Του Θανάση Ν. Παπαθανασίου
Αν. Καθηγητής της
Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Αθήνας
Διευθυντής του περιοδικού
«Σύναξη»
Κατακαλόκαιρο στην Ελλάδα. Μοιάζει αυτονόητο το να αποζητά κανείς δροσιά
στα μεσογειακά νερά της, να χαίρεται την άπλα τους και να ξεμουδιάζει με απλωτές.
Ήταν 19 Ιουλίου του 1847 όταν ένας νεαρός αποζήτησε αυτή τη χαρά στα
νερά της Κέρκυρας, κοντά στον μώλο της Μαντρακίνας. Ήταν δηλαδή εικοσιέξι
χρόνια μετά το ξέσπασμα της επανάστασης του ’21 και δεκαεφτά πριν από την
ενσωμάτωση των Επτανήσων στο νεοελληνικό κράτος. Κοντολογίς, η 19η Ιουλίου
του 1847 ήταν μια από τις μέρες της αγγλικής κατοχής του νησιού (1815-1864).
Και ο νεαρός που αποζήτησε τη χαρά στη θάλασσά της ήταν Άγγλος στρατιώτης. Ο Ουίλιαμ
Μιλς.
Ο Μιλς κολυμπούσε μαζί με συναδέλφους του, όμως αυτόν αντάμωσε η
τραγικότητα στο γαλάζιο της Κέρκυρας. Ένας μεγάλος πόρφυρας (καρχαρίας στην
κερκυραϊκή ντοπιολαλιά) του επιτέθηκε, τον καταβύθισε και τον σκότωσε. Το σώμα
του βρέθηκε μετά από καμιά δεκαριά μέρες χωρίς τον δεξιό του βραχίονα.
Η είδηση συγκλόνισε τον Ζακυνθινό Διονύσιο Σολωμό. Σχεδόν μια ολόκληρη χρονιά μόχθησε για ένα ποίημα με τίτλο «Πόρφυρας», χωρίς ποτέ να το φέρει σε τελική μορφή. Ο «Πόρφυρας» είναι από τα πιο φιλοσοφημένα έργα του εθνικού ποιητή, ένα στοχαστικό και θρηνητικό προσκύνημα στο εύθραυστο του ανθρώπου, στον παραλογισμό της οδύνης και στις πανανθρώπινες διαστάσεις που έχει το εύθραυστο κι ο παραλογισμός. Ο ποιητής κρατάει ανώνυμο τον Μιλς, τον οποίο και νιώθει ως ένα παλικαράκι ξένο σε ξένο τόπο, σπαραχτικά αποκομμένο από το όνειρό του. Τον εμφανίζει να λαχταρά ένα ακατόρθωτο ταξίδι - αστραπή στο σπιτικό του και να μονολογεί καθώς κολυμπούσε λίγο πριν την ανάδυση του πόρφυρα: