Του Θεόδωρου ΖιάκαΟ άνθρωπος είναι «ζώο πολιτικό», λέει ο Αριστοτέλης. Εκτός ανθρώπινης κοινωνίας είναι «ή θηρίο ή θεός».
Ισορροπεί εκεί, ανάμεσα στο άνω και στο κάτω όριο, χάρη στην κοινωνικοπολιτική αυτοθέσμιση. Τη θεμελιωμένη σε δύο αντίρροπες δυνάμεις: την αυθυπερβατική αμοιβαιότητα /φιλότητα και το αυθυποβατικό / ανταγωνιστικό νείκος. Η ανοδική δύναμη ενεργοποιείται από τη Θεοεπιθυμία του. Η καθοδική από την Φιλαυτία του.
Ο Εαυτός αναγνωρίζεται από την Ταυτότητα της Προσωπικότητάς του. Μπορούμε να πούμε, ότι είναι αληθινός, όταν ο Βίος του έχει διαχρονικό άξονα. Ενώ υπόκειται, δηλαδή, στον φυσικό νόμο της τροπής, κατά κάποιον τρόπο τον υπερβαίνει, υπακούοντας στην αρχή της αυτοομοιότητας / ομοιόστασης. Αντίθετα: μπορούμε να πούμε, ότι είναι ψεύτικος ο Εαυτός, όταν ο Βίος του δεν έχει διαχρονικό άξονα.
Ο Εαυτός της γένεσης και της ακμής των πολιτισμών, διαφέρει από τον Εαυτό της παρακμής και της κατάρρευσής τους. Οι πρώτος, ανταποκρίνεται στην περιγραφή «πώς δενότανε τ’ ατσάλι». Είναι «ηρωικός». Ο Εαυτός της παρακμής, κινούμενος ανάμεσα στους κεκτημένους θεσμούς, σα να μην τον αφορούν, μοιάζει με τον υπνοβάτη, που δεν καταλαβαίνει πού βρίσκεται. Ο τρίτος, «αναγνωρίζει τον εαυτό του» στους στίχους: «Άστε με ήσυχο όλοι, θέλω να ζήσω ελεύθερος, δίχως ταυτότητα πια».
Αληθινός είναι, λοιπόν, μόνο ο πρώτος. Ο δεύτερος είναι ψεύτικος. Ενώ ο τρίτος, δεν έχει καν Εαυτό.
Το «ομοιωθήναι θεώ κατά το δυνατόν», είναι εφικτό σύμφωνα με τον Πλάτωνα. Καθώς επίσης και για την πλειάδα των κατά Χριστόν ομολόγων του. Το «θεωθήναι», μέσω του «ομοιωθήναι», ήταν το ζητούμενο της κεντρικής φιλοσοφικής Παράδοσης του αρχαίου και του βυζαντινού Ελληνισμού.
Ας δούμε, υπ’ αυτό το πρίσμα, τη νεωτερική εμπειρία του «θεωθήναι». Η θεοεπιθυμία συνδέεται, κατ’ αρχήν, με την πηγαία ελευθερία «να έχω αυτό που θέλω, εδώ και τώρα». Το πρωτοβλέπουμε στην δυσανεξία του μωρού, σε ό,τι αντίκειται στο «θέλημά» του. Το «πρόβλημα είναι», είπαμε, ότι το «μωρό» δεν γνωρίζει ακόμη την «αρχή της πραγματικότητας». Και δεν καταλαβαίνει την αξία της «αναβεβλημένης απόλαυσης», ως εύλογης μορφής αυθυπέρβασης.