Σάββατο 31 Αυγούστου 2024

Για το ζήτημα του αγώνα ενάντια στην κυβέρνηση Μητσοτάκη και το σύνθημα «κάτω η κυβέρνηση»


Του Γρηγόρη Γρηγοριάδη

Επειδή κάποιοι καλοί και αγαπημένοι φίλοι και σύντροφοι μου ασκούν, καλοπροαίρετα – κι αυτό είναι εκτιμητέο – κριτική ότι υπερβάλλω στον «αντικυβερνητικό» χαρακτήρα του πολιτικού λόγου που εκφέρω, σε σημείο που να δίνεται η εντύπωση ότι συμφωνώ με το αίτημα «εκλογές τώρα» ή τελοσπάντων με μια κοινοβουλευτικού τύπου «εκδίωξη» του Μητσοτάκη, θα ήθελα να τους δώσω μερικές διευκρινίσεις που, νομίζω, θα λύσουν τις όποιες παρεξηγήσεις.

Καταρχάς, ένα αίτημα εκλογών, στον παρόντα συσχετισμό και μετά από τρεις επανειλημμένες γενικές εκλογικές αναμετρήσεις, στερείται νοήματος. Είναι τόσο τραγικό το έλλειμμα αντιπολίτευσης και τόσο εξωφρενική η στήριξη στην κυβέρνηση από τα συστημικά ΜΜΕ που, σε συνδυασμό με την απόλυτη κινηματική νηνεμία, το σύνθημα αυτό είναι απλώς μια γελοιογραφία. Το ότι το σύνθημα αυτό το ρίχνει πότε-πότε ο ΣΥΡΙΖΑ καθιστά ακόμα πιο κραυγαλέο αυτόν το γελοιογραφικό χαρακτήρα.

Το πραγματικό πρόβλημα είναι, για να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, η προφανής και εξώφθαλμη απουσία ενός πολιτικού λαϊκού κινήματος ανατροπής, το οποίο θα υπηρετούσε σε όλα τα επίπεδα, από αυτό των μερικών, οικονομικών διεκδικήσεων, μέχρι αυτό των καθαρά πολιτικών κινητοποιήσεων, ένα συνεκτικό πρόγραμμα ριζοσπαστικής, αντιιμπεριαλιστικής, φιλολαϊκής εξόδου από το σημερινό βούρκο του καθεστώτος της Νέας Αμερικανοκρατίας και της εξάρτησης. Ενός προγράμματος που, όπως έχουμε κατ’επανάληψη τονίσει, θα πρέπει να συμπυκνώνεται σε ένα πλαίσιο κρίσιμων αιχμών, όπως:
α. η άμεση έξοδος από ΝΑΤΟ-ΕΕ,
β. το κλείσιμο των αμερικανικών βάσεων και η εκδίωξη των νατοϊκών στρατευμάτων που σταθμεύουν στη Ελλάδα, 
γ. η εθνικοποίηση των στρατηγικών, μονοπωλημένων τομέων της οικονομίας, 
δ. η μονομερής του δημοσίου χρέους της χώρας και η επάνοδος σε εθνικό νόμισμα, 
ε. η ενδυνάμωση της συνεργασίας και η στροφή προς το μπλοκ των χωρών BRICS
Το πλαίσιο αυτό θα έπρεπε να παίζει το ρόλο του ενοποιητικού ιστού των επιμέρους διεκδικήσεων των διαφόρων τμημάτων του κινήματος, έτσι ώστε να διαμορφώνονται προϋποθέσεις οικοδόμησης ενός πολιτικού και κοινωνικού μετώπου ρήξης και ανατροπής του καθεστώτος της αμερικανοκρατίας και της εξάρτησης, που θα απαιτούσε την πτώση της κυβέρνησης, τη σύγκληση Συντακτικής Συνέλευσης και την προώθηση των αναγκαίων, βαθιών, ριζοσπαστικών και επαναστατικών αλλαγών που έχει ανάγκη ο λαός και η χώρα.

Είναι ολοφάνερο ότι στις σημερινές συνθήκες που το κίνημα ακόμα είναι εξαιρετικά ανώριμο (ανύπαρκτο θα έλεγε κανείς, κρίνοντας από την άποψη του τι πρέπει να κατακτηθεί σε σχέση με το σημερινό σημείο εκκίνησης), το σύνθημα «κάτω η κυβέρνηση» ως άμεσο πολιτικό σύνθημα είναι λαθεμένο. Ακριβέστερα, είναι λάθος τακτική, με την πρώτη ευκαιρία, σε κάθε επιμέρους εκδήλωση λαϊκής δυσαρέσκειας (όπως πχ στις πρόσφατες καταστροφικές πυρκαγιές της Αττικής), να καλούμε σε πτώση της κυβέρνησης, πολύ περισσότερο για εκλογές κλπ. Κάτι τέτοιο, όντως, θα λειτουργούσε, ανεξάρτητα από προθέσεις, σε όφελος της μικροπολιτικής ατζέντας της συστημικής αντιπολίτευσης (της δήθεν «αριστερής», «κομμουνιστικής» κλπ συμπεριλαμβανομένης) και θα εγκλώβιζε λαϊκές δυνάμεις στα δίχτυα της, αντί να τις αποδεσμεύει και τις κερδίζει με την αντιιμπεριαλιστική, πατριωτική, λαικομετωπική-λαικοδημοκρατική γραμμή πάλης μας.

Από την άλλη, όμως, θα ήταν σοβαρό λάθος να διολισθήσουμε σε λογικές υποκατάστασης της προσπάθειας ανάπτυξης και πολιτικοποίησης του κινήματος, από την αφηρημένη «αντικαπιταλιστική», «αντισυστημική» κλπ. ιδεολογική ζύμωση. Για παράδειγμα, με αφορμή τις πρόσφατες πυρκαγιές, αντί να καλέσουμε, εδώ και τώρα, σε κινητοποιήσεις με αιτήματα την άμεση λήψη μέτρων πυροπροστασίας, καθώς και με αιτήματα που αναδεικνύουν τις ευθύνες της εξάρτησης (πχ. «φέρτε ΧΘΕΣ τα ρωσικά Beriev») και της ενσωμάτωσης στο κυρίαρχο ευρωατλαντικό αφήγημα (πχ «όχι ανεμογεννήτριες στα καμμένα, ακύρωση όλων των αδειών που έχουν εκχωρηθεί και επανεξέταση τους με εργατικό – λαϊκό έλεγχο), εμείς να αρκεστούμε σε μια αφηρημένη φιλολογία για το πώς στο σοσιαλισμό δεν θα κινδύνευε ο λαός, το περιβάλλον κλπ. από τις φωτιές, τις πλημμύρες και δεν ξέρω κι εγώ ποια άλλη θεομηνία. Πολύ περισσότερο, θα ήταν τραγικό να υποχωρήσουμε στην ιδεολογική – πολιτική πίεση του συστήματος υιοθετώντας «συμψηφιστικές» λογικές του τύπου «μαζί τα φάγαμε», «όλοι φταίμε», «ο καθένας έχει ατομική ευθύνη για το τι συμβαίνει» κλπ. που μεταφέρουν τις διαχρονικές κυβερνητικές, καθεστωτικές ευθύνες στις πλάτες των θυμάτων τους.

Φυσικά, οι κομμουνιστές δεν αρνούνται την ατομική ευθύνη. Όμως, ενώ ο μικροαστός αντιλαμβάνεται το συλλογικό ως το «άθροισμα των ατομικών», οπότε στο διαλεκτικό δίπολο ατομικό-συλλογικό τελικά βλέπει ως καθοριστική πλευρά, αυτήν του ατομικού, ο κομμουνιστής ΠΑΝΤΑ βλέπει την πλευρά των κυρίαρχων σχέσεων ως εκείνη που καθορίζει, τελικά και τις ατομικές επιλογές της πλειοψηφίας των μελών της κοινωνίας. Με το να λέμε «η αποσιώπηση της ατομικής ευθύνης ωφελεί το καθεστώς γιατί του επιτρέπει να εμφανίζεται ως εκπρόσωπος της συλλογικής ευθύνης έναντι της μεμονωμένης κοινωνικής ανευθυνότητας», όπως περίπου υπονοούν κάποιοι καλοί φίλοι και σύντροφοι, στην πραγματικότητα αντιστρέφουμε τη σχέση αιτίας - αιτιατού: το αστικό κράτος και η κυβέρνηση δεν εκφράζουν το «κοινό καλό» γενικά κι αόριστα, αλλά το «κοινό καλό με βάση τα κριτήρια και τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης». Δεν υπάρχει «αντικειμενικά κοινό καλό» που να μπορεί να ξεχωριστεί από το ιδιοτελές ταξικό συμφέρον του κεφαλαίου, ακόμα κι αν εμφανίζεται ως «κοινό συμφέρον» του κάθε μέλους της κοινωνίας. Στην πράξη, για παράδειγμα, το «κοινό καλό για την προστασία από τη φωτιά» πάντα θα «έρχεται τριτοδεύτερο» σε σχέση με τα κερδοσκοπικά παιχνίδια για την αξία της γης, τα επιχειρηματικά σχέδια κυβερνητικών «φίλων» και γενικότερα των μεγάλων ομίλων για τις ΑΠΕ κι όχι μόνο, τις «δημοσιονομικές δυνατότητες της χώρας» (δηλαδή πως θα πάρουν λεφτά από το λαό για να χρηματοδοτήσουν τις τράπεζες, τους ενεργειακούς τοκογλύφους κλπ.) ή, τελοσπάντων, πάντα θα είναι … περισσότερο «κοινό καλό» για τις βίλες και όχι για τα λαϊκά σπιτικά.

Επιστρέφοντας στο αρχικό μας θέμα, το σύνθημα για την πτώση της κυβέρνησης πρέπει να ρίχνεται ΜΟΝΟ όταν ο βαθμός λαϊκής αυτενέργειας και ανάπτυξης της ταξικής πάλης ανεβαίνει αισθητά σε σχέση με το "συνηθισμένο" επίπεδό τους, ειδικά στο βαθμό που το κίνημα αρχίζει να υιοθετεί καθαρά πολιτικά αιτήματα πάλης. Φυσικά  η στιγμή που πρέπει να ρίχνεται το σύνθημα απαιτεί κάθε φορά συγκεκριμένη ανάλυση των συνθηκών, ώστε να μην είναι πολύ προωθημένο σε σχέση με την πολιτική συνείδηση των μαζών και, άρα, να μην ευνοεί de facto τις επιδιώξεις της συστημικής αντιπολίτευσης για κοινοβουλευτική εναλλαγή.

Από την άλλη, οφείλουμε να συγκρουστούμε, χωρίς ταλαντεύσεις, με βάση και την στέρεη ιδεολογική παρακαταθήκη της ιστορικής σύγκρουσης του Λένιν με τους μενσεβίκους για το ζήτημα της συμμετοχής στην (και άρα της διεκδίκησης για) κυβέρνηση [1], με την άποψη ότι «δε βάζουμε ποτέ ζήτημα ανατροπής της κυβέρνησης παρά μόνο στην σοσιαλιστική επανάσταση». Μια τέτοια θέση, ανεξάρτητα από συνθήκες, επίπεδο συνείδησης του λαού, βαθμός όξυνσης της πολιτικής κρίσης και ανόδου της ταξικής πάλης κλπ. στην πραγματικότητα ισοδυναμεί με παραίτηση από τον πολιτικό αγώνα και εκχώρηση του πεδίου της πολιτικής πάλης στην καθεστωτική αντιπολίτευση και στους οπορτουνιστές, δηλαδή με προδοσία της επαναστατικής υπόθεσης.

Οδηγός της σκέψης μας είναι πάντα η θέση ότι κάθε συνεπής πολιτικός αγώνας εξ ορισμού είναι καταρχήν αντικυβερνητικός αγώνας, μιας και η αστική κυβέρνηση είναι ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΤΗΣ που βλέπει πρώτο, ακόμα και ο πλέον πολιτικά ανώριμος εργάτης, ο πιο διστακτικός και απρόθυμος να συγκρουστεί με το καθεστώς, λαϊκός άνθρωπος. Το ερώτημα δεν είναι, λοιπόν, ΑΝ θα καλέσουμε το λαό να παλέψει ενάντια στην κυβέρνηση, αλλά το ΠΩΣ, με ποια ΤΑΚΤΙΚΗ και με ΠΟΙΑ ΣΥΝΘΗΜΑΤΑ θα κλιμακώσουμε το κάλεσμα μας, έτσι ώστε η συνείδηση των μαζών να ανεβαίνει συνεχώς και να φτάνει το αναγκαίο σε κάθε στάδιο ανάπτυξης της επανάστασης.

Ξέρουμε καλά ότι η συνείδηση δεν ανεβαίνει γραμμικά κι από τη μια στιγμή στην άλλη, με μια καμπάνια ζύμωσης. Γι’ αυτό και δεν επιτρέπεται να αφήνουμε την παραμικρή ευκαιρία που μας δίνει η μία ή η άλλη όψη της αντιλαϊκής πολιτικής, για να οξύνουμε το ρήγμα ανάμεσα στα λαϊκά στρώματα και την κυβέρνηση, μετά ανάμεσα στα συστημικά κόμματα συνολικά και το λαό και, τελικά, ανάμεσα στο λαό και το καθεστώς της εξάρτησης και της Αμερικανοκρατίας. Αυτά τα βήματα, όμως, δε μπορούν να γίνουν έξω από το κίνημα, έξω από τη δράση πάνω σε στόχους που βγάζουν έξω από τα «όρια ανοχής» του συστήματος, όπως αυτά διαμορφώνονται σε κάθε φάση. Ενότητα στη δράση με όλο το λαό, πάνω σε αιτήματα που απαντούν στις ανάγκες του και, καθώς κλιμακώνονται, βοηθούν όλο και περισσότερο στη συνειδητοποίηση των μαζών για το ποιος είναι ο εχθρός τους, να ο δρόμος μας, σύντροφοι και πρέπει να τον βαδίσουμε ως το τέλος!

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] Οι μενσεβίκοι, όπως και το σημερινό ΚΚΕ, δήλωναν «ενάντιοι από θέση αρχών στη συμμετοχή σε κυβέρνηση» και ότι «θα παραμείνουν σε θέσεις άκρας αριστερής μαχητικής αντιπολίτευσης». Ο Λένιν κονιορτοποίησε τις απόψεις αυτές στο μνημειώδες έργο του «Δυο Τακτικές της Σοσιαλδημοκρατίας στη Δημοκρατική Επανάσταση».

Ανάρτηση από: https://ggrigoriadis.blogspot.com/