Του Δημήτρη Νατσιού
«Ο καθείς την μύξα του για βούτυρο την έχει» (παροιμία)
Κανάλια τηλεοπτικά κλείνουν, ξανανοίγουν, καινούργια εμφανίζονται και το μόνο που δεν αλλάζει, είναι τα σκύβαλα της δημοσιογραφίας. Κλείνει ο σταθμός, υποθέτεις ότι γλιτώσαμε από έναν βάτραχο της παραπληροφόρησης και, αίφνης, ξετρυπώθηκε, τον αντικρίζεις να καμαρώνει κάποια ημέρα ως παρουσιαστής ενημερωτικής εκπομπής. Και παραμένει ο ίδιος, η κόπρος του Αυγεία επανήλθε. Ο αυλοκόλακας γελωτοποιός στη θέση του. Η ημιμαθής αναξιοπρέπεια στο πόστο της. (Αναρωτιόταν ο Ιγνάσιο Ραμονέ δημοσιογράφος και πανεπιστημιακός στο περισπούδαστο βιβλίο του «Η τυραννία των ΜΜΕ», σελίδα 84: «Για ποιο λόγο κατέρρευσε η ευγενής αντίληψη για την δημοσιογραφία; Πώς περάσαμε από ένα είδος εξύμνησης του δημοσιογράφου, του ήρωα της σύγχρονης κοινωνίας στα τέλη της δεκαετίας του ’70, στη σημερινή κατάσταση όπου, έχοντας γίνει το “νέο τσοπανόσκυλο”, κατέχει την πρώτη θέση στην κλίμακα της ντροπής;).
Τώρα με την απάτη του «μένουμε σπίτι» επιστρατεύτηκαν τα «λαμπερά» όργανα της προπαγάνδας. Στις μεγάλες τρικυμίες ξεβράζονται τα κονσερβοκούτια και τα σκουπίδια. Ο λαός έπρεπε να τρομοκρατηθεί, να καθηλωθεί, να ενοχοποιηθεί. Οι ναοί να κλείσουν χωρίς αντιδράσεις. Ιερείς και πιστοί να απειληθούν. Το μυστήριο της Θείας Κοινωνίας να ποινικοποιηθεί. Τα παράνομα πρόστιμα να κάμψουν όσους τολμούν. Οι ψυχές να μαυρίσουν ώστε να υποκύψουν. (Και ως γνήσια κακέκτυπα της Ευρώπης βάζουμε πάνω σε μια καρότσα, μια λαϊκή αοιδό να μετριάσει τον πόνο μας. Ψαλμωδίες να μην ακούγονται και καμπάνες μόνο. Ζουρνάδες και νταούλια επιτρέπονται. Τι να πει κανείς; Συνθήκες χειρότερες και από την προηγούμενη γερμανική Κατοχή. Και γι’ αυτές τις βρωμοδουλειές, που δεν τις κάνει ένας έντιμος και σοβαρός άνθρωπος, κλήθηκαν τα συνήθη «ασκιά γιομάτ’ αγέρα», οι θεομπαίχτες της τηλοψίας. Δημοσιογράφοι, ηθοποιοί, τραγουδιστές, αθλητές. Οι ευφημιστικώς λεγόμενοι διανοούμενοι και καλλιτέχνες, οι ευτελείς δούλοι της εξουσίας. Αυτούς που προσκαλεί, με το αζημίωτο, να εξωραϊσουν τις πονηρίες και τις παλιανθρωπιές της. Οι ίδιες και οι ίδιες θλιβερές ασημαντότητες και αμολούν τις σπουδαιοφανείς τιποτολογίες τους.