Ο ΘΟΔΩΡΟΣ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΗ 2008
Οι γεννημένοι τη δεκαετία του ’80 συγκροτούμε μια ευρύτερη γενιά πολύ ιδιόμορφη. Μεγαλώσαμε μαζί με την κατάρρευση, καταρρεύσαμε ίσως μαζί της. Όταν στις αρχές του ’90 κάναν τις εξαγγελίες των μικρών αφηγήσεων ήσουν το πρώτο πειραματόζωο. Να μεγαλώσεις αλλιώς. Πώς; Χωρίς συγκινήσεις, χωρίς ιστορικότητα, χωρίς ενθουσιασμό. Να μεγαλώσεις με Beverly Hills. Να μεγαλώσεις στη μετριότητα. Κι όμως ήσουν πάντα περήφανος όταν έλεγες πως τα σχέδια τους απέτυχαν, έτσι ήθελες τουλάχιστον να πιστεύεις, ήσουν σίγουρος δηλαδή για σένα και τους φίλους σου, αλλά το βλεπες και γύρω σου, πάλευες να το βλέπεις.
Θες μια κάποια ανάμνηση του 90 – 91, ο Τεμπονέρας που φώναξες για πρώτη φορά στα 13 σου και δεν έπαψες να τον φωνάζεις ποτέ, το “κάτσε καλά Γεράσιμε”, οι μεγάλες πορείες σε μια μικρή πόλη, οι συζητήσεις γύρω από τη φωτιά στην κατάληψη, θες ο αδερφός του παππού, ο ΕΛΑΣίτης και οι ιστορίες για τις εξορίες, ένα ποίημα του Ρίτσου, του Λειβαδίτη, το κομμουνιστικό μανιφέστο που σου δωσε ένας μεγαλύτερος, τα βιβλία που έκλεβες από τις οικογενειακές βιβλιοθήκες φίλων και φωτοτυπούσες με μανία, τα αντιπολεμικά συλλαλητήρια, οι όμορφες συναυλίες, οι καθηγητές που σε ενέπνευσαν και οι άλλοι που προσπάθησαν να βιάσουν τη σκέψη σου αλλά σε γέμισαν πείσμα, οι πρώτες πολιτικές συζητήσεις της παρέας, τα πρώτα αντάρτικα τραγούδια που πάσχιζες να μάθεις, η Γένοβα, ο δολοφονημένος Κάρλο Τζουλιάνι, οι active member, η Θεσσαλονίκη το 2003 …
Και με τούτα και με κείνα βρέθηκες στο πανεπιστήμιο και είχες πια απαντήσει στο δίλημμα. Ήσουν 17 χρονών και δήλωνες μαρξιστής. Και υποσχέθηκες να τιμάς αυτή σου την επιλογή. Μεγάλωσες μέσα σε συνελεύσεις, διαδικασίες επί διαδικασιών, επιτροπές, επιτροπάτα, κινήματα, πορείες, διεθνιστικά ταξίδια, βιβλία, ζωντανές διηγήσεις, τραγούδια, τα τραγούδια μας κι όλα όσα αγάπησες όσο τίποτα στον κόσμο. Και κάπου εκεί στην αρχή στο πρώτο έτος, 2003 ήτανε, είδες για πρώτη σου φορά το Θίασο και δάκρυσες. Έκλαιγες για ώρα κι ένιωσες τη συγκίνηση που ήθελαν να σου στερήσουν οι μικρές τους αφηγήσεις, κατάλαβες την ιστορικότητα που σου αφαίρεσαν, αναστοχάστηκες, το είδες και το ξαναείδες, ένιωσες ξανά και ξανά αυτό το ρίγος, αυτό το τόσο ιδιαίτερο ρίγος, που σε διαπερνά και σε κάνει να νιώθεις ανώτερος απ’ αυτό που είσαι. Κι αν ήσουν τυχερός – ήσουν – βρέθηκες κοντά σε ανθρώπους που σου εξήγησαν πως να εκτιμάς αυτά τα έργα. Όχι ότι δεν το είχες νιώσει, ένα περίεργο ένστικτο, ήσουν σίγουρος, αλλά τώρα έβλεπες και κάποιες αθέατες πλευρές. Είδες το Βλέμμα του Οδυσσέα και ήσουν πια οργανωμένος στην αριστερά. Κι έβλεπες αυτή την ανεπανάληπτη σκηνή με το Λένιν και την έβλεπες και την ξανάβλεπες και προσπαθούσες να κατανοήσεις. Ξαναδέστο σου πε ο Βασίλης κάποια στιγμή, ειδικά σε περιόδους εσωκομματικής πάλης τέτοια έργα σε βοηθούν γιατί η πάλη αυτή σε φθείρει και είσαι μικρός ακόμα. Θα σε βοηθήσει να καταλάβεις. Δεν πολυκατάλαβες τότε, τώρα άραγε έχεις καταλάβει; Το ξανάδες όμως. Και σου άρεσε την κάθε φορά. Πόσες φορές με κάθε ευκαιρία είπες και ξανάπες το θα ξανάρθω με άλλο όνομα και άλλα ρούχα; Βλέποντας το Ταξίδι στα Κύθηρα πόσο σε συγκίνησε εκείνο το προφητικό “σε ακούω θάνατε που έρχεσαι” του αξέχαστου Μάνου Κατράκη; Τι να πρωτοπείς, τι να πρωτοθυμηθείς; Τα βράδια συχνά άκουγες Καραϊνδρου και θυμόσουν χορούς από έργα. Πάντα ξεχώριζες τους χορούς.
Και με τα μνημόνια και όλα τα συμπαρομαρτυρούντα καμιά φορά θυμόσουν το Θανάση Βέγγο να πηγαίνει προς τα Τίρανα και να λέει για την Ελλάδα που πεθαίνει, για την αγωνία που κρατάει πολύ και κάνει πολύ θόρυβο. Όταν ξέσπασαν οι πλατείες έψαξες μια σκηνή από το θίασο, να εκεί μετά το τέλος της απελευθέρωσης, είναι στην πλατεία Συντάγματος ο λαός και όλες οι σημαίες ανεμίζουν – ελληνικές, εγγλέζικες, αμερικάνικες, κόκκινες. Ακούγονται πυροβολισμοί, ο λαός σκορπάει σαν πλήθος, πέφτουν οι πρώτοι νεκροί, το πλάνο σωπαίνει, περνάει λίγη ώρα και ο λαός επιστρέφει οργανωμένος. Η πλατεία του ανήκει. Οι σημαίες είναι κόκκινες. Η πλατεία κοκκινίζει. Τα συνθήματα στα πανώ αντηχούν τον πρωτοπόρο ρόλο των κομμουνιστών. Συχνά μιλούσες γι΄αυτό τον τελευταίο καιρό. Αυτή είναι η σκηνοθετική απεικόνιση της ηγεμονίας έλεγες ίσως λίγο απλοϊκά. Πρόσφατα, διάβασες ότι ετοιμάζει νέα ταινία για την κρίση. Δε διάβασες περισσότερα, αλλά την περίμενες. Πώς να μην την περιμένεις; Είναι κι αυτή η άτιμη η ιδιομορφία της ευρύτερης γενιάς μας. Διανύει το δεύτερο μισό μιας δεκαετίας που ξεκίνησε με προσδοκίες και σήμερα βυθίζεται στην ανεργία, τις ματαιωμένες προσδοκίες, τις αχρηστευμένες δεξιότητες που κάνουν τις διαψεύσεις ανυπόφορες και την καθημερινότητα εφιάλτη. Απέτυχαν τελικά τα σχέδια τους; Δεν το βάζεις κάτω. Το αν θα πετύχουν τα σχέδια τους δεν έχει κριθεί ακόμη και στο τέλος μπορούμε να βγούμε νικητές. Ήσουν πάντα αισιόδοξος, ιστορικά αισιόδοξος σου άρεσε να λες. Την έχουμε ανάγκη μια τέτοια ταινία σκέφτηκες με προσμονή. Μακάρι να δίνει μια προοπτική με το μοναδικό τρόπο που αυτός ξέρει …
Και σήμερα το βράδυ ένα τηλέφωνο ανάμεσα σε μουσικές κι ένα ποτηράκι ρακί που μόλις κατέβασες κι ένας καλός φίλος σου είπε τα μαντάτα. Μόλις είχε μαθευτεί. Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος δε ζει πια. Τον παρέσυρε μια μηχανή στα γυρίσματα στη Δραπετσώνα. Σώπασες. Ζήτησες να παίξουν ένα τραγούδι στη μνήμη του και αναστοχάστηκες το παρελθόν σου και την επίδραση του έργου του πάνω σε σένα και τους φίλους και συντρόφους σου. Δε μπορεί. Όχι έτσι. Όχι τέτοιο τέλος. Σώπασες.
Σαν ύστατο φόρο τιμής θυμήθηκες κάτι που είχε γραφτεί για κάποιον άλλον λίγο μετά το θάνατό του. Δεν έχει σημασία τώρα ποιος το γραψε για ποιον. Αποτελεί για σένα έναν ύστατο φόρο τιμής στο δικό μας Θόδωρο Αγγελόπουλο.
“Οι μετριότητες μπορούν να κατανοήσουν και να ξεχωρίσουν μόνο ανάμεσα στα άμεσα δεδομένα, μεμονωμένες στιγμές του κοινωνικού προτσές. Όταν θέλουν να καταλήξουν σε γενικά συμπεράσματα, στην πραγματικότητα δεν κάνουν τίποτα περισσότερο από το να μετατρέπουν σε “γενικούς νόμους”, μ’ ένα εντελώς αφηρημένο τρόπο, ορισμένες μόνο πλευρές, από φαινόμενα περιορισμένα σε τόπο και χρόνο, και να τα προσαρμόζουν ανάλογα με την περίσταση. Η μεγαλοφυία όμως, για την οποία η αληθινή ουσία, οι ζωντανές, εν ενεργεία, κύριες τάσεις μιας εποχής είναι καθαρές, βλέπει αυτές τις τάσεις να λειτουργούν πίσω από κάθε γεγονός του καιρού της και εξακολουθεί να καταγράφει αποφασιστικά βασικά συμπεράσματα ολόκληρης της εποχής της, ακόμα κι όταν νομίζει, ότι ασχολείται μονάχα με τρέχοντα προβλήματα”.
Ύστατος φόρος τιμής στον άνθρωπο που μας έμαθε να στοχαζόμαστε και να (ανα)στοχαζόμαστε τους παρελθόντες, παρόντες και μέλλοντες καιρούς στους χρόνους που τους πρέπουν. Γύρισες σπίτι κι άρχισες να γράφεις ένα αντίο …
Γούσης Κώστας
Ευχαριστώ τον φίλο Χρήστο Π.
Οι γεννημένοι τη δεκαετία του ’80 συγκροτούμε μια ευρύτερη γενιά πολύ ιδιόμορφη. Μεγαλώσαμε μαζί με την κατάρρευση, καταρρεύσαμε ίσως μαζί της. Όταν στις αρχές του ’90 κάναν τις εξαγγελίες των μικρών αφηγήσεων ήσουν το πρώτο πειραματόζωο. Να μεγαλώσεις αλλιώς. Πώς; Χωρίς συγκινήσεις, χωρίς ιστορικότητα, χωρίς ενθουσιασμό. Να μεγαλώσεις με Beverly Hills. Να μεγαλώσεις στη μετριότητα. Κι όμως ήσουν πάντα περήφανος όταν έλεγες πως τα σχέδια τους απέτυχαν, έτσι ήθελες τουλάχιστον να πιστεύεις, ήσουν σίγουρος δηλαδή για σένα και τους φίλους σου, αλλά το βλεπες και γύρω σου, πάλευες να το βλέπεις.
Θες μια κάποια ανάμνηση του 90 – 91, ο Τεμπονέρας που φώναξες για πρώτη φορά στα 13 σου και δεν έπαψες να τον φωνάζεις ποτέ, το “κάτσε καλά Γεράσιμε”, οι μεγάλες πορείες σε μια μικρή πόλη, οι συζητήσεις γύρω από τη φωτιά στην κατάληψη, θες ο αδερφός του παππού, ο ΕΛΑΣίτης και οι ιστορίες για τις εξορίες, ένα ποίημα του Ρίτσου, του Λειβαδίτη, το κομμουνιστικό μανιφέστο που σου δωσε ένας μεγαλύτερος, τα βιβλία που έκλεβες από τις οικογενειακές βιβλιοθήκες φίλων και φωτοτυπούσες με μανία, τα αντιπολεμικά συλλαλητήρια, οι όμορφες συναυλίες, οι καθηγητές που σε ενέπνευσαν και οι άλλοι που προσπάθησαν να βιάσουν τη σκέψη σου αλλά σε γέμισαν πείσμα, οι πρώτες πολιτικές συζητήσεις της παρέας, τα πρώτα αντάρτικα τραγούδια που πάσχιζες να μάθεις, η Γένοβα, ο δολοφονημένος Κάρλο Τζουλιάνι, οι active member, η Θεσσαλονίκη το 2003 …
Και με τούτα και με κείνα βρέθηκες στο πανεπιστήμιο και είχες πια απαντήσει στο δίλημμα. Ήσουν 17 χρονών και δήλωνες μαρξιστής. Και υποσχέθηκες να τιμάς αυτή σου την επιλογή. Μεγάλωσες μέσα σε συνελεύσεις, διαδικασίες επί διαδικασιών, επιτροπές, επιτροπάτα, κινήματα, πορείες, διεθνιστικά ταξίδια, βιβλία, ζωντανές διηγήσεις, τραγούδια, τα τραγούδια μας κι όλα όσα αγάπησες όσο τίποτα στον κόσμο. Και κάπου εκεί στην αρχή στο πρώτο έτος, 2003 ήτανε, είδες για πρώτη σου φορά το Θίασο και δάκρυσες. Έκλαιγες για ώρα κι ένιωσες τη συγκίνηση που ήθελαν να σου στερήσουν οι μικρές τους αφηγήσεις, κατάλαβες την ιστορικότητα που σου αφαίρεσαν, αναστοχάστηκες, το είδες και το ξαναείδες, ένιωσες ξανά και ξανά αυτό το ρίγος, αυτό το τόσο ιδιαίτερο ρίγος, που σε διαπερνά και σε κάνει να νιώθεις ανώτερος απ’ αυτό που είσαι. Κι αν ήσουν τυχερός – ήσουν – βρέθηκες κοντά σε ανθρώπους που σου εξήγησαν πως να εκτιμάς αυτά τα έργα. Όχι ότι δεν το είχες νιώσει, ένα περίεργο ένστικτο, ήσουν σίγουρος, αλλά τώρα έβλεπες και κάποιες αθέατες πλευρές. Είδες το Βλέμμα του Οδυσσέα και ήσουν πια οργανωμένος στην αριστερά. Κι έβλεπες αυτή την ανεπανάληπτη σκηνή με το Λένιν και την έβλεπες και την ξανάβλεπες και προσπαθούσες να κατανοήσεις. Ξαναδέστο σου πε ο Βασίλης κάποια στιγμή, ειδικά σε περιόδους εσωκομματικής πάλης τέτοια έργα σε βοηθούν γιατί η πάλη αυτή σε φθείρει και είσαι μικρός ακόμα. Θα σε βοηθήσει να καταλάβεις. Δεν πολυκατάλαβες τότε, τώρα άραγε έχεις καταλάβει; Το ξανάδες όμως. Και σου άρεσε την κάθε φορά. Πόσες φορές με κάθε ευκαιρία είπες και ξανάπες το θα ξανάρθω με άλλο όνομα και άλλα ρούχα; Βλέποντας το Ταξίδι στα Κύθηρα πόσο σε συγκίνησε εκείνο το προφητικό “σε ακούω θάνατε που έρχεσαι” του αξέχαστου Μάνου Κατράκη; Τι να πρωτοπείς, τι να πρωτοθυμηθείς; Τα βράδια συχνά άκουγες Καραϊνδρου και θυμόσουν χορούς από έργα. Πάντα ξεχώριζες τους χορούς.
Και με τα μνημόνια και όλα τα συμπαρομαρτυρούντα καμιά φορά θυμόσουν το Θανάση Βέγγο να πηγαίνει προς τα Τίρανα και να λέει για την Ελλάδα που πεθαίνει, για την αγωνία που κρατάει πολύ και κάνει πολύ θόρυβο. Όταν ξέσπασαν οι πλατείες έψαξες μια σκηνή από το θίασο, να εκεί μετά το τέλος της απελευθέρωσης, είναι στην πλατεία Συντάγματος ο λαός και όλες οι σημαίες ανεμίζουν – ελληνικές, εγγλέζικες, αμερικάνικες, κόκκινες. Ακούγονται πυροβολισμοί, ο λαός σκορπάει σαν πλήθος, πέφτουν οι πρώτοι νεκροί, το πλάνο σωπαίνει, περνάει λίγη ώρα και ο λαός επιστρέφει οργανωμένος. Η πλατεία του ανήκει. Οι σημαίες είναι κόκκινες. Η πλατεία κοκκινίζει. Τα συνθήματα στα πανώ αντηχούν τον πρωτοπόρο ρόλο των κομμουνιστών. Συχνά μιλούσες γι΄αυτό τον τελευταίο καιρό. Αυτή είναι η σκηνοθετική απεικόνιση της ηγεμονίας έλεγες ίσως λίγο απλοϊκά. Πρόσφατα, διάβασες ότι ετοιμάζει νέα ταινία για την κρίση. Δε διάβασες περισσότερα, αλλά την περίμενες. Πώς να μην την περιμένεις; Είναι κι αυτή η άτιμη η ιδιομορφία της ευρύτερης γενιάς μας. Διανύει το δεύτερο μισό μιας δεκαετίας που ξεκίνησε με προσδοκίες και σήμερα βυθίζεται στην ανεργία, τις ματαιωμένες προσδοκίες, τις αχρηστευμένες δεξιότητες που κάνουν τις διαψεύσεις ανυπόφορες και την καθημερινότητα εφιάλτη. Απέτυχαν τελικά τα σχέδια τους; Δεν το βάζεις κάτω. Το αν θα πετύχουν τα σχέδια τους δεν έχει κριθεί ακόμη και στο τέλος μπορούμε να βγούμε νικητές. Ήσουν πάντα αισιόδοξος, ιστορικά αισιόδοξος σου άρεσε να λες. Την έχουμε ανάγκη μια τέτοια ταινία σκέφτηκες με προσμονή. Μακάρι να δίνει μια προοπτική με το μοναδικό τρόπο που αυτός ξέρει …
Και σήμερα το βράδυ ένα τηλέφωνο ανάμεσα σε μουσικές κι ένα ποτηράκι ρακί που μόλις κατέβασες κι ένας καλός φίλος σου είπε τα μαντάτα. Μόλις είχε μαθευτεί. Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος δε ζει πια. Τον παρέσυρε μια μηχανή στα γυρίσματα στη Δραπετσώνα. Σώπασες. Ζήτησες να παίξουν ένα τραγούδι στη μνήμη του και αναστοχάστηκες το παρελθόν σου και την επίδραση του έργου του πάνω σε σένα και τους φίλους και συντρόφους σου. Δε μπορεί. Όχι έτσι. Όχι τέτοιο τέλος. Σώπασες.
Σαν ύστατο φόρο τιμής θυμήθηκες κάτι που είχε γραφτεί για κάποιον άλλον λίγο μετά το θάνατό του. Δεν έχει σημασία τώρα ποιος το γραψε για ποιον. Αποτελεί για σένα έναν ύστατο φόρο τιμής στο δικό μας Θόδωρο Αγγελόπουλο.
“Οι μετριότητες μπορούν να κατανοήσουν και να ξεχωρίσουν μόνο ανάμεσα στα άμεσα δεδομένα, μεμονωμένες στιγμές του κοινωνικού προτσές. Όταν θέλουν να καταλήξουν σε γενικά συμπεράσματα, στην πραγματικότητα δεν κάνουν τίποτα περισσότερο από το να μετατρέπουν σε “γενικούς νόμους”, μ’ ένα εντελώς αφηρημένο τρόπο, ορισμένες μόνο πλευρές, από φαινόμενα περιορισμένα σε τόπο και χρόνο, και να τα προσαρμόζουν ανάλογα με την περίσταση. Η μεγαλοφυία όμως, για την οποία η αληθινή ουσία, οι ζωντανές, εν ενεργεία, κύριες τάσεις μιας εποχής είναι καθαρές, βλέπει αυτές τις τάσεις να λειτουργούν πίσω από κάθε γεγονός του καιρού της και εξακολουθεί να καταγράφει αποφασιστικά βασικά συμπεράσματα ολόκληρης της εποχής της, ακόμα κι όταν νομίζει, ότι ασχολείται μονάχα με τρέχοντα προβλήματα”.
Ύστατος φόρος τιμής στον άνθρωπο που μας έμαθε να στοχαζόμαστε και να (ανα)στοχαζόμαστε τους παρελθόντες, παρόντες και μέλλοντες καιρούς στους χρόνους που τους πρέπουν. Γύρισες σπίτι κι άρχισες να γράφεις ένα αντίο …
Γούσης Κώστας
Ευχαριστώ τον φίλο Χρήστο Π.