τραπεζικών λογαριασμών και των καταναλωτικών συνηθειών. Ο παλιός χαφιές με το γραφικό δερμάτινο ή την καμπαρντίνα, τα γυαλιά και το καπέλο, σήμερα φοράει κοστούμι και γραβάτα και δεν κρατάει ανάποδα την εφημερίδα, γιατί γνωρίζει πολύ καλά να διαβάζει τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών και ν’ αναλύει το σύνολο των εσόδων κι εξόδων κάθε πολίτη. Η σύγχρονη Χούντα μπορεί να είναι πιο ασφυκτική από την παλιά, όμως με ανάλαφρο στυλ, αβρότητα κι ελευθερία στην αμπελοφιλοσοφία, την οποία –όπως είπε και ο μέγας Ακάλυπτος- ουδέποτε διανοήθηκε, ούτε και θα διανοηθεί κάποιος να φορολογήσει.  Ο Γύψος έχει αντικατασταθεί μ’ έναν σφιχτό ελαστικό Νάρθηκα, που αφήνει μεν στον «ασθενή» κάποια περιθώρια κινήσεων, στα πλαίσια όμως που επιτρέπει και προκαθορίζει ο αιώνιος χειρούργος του κλασικού δικτατορικού παραδείγματος.
Αυτό που δεν αλλάζει ανάμεσα στα δύο καθεστώτα είναι ο φόβος. Μπορεί να μην φοβόμαστε τους παπάδες -αφού η Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών έπεσε στα χέρια της Ευρώπης Γερμανών Αθέων και το μόνο που κατάφερε έντρομη η θρησκευτική ηγεσία, ήταν η προσωρινή διατήρηση των προνομίων της με αντάλλαγμα την αιδήμονα σιωπή της- μπορεί να μην φοβόμαστε πια τους ευνουχισμένους απ’ τον τεσσαρακονταετή κομματισμό καραβανάδες, όμως ο φόβος του μπάτσου είναι πάντα εδώ. Το ίδιο αλαζονικό θράσος, το ίδιο ύφος αγέρωχης εξουσίας, η ίδια κλινική αμορφωσιά -χυδαία επενδυμένη πλέον με ξιπασιά πανεπιστημιακού πτυχίου- η ίδια βία, η ίδια σκληρότητα, ο ίδιος φόβος μήπως από μια κουβέντα, από κάποιο λοξό κοίταγμα,  από κάποια κακή στιγμή, βρεθείς αγκαλιά με μια ζαρντινιέρα και τη μούρη μπλε μαρέν αράπα, ή μπλέξεις σ’ έναν καφκικό εφιάλτη στους λαβυρινθώδεις διαδρόμους μιας μονόφθαλμης υποταγμένης «δικαιοσύνης», φορτωμένος με σαράντα κακουργήματα κι άλλα τόσα πλημμελήματα, έτσι για να μάθεις καλούς τρόπους.

Τα παιδιά που μεγαλώνουν μέσα σ’ αυτήν την περίοδο, δεν θα έχουν ακριβώς τη μνήμη της δικτατορίας, όμως σίγουρα θα θυμούνται το φόβο. Το φόβο που αντανακλά στα μάτια κι υποβόσκει στη φωνή του γονιού, το φόβο της ανεργίας, το φόβο της κατάσχεσης, το φόβο της εφορίας, το φόβο μη μείνεις άστεγος, το φόβο του μυθικού εγκληματία μετανάστη, το φόβο του χρυσαυγίτη, το φόβο του αντιφασίστα (αν διανοηθεί κατά λάθος να προφέρει κάποια μαγική λέξη που αποτελεί  ταμπού και casus belli για κάποιον απ’ τους δύο), πάνω απ’ όλα το φόβο του μπάτσου και του δικαστή·  θα θυμούνται την θλίψη, το άγχος, την απόγνωση, την πίεση, αυτήν την ανελέητη μέγγενη που μου σφίγγει σήμερα το στομάχι, που μου παίρνει την ανάσα, που μου κόβει το χαμόγελο, εμένα – κι όλων σαν κι εμένα-  που ήμουν μικρό παιδί σε μια Χούντα κι είμαι πια γονιός μέσα σε μιαν άλλη.

Όταν όλα αυτά θα περάσουν –γιατί όλα κάποτε περνούν, σαν τρένο πάνω από σώμα δεμένο στις ράγες- τα παιδιά που γεννήθηκαν γύρω στο δεύτερο μισό της πρώτης δεκαετίας του αιώνα, θα λένε μεταξύ τους: «Τη Χούντα δεν την καλοθυμάμαι, θυμάμαι όμως πολύ καλά τον σφιχτό ελαστικό Νάρθηκα»…

Ανάρτηση από: http://otto-great-chaos.blogspot.gr