Του Γιώργου Ρακκά
1. Η σκοπιά της κριτικής
Το 1938, ο Μάο Τσε Τουνγκ συνέγραψε το περίφημο έργο του Παρατεταμένος Πόλεμος¹ όπου αποπειράθηκε να ορίσει τον κεντρικό, διμέτωπο ιδεολογικό αγώνα που πρέπει ν’ αναλάβει το κινεζικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα προκειμένου ν’ αντιμετωπίσει τον Ιάπωνα κατακτητή. Από τη μία, έλεγε, βρίσκονται οι οπαδοί της εθνικής υποδούλωσης που στέκονται στο οικονομικό προβάδισμα της εκδυτικισμένης και ραγδαία αναπτυσσόμενης Ιαπωνίας, για να διακηρύξουν το μάταιο οποιασδήποτε αντίστασης. Από την άλλη, οι οπαδοί της «γρήγορης επικράτησης», οι οποίοι υποστήριζαν ότι η μεγαλύτερη σε έκταση και πληθυσμό Κίνα, με τις μακραίωνες αντιστασιακές παραδόσεις και το ανυπέρβλητο σθένος του κινέζικου λαού, θα νικήσει αναπόφευκτα και πολύ γρήγορα την κατά πολύ μικρότερη Ιαπωνία και γι’ αυτό πρόκριναν μια στρατηγική κατά μέτωπον αντιπαράθεσης.
Απέναντι σε αυτούς, ο Μάο Τσε Τουνγκ αντέταξε τη στρατηγική του «παρατεταμένου πολέμου». Διότι, ναι μεν, σε τελευταία ανάλυση, τα μεγέθη της Κίνας δεν επιτρέπουν στην Ιαπωνία να την υποδουλώσει ολοκληρωτικά, στο πλαίσιο ενός πολέμου-αστραπή, ενώ ταυτόχρονα η ιστορία και η ταυτότητά της ενισχύουν το αντιστασιακό φρόνημα του κινεζικού λαού, δημιουργώντας το καλύτερο δυνατό έδαφος πάνω στο οποίο μπορεί να καλλιεργηθεί ένας ρωμαλέος αντικατοχικός αγώνας.
Ωστόσο, οι αλλαγές και οι μετασχηματισμοί που θα πρέπει να συντελεστούν στην μισο-αποικιοποιημένη και ημι-φεουδαρχική Κίνα απαιτούν ένα τιτάνιο έργο, που θα πρέπει να ολοκληρωθεί μέσα στο σίδερο και τη φωτιά του πολέμου: Ο αγώνας ενάντια σε μια Ιαπωνία, που βρίσκεται ήδη σε φάση γοργής καπιταλιστικής ανάπτυξης και ιμπεριαλισμού, απαιτεί ταυτόχρονα μια μεγάλη κοινωνική και πολιτική αλλαγή η οποία θα πρέπει να εξελιχθεί άρρηκτα δεμένη με την πάλη για την εθνική απελευθέρωση. Αυτό είναι το νόημα του «παρατεταμένου πολέμου», ο οποίος θα οικοδομεί βήμα με το βήμα τις προϋποθέσεις για την κινέζικη νίκη – και από εκεί και πέρα, ο Μάο χτίζει, με βάση τις αρχές της «συγκεκριμένης ανάλυσης της συγκεκριμένης κατάστασης», την στρατηγική και την τακτική ενός ολόκληρου εθνικοαπελευθερωτικού προγράμματος, «από το Α ως το Ω».Απέναντι σε αυτούς, ο Μάο Τσε Τουνγκ αντέταξε τη στρατηγική του «παρατεταμένου πολέμου». Διότι, ναι μεν, σε τελευταία ανάλυση, τα μεγέθη της Κίνας δεν επιτρέπουν στην Ιαπωνία να την υποδουλώσει ολοκληρωτικά, στο πλαίσιο ενός πολέμου-αστραπή, ενώ ταυτόχρονα η ιστορία και η ταυτότητά της ενισχύουν το αντιστασιακό φρόνημα του κινεζικού λαού, δημιουργώντας το καλύτερο δυνατό έδαφος πάνω στο οποίο μπορεί να καλλιεργηθεί ένας ρωμαλέος αντικατοχικός αγώνας.
Ούτε λίγο, ούτε πολύ, στον Παρατεταμένο Πόλεμο ,ο Μάο αναδεικνύεται ως ένας «Μακιαβέλι» των κατώτερων τάξεων, καθιστώντας σαφές ότι ένας εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας δεν μπορεί να διαθέτει μόνο σθένος και «ψυχή», δηλαδή την θυσιαστική διάσταση ενός λαού που τα δίνει όλα για όλα για να υπερασπιστεί την ελευθερία του. Η νίκη χρειάζεται ταυτόχρονα τη ρεαλιστική διάσταση, δηλαδή να διαθέτει λόγο και πρόγραμμα, για να είναι σε θέση να ξέρει όχι μόνο τι θέλει, αλλά και το πώς μπορεί να φτάσει μέχρι εκεί. Έτσι, ο Μάο αίρει την βασική αντίθεση μεταξύ των υποτιθέμενων ρεαλιστών της «εθνικής υποδούλωσης» και των ρομαντικών της «γρήγορης νίκης» και καταστρώνει ένα εθνικοαπελευθερωτικό σχέδιο που συνθέτει στοιχεία των δύο σε ένα ενιαίο πρόταγμα, το οποίο θέτει ως προοπτική για έναν μακρύ και δύσκολο αγώνα.
Πώς όλα αυτά μπορούν να μας χρησιμεύσουν στην Ελλάδα του 2010, μια παρηκμασμένη ημι-αποικία χρέους, με μεγέθη και δυνάμεις που ούτε κατά διάνοια συγκρίνονται με την περίπτωση της Κίνας;
Η μορφή που τείνει να πάρει η δημόσια αντιπαράθεση γύρω από τις τύχες της χώρας μας, υπό ριζικά διαφορετικές συνθήκες και περιστάσεις, μοιάζουν –τηρουμένων των αναλογιών– πολύ με εκείνη που αντιμετώπιζε ο Μάο στην Κίνα της εποχής.
Κι εδώ, έχουμε τα «πάντσερ» του ρεαλισμού, την «γερμανική Ευρώπη», την Τρόικα και την τρικομματική κυβέρνηση, που υποστηρίζουν ότι η «αποικία χρέους» είναι το μόνο φάρμακο για τη θεραπεία της βαριά άρρωστης, παραπαίουσας Ελλάδας.
Από την άλλη, στους κόλπους των αντιμνημονιακών δυνάμεων, ήδη από την πρώτη στιγμή που ξέσπασε η ελληνική κρίση, αναπτύσσονται γοργά ιδεολογικές εκφράσεις του συνδρόμου της «εύκολης επικράτησης», με κυρίαρχη αυτή του μετώπου της Δραχμής, από τον Αλαβάνο και δυνάμεις της άκρας αριστεράς μέχρι ένα κομμάτι του Σύριζα.
Οι διαπιστώσεις του μετώπου εκκινούν από ορθή βάση, τον κοινό τόπο ότι η είσοδος της χώρας μας στο ευρώ υπήρξε καταστροφική για την ελληνική οικονομία, καθώς αποτέλειωσε τον παραγωγικό της ιστό και την μετέβαλε σε οικονομία της κατανάλωσης και των δανεικών. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν σημαίνει ότι η άμεση έξοδός της από το κοινό νόμισμα μπορεί να υλοποιηθεί ανέφελα και χωρίς μεγάλους κινδύνους, που απαιτούν μια σοβαρή προετοιμασία για μια τέτοια περίπτωση.
Δυστυχώς, είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Το πρώτο έγινε, και από την αρχή υπήρξαν ελάχιστες φωνές μέσα στην Ελλάδα –μαζί με τις οποίες, και του Άρδην – που υποστήριζαν τον αρνητικό χαρακτήρα αυτής της επιλογής.
Το δεύτερο, αντίθετα, αποτελεί μια μουσική του μέλλοντος, διότι το ευρώ, η Ε.Ε., μαζί με άλλους παράγοντες που επέδρασαν καθοριστικά στην Ελλάδα της ύστερης μεταπολίτευσης (μετανάστευση, κλεπτοκρατία, εκφυλισμός θεσμών και κοινωνίας, σάπισμα των αρχουσών τάξεων), έχουν δημιουργήσει αρνητικότατα προηγούμενα που μας δένουν τα χέρια σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι στις αρχές του 2000. Εν ολίγοις, όπως ισχύει και στους ναρκομανείς, η εξάρτηση είναι μια διαδικασία πολύ πιο εύκολη από την απεξάρτηση – και δυστυχώς το ίδιο έχει συμβεί και με τη νομισματική εξάρτηση της χώρας μας.
Όλα αυτά κρύβονται κάτω από την αβάσταχτη ελαφρότητα ενός απατηλού οικονομισμού, μέσα από αυτο-αναφορικούς συλλογισμούς που ξεκινούν από το ευρώ και… καταλήγουν σε αυτό, παρακάμπτοντας και υποτιμώντας τις υπόλοιπες διαστάσεις της ελληνικής κρίσης. Έτσι, ακόμα και το μεταναστευτικό αδιέξοδο της χώρας φορτώνεται συλλήβδην στο ευρώ, και όχι στην ιδιαίτερη γεωπολιτική της θέση, που την καθιστά γέφυρα –και διακύβευμα– μεταξύ Δύσης και Ανατολής².
Με αυτόν τον τρόπο, πίσω από την πανάκεια της δραχμής, εγκαταλείπονται όλα τα ενδιάμεσα στάδια που αποτελούν προϋποθέσεις για να διασφαλίσουν την ομαλή απεξάρτηση της Ελλάδας από την οικονομία του ευρώ, μια συνθήκη πολύ ευρύτερη από αυτό καθ’ αυτό το νόμισμα, που έχει γεωπολιτικές, γεω-οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές διαστάσεις.
Με αυτόν τον τρόπο, στο επίκεντρο της ιδεολογικο-πολιτικής αντιπαράθεσης που εξελίσσεται μέσα στη χώρα, από τη μια πλευρά είναι οι «χειρουργοί του ρεαλισμού», οι οποίοι, με το νυστέρι της Τρόικας, κόβουν κομματάκια τη χώρα στο όνομα του μονόδρομου της αποικίας χρέους, κι από την άλλη διαμορφώνεται ένα μέτωπο της δραχμής, που απογειώνεται από την ελληνική πραγματικότητα.
Ο συλλογικός μας εαυτός εγκλωβίζεται σε μια επαμφοτερίζουσα στάση: Από τη μια πλευρά κάμπτεται από τους απίστευτους εκβιασμούς της «γερμανικής Ευρώπης» και αναδιπλώνεται, με συνέπεια την προσωρινή κάμψη των ενεργών λαϊκών αντιδράσεων (τουλάχιστον από τον Φεβρουάριο του 2013 και μετά), οι οποίες διοχετεύονται μόνο στην ιδιότυπη φορολογική απεργία η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη -και η οποία αποτελεί μια μορφή ανταρτοπόλεμου ιδιαίτερα επικίνδυνη για το σύστημα. Από την άλλη, σαν τον «παροιμιώδη μέσο ανθρωπάκο» του Βολφ Μπίρμαν, «επαναστάσεις στα όνειρά του αναζητεί». Έτσι, σε καφενεία και σε σπίτια, σε προσωπικές συζητήσεις και σε πηγαδάκια, οι συζητήσεις για τη δραχμή λειτουργούν ως βάλσαμο στις πληγωμένες ψυχές μας.
Αυτός ο καταμερισμός συμφέρει σε τελευταία ανάλυση τη διακυβέρνηση της «νέας υποδούλωσης». Για δύο λόγους:
Πρώτον, διότι εντός των γερμανικών ελίτ συζητείται από την πρώτη στιγμή της ελληνικής κρίσης ένα σενάριο άμεσης εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη, όπως προκύπτει ακόμα και σήμερα από την πρόσφατη έκθεση της Bundestag, αφού βέβαια οργανωθεί η απομύζηση και η λεηλασία της χώρας. Στο πλαίσιο του σχεδίου αυτού, προβλέπεται η «υποβάθμιση» της Ελλάδας από ευρωπαϊκό σε βαλκανικό προτεκτοράτο, όπου βεβαίως η Γερμανία και οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές δυνάμεις δεν θα εγκαταλείψουν τη χώρα, αλλά θα συστήσουν μια νέα «ειδική σχέση» συγκυριαρχίας με τον νεο-οθωμανισμό, στα πρότυπα του… Κοσόβου και της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Τούτο, παραδόξως, το αναγνωρίζουν και αρκετοί υποστηρικτές της άμεσης εξόδου από το ευρώ, μόλο που ισχυρίζονται ότι οι ελίτ συζητούν κάτι τέτοιο από φόβο μήπως… χάσουν την πρωτοβουλία από το λαϊκό κίνημα και… βρεθούν προ αρνητικών γι’ αυτούς τετελεσμένων γεγονότων3.
Δεύτερον, διότι ο καταμερισμός ρεαλισμού και μη ρεαλισμού, του «συνετού ΝΑΙ» και του «καταστροφικού ΟΧΙ» λειτουργεί αρνητικά μέχρις στιγμής στα μυαλά των Ελλήνων, πείθοντάς τους να κάτσουν στ’ αβγά τους. Έτσι, μπορεί τα ποσοστά υποστήριξης του ευρώ να μειώνονται στις δημοσκοπήσεις, γεγονός που δεν είναι διόλου παράδοξο, καθώς η κοινωνία έχει γονατίσει από τον οικονομικό πόλεμο της γερμανικής Ευρώπης. Μα από την άλλη, ο Σαμαράς παραμένει ο «καταλληλότερος» και η τρικομματική κυβέρνηση επιβιώνει, ενώ, στην πρόσφατη ψηφοφορία για το πολυνομοσχέδιο του Απριλίου, δύο πρώην διαφωνούντες της ΝΔ επέστρεψαν στο κυβερνητικό μαντρί.
Επειδή λοιπόν το λεγόμενο «Μέτωπο της Δραχμής» αποτελεί φραγμό στην ανάπτυξη ενός πατριωτικού αντιμνημονιακού πόλου, θα πρέπει να γίνει μια συστηματική κριτική στις θεωρητικές και ιδεολογικές επεξεργασίες του έτσι όπως αυτές εκφράζονται στην πιο συστηματική τους μορφή, από το Μέτωπο Αλληλεγγύης και Ανατροπής (Μ.Α.Α.) του Αλέκου Αλαβάνου, τις μπροσούρες και τα βιβλία που έχει εκδώσει τον τελευταίο καιρό το Μέτωπο και οι συνομιλητές του. Ούτως ή άλλως, τα ΜΜΕ τους έχουν αναδείξει εσχάτως σε κύριους εκφραστές των θέσεων περί δραχμής.
Και αυτό διότι διαβλέπουμε τον κίνδυνο εγκλωβισμού ενός μεγάλου τμήματος των λεγόμενων αντιμνημονιακών δυνάμεων σε αυτήν τη θανάσιμη διελκυστίνδα, γεγονός εν τέλει καταστροφικό για τις προοπτικές διαμόρφωσης ενός αντιστασιακού κινήματος απελευθέρωσης της χώρας.
2. Ελλάδα όπως Αμερική;
Ένα από τα πρώτα πράγματα που ξενίζουν στο, λόγο και τα γραπτά του Μ.Α.Α., είναι η απουσία «συγκεκριμένης ανάλυσης της συγκεκριμένης κατάστασης» στα επιχειρήματά του. Αυτά οργανώνονται σχεδόν σα να μην έχουν να κάνουν με την ελληνική πραγματικότητα, βάσει μιας ασύντακτης και ασυνάρτητης περιπτωσιολογίας. Το παρακάτω απόσπασμα, παρμένο από την πρόσφατη έκδοση του Μ.Α.Α., Μόνος δρόμος είναι ο δεύτερος δρόμος: Ευρώ η Δραχμή; Σχέδιο Β, είναι χαρακτηριστικό:
Δηλαδή άρνηση του μνημονίου σημαίνει και άρνηση του ευρώ;
Ακριβώς. Άρνηση του Μνημονίου σημαίνει και άρνηση του ευρώ.
Μας φοβίζει αυτή η αλλαγή. Έχει ξαναγίνει κάτι τέτοιο στη διεθνή οικονομική ιστορία;
Ναι. Στην Μεγάλη κρίση του 1929. Το ρόλο του ευρώ είχε τότε παγκοσμίως ο χρυσός. Υπήρχαν τα εθνικά νομίσματα, αλλά ήταν ανταλλάξιμα σε σταθερή αξία με τον χρυσό. Αυτό τα έκανε «σκληρά» νομίσματα, όπως τώρα με το ευρώ. Η μια μετά την άλλη, όλες ανεξαίρετα οι χώρες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τον κανόνα του χρυσού, να απελευθερώσουν την ισοτιμία τους, να ανακτήσουν τη νομισματική τους πολιτική, να αναζωογονήσουν την παραγωγή τους. Αυτό συνέβαλε ώστε η Αμερική να βγει από τη μεγαλύτερη κρίση στην ιστορία της4.
Έτσι, ως κύριο παράδειγμα αναφέρεται η… Αμερική του 1929, σαν να υπάρχει έστω και η παραμικρή αναλογία μεταξύ της δικής μας κοινωνίας, η οποία βιώνει τη βαθύτερη υπαρξιακή κρίση της νεώτερης ιστορίας της, και της… τότε ανερχόμενης παγκόσμιας ηγεμονικής δύναμης. Και, ακόμα περισσότερο, ως εάν η εγκατάλειψη του χρυσού κανόνα να είναι ταυτόσημη με την έξοδο από μια οικονομική ένωση όπως η ζώνη του ευρώ, η οποία δεν είναι απλώς νομισματική.
Έτσι, αποσιωπούνται τα βαθύτερα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας. Διότι το πρόβλημά μας δεν είναι μόνο το χρέος και η νομισματική εξάρτηση, αλλά οι βαθύτεροι παράγοντες που μας έχουν ωθήσει σε αυτήν την κατάσταση: Η κρίση μας είναι πριν από όλα γεωπολιτική – η είσοδος στην ΕΟΚ (ΕΕ σήμερα), το 1981, έγινε αποδεκτή και από τον Ανδρέα Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ ως αντίβαρο στην τουρκική επιθετικότητα. δημογραφική, με τον πληθυσμό να μειώνεται διαρκώς και τις νεώτερες γενιές να εγκαταλείπουν ταχύτατα τη χώρα την ίδια στιγμή που παροξύνεται το μεταναστευτικό. πολιτιστική, με την κατάρρευση των συλλογικών αντιστασιακών αντανακλαστικών της κοινωνίας. και κοινωνική, καθώς η συνοχή των λαϊκών στρωμάτων έχει διαλυθεί, οι κοινωνικές τάξεις φυλλορροούν κατακερματισμένες ενώ στην κοινωνική βάση εξελίσσεται με γοργούς ρυθμούς το μεταναστευτικό αδιέξοδο.
Η απουσία «συγκεκριμένης ανάλυσης της συγκεκριμένης κατάστασης» φαίνεται κιόλας από τις προκαταρκτικές διασαφηνίσεις του «Σχεδίου», πρώτα και πάνω απ’ όλα στην αοριστία με την οποία περιγράφεται το κοινωνικό υποκείμενο που θ’ αναλάβει να φέρει σε πέρας τη ρήξη και τον ριζικό μετασχηματισμό:
Στο βαθμό που στην Ελλάδα, στην εποχή μας, σε μια τέτοια αλλαγή πρωταγωνιστήσουν και ενισχυθούν οι δυνάμεις της εργασίας, τα πράγματα μπορούν να πάρουν πολύ καλύτερη τροπή όσον αφορά την οικονομική ανάπτυξη και το κοινωνικό κράτος σε όφελος της κοινωνικής πλειονότητας και, γιατί όχι, να δημιουργηθεί ένα νέο υπόδειγμα κοινωνικού συστήματος5.
Οι «δυνάμεις της εργασίας», λοιπόν, γενικά κι αόριστα, σε μια κοινωνία όπου, για πρώτη φορά μετά την γερμανική Κατοχή στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο οικονομικά ανενεργός πληθυσμός έχει ξεπεράσει στο σύνολό του όσους εργάζονται. Όσο γι’ αυτούς που έχουν ακόμα την τύχη να εργάζονται, παραμένουν δέσμιοι μιας παρασιτικής, κατακερματισμένης αγοράς εργασίας, στην οποία κυριαρχούν οι ρημαγμένες μικρομεσαίες επιχειρήσεις, το υπό αποδιάρθρωση δημόσιο, μέσα σ’ ένα κλίμα σαρωτικής αποψίλωσης των εργασιακών δικαιωμάτων και –το χειρότερο– καθολικής απονομιμοποίησης των συνδικάτων, και εν γένει όλων των συλλογικών υποκειμένων, κοινωνικών ή πολιτικών, που υποτίθεται ότι λειτουργούν προς υπεράσπιση του αποκαλούμενου κόσμου της εργασίας. Δεν είναι άραγε δείκτης μιας κατάστασης ότι οι νέοι άνεργοι, πολλοί από αυτούς πτυχιούχοι, στρώματα δηλαδή που σε άλλες χώρες αποτελούν την πρωτοπορία των ανατρεπτικών κοινωνικών κινημάτων (από τις ΗΠΑ και το Occupy Wall Street, μέχρι τους Αγανακτισμένους της Πουέρτα Ντε Σολ, ή τους Γκριλίνι στην Ιταλία) εγκαταλείπουν τη χώρα;
Απέναντι σ’ αυτήν την πραγματικότητα, οι υποστηρικτές του «Δεύτερου Δρόμου…» καταφεύγουν σε απίστευτα επιχειρήματα του τύπου:
Στην Ελλάδα οι μισθωτοί αποτελούσαν το 2012 το 63,3% των απασχολούμενων, φτάνοντας τα 2,4 εκατομμύρια, ενώ οι άνεργοι άγγιζαν το 26% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, φτάνοντας το 1,3 εκατομμύριο. Αν αφαιρέσει κανείς τα προνομιούχα στρώματα των μισθωτών, που ανήκουν από την άποψη των αποδοχών τους και της θέσης τους στην παραγωγή στα αστικά και μικροαστικά στρώματα, η ελληνική εργατική τάξη υπολογίζεται ότι υπερβαίνει το 60% του ενεργού πληθυσμού6.
Και βέβαια εννοούν όλους τους μισθωτούς, ανεξάρτητα από το αν απασχολούνται στο δημόσιο, στον ιδιωτικό τομέα, σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις που απασχολούν μέχρι 5 εργαζόμενους κ.ο.κ. Διότι πίσω από αυτό το καθαρά στατιστικό μέγεθος, το οποίο μάλιστα είναι τραβηγμένο από τα μαλλιά, κρύβεται κάθε δυνατή εργασιακή συνθήκη (από εξασφαλισμένες μέχρι οιονεί δουλοκτητικές μορφές απασχόλησης). Και όχι βέβαια μια τάξη με συνοχή και συνείδηση του εαυτού της. Και επί πλέον αποκρύβεται το γεγονός ότι η καθ’ αυτό εργατική τάξη στη χώρα, στις χειρωνακτικές εργασίες, στην οικοδομή, το εργοστάσιο, το χωράφι, αποτελείται από ξένους εργάτες που σε ελάχιστο ή μηδενικό βαθμό ταυτίζονται με τις τύχες της χώρας και της εργατικής τάξης, και στην πλειοψηφία τους βιώνουν την παρουσία τους εδώ ως απολύτως προσωρινή. Και οι οποίοι παρεμπιπτόντως είναι μάλλον «φανατικοί» του ευρώ διότι αυτό έχει αντίκρισμα στις χώρες τους.
Εύλογα αναρωτιέται, λοιπόν, κανείς ποιες ακριβώς είναι αυτές οι κοινωνικές δυνάμεις που θα φέρουν σε πέρας αυτήν την μεγάλη ρήξη, ποιο είναι το κοινωνικό μπλοκ που διαθέτει τόση συνοχή ώστε ν’ αντέξει την πολύμηνη αστάθεια που μια τέτοια ρήξη συνεπάγεται, και θα καταφέρει να επιβάλει τις ριζοσπαστικές λύσεις που θα επιτρέψουν τη διαμόρφωση αυτού του «νέου κοινωνικού συστήματος».
Ζήτημα που είναι κεφαλαιώδους σημασίας, διότι η ιστορία έχει αποδείξει ότι δεν υπάρχει πιο επικίνδυνο πράγμα για τις λαϊκές τάξεις, και εν τέλει για μια κοινωνία, από μια ανολοκλήρωτη ρήξη, από μια ανατρεπτική διαδικασία που «μένει από καύσιμα» στη μέση του δρόμου. Διότι τότε διακυβεύονται τα πάντα, από μια μεγάλης έκτασης κοινωνική καταστροφή, μέχρι μια βίαιη αναδίπλωση που μεταβάλλει την ρήξη στο αντίθετό της, σε μια σφοδρή αντεπανάσταση, μια «παλινόρθωση» της αποικίας χρέους, στην περίπτωσή μας, με πολύ στυγνότερους όρους.
Δηλαδή άρνηση του μνημονίου σημαίνει και άρνηση του ευρώ;
Ακριβώς. Άρνηση του Μνημονίου σημαίνει και άρνηση του ευρώ.
Μας φοβίζει αυτή η αλλαγή. Έχει ξαναγίνει κάτι τέτοιο στη διεθνή οικονομική ιστορία;
Ναι. Στην Μεγάλη κρίση του 1929. Το ρόλο του ευρώ είχε τότε παγκοσμίως ο χρυσός. Υπήρχαν τα εθνικά νομίσματα, αλλά ήταν ανταλλάξιμα σε σταθερή αξία με τον χρυσό. Αυτό τα έκανε «σκληρά» νομίσματα, όπως τώρα με το ευρώ. Η μια μετά την άλλη, όλες ανεξαίρετα οι χώρες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τον κανόνα του χρυσού, να απελευθερώσουν την ισοτιμία τους, να ανακτήσουν τη νομισματική τους πολιτική, να αναζωογονήσουν την παραγωγή τους. Αυτό συνέβαλε ώστε η Αμερική να βγει από τη μεγαλύτερη κρίση στην ιστορία της4.
Έτσι, ως κύριο παράδειγμα αναφέρεται η… Αμερική του 1929, σαν να υπάρχει έστω και η παραμικρή αναλογία μεταξύ της δικής μας κοινωνίας, η οποία βιώνει τη βαθύτερη υπαρξιακή κρίση της νεώτερης ιστορίας της, και της… τότε ανερχόμενης παγκόσμιας ηγεμονικής δύναμης. Και, ακόμα περισσότερο, ως εάν η εγκατάλειψη του χρυσού κανόνα να είναι ταυτόσημη με την έξοδο από μια οικονομική ένωση όπως η ζώνη του ευρώ, η οποία δεν είναι απλώς νομισματική.
Έτσι, αποσιωπούνται τα βαθύτερα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας. Διότι το πρόβλημά μας δεν είναι μόνο το χρέος και η νομισματική εξάρτηση, αλλά οι βαθύτεροι παράγοντες που μας έχουν ωθήσει σε αυτήν την κατάσταση: Η κρίση μας είναι πριν από όλα γεωπολιτική – η είσοδος στην ΕΟΚ (ΕΕ σήμερα), το 1981, έγινε αποδεκτή και από τον Ανδρέα Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ ως αντίβαρο στην τουρκική επιθετικότητα. δημογραφική, με τον πληθυσμό να μειώνεται διαρκώς και τις νεώτερες γενιές να εγκαταλείπουν ταχύτατα τη χώρα την ίδια στιγμή που παροξύνεται το μεταναστευτικό. πολιτιστική, με την κατάρρευση των συλλογικών αντιστασιακών αντανακλαστικών της κοινωνίας. και κοινωνική, καθώς η συνοχή των λαϊκών στρωμάτων έχει διαλυθεί, οι κοινωνικές τάξεις φυλλορροούν κατακερματισμένες ενώ στην κοινωνική βάση εξελίσσεται με γοργούς ρυθμούς το μεταναστευτικό αδιέξοδο.
Η απουσία «συγκεκριμένης ανάλυσης της συγκεκριμένης κατάστασης» φαίνεται κιόλας από τις προκαταρκτικές διασαφηνίσεις του «Σχεδίου», πρώτα και πάνω απ’ όλα στην αοριστία με την οποία περιγράφεται το κοινωνικό υποκείμενο που θ’ αναλάβει να φέρει σε πέρας τη ρήξη και τον ριζικό μετασχηματισμό:
Στο βαθμό που στην Ελλάδα, στην εποχή μας, σε μια τέτοια αλλαγή πρωταγωνιστήσουν και ενισχυθούν οι δυνάμεις της εργασίας, τα πράγματα μπορούν να πάρουν πολύ καλύτερη τροπή όσον αφορά την οικονομική ανάπτυξη και το κοινωνικό κράτος σε όφελος της κοινωνικής πλειονότητας και, γιατί όχι, να δημιουργηθεί ένα νέο υπόδειγμα κοινωνικού συστήματος5.
Οι «δυνάμεις της εργασίας», λοιπόν, γενικά κι αόριστα, σε μια κοινωνία όπου, για πρώτη φορά μετά την γερμανική Κατοχή στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο οικονομικά ανενεργός πληθυσμός έχει ξεπεράσει στο σύνολό του όσους εργάζονται. Όσο γι’ αυτούς που έχουν ακόμα την τύχη να εργάζονται, παραμένουν δέσμιοι μιας παρασιτικής, κατακερματισμένης αγοράς εργασίας, στην οποία κυριαρχούν οι ρημαγμένες μικρομεσαίες επιχειρήσεις, το υπό αποδιάρθρωση δημόσιο, μέσα σ’ ένα κλίμα σαρωτικής αποψίλωσης των εργασιακών δικαιωμάτων και –το χειρότερο– καθολικής απονομιμοποίησης των συνδικάτων, και εν γένει όλων των συλλογικών υποκειμένων, κοινωνικών ή πολιτικών, που υποτίθεται ότι λειτουργούν προς υπεράσπιση του αποκαλούμενου κόσμου της εργασίας. Δεν είναι άραγε δείκτης μιας κατάστασης ότι οι νέοι άνεργοι, πολλοί από αυτούς πτυχιούχοι, στρώματα δηλαδή που σε άλλες χώρες αποτελούν την πρωτοπορία των ανατρεπτικών κοινωνικών κινημάτων (από τις ΗΠΑ και το Occupy Wall Street, μέχρι τους Αγανακτισμένους της Πουέρτα Ντε Σολ, ή τους Γκριλίνι στην Ιταλία) εγκαταλείπουν τη χώρα;
Απέναντι σ’ αυτήν την πραγματικότητα, οι υποστηρικτές του «Δεύτερου Δρόμου…» καταφεύγουν σε απίστευτα επιχειρήματα του τύπου:
Στην Ελλάδα οι μισθωτοί αποτελούσαν το 2012 το 63,3% των απασχολούμενων, φτάνοντας τα 2,4 εκατομμύρια, ενώ οι άνεργοι άγγιζαν το 26% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, φτάνοντας το 1,3 εκατομμύριο. Αν αφαιρέσει κανείς τα προνομιούχα στρώματα των μισθωτών, που ανήκουν από την άποψη των αποδοχών τους και της θέσης τους στην παραγωγή στα αστικά και μικροαστικά στρώματα, η ελληνική εργατική τάξη υπολογίζεται ότι υπερβαίνει το 60% του ενεργού πληθυσμού6.
Και βέβαια εννοούν όλους τους μισθωτούς, ανεξάρτητα από το αν απασχολούνται στο δημόσιο, στον ιδιωτικό τομέα, σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις που απασχολούν μέχρι 5 εργαζόμενους κ.ο.κ. Διότι πίσω από αυτό το καθαρά στατιστικό μέγεθος, το οποίο μάλιστα είναι τραβηγμένο από τα μαλλιά, κρύβεται κάθε δυνατή εργασιακή συνθήκη (από εξασφαλισμένες μέχρι οιονεί δουλοκτητικές μορφές απασχόλησης). Και όχι βέβαια μια τάξη με συνοχή και συνείδηση του εαυτού της. Και επί πλέον αποκρύβεται το γεγονός ότι η καθ’ αυτό εργατική τάξη στη χώρα, στις χειρωνακτικές εργασίες, στην οικοδομή, το εργοστάσιο, το χωράφι, αποτελείται από ξένους εργάτες που σε ελάχιστο ή μηδενικό βαθμό ταυτίζονται με τις τύχες της χώρας και της εργατικής τάξης, και στην πλειοψηφία τους βιώνουν την παρουσία τους εδώ ως απολύτως προσωρινή. Και οι οποίοι παρεμπιπτόντως είναι μάλλον «φανατικοί» του ευρώ διότι αυτό έχει αντίκρισμα στις χώρες τους.
Εύλογα αναρωτιέται, λοιπόν, κανείς ποιες ακριβώς είναι αυτές οι κοινωνικές δυνάμεις που θα φέρουν σε πέρας αυτήν την μεγάλη ρήξη, ποιο είναι το κοινωνικό μπλοκ που διαθέτει τόση συνοχή ώστε ν’ αντέξει την πολύμηνη αστάθεια που μια τέτοια ρήξη συνεπάγεται, και θα καταφέρει να επιβάλει τις ριζοσπαστικές λύσεις που θα επιτρέψουν τη διαμόρφωση αυτού του «νέου κοινωνικού συστήματος».
Ζήτημα που είναι κεφαλαιώδους σημασίας, διότι η ιστορία έχει αποδείξει ότι δεν υπάρχει πιο επικίνδυνο πράγμα για τις λαϊκές τάξεις, και εν τέλει για μια κοινωνία, από μια ανολοκλήρωτη ρήξη, από μια ανατρεπτική διαδικασία που «μένει από καύσιμα» στη μέση του δρόμου. Διότι τότε διακυβεύονται τα πάντα, από μια μεγάλης έκτασης κοινωνική καταστροφή, μέχρι μια βίαιη αναδίπλωση που μεταβάλλει την ρήξη στο αντίθετό της, σε μια σφοδρή αντεπανάσταση, μια «παλινόρθωση» της αποικίας χρέους, στην περίπτωσή μας, με πολύ στυγνότερους όρους.
3. «Πόλεμος με το διεθνές κεφάλαιο»;
Οι υποστηρικτές του Σχεδίου Β’ φαίνεται να έχουν επίγνωση για τι πράγμα μιλούν, όταν υποστηρίζουν την άμεση έξοδο από το ευρώ. Έτσι, οι ίδιοι περιγράφουν κάπως έτσι αυτό που προτείνουν: «Σε συνδυασμό με τη μονομερή ακύρωση των μνημονίων και την αθέτηση πληρωμών, με στόχο τη διαγραφή όλου ή τουλάχιστον του μεγαλύτερου μέρους του επαχθούς χρέους, μια τέτοια απόφαση θα ισοδυναμούσε με κήρυξη πολέμου στο διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο»7.
Η άμεση έξοδος από το ευρώ, σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα μέτρα που αυτή προϋποθέτει θα διαμορφώσει μια ιδιαίτερα κρίσιμη κατάσταση, μέσα στην οποία τα προτεινόμενα εργαλεία του «σχεδίου Β» πρέπει οπωσδήποτε να δουλέψουν, ειδάλλως θα βρεθούμε μπροστά σε μια μεγάλη κοινωνική και εθνική καταστροφή. Μέσα σε τέτοιες συνθήκες, πέρα από το ζήτημα του υποκειμένου που θα αναλάβει να φέρει σε πέρας αυτήν την διαδικασία, θα πρέπει να έχουν διασφαλιστεί τα κρατικά και άλλα εργαλεία ώστε να αποτραπούν φαινόμενα μαζικής φυγής κεφαλαίων, ανεξέλεγκτης υποτίμησης του εθνικού νομίσματος λόγω (εσκεμμένης) αντίδρασης των διεθνών αγορών, (εκούσιας ή ακούσιας) κατάρρευσης των εισαγωγών, που θα οδηγούσαν σε έλλειψη βασικών προϊόντων, ενεργειακών πόρων ή άλλων πρώτων υλών. Τι έχουν να μας πουν ως προς αυτά οι συγγραφείς της έκδοσης του «Μετώπου…»;
Ποια θα είναι η υποτίμηση του νέου εθνικού νομίσματος σε σχέση με το ευρώ;
Κριτήριο για την αξία του εθνικού νομίσματος είναι ένα και μόνο: «Πώς να μειώσω ταχύτατα και αποτελεσματικά την ανεργία, να αποψύξω την αγορά και να σταθεροποιήσω συγχρόνως την οικονομία», δηλαδή, ένα νόμισμα εργαλείο για δουλειές και παραγωγή. Μια απάντηση σε αυτό θα μπορούσε να είναι ότι τη στιγμή της αλλαγής, για λόγους τεχνικής διευκόλυνσης, η ισοτιμία θα είναι 1 ευρώ = 1 δραχμή. Μπορεί να ακολουθήσει η προγραμματισμένη υποτίμηση της δραχμής, για να σταθεροποιηθεί σε μια ισοτιμία περίπου 1 ευρώ = 1,5 δραχμή. Αυτή είναι μια γενική σκιαγράφηση. Χρειάζεται επειγόντως ένα σχέδιο Β […]. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 η Ελλάδα προχώρησε σε νομισματική υποτίμηση της τάξης του 100%, το δολάριο πήγε από τις 15 στις 30 δραχμές. Η Ελλάδα πήρε το δρόμο προς την ανάπτυξη –τότε όμως ήταν σε όφελος των ισχυρών και όχι των εργαζόμενων8.
…Αντιπαρέρχομαι τις κατηγορίες περί του «λόμπι της δραχμής» που επαναλαμβάνουν ΠΑΣΟΚ, ΝΔ κι ακόμη ΔΗΜΑΡ και ΛΑΟΣ, οι οποίοι ευθύνονται για τη φτώχεια και τη χρεοκοπία, για δύο λόγους: πρώτον, γιατί απλώς δεν υφίσταται τέτοιο κέντρο που να «χτίζει θέσεις» εκτός Ελλάδας με εξαγωγή κεφαλαίων, ώστε σε περίπτωση νομισματικής μετατροπής να ωφεληθεί. Δεύτερον, ακόμη κι αν υπάρχει, είναι σημαντικά υποδεέστερο πολιτικά και οικονομικά από το «λόμπι του ευρώ», δηλαδή τμήματα του κεφαλαίου που εκμεταλλεύονται το υπάρχον καθεστώς ασυδοσίας στην κίνηση κεφαλαίων και ετοιμάζονται με τις ιδιωτικοποιήσεις να εξαγοράσουν τα πάντα […]. Συνεχίζοντας τον προβληματισμό περί «λόμπι της δραχμής», πρέπει να πούμε ότι ακόμη κι αν υφίσταται ως δυνατότητα πανεύκολα καθίσταται ανενεργή, αν τεθούν φραγμοί στην κίνηση κεφαλαίων έτσι ώστε, για παράδειγμα, κάθε εισαγωγή κεφαλαίων να οφείλει να δικαιολογήσει την τοποθέτησή της, οπότε σχέδια εξαγορών γης, κατοικιών, και μονάδων θα απαγορευτούν ή με την επιβολή ειδικών προστίμων θα γίνουν εντελώς ασύμφορα. Εργαλεία που τα χρησιμοποιούν κατά κόρον η Αργεντινή και η Βραζιλία, τα τελευταία χρόνια, για να αναχαιτίσουν την πλημμυρίδα ρευστού που απελευθερώνει η ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ, με τα μέτρα νομισματικής χαλάρωσης. Δεν γίνεται επομένως Αλβανία, όποια χώρα μετέρχεται τέτοιων μέσων, όπως συνήθως λέγεται9.
Το μέτρο «τεχνικής φύσης» είναι ο διοικητικός καθορισμός της συναλλαγματικής ισοτιμίας της νέας δραχμής για ένα μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα, έτσι ώστε να αποτραπούν φαινόμενα σαν κι αυτά που βλέπουμε στο Ιράν. [..]. Στην Ελλάδα, το συνάλλαγμα που έρχεται κάθε χρόνο από τον τουρισμό μπορεί να λύσει πρακτικά προβλήματα στις διεθνείς συναλλαγές της χώρας10.
…Οι εκτιμήσεις επικαλούνται περιπτώσεις και πραγματικότητες που αφορούν οποιαδήποτε άλλη χώρα εκτός από την σύγχρονη Ελλάδα. Διαβάζουμε για μια τεχνητή υποτίμηση, η οποία θα γίνει ελεγχόμενη από το 1:1 στο 1:1,5, ως εάν ένα κράτος να μπορεί να αποφασίζει εντελώς μόνο του την αξία ανταλλαγής του νομίσματός του με τα άλλα στην παγκόσμια αγορά. Σα να μην εκφράζει αυτή την αξία του παραγόμενου πλούτου, των προϊόντων που ανταλλάσσονται. Σα να είναι στην ευχέρεια των κρατικών αξιωματούχων να αποφασίζουν που θα αρχίσει και που θα τελειώσει η υποτίμηση. Ή μήπως οι άλλες χώρες θα δεχτούν αδιαμαρτύρητα να συναλλάσσονται σε μια πλασματική ισοτιμία η οποία ορίζεται από μια κυβέρνηση που έχει έρθει σε ρήξη με το διεθνές χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο;
Απέναντι σε αυτά τα ερωτήματα, και ως επιχείρημα που στηρίζει τη βιωσιμότητα μιας τέτοιας πρότασης, αναφέρεται η… Ελλάδα του Πιουριφόι, το αμερικάνικο μετεμφυλιακό προτεκτοράτο και η δραστική υποτίμηση που εισηγήθηκε ο Σ. Μαρκεζίνης στις αρχές της δεκαετίας του 1950! Όσο για τις πραγματικές δυνατότητες άντλησης συναλλάγματος, επιστρέφουμε στον «ρεαλισμό» του… τουρισμού!…
Κατά τα άλλα, εντοπίζεται η ίδια η ανεδαφικότητα των επιχειρημάτων: Στις προσπάθειες που έγιναν για τον κρατικό έλεγχο της κίνησης των κεφαλαίων, γίνεται επίκληση της Βραζιλίας και της Αργεντινής – κι αυτό υποτίθεται αρκεί για να μας πείσει ότι η Ελλάδα «δεν θα γίνει Αλβανία» σύμφωνα με τους συντάκτες του… Δεύτερου Δρόμου. Κι όμως, η Βραζιλία και η Αργεντινή, για να καταφέρουν να βάλουν το κράτος να λειτουργήσει προς αυτήν την κατεύθυνση, είχαν κάτι το οποίο προς το παρόν η χώρα μας δεν διαθέτει: Δηλαδή μια «εθνική αστική τάξη» η οποία στήριζε την αποφασιστικότητά της στο γεγονός ότι οι δύο χώρες αποτελούν υπαρκτές παραγωγικές δυνάμεις, και η οποία κατάφερε στην κρίσιμη στιγμή να καταλάβει τον κρατικό μηχανισμό και να επιβάλει πολιτικές προς αυτή την κατεύθυνση.
Εδώ τι έχουμε; Έχουμε τις πιο ενδοτικές άρχουσες τάξεις στην ελληνική ιστορία (και ίσως, στο παγκόσμιο γίγνεσθαι) και ταυτόχρονα έναν κρατικό μηχανισμό απολύτως απαξιωμένο. Πράγμα για το οποίο έχει φροντίσει αρκούντως η Τρόικα και οι πολιτικές του μνημονίου, οι οποίες έχουν καταστρέψει σχεδόν ολοκληρωτικά τους κρατικούς φοροεισπρακτικούς μηχανισμούς, και ευρύτερα την ιδεολογική-ηθική νομιμοποίηση του κράτους να παρεμβαίνει στην οικονομική ζωή: Διότι κανείς πλέον δεν θεωρεί ότι κάτι τέτοιο γίνεται προς το συμφέρον του λαού, και του τόπου. Δυστυχώς, τέσσερα χρόνια μνημονίου έχουν διαμορφώσει μια διάχυτη αντίληψη (που ούτως ή άλλως έλαθε στο υπόστρωμα της ελληνικής κοινωνίας, λόγω της ιδιαίτερης ιστορικής της πορείας) κράτους ενάντια στο έθνος. Αυτή η αντίληψη δεν μπορεί να αποκατασταθεί (μόνο) με μια πολιτική αλλαγή, μια αλλαγή στους θώκους της εξουσίας: Οι θεσμοί της 3ης ελληνικής δημοκρατίας έχουν σαπίσει εντελώς, είναι ολοκληρωτικά απονομιμοποιημένοι στα μάτια της ελληνικής κοινωνίας και είναι εξαιρετικά δύσκολο με μόνο μια αλλαγή από τα πάνω να μεταμορφωθούν σε καλολαδωμένα εργαλεία υπεράσπισης της χώρας στο πλαίσιο της «κήρυξης πολέμου με το διεθνές κεφάλαιο».
Για ανάλογους λόγους, σε μια πολύ διαφορετική χώρα, τη Βενεζουέλα, που μάλιστα είχε το προνόμιο της εξαγωγής των ενεργειακών πόρων σε μια συγκυρία που οι τιμές τους εκτοξεύονταν διεθνώς, ο Ούγκο Τσάβες προτίμησε, σε αντίθεση με τους εν Ελλάδι υποστηρικτές του, να μην προχωρήσει σε άμεσες ρήξεις. Έτσι, δεν εθνικοποίησε, με την άνοδό του στην εξουσία, τις ιδιωτικοποιημένες εταιρείες διύλισης, ούτε χτύπησε άμεσα την κρατική γραφειοκρατία που είχε τον πρώτο λόγο στην εξόρυξη του πετρελαίου. Κι αυτό διότι φοβήθηκε ότι το «ραντιέρικο κράτος», το οποίο κυβερνούσε και το οποίο ελέγχονταν ολοκληρωτικά από τις άρχουσες τάξεις, δεν θα τον ακολουθούσε σε μια τέτοια άμεση σύγκρουση. Γι’ αυτό και ξεκίνησε μεθοδικά από το 1998, ν’ αλλάζει το Σύνταγμα, να φτιάχνει νέους θεσμούς και να συγκροτεί σταδιακά ένα κοινωνικό-πολιτικό μπλοκ που θα του επέτρεπε να φέρει σε πέρας αυτή τη σύγκρουση. Αυτή, μάλιστα, προέκυψε στην πορεία, όταν ο ξένος παράγοντας και οι ελίτ δοκίμασαν να τον ρίξουν με αλλεπάλληλα πραξικοπήματα, και με «δοτές» απεργίες της ελεγχόμενης συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας του πετρελαϊκού τομέα. Όταν δηλαδή τέθηκε ζήτημα επιβίωσης και συνέχειας του βολιβαριανού εγχειρήματος. Κι αν έτσι έπραξε η πετρελαιοπαραγωγός Βενεζουέλα, είναι εξαιρετικά ανεδαφικό να περιγράφει κανείς μια ενδεχόμενη «αντιμνημονιακή αλλαγή» στην Ελλάδα, με λόγια που παραπέμπουν σ’ έναν μεσσιανισμό παλαιο-κομμουνιστικής κοπής που προσιδιάζει σε «έφοδο προς τα χειμερινά ανάκτορα»:
Ακόμα κι αν καταρρεύσει η εσωτερική Τρόικα, δίνοντας τη θέση της σε μια αριστερή κυβέρνηση, τα πιο δύσκολα δεν θα είναι πίσω μας, αλλά μπροστά μας. Ασφαλώς, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν εννοεί να δρομολογήσει μια καθεστωτική αλλαγή με κατεύθυνση το σοσιαλισμό. Ωστόσο, αν επιμένει έστω και στο ελάχιστο των διακηρύξεών της, καταργώντας τα Μνημόνια και τους εφαρμοστικούς νόμους, με διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, θα προκαλέσει μια μεγάλη ρήξη. Φαντάζεται κανείς ότι η Γερμανία και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο θα καταπιούν αδιαμαρτύρητα μια τέτοια επιλογή, που θα δώσει το «κακό παράδειγμα» σε όλα τα καταχρεωμένα κράτη της Ευρώπης και του κόσμου; Την επόμενη κιόλας ημέρα θα κόψουν τη δανειοδότηση, όπως και όλες τις κοινοτικές επιδοτήσεις, ενώ η ελληνική ολιγαρχία θα διώχνει τα κεφάλαιά της στο εξωτερικό. Θέλει, δε θέλει, μια αριστερή κυβέρνηση που θα βρεθεί σε παρόμοια κατάσταση θα αναγκαστεί μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα να φύγει από το ευρώ, να κόψει δραχμές, να εφαρμόσει ελέγχους στο συνάλλαγμα και να εθνικοποιήσει τις τράπεζες.
Με άλλα λόγια, η αριστερή κυβέρνηση θα έχει μπροστά της μόνο δύο επιλογές. Είτε να αναδιπλωθεί άτακτα κάτω από την πίεση αβυσσαλέων δυνάμεων της εσωτερικής και διεθνούς αντίδρασης, προδίδοντας τις λαϊκές ελπίδες, για να καταρρεύσει πολύ γρήγορα. Είτε να δρομολογήσει βαθύτατες ριζοσπαστικές αλλαγές, που θα τη θέσουν σε τροχιά ιστορικής σύγκρουσης με την ελληνική ολιγαρχία και τον ιμπεριαλισμό. Μια σύγκρουση, που δεν θα λυθεί ήρεμα και παστρικά, με μια ψηφοφορία στο κοινοβούλιο, αλλά θα κριθεί κυρίως στους δρόμους, στις επιχειρήσεις και στους στρατώνες, σ’ έναν αγώνα ζωής ή θανάτου, για την πραγματική και όχι μόνο την κοινοβουλευτική εξουσία11.
Κι όμως, ακόμα και στην… επαναστατημένη Ρωσία, όπου μάλιστα υπήρχαν οι… μπολσεβίκοι και ο… Λένιν, και όχι απλώς λέσχες συζήτησης, υπό διαμόρφωση πολιτικές οργανώσεις και… δημοσιογράφοι που εισηγούνται την «έφοδο προς τον ουρανό», αυτός ο «αγώνας ζωής και θανάτου» σήμαινε μια μακροχρόνια κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, την εξάπλωση της πείνας στη χώρα, έναν εμφύλιο πόλεμο, την εισβολή ξένων στρατευμάτων στη χώρα, και όλα όσα ακολούθησαν το 1917. Εδώ, όμως, μια τέτοια σύγκρουση συζητείται σα να βρισκόμαστε σε μάτριξ, όπου όλα συμβαίνουν ταυτόχρονα, αυτόματα, με μια απίστευτη ελαφρότητα, δίχως ν’ αγγίζουν τον πραγματικό κόσμο.
Η άμεση έξοδος από το ευρώ, σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα μέτρα που αυτή προϋποθέτει θα διαμορφώσει μια ιδιαίτερα κρίσιμη κατάσταση, μέσα στην οποία τα προτεινόμενα εργαλεία του «σχεδίου Β» πρέπει οπωσδήποτε να δουλέψουν, ειδάλλως θα βρεθούμε μπροστά σε μια μεγάλη κοινωνική και εθνική καταστροφή. Μέσα σε τέτοιες συνθήκες, πέρα από το ζήτημα του υποκειμένου που θα αναλάβει να φέρει σε πέρας αυτήν την διαδικασία, θα πρέπει να έχουν διασφαλιστεί τα κρατικά και άλλα εργαλεία ώστε να αποτραπούν φαινόμενα μαζικής φυγής κεφαλαίων, ανεξέλεγκτης υποτίμησης του εθνικού νομίσματος λόγω (εσκεμμένης) αντίδρασης των διεθνών αγορών, (εκούσιας ή ακούσιας) κατάρρευσης των εισαγωγών, που θα οδηγούσαν σε έλλειψη βασικών προϊόντων, ενεργειακών πόρων ή άλλων πρώτων υλών. Τι έχουν να μας πουν ως προς αυτά οι συγγραφείς της έκδοσης του «Μετώπου…»;
Ποια θα είναι η υποτίμηση του νέου εθνικού νομίσματος σε σχέση με το ευρώ;
Κριτήριο για την αξία του εθνικού νομίσματος είναι ένα και μόνο: «Πώς να μειώσω ταχύτατα και αποτελεσματικά την ανεργία, να αποψύξω την αγορά και να σταθεροποιήσω συγχρόνως την οικονομία», δηλαδή, ένα νόμισμα εργαλείο για δουλειές και παραγωγή. Μια απάντηση σε αυτό θα μπορούσε να είναι ότι τη στιγμή της αλλαγής, για λόγους τεχνικής διευκόλυνσης, η ισοτιμία θα είναι 1 ευρώ = 1 δραχμή. Μπορεί να ακολουθήσει η προγραμματισμένη υποτίμηση της δραχμής, για να σταθεροποιηθεί σε μια ισοτιμία περίπου 1 ευρώ = 1,5 δραχμή. Αυτή είναι μια γενική σκιαγράφηση. Χρειάζεται επειγόντως ένα σχέδιο Β […]. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 η Ελλάδα προχώρησε σε νομισματική υποτίμηση της τάξης του 100%, το δολάριο πήγε από τις 15 στις 30 δραχμές. Η Ελλάδα πήρε το δρόμο προς την ανάπτυξη –τότε όμως ήταν σε όφελος των ισχυρών και όχι των εργαζόμενων8.
…Αντιπαρέρχομαι τις κατηγορίες περί του «λόμπι της δραχμής» που επαναλαμβάνουν ΠΑΣΟΚ, ΝΔ κι ακόμη ΔΗΜΑΡ και ΛΑΟΣ, οι οποίοι ευθύνονται για τη φτώχεια και τη χρεοκοπία, για δύο λόγους: πρώτον, γιατί απλώς δεν υφίσταται τέτοιο κέντρο που να «χτίζει θέσεις» εκτός Ελλάδας με εξαγωγή κεφαλαίων, ώστε σε περίπτωση νομισματικής μετατροπής να ωφεληθεί. Δεύτερον, ακόμη κι αν υπάρχει, είναι σημαντικά υποδεέστερο πολιτικά και οικονομικά από το «λόμπι του ευρώ», δηλαδή τμήματα του κεφαλαίου που εκμεταλλεύονται το υπάρχον καθεστώς ασυδοσίας στην κίνηση κεφαλαίων και ετοιμάζονται με τις ιδιωτικοποιήσεις να εξαγοράσουν τα πάντα […]. Συνεχίζοντας τον προβληματισμό περί «λόμπι της δραχμής», πρέπει να πούμε ότι ακόμη κι αν υφίσταται ως δυνατότητα πανεύκολα καθίσταται ανενεργή, αν τεθούν φραγμοί στην κίνηση κεφαλαίων έτσι ώστε, για παράδειγμα, κάθε εισαγωγή κεφαλαίων να οφείλει να δικαιολογήσει την τοποθέτησή της, οπότε σχέδια εξαγορών γης, κατοικιών, και μονάδων θα απαγορευτούν ή με την επιβολή ειδικών προστίμων θα γίνουν εντελώς ασύμφορα. Εργαλεία που τα χρησιμοποιούν κατά κόρον η Αργεντινή και η Βραζιλία, τα τελευταία χρόνια, για να αναχαιτίσουν την πλημμυρίδα ρευστού που απελευθερώνει η ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ, με τα μέτρα νομισματικής χαλάρωσης. Δεν γίνεται επομένως Αλβανία, όποια χώρα μετέρχεται τέτοιων μέσων, όπως συνήθως λέγεται9.
Το μέτρο «τεχνικής φύσης» είναι ο διοικητικός καθορισμός της συναλλαγματικής ισοτιμίας της νέας δραχμής για ένα μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα, έτσι ώστε να αποτραπούν φαινόμενα σαν κι αυτά που βλέπουμε στο Ιράν. [..]. Στην Ελλάδα, το συνάλλαγμα που έρχεται κάθε χρόνο από τον τουρισμό μπορεί να λύσει πρακτικά προβλήματα στις διεθνείς συναλλαγές της χώρας10.
…Οι εκτιμήσεις επικαλούνται περιπτώσεις και πραγματικότητες που αφορούν οποιαδήποτε άλλη χώρα εκτός από την σύγχρονη Ελλάδα. Διαβάζουμε για μια τεχνητή υποτίμηση, η οποία θα γίνει ελεγχόμενη από το 1:1 στο 1:1,5, ως εάν ένα κράτος να μπορεί να αποφασίζει εντελώς μόνο του την αξία ανταλλαγής του νομίσματός του με τα άλλα στην παγκόσμια αγορά. Σα να μην εκφράζει αυτή την αξία του παραγόμενου πλούτου, των προϊόντων που ανταλλάσσονται. Σα να είναι στην ευχέρεια των κρατικών αξιωματούχων να αποφασίζουν που θα αρχίσει και που θα τελειώσει η υποτίμηση. Ή μήπως οι άλλες χώρες θα δεχτούν αδιαμαρτύρητα να συναλλάσσονται σε μια πλασματική ισοτιμία η οποία ορίζεται από μια κυβέρνηση που έχει έρθει σε ρήξη με το διεθνές χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο;
Απέναντι σε αυτά τα ερωτήματα, και ως επιχείρημα που στηρίζει τη βιωσιμότητα μιας τέτοιας πρότασης, αναφέρεται η… Ελλάδα του Πιουριφόι, το αμερικάνικο μετεμφυλιακό προτεκτοράτο και η δραστική υποτίμηση που εισηγήθηκε ο Σ. Μαρκεζίνης στις αρχές της δεκαετίας του 1950! Όσο για τις πραγματικές δυνατότητες άντλησης συναλλάγματος, επιστρέφουμε στον «ρεαλισμό» του… τουρισμού!…
Κατά τα άλλα, εντοπίζεται η ίδια η ανεδαφικότητα των επιχειρημάτων: Στις προσπάθειες που έγιναν για τον κρατικό έλεγχο της κίνησης των κεφαλαίων, γίνεται επίκληση της Βραζιλίας και της Αργεντινής – κι αυτό υποτίθεται αρκεί για να μας πείσει ότι η Ελλάδα «δεν θα γίνει Αλβανία» σύμφωνα με τους συντάκτες του… Δεύτερου Δρόμου. Κι όμως, η Βραζιλία και η Αργεντινή, για να καταφέρουν να βάλουν το κράτος να λειτουργήσει προς αυτήν την κατεύθυνση, είχαν κάτι το οποίο προς το παρόν η χώρα μας δεν διαθέτει: Δηλαδή μια «εθνική αστική τάξη» η οποία στήριζε την αποφασιστικότητά της στο γεγονός ότι οι δύο χώρες αποτελούν υπαρκτές παραγωγικές δυνάμεις, και η οποία κατάφερε στην κρίσιμη στιγμή να καταλάβει τον κρατικό μηχανισμό και να επιβάλει πολιτικές προς αυτή την κατεύθυνση.
Εδώ τι έχουμε; Έχουμε τις πιο ενδοτικές άρχουσες τάξεις στην ελληνική ιστορία (και ίσως, στο παγκόσμιο γίγνεσθαι) και ταυτόχρονα έναν κρατικό μηχανισμό απολύτως απαξιωμένο. Πράγμα για το οποίο έχει φροντίσει αρκούντως η Τρόικα και οι πολιτικές του μνημονίου, οι οποίες έχουν καταστρέψει σχεδόν ολοκληρωτικά τους κρατικούς φοροεισπρακτικούς μηχανισμούς, και ευρύτερα την ιδεολογική-ηθική νομιμοποίηση του κράτους να παρεμβαίνει στην οικονομική ζωή: Διότι κανείς πλέον δεν θεωρεί ότι κάτι τέτοιο γίνεται προς το συμφέρον του λαού, και του τόπου. Δυστυχώς, τέσσερα χρόνια μνημονίου έχουν διαμορφώσει μια διάχυτη αντίληψη (που ούτως ή άλλως έλαθε στο υπόστρωμα της ελληνικής κοινωνίας, λόγω της ιδιαίτερης ιστορικής της πορείας) κράτους ενάντια στο έθνος. Αυτή η αντίληψη δεν μπορεί να αποκατασταθεί (μόνο) με μια πολιτική αλλαγή, μια αλλαγή στους θώκους της εξουσίας: Οι θεσμοί της 3ης ελληνικής δημοκρατίας έχουν σαπίσει εντελώς, είναι ολοκληρωτικά απονομιμοποιημένοι στα μάτια της ελληνικής κοινωνίας και είναι εξαιρετικά δύσκολο με μόνο μια αλλαγή από τα πάνω να μεταμορφωθούν σε καλολαδωμένα εργαλεία υπεράσπισης της χώρας στο πλαίσιο της «κήρυξης πολέμου με το διεθνές κεφάλαιο».
Για ανάλογους λόγους, σε μια πολύ διαφορετική χώρα, τη Βενεζουέλα, που μάλιστα είχε το προνόμιο της εξαγωγής των ενεργειακών πόρων σε μια συγκυρία που οι τιμές τους εκτοξεύονταν διεθνώς, ο Ούγκο Τσάβες προτίμησε, σε αντίθεση με τους εν Ελλάδι υποστηρικτές του, να μην προχωρήσει σε άμεσες ρήξεις. Έτσι, δεν εθνικοποίησε, με την άνοδό του στην εξουσία, τις ιδιωτικοποιημένες εταιρείες διύλισης, ούτε χτύπησε άμεσα την κρατική γραφειοκρατία που είχε τον πρώτο λόγο στην εξόρυξη του πετρελαίου. Κι αυτό διότι φοβήθηκε ότι το «ραντιέρικο κράτος», το οποίο κυβερνούσε και το οποίο ελέγχονταν ολοκληρωτικά από τις άρχουσες τάξεις, δεν θα τον ακολουθούσε σε μια τέτοια άμεση σύγκρουση. Γι’ αυτό και ξεκίνησε μεθοδικά από το 1998, ν’ αλλάζει το Σύνταγμα, να φτιάχνει νέους θεσμούς και να συγκροτεί σταδιακά ένα κοινωνικό-πολιτικό μπλοκ που θα του επέτρεπε να φέρει σε πέρας αυτή τη σύγκρουση. Αυτή, μάλιστα, προέκυψε στην πορεία, όταν ο ξένος παράγοντας και οι ελίτ δοκίμασαν να τον ρίξουν με αλλεπάλληλα πραξικοπήματα, και με «δοτές» απεργίες της ελεγχόμενης συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας του πετρελαϊκού τομέα. Όταν δηλαδή τέθηκε ζήτημα επιβίωσης και συνέχειας του βολιβαριανού εγχειρήματος. Κι αν έτσι έπραξε η πετρελαιοπαραγωγός Βενεζουέλα, είναι εξαιρετικά ανεδαφικό να περιγράφει κανείς μια ενδεχόμενη «αντιμνημονιακή αλλαγή» στην Ελλάδα, με λόγια που παραπέμπουν σ’ έναν μεσσιανισμό παλαιο-κομμουνιστικής κοπής που προσιδιάζει σε «έφοδο προς τα χειμερινά ανάκτορα»:
Ακόμα κι αν καταρρεύσει η εσωτερική Τρόικα, δίνοντας τη θέση της σε μια αριστερή κυβέρνηση, τα πιο δύσκολα δεν θα είναι πίσω μας, αλλά μπροστά μας. Ασφαλώς, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν εννοεί να δρομολογήσει μια καθεστωτική αλλαγή με κατεύθυνση το σοσιαλισμό. Ωστόσο, αν επιμένει έστω και στο ελάχιστο των διακηρύξεών της, καταργώντας τα Μνημόνια και τους εφαρμοστικούς νόμους, με διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, θα προκαλέσει μια μεγάλη ρήξη. Φαντάζεται κανείς ότι η Γερμανία και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο θα καταπιούν αδιαμαρτύρητα μια τέτοια επιλογή, που θα δώσει το «κακό παράδειγμα» σε όλα τα καταχρεωμένα κράτη της Ευρώπης και του κόσμου; Την επόμενη κιόλας ημέρα θα κόψουν τη δανειοδότηση, όπως και όλες τις κοινοτικές επιδοτήσεις, ενώ η ελληνική ολιγαρχία θα διώχνει τα κεφάλαιά της στο εξωτερικό. Θέλει, δε θέλει, μια αριστερή κυβέρνηση που θα βρεθεί σε παρόμοια κατάσταση θα αναγκαστεί μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα να φύγει από το ευρώ, να κόψει δραχμές, να εφαρμόσει ελέγχους στο συνάλλαγμα και να εθνικοποιήσει τις τράπεζες.
Με άλλα λόγια, η αριστερή κυβέρνηση θα έχει μπροστά της μόνο δύο επιλογές. Είτε να αναδιπλωθεί άτακτα κάτω από την πίεση αβυσσαλέων δυνάμεων της εσωτερικής και διεθνούς αντίδρασης, προδίδοντας τις λαϊκές ελπίδες, για να καταρρεύσει πολύ γρήγορα. Είτε να δρομολογήσει βαθύτατες ριζοσπαστικές αλλαγές, που θα τη θέσουν σε τροχιά ιστορικής σύγκρουσης με την ελληνική ολιγαρχία και τον ιμπεριαλισμό. Μια σύγκρουση, που δεν θα λυθεί ήρεμα και παστρικά, με μια ψηφοφορία στο κοινοβούλιο, αλλά θα κριθεί κυρίως στους δρόμους, στις επιχειρήσεις και στους στρατώνες, σ’ έναν αγώνα ζωής ή θανάτου, για την πραγματική και όχι μόνο την κοινοβουλευτική εξουσία11.
Κι όμως, ακόμα και στην… επαναστατημένη Ρωσία, όπου μάλιστα υπήρχαν οι… μπολσεβίκοι και ο… Λένιν, και όχι απλώς λέσχες συζήτησης, υπό διαμόρφωση πολιτικές οργανώσεις και… δημοσιογράφοι που εισηγούνται την «έφοδο προς τον ουρανό», αυτός ο «αγώνας ζωής και θανάτου» σήμαινε μια μακροχρόνια κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, την εξάπλωση της πείνας στη χώρα, έναν εμφύλιο πόλεμο, την εισβολή ξένων στρατευμάτων στη χώρα, και όλα όσα ακολούθησαν το 1917. Εδώ, όμως, μια τέτοια σύγκρουση συζητείται σα να βρισκόμαστε σε μάτριξ, όπου όλα συμβαίνουν ταυτόχρονα, αυτόματα, με μια απίστευτη ελαφρότητα, δίχως ν’ αγγίζουν τον πραγματικό κόσμο.
4. Η περίοδος μετάβασης
Η ίδια ελαφρότητα παραμένει όταν η συζήτηση περνάει στα πιο «καυτά» ζητήματα της μετάβασης. Δηλαδή στο πώς θα μπορέσει η Ελλάδα, μετά το πέρασμα στο εθνικό νόμισμα, τη στάση πληρωμών και την παύση της διεθνούς χρηματοδότησης, να εξασφαλίσει τους απαιτούμενους πόρους, ώστε να συνεχίσει να εισάγει τα είδη πρώτης ανάγκης, τα καύσιμα και τις πρώτες ύλες που είναι απαραίτητες για να συνεχίσει να λειτουργεί η οικονομία της:
Μας φοβίζει, επίσης, το υποτιθέμενο εθνικό νόμισμα. Υποτιμημένο νόμισμα δεν ισούται με εξασθενημένη, μη αναπτυσσόμενη, ετοιμοθάνατη οικονομία;
Ας πάρουμε το πιο τρανταχτό σύγχρονο παράδειγμα. Τη διαμάχη Αμερικής-Κίνας για το κινέζικο νόμισμα, που είναι υποτιμημένο. Οι Αμερικάνοι απειλούν με ποινές τους Κινέζους ώστε να ανατιμήσουν το νόμισμά τους, για να γίνει πιο ανταγωνιστικό το δολάριο. Οι Κινέζοι αντιστέκονται πεισματικά. Θέλουν με κάθε τρόπο τη διατήρηση ενός υποτιμημένου νομίσματος, για να μπορούν οι εξαγωγές τους να είναι ανταγωνιστικές και οι εισαγωγές τους από τις άλλες χώρες να μένουν ακριβές και μη ανταγωνιστικές. Έτσι, για χώρες που από την πιο βαθιά ύφεση, όπως η Ελλάδα, θέλουν να περάσουν στην ανάπτυξη πάλι, χρειάζεται ένα νόμισμα που δεν είναι σκληρό, αλλά διεισδυτικό στις αγορές. Χρειάζεται άμεση έξοδο από το σκληρό ευρώ. […]12
Δεν θα έχουμε πια εμπορικές συναλλαγές με το εξωτερικό;
Κατ’ αρχάς πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι η Ελλάδα, αλλάζοντας νόμισμα αλλάζει μέσο συναλλαγής με το εξωτερικό, δεν αποφασίζει να αποκλειστεί από το διεθνές εμπόριο. Αντίθετα, τροποποιεί τους κανόνες του προς όφελός της. Με την αύξηση των εξαγωγών, με τον τουρισμό, τη ναυτιλία, θα έχει συνάλλαγμα για να αγοράζει εμπορεύματα από το εξωτερικό. Μπορεί ακόμα να βάλει περιορισμούς και ποσοστώσεις στην εισαγωγή ειδών πολυτελείας, αν το θεωρήσει αναγκαίο, για να ελέγχει καλύτερα τις διεθνείς συναλλαγές.13
Έτσι, μετά το παράδειγμα της Αμερικής του 1929, περνάμε στην… Κίνα του 2013, δηλαδή στην ισχυρότερη οικονομία της εποχής μας, με το 1,3 δις. κατοίκους! Μόνο και μόνο τα επιλεχθέντα παραδείγματα καταδεικνύουν τη ρεαλιστική βάση των επιχειρημάτων! Κι όμως, αυτή η θέση πρέπει ν’ αντιπαρατεθεί με ορισμένα αμείλικτα όσο κι επείγοντα ερωτήματα. Πρώτον, ποια είναι η αντικειμενική παραγωγική δυνατότητα ενός λαού 10 εκατομμυρίων ανθρώπων ώστε να μπορέσει ν’ ανταγωνιστεί τους παραγωγικούς κολοσσούς του πλανήτη, έστω με ένα μη-σκληρό νόμισμα; Διαθέτουμε τάχα το παραγωγικό βάρος ώστε, αυτόματα, μια υποτιμημένη δραχμή να δώσει τη δυνατότητα στην Ελλάδα, όχι να αποσυρθεί από το διεθνές εμπόριο, αλλά να το διαμορφώσει προς όφελός της; Ποιες είναι οι πραγματικές κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες μιας έστω και ελεγχόμενης υποτίμησης, δηλαδή με τι κοινωνικό κόστος τα ελληνικά προϊόντα θα καταστούν ανταγωνιστικά στην παγκόσμια αγορά; Και το κυριότερο: Σε πόσο χρόνο θα συμβούν όλα αυτά; Έναν, δύο μήνες; Άμεσα, ώστε να καλυφθούν τα κενά, για να μην υπάρξουν φαινόμενα σαρωτικών ελλείψεων στην αγορά;
Κι όμως, αυτό το μεσοδιάστημα θα αποβεί αποφασιστικό για την πορεία του εγχειρήματος. Διότι, όπως είπαμε και παραπάνω, η κατάσταση της κοινωνίας μας δεν είναι καλή, και δεν υπάρχουν δυνάμεις που μπορούν να «βάλουν πλάτη», ώστε να καλύψουν τα κενά που θα δημιουργηθούν, μέσα από μια κολοσσιαία κοινωνική κινητοποίηση, όπως συμβαίνει σε επαναστατικές καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης. Αντίθετα, η ελληνική κοινωνία είναι στα όριά της και με την παραμικρή περαιτέρω πίεση μπορεί ν’ ανακρούσει πρύμναν, γεγονός που θ’ αποβεί μοιραίο για ένα κυβερνητικό μέτωπο της δραχμής.
Αντί, όμως να ληφθούν στα σοβαρά οι πραγματικότητες της χώρας και να αντιμετωπιστούν έστω και συνοπτικά τα αμείλικτα ζητήματα που θέτουν, έχουμε τη διολίσθηση σε επιχειρήματα που αγγίζουν τα όρια της οικονομικής επιστημονικής φαντασίας. Ο Λ. Βατικιώτης υποστηρίζει ότι τα «μεγάλα αστικά κέντρα» συζητούν σενάρια διάσπασης της ευρωζώνης, και εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ «με τους δικούς τους όρους», διότι μεταξύ άλλων καθορίζονται και από την…
…μέριμνα για το πώς η επόμενη μέρα της εξόδου δεν θα γίνει μπούμεραγκ για τον γερμανικό ιμπεριαλισμό. Μπούμεραγκ θα γινόταν, για παράδειγμα, αν η Ελλάδα καθόριζε μια ανταγωνιστική ισοτιμία για το εθνικό της νόμισμα, που θα δημιουργούσε προβλήματα στη γερμανική εξαγωγική μηχανή ή αν δεν πλήρωνε το δημόσιο χρέος της.14
Τρέμε Ζήμενς! Τρέμε Bosch! Τρέμε BMW! Όσο για το κοινωνικό κόστος υποτίμησης του εθνικού νομίσματος, γεγονός που θα καταστήσει ανταγωνιστικές τις ελληνικές εξαγωγές, δεν αναφέρεται τίποτα. Αντίθετα:
Προϋπόθεση ώστε η πάλη για έξοδο από το ευρώ να μην εκφυλιστεί σε μια διαχειριστική-τεχνοκρατική πρόταση ή σχέδιο επιβεβλημένο από το εξωτερικό είναι να συνδυαστεί άρρηκτα με τα ακόλουθα τέσσερα πολιτικά μέτρα και με ένα τεχνικής φύσης […]
Τέλος, αλλά πρώτος σε σημασία είναι ο στόχος αυξήσεων σε μισθούς συντάξεις, επιδόματα ανεργίας και μαζικών προσλήψεων σε κοινωνικές υπηρεσίες (παιδεία, υγεία, πολιτισμός, περιβάλλον) έτσι ώστε η επανεκκίνηση της οικονομίας να γίνει με μοχλό την εσωτερική ζήτηση και μέσο το αυξημένο περιθώριο δράσεων που παρέχει το ανταγωνιστικό νόμισμα. 15
Τα θέλουμε, λοιπόν, όλα. Και υποτίμηση, και έλεγχο του διεθνούς εμπορίου μέσω της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων, και αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις, και τόνωση της εσωτερικής ζήτησης! Φαίνεται πως έχουμε περάσει για τα καλά σε κάποια «χώρα των θαυμάτων», όπου δεν ισχύουν καν οι βασικές αρχές των διεθνών οικονομικών…
Μας φοβίζει, επίσης, το υποτιθέμενο εθνικό νόμισμα. Υποτιμημένο νόμισμα δεν ισούται με εξασθενημένη, μη αναπτυσσόμενη, ετοιμοθάνατη οικονομία;
Ας πάρουμε το πιο τρανταχτό σύγχρονο παράδειγμα. Τη διαμάχη Αμερικής-Κίνας για το κινέζικο νόμισμα, που είναι υποτιμημένο. Οι Αμερικάνοι απειλούν με ποινές τους Κινέζους ώστε να ανατιμήσουν το νόμισμά τους, για να γίνει πιο ανταγωνιστικό το δολάριο. Οι Κινέζοι αντιστέκονται πεισματικά. Θέλουν με κάθε τρόπο τη διατήρηση ενός υποτιμημένου νομίσματος, για να μπορούν οι εξαγωγές τους να είναι ανταγωνιστικές και οι εισαγωγές τους από τις άλλες χώρες να μένουν ακριβές και μη ανταγωνιστικές. Έτσι, για χώρες που από την πιο βαθιά ύφεση, όπως η Ελλάδα, θέλουν να περάσουν στην ανάπτυξη πάλι, χρειάζεται ένα νόμισμα που δεν είναι σκληρό, αλλά διεισδυτικό στις αγορές. Χρειάζεται άμεση έξοδο από το σκληρό ευρώ. […]12
Δεν θα έχουμε πια εμπορικές συναλλαγές με το εξωτερικό;
Κατ’ αρχάς πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι η Ελλάδα, αλλάζοντας νόμισμα αλλάζει μέσο συναλλαγής με το εξωτερικό, δεν αποφασίζει να αποκλειστεί από το διεθνές εμπόριο. Αντίθετα, τροποποιεί τους κανόνες του προς όφελός της. Με την αύξηση των εξαγωγών, με τον τουρισμό, τη ναυτιλία, θα έχει συνάλλαγμα για να αγοράζει εμπορεύματα από το εξωτερικό. Μπορεί ακόμα να βάλει περιορισμούς και ποσοστώσεις στην εισαγωγή ειδών πολυτελείας, αν το θεωρήσει αναγκαίο, για να ελέγχει καλύτερα τις διεθνείς συναλλαγές.13
Έτσι, μετά το παράδειγμα της Αμερικής του 1929, περνάμε στην… Κίνα του 2013, δηλαδή στην ισχυρότερη οικονομία της εποχής μας, με το 1,3 δις. κατοίκους! Μόνο και μόνο τα επιλεχθέντα παραδείγματα καταδεικνύουν τη ρεαλιστική βάση των επιχειρημάτων! Κι όμως, αυτή η θέση πρέπει ν’ αντιπαρατεθεί με ορισμένα αμείλικτα όσο κι επείγοντα ερωτήματα. Πρώτον, ποια είναι η αντικειμενική παραγωγική δυνατότητα ενός λαού 10 εκατομμυρίων ανθρώπων ώστε να μπορέσει ν’ ανταγωνιστεί τους παραγωγικούς κολοσσούς του πλανήτη, έστω με ένα μη-σκληρό νόμισμα; Διαθέτουμε τάχα το παραγωγικό βάρος ώστε, αυτόματα, μια υποτιμημένη δραχμή να δώσει τη δυνατότητα στην Ελλάδα, όχι να αποσυρθεί από το διεθνές εμπόριο, αλλά να το διαμορφώσει προς όφελός της; Ποιες είναι οι πραγματικές κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες μιας έστω και ελεγχόμενης υποτίμησης, δηλαδή με τι κοινωνικό κόστος τα ελληνικά προϊόντα θα καταστούν ανταγωνιστικά στην παγκόσμια αγορά; Και το κυριότερο: Σε πόσο χρόνο θα συμβούν όλα αυτά; Έναν, δύο μήνες; Άμεσα, ώστε να καλυφθούν τα κενά, για να μην υπάρξουν φαινόμενα σαρωτικών ελλείψεων στην αγορά;
Κι όμως, αυτό το μεσοδιάστημα θα αποβεί αποφασιστικό για την πορεία του εγχειρήματος. Διότι, όπως είπαμε και παραπάνω, η κατάσταση της κοινωνίας μας δεν είναι καλή, και δεν υπάρχουν δυνάμεις που μπορούν να «βάλουν πλάτη», ώστε να καλύψουν τα κενά που θα δημιουργηθούν, μέσα από μια κολοσσιαία κοινωνική κινητοποίηση, όπως συμβαίνει σε επαναστατικές καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης. Αντίθετα, η ελληνική κοινωνία είναι στα όριά της και με την παραμικρή περαιτέρω πίεση μπορεί ν’ ανακρούσει πρύμναν, γεγονός που θ’ αποβεί μοιραίο για ένα κυβερνητικό μέτωπο της δραχμής.
Αντί, όμως να ληφθούν στα σοβαρά οι πραγματικότητες της χώρας και να αντιμετωπιστούν έστω και συνοπτικά τα αμείλικτα ζητήματα που θέτουν, έχουμε τη διολίσθηση σε επιχειρήματα που αγγίζουν τα όρια της οικονομικής επιστημονικής φαντασίας. Ο Λ. Βατικιώτης υποστηρίζει ότι τα «μεγάλα αστικά κέντρα» συζητούν σενάρια διάσπασης της ευρωζώνης, και εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ «με τους δικούς τους όρους», διότι μεταξύ άλλων καθορίζονται και από την…
…μέριμνα για το πώς η επόμενη μέρα της εξόδου δεν θα γίνει μπούμεραγκ για τον γερμανικό ιμπεριαλισμό. Μπούμεραγκ θα γινόταν, για παράδειγμα, αν η Ελλάδα καθόριζε μια ανταγωνιστική ισοτιμία για το εθνικό της νόμισμα, που θα δημιουργούσε προβλήματα στη γερμανική εξαγωγική μηχανή ή αν δεν πλήρωνε το δημόσιο χρέος της.14
Τρέμε Ζήμενς! Τρέμε Bosch! Τρέμε BMW! Όσο για το κοινωνικό κόστος υποτίμησης του εθνικού νομίσματος, γεγονός που θα καταστήσει ανταγωνιστικές τις ελληνικές εξαγωγές, δεν αναφέρεται τίποτα. Αντίθετα:
Προϋπόθεση ώστε η πάλη για έξοδο από το ευρώ να μην εκφυλιστεί σε μια διαχειριστική-τεχνοκρατική πρόταση ή σχέδιο επιβεβλημένο από το εξωτερικό είναι να συνδυαστεί άρρηκτα με τα ακόλουθα τέσσερα πολιτικά μέτρα και με ένα τεχνικής φύσης […]
Τέλος, αλλά πρώτος σε σημασία είναι ο στόχος αυξήσεων σε μισθούς συντάξεις, επιδόματα ανεργίας και μαζικών προσλήψεων σε κοινωνικές υπηρεσίες (παιδεία, υγεία, πολιτισμός, περιβάλλον) έτσι ώστε η επανεκκίνηση της οικονομίας να γίνει με μοχλό την εσωτερική ζήτηση και μέσο το αυξημένο περιθώριο δράσεων που παρέχει το ανταγωνιστικό νόμισμα. 15
Τα θέλουμε, λοιπόν, όλα. Και υποτίμηση, και έλεγχο του διεθνούς εμπορίου μέσω της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων, και αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις, και τόνωση της εσωτερικής ζήτησης! Φαίνεται πως έχουμε περάσει για τα καλά σε κάποια «χώρα των θαυμάτων», όπου δεν ισχύουν καν οι βασικές αρχές των διεθνών οικονομικών…
5. Η απόκρυψη του νεοθωμανισμού
Κι αν λοιπόν βρεθούμε σε αυτήν την τροχιά σύγκρουσης/αποσταθεροποίησης, τι θα γίνει με την πλέον υπαρκτή απειλή του νεοθωμανισμού στα Βαλκάνια και τον ελληνικό χώρο; Οι υποστηρικτές του Δεύτερου Δρόμου αισθάνονται ιδιαίτερα αμήχανοι μπροστά σε αυτό το ερώτημα. Μόνο ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου δοκιμάζει να το απαντήσει, ωστόσο ο τρόπος με τον οποίον το πράττει μόνο ευρύτερα ερωτηματικά και αμφιβολίες προκαλεί. Αρχικά αναφέρει:
Το δεύτερο επιχείρημα είναι καθαρά γεωπολιτικό και αφορά στον παράγοντα Τουρκία. Συνοψίζεται στα εξής:
Η Τουρκία θα αδράξει την ευκαιρία, σε μια περίσταση που η Ελλάδα θα βρίσκεται σε σύγκρουση με τη Δύση, να κάνει όσα επιδιώκει επί δεκαετίες, ανατρέποντας το στάτους κβο στο Αιγαίο και την Κύπρο.
Ας εξετάσουμε πρώτα το δεύτερο επιχείρημα. Αν δεχθούμε τον μπαμπούλα της Τουρκίας, τότε πρέπει να αποδεχθούμε ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα ως Αριστερά, σ’ αυτή τη χώρα. 16
Και μετά αναδιπλώνεται σε επιχειρήματα του τύπου «η Δύση δεν προφύλαξε την Ελλάδα από την κρίση των Ιμίων», ούτε «το ΝΑΤΟ από την κυπριακή εισβολή», για να καταλήξει:
…για να μιλήσουμε εντελώς ρεαλιστικά, ο τούρκικος παράγοντας ήταν πάντα υπερτιμημένος στην Ελλάδα και πολύ περισσότερο είναι σήμερα. Η Τουρκία, παρά το νεο-οθωμανικό μεγαλοϊδεατισμό των Ερντογάν και Νταβούτογλου, έχει πολλά τρωτά σημεία, ώστε να προχωρήσει απερίσκεπτα σε τυχοδιωκτισμούς απέναντι στην Ελλάδα. Πρώτα απ’ όλα αυτή η φαντασιακά περιφερειακή «μεγάλη δύναμη» εξακολουθεί να έχει κατά κεφαλήν εισόδημα το ½ της Ελλάδας. Δεν έχει βάθος οικονομικό ώστε να αντέξει μια παρατεταμένη σύγκρουση. 17
Εντούτοις, παρά τα όσα ισχυρίζεται ο Π. Παπακωνσταντίνου, κανείς δεν κουβεντιάζει τον κίνδυνο υπαγωγής στη σφαίρα του νεο-οθωμανισμού με όρους μιας στρατιωτικής σύγκρουσης και μόνο. Συζητούμε και για την έμμεση, και αρκετά «έξυπνη», πολιτικό-οικονομική επιρροή του τύπου που πάντοτε πρόκρινε ο Νταβούτογλου μέσα από τις δηλώσεις του και τα γραπτά του για «συμπατριωτισμό» στην ευρύτερη Βαλκανική, για την στενή ελληνοτουρκική οικονομική συνεργασία που προκρίνει ο Ερντογάν, όπως το 2010, όταν κατέφθασε στην Ελλάδα με επιτελείο 100 και πλέον επιχειρηματιών.
Έτσι, τον τελευταίο καιρό, η Τουρκία διεκδικεί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ολοένα και μεγαλύτερη επιρροή στην ελληνική οικονομία: Στις ελληνικές εξαγωγές, η Τουρκία είναι πλέον στη δεύτερη θέση πίσω από τη Γερμανία. Τα τελευταία χρόνια σημειώνουν διαρκή αύξηση: από 1 δισεκατομμύρια 150 εκατομμύρια δολάρια, που ήταν το 2008, αυξήθηκαν στα 3 δισεκατομμύρια 300 εκατομμύρια δολάρια.
Από την άλλη πλευρά, τον τελευταίο καιρό, παρατηρείται έντονη κινητικότητα σε ό,τι έχει να κάνει με τις τουρκικές επενδύσεις στην Ελλάδα:
– Ο όμιλος Dogus εξαγόρασε τις μαρίνες που ήταν στην ιδιοκτησία του ομίλου Κυριακούλη: στη Ζέα, τη Λευκάδα, την Καλαμάτα και στα Γουβιά της Κέρκυρας. Ένα μήνα πιο πριν, ο ίδιος όμιλος είχε αποκτήσει το 50% της Μαρίνας του Φλοίσβου. Επίσης, στον ίδιο κλάδο, τον περασμένο Μάιο, η τουρκική «Setur Servis Turistik» ανέλαβε, από κοινού με τη «Folli Follie», τη λειτουργία της τουριστικής μαρίνας της Μυτιλήνης.
- Η Μακεδονική Χαρτοποιία, με παραγωγή άνω των 100.000 τόνων ετησίως, πουλήθηκε σε εταιρεία τουρκικών συμφερόντων. Με αυτήν την εξαγορά η τουρκική ΡΑΚ έγινε η 4η μεγαλύτερη χαρτοβιομηχανία της Ευρώπης.
- Τουρκικές εταιρείες στον χώρο του λιανικού εμπορίου λειτουργούν ήδη ή εκφράζουν τη διάθεση για μεγάλες επενδύσεις στην Ελλάδα (εστίαση, ένδυση, έτοιμα έπιπλα).
– Ιδιαίτερη κινητικότητα αναπτύσσεται στην Ανατολική Μακεδονία και στη Θράκη. Εκεί πρωταγωνιστούν εταιρείες του τουρκικού «ισλαμικού καπιταλισμού». Χαρακτηριστικό παράδειγμα την ILSAM, με έδρα σε Θεσσαλονίκη-Κομοτηνή, τα κεφάλαια της οποίας φέρεται να ανήκουν στο βακούφι «Μπιρλίκ βακφέ», που ανήκει στο κυβερνών AKP.
– Tέλος, είναι οι δραστηριότητες στον τραπεζικό τομέα, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτό της Ζιράτ. Η Ζιράτ λειτουργεί από το 2006 στη Θράκη, ως άμεση συνέπεια της συμφωνίας που πραγματοποίησε η Εθνική για την εξαγορά της Finansbank. H δραστηριότητά της, σε ό,τι αφορά στη μειονότητα, πραγματοποιείται σε στενή (ανοιχτή) σχέση με το εκεί προξενείο, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που ο ψευδομουφτής καλεί ανοιχτά τους πιστούς να καταθέσουν τα χρήματα τους στην Τράπεζα.
Τελευταία, η Ζιράτ φέρεται να ηγείται ευρύτερης πρωτοβουλίας που λαμβάνει η τουρκική πρεσβεία στην Ελλάδα, για την εμπλοκή των τουρκικών κεφαλαίων στην ελληνική αγορά, η οποία ξεκινάει με την παροχή φθηνών, επιδοτούμενων δανείων σε Έλληνες αγρότες και επιχειρηματίες, με τη διαμεσολάβηση του γραφείου του ΟΗΕ στην Αθήνα. Σύμφωνα με δημοσιεύματα του Τύπου, οι Έλληνες αξιωματούχοι υποδέχτηκαν θετικά την πρόταση.
Χαρακτηριστική για το ποιόν της Τράπεζας, η ιστορία εμπλοκής που έχει στην ελληνοτουρκική διαμάχη (χρηματοδοτούσε τον στρατό του Κεμάλ το 1920-1922, ήταν ο κύριος αποδέκτης του σκληρού κεφαλικού φόρου που επέβαλε το τουρκικό κράτος στους Έλληνες της Πόλης την περίοδο 1941-1942, χρηματοδότησε την ίδρυση της τουρκοκυπριακής Αγροτικής Τράπεζας το 1958). Επίσης, εξίσου χαρακτηριστική για τον τύπο της δραστηριότητάς της είναι οι καταγγελίες αγγλόφωνων κουρδικών εφημερίδων και ειδησεογραφικών πρακτορείων ότι, στο Ιράκ, το υποκατάστημα της Ζιράτ λειτουργεί ως υποσταθμός των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών.
Σε ό,τι αφορά στις καταναλωτικές υπηρεσίες και στη λιανική, κεντρικό πρόβλημα για την επέκταση των τουρκικών επιχειρήσεων στην ελληνική αγορά είναι η αρνητική στάση που έχουν οι Έλληνες στα τουρκικά προϊόντα (π.χ. η Ιστικμπάλ με τα έπιπλα δεν πάει πολύ καλά γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο). Εδώ ακριβώς είναι που παίζουν κάποιο ρόλο και τα τουρκικά σήριαλ, και είναι ένας ακόμα λόγος για τον οποίο οι Τούρκοι τα δίνουν πιο φτηνά στα ελληνικά κανάλια, γιατί προσβλέπουν σε μια αλλαγή της στάσης της κοινής γνώμης – που ασφαλώς θα έχει αντίκτυπο και στις καταναλωτικές τους προτιμήσεις.
Έπειτα από όλα αυτά, αντιλαμβανόμαστε ότι, όντας έξω από την Ε.Ε., οι τάσεις αυτές θα είχαν μεγιστοποιηθεί και η πίεση για δορυφοροποίησή μας από την Τουρκία θα γίνει εντονότερη. Βέβαια, για να είμαστε απολύτως ειλικρινείς, το επιχείρημα αυτό μπορεί να αποδυναμωθεί στο μέτρο που θα επικρατήσει πλήρως η «Γερμανική Ευρώπη», καθώς ο γερμανικός ιμπεριαλισμός προωθεί τη γραμμή της «συνεργασίας» με τον νεο-οθωμανισμό για τον έλεγχο της ευρύτερης περιοχής των Βαλκανίων (βλέπε τι έγινε στο Κόσοβο).
Ως προς αυτά, τι έχει να πει ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου; Είναι τάχα «υπερεκτιμημένη» η τουρκική οικονομική επιρροή στην Ελλάδα και την ευρύτερη Βαλκανική; Κι αν δεν είναι, τι θα μπορούσε να κάνει μια «κυβέρνηση της ελληνικής αριστεράς» για να την αποτρέψει; Εδώ ακριβώς αποκαλύπτεται σε όλη της την έκταση η… υποτίμηση του νεο-οθωμανισμού από την άποψη περί δραχμής που πρεσβεύει ο Π. Παπακωνσταντίνου.
Διότι δεν έχει τίποτα να προτείνει πέρα από μια «στρατηγική συμμαχία» με την τουρκική αριστερά και τους Κούρδους αντάρτες, με σκοπό να στηρίξει εκείνες τις δυνάμεις στο εσωτερικό της Τουρκίας που αντιπολιτεύονται την επεκτατικότητα του Ερντογάν. Πέρα από αυτό όμως… «νυξ» ή, πολύ χειρότερα, σε μια ύστατη προσπάθεια να διασκεδάσει τους κινδύνους που επιφυλάσσει το «πρόταγμα Ερντογάν» για την Ελλάδα υποστηρίζει…:
Μια πρώτη κίνηση θα ήταν ένα πραγματικό αντιπολεμικό μέτωπο με την τουρκική Αριστερά που θα έπαιρνε πρωτοβουλίες για να εκθέσει την κυβέρνηση Ερντογάν, να τη φέρει σε δύσκολη θέση, όπως η πρωτοβουλία για ισόρροπη μείωση των εξοπλισμών. Επίσης θα μπορούσε να πάρει κοινές πρωτοβουλίες αλληλεγγύης προς τους Παλαιστίνιους. Επί παραδείγματι να προτείνει μια κοινή πρωτοβουλία της Ελλάδας με την Τουρκία έστω και με την κυβέρνηση Ερντογάν (υπορ. δική μου) ή όποια άλλη, για να σπάσει το εμπάργκο εις βάρος των Παλαιστινίων (οι Τούρκοι όπως γνωρίζουμε, έστειλαν στη Γάζα το «Μάβι Μαρμαρά»), για την πλήρη αποπυρηνικοποίηση της περιοχής, που σημαίνει να καταργήσει το Ισραήλ τα πυρηνικά του όπλα. Μ’ αυτό τον τρόπο θα επιχειρήσει να ωθήσει τον Ερντογάν στο έπακρο των φιλοαραβικών και αντιιμπεριαλιστικών του διακηρύξεων ή να τον εκθέσει, αν φανεί ασυνεπής, και να δοθεί έτσι προβάδισμα στην ειρηνική διπλωματία των λαών. 18
Εν ολίγοις, από εκεί που κουβεντιάζαμε για το εάν ο νεο-οθωμανισμός είναι υπερεκτιμημένος, περάσαμε στο ότι αξιώνει «φαντασιακά» να παίξει ρόλο μεγάλης δύναμης στην ευρύτερη περιοχή, κι από εκεί στο «να συνεργαστούμε μαζί του για να τον… εκθέσουμε». Πίσω από αυτά, δυστυχώς, κρύβεται η απόλυτη επίγνωση ότι η ύπαρξη της νεο-οθωμανικής απειλής, και άρα η πραγματικότητα του διμέτωπου αγώνα που αυτή συνεπάγεται, ταυτόχρονα ενάντια στην αποικιοποίηση Δύσης και Ανατολής, καθιστά εξαιρετικά ανεδαφική τα στρατηγική της ολικής ρήξης με τη Δύση που εισηγείται. Μία και μόνο προϋπόθεση θα μπορούσε να στηρίξει μια ανάλογη στρατηγική μετωπικής ρήξης με τη Δύση, η συγκρότηση ενός βαλκανικού πόλου και η πιθανή στήριξή του στην και από τη Ρωσία. Όμως, σήμερα βρισκόμαστε πολύ μακριά από κάτι τέτοιο και εξ άλλου το παράδειγμα της Κύπρου και της εγκατάλειψής της από τη Ρωσία είναι πολύ πρόσφατο, γι’ αυτό ομολογεί, λίγο ως πολύ, ότι «αν παίρναμε στα σοβαρά την Τουρκία, η ελληνική αριστερά δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα», και μερικές σελίδες μετά, ενώ έχει τελειώσει, υποτίθεται, με το ζήτημα της «φαντασιακής» απειλής του νεο-οθωμανισμού, λέει:
Σ’ αυτό το φόντο, μια αριστερή κυβέρνηση θα κριθεί, ας το πούμε έτσι, στο «γεωοικονομικό πεδίο». Μια χώρα με πρωτογενές έλλειμμα, απομονωμένη στο σύγχρονο κόσμο, θα χρειαστεί να κάνει κάποιες συμμαχίες και ενδεχομένως κάποιο δικό της οικονομικό και πολιτικό «Μπρεστ Λιτόφσκ»19.
Ας ελπίσουμε, ότι, μετά την ρήξη με τη Δύση, ο Π.Π. δεν εννοεί το «Μπρεστ Λιτόφσκ» με τους όρους μιας τακτικής συμμαχίας με τον νεο-οθωμανισμό. Στην περίπτωση που το κάνει, αξίζει να του υπενθυμίσουμε πάντως ότι η Ρωσία των μπολσεβίκων, με τη συνθήκη του Μπρέστ Λιτόφσκ, εγκατέλειψε την κατεχόμενη Πολωνία, και όχι βέβαια κάποια Κύπρο, Θράκη ή μέρος του Αιγαίου, όπως θα αναγκαστούμε να κάνουμε εμείς…
Το δεύτερο επιχείρημα είναι καθαρά γεωπολιτικό και αφορά στον παράγοντα Τουρκία. Συνοψίζεται στα εξής:
Η Τουρκία θα αδράξει την ευκαιρία, σε μια περίσταση που η Ελλάδα θα βρίσκεται σε σύγκρουση με τη Δύση, να κάνει όσα επιδιώκει επί δεκαετίες, ανατρέποντας το στάτους κβο στο Αιγαίο και την Κύπρο.
Ας εξετάσουμε πρώτα το δεύτερο επιχείρημα. Αν δεχθούμε τον μπαμπούλα της Τουρκίας, τότε πρέπει να αποδεχθούμε ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα ως Αριστερά, σ’ αυτή τη χώρα. 16
Και μετά αναδιπλώνεται σε επιχειρήματα του τύπου «η Δύση δεν προφύλαξε την Ελλάδα από την κρίση των Ιμίων», ούτε «το ΝΑΤΟ από την κυπριακή εισβολή», για να καταλήξει:
…για να μιλήσουμε εντελώς ρεαλιστικά, ο τούρκικος παράγοντας ήταν πάντα υπερτιμημένος στην Ελλάδα και πολύ περισσότερο είναι σήμερα. Η Τουρκία, παρά το νεο-οθωμανικό μεγαλοϊδεατισμό των Ερντογάν και Νταβούτογλου, έχει πολλά τρωτά σημεία, ώστε να προχωρήσει απερίσκεπτα σε τυχοδιωκτισμούς απέναντι στην Ελλάδα. Πρώτα απ’ όλα αυτή η φαντασιακά περιφερειακή «μεγάλη δύναμη» εξακολουθεί να έχει κατά κεφαλήν εισόδημα το ½ της Ελλάδας. Δεν έχει βάθος οικονομικό ώστε να αντέξει μια παρατεταμένη σύγκρουση. 17
Εντούτοις, παρά τα όσα ισχυρίζεται ο Π. Παπακωνσταντίνου, κανείς δεν κουβεντιάζει τον κίνδυνο υπαγωγής στη σφαίρα του νεο-οθωμανισμού με όρους μιας στρατιωτικής σύγκρουσης και μόνο. Συζητούμε και για την έμμεση, και αρκετά «έξυπνη», πολιτικό-οικονομική επιρροή του τύπου που πάντοτε πρόκρινε ο Νταβούτογλου μέσα από τις δηλώσεις του και τα γραπτά του για «συμπατριωτισμό» στην ευρύτερη Βαλκανική, για την στενή ελληνοτουρκική οικονομική συνεργασία που προκρίνει ο Ερντογάν, όπως το 2010, όταν κατέφθασε στην Ελλάδα με επιτελείο 100 και πλέον επιχειρηματιών.
Έτσι, τον τελευταίο καιρό, η Τουρκία διεκδικεί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ολοένα και μεγαλύτερη επιρροή στην ελληνική οικονομία: Στις ελληνικές εξαγωγές, η Τουρκία είναι πλέον στη δεύτερη θέση πίσω από τη Γερμανία. Τα τελευταία χρόνια σημειώνουν διαρκή αύξηση: από 1 δισεκατομμύρια 150 εκατομμύρια δολάρια, που ήταν το 2008, αυξήθηκαν στα 3 δισεκατομμύρια 300 εκατομμύρια δολάρια.
Από την άλλη πλευρά, τον τελευταίο καιρό, παρατηρείται έντονη κινητικότητα σε ό,τι έχει να κάνει με τις τουρκικές επενδύσεις στην Ελλάδα:
– Ο όμιλος Dogus εξαγόρασε τις μαρίνες που ήταν στην ιδιοκτησία του ομίλου Κυριακούλη: στη Ζέα, τη Λευκάδα, την Καλαμάτα και στα Γουβιά της Κέρκυρας. Ένα μήνα πιο πριν, ο ίδιος όμιλος είχε αποκτήσει το 50% της Μαρίνας του Φλοίσβου. Επίσης, στον ίδιο κλάδο, τον περασμένο Μάιο, η τουρκική «Setur Servis Turistik» ανέλαβε, από κοινού με τη «Folli Follie», τη λειτουργία της τουριστικής μαρίνας της Μυτιλήνης.
- Η Μακεδονική Χαρτοποιία, με παραγωγή άνω των 100.000 τόνων ετησίως, πουλήθηκε σε εταιρεία τουρκικών συμφερόντων. Με αυτήν την εξαγορά η τουρκική ΡΑΚ έγινε η 4η μεγαλύτερη χαρτοβιομηχανία της Ευρώπης.
- Τουρκικές εταιρείες στον χώρο του λιανικού εμπορίου λειτουργούν ήδη ή εκφράζουν τη διάθεση για μεγάλες επενδύσεις στην Ελλάδα (εστίαση, ένδυση, έτοιμα έπιπλα).
– Ιδιαίτερη κινητικότητα αναπτύσσεται στην Ανατολική Μακεδονία και στη Θράκη. Εκεί πρωταγωνιστούν εταιρείες του τουρκικού «ισλαμικού καπιταλισμού». Χαρακτηριστικό παράδειγμα την ILSAM, με έδρα σε Θεσσαλονίκη-Κομοτηνή, τα κεφάλαια της οποίας φέρεται να ανήκουν στο βακούφι «Μπιρλίκ βακφέ», που ανήκει στο κυβερνών AKP.
– Tέλος, είναι οι δραστηριότητες στον τραπεζικό τομέα, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτό της Ζιράτ. Η Ζιράτ λειτουργεί από το 2006 στη Θράκη, ως άμεση συνέπεια της συμφωνίας που πραγματοποίησε η Εθνική για την εξαγορά της Finansbank. H δραστηριότητά της, σε ό,τι αφορά στη μειονότητα, πραγματοποιείται σε στενή (ανοιχτή) σχέση με το εκεί προξενείο, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που ο ψευδομουφτής καλεί ανοιχτά τους πιστούς να καταθέσουν τα χρήματα τους στην Τράπεζα.
Τελευταία, η Ζιράτ φέρεται να ηγείται ευρύτερης πρωτοβουλίας που λαμβάνει η τουρκική πρεσβεία στην Ελλάδα, για την εμπλοκή των τουρκικών κεφαλαίων στην ελληνική αγορά, η οποία ξεκινάει με την παροχή φθηνών, επιδοτούμενων δανείων σε Έλληνες αγρότες και επιχειρηματίες, με τη διαμεσολάβηση του γραφείου του ΟΗΕ στην Αθήνα. Σύμφωνα με δημοσιεύματα του Τύπου, οι Έλληνες αξιωματούχοι υποδέχτηκαν θετικά την πρόταση.
Χαρακτηριστική για το ποιόν της Τράπεζας, η ιστορία εμπλοκής που έχει στην ελληνοτουρκική διαμάχη (χρηματοδοτούσε τον στρατό του Κεμάλ το 1920-1922, ήταν ο κύριος αποδέκτης του σκληρού κεφαλικού φόρου που επέβαλε το τουρκικό κράτος στους Έλληνες της Πόλης την περίοδο 1941-1942, χρηματοδότησε την ίδρυση της τουρκοκυπριακής Αγροτικής Τράπεζας το 1958). Επίσης, εξίσου χαρακτηριστική για τον τύπο της δραστηριότητάς της είναι οι καταγγελίες αγγλόφωνων κουρδικών εφημερίδων και ειδησεογραφικών πρακτορείων ότι, στο Ιράκ, το υποκατάστημα της Ζιράτ λειτουργεί ως υποσταθμός των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών.
Σε ό,τι αφορά στις καταναλωτικές υπηρεσίες και στη λιανική, κεντρικό πρόβλημα για την επέκταση των τουρκικών επιχειρήσεων στην ελληνική αγορά είναι η αρνητική στάση που έχουν οι Έλληνες στα τουρκικά προϊόντα (π.χ. η Ιστικμπάλ με τα έπιπλα δεν πάει πολύ καλά γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο). Εδώ ακριβώς είναι που παίζουν κάποιο ρόλο και τα τουρκικά σήριαλ, και είναι ένας ακόμα λόγος για τον οποίο οι Τούρκοι τα δίνουν πιο φτηνά στα ελληνικά κανάλια, γιατί προσβλέπουν σε μια αλλαγή της στάσης της κοινής γνώμης – που ασφαλώς θα έχει αντίκτυπο και στις καταναλωτικές τους προτιμήσεις.
Έπειτα από όλα αυτά, αντιλαμβανόμαστε ότι, όντας έξω από την Ε.Ε., οι τάσεις αυτές θα είχαν μεγιστοποιηθεί και η πίεση για δορυφοροποίησή μας από την Τουρκία θα γίνει εντονότερη. Βέβαια, για να είμαστε απολύτως ειλικρινείς, το επιχείρημα αυτό μπορεί να αποδυναμωθεί στο μέτρο που θα επικρατήσει πλήρως η «Γερμανική Ευρώπη», καθώς ο γερμανικός ιμπεριαλισμός προωθεί τη γραμμή της «συνεργασίας» με τον νεο-οθωμανισμό για τον έλεγχο της ευρύτερης περιοχής των Βαλκανίων (βλέπε τι έγινε στο Κόσοβο).
Ως προς αυτά, τι έχει να πει ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου; Είναι τάχα «υπερεκτιμημένη» η τουρκική οικονομική επιρροή στην Ελλάδα και την ευρύτερη Βαλκανική; Κι αν δεν είναι, τι θα μπορούσε να κάνει μια «κυβέρνηση της ελληνικής αριστεράς» για να την αποτρέψει; Εδώ ακριβώς αποκαλύπτεται σε όλη της την έκταση η… υποτίμηση του νεο-οθωμανισμού από την άποψη περί δραχμής που πρεσβεύει ο Π. Παπακωνσταντίνου.
Διότι δεν έχει τίποτα να προτείνει πέρα από μια «στρατηγική συμμαχία» με την τουρκική αριστερά και τους Κούρδους αντάρτες, με σκοπό να στηρίξει εκείνες τις δυνάμεις στο εσωτερικό της Τουρκίας που αντιπολιτεύονται την επεκτατικότητα του Ερντογάν. Πέρα από αυτό όμως… «νυξ» ή, πολύ χειρότερα, σε μια ύστατη προσπάθεια να διασκεδάσει τους κινδύνους που επιφυλάσσει το «πρόταγμα Ερντογάν» για την Ελλάδα υποστηρίζει…:
Μια πρώτη κίνηση θα ήταν ένα πραγματικό αντιπολεμικό μέτωπο με την τουρκική Αριστερά που θα έπαιρνε πρωτοβουλίες για να εκθέσει την κυβέρνηση Ερντογάν, να τη φέρει σε δύσκολη θέση, όπως η πρωτοβουλία για ισόρροπη μείωση των εξοπλισμών. Επίσης θα μπορούσε να πάρει κοινές πρωτοβουλίες αλληλεγγύης προς τους Παλαιστίνιους. Επί παραδείγματι να προτείνει μια κοινή πρωτοβουλία της Ελλάδας με την Τουρκία έστω και με την κυβέρνηση Ερντογάν (υπορ. δική μου) ή όποια άλλη, για να σπάσει το εμπάργκο εις βάρος των Παλαιστινίων (οι Τούρκοι όπως γνωρίζουμε, έστειλαν στη Γάζα το «Μάβι Μαρμαρά»), για την πλήρη αποπυρηνικοποίηση της περιοχής, που σημαίνει να καταργήσει το Ισραήλ τα πυρηνικά του όπλα. Μ’ αυτό τον τρόπο θα επιχειρήσει να ωθήσει τον Ερντογάν στο έπακρο των φιλοαραβικών και αντιιμπεριαλιστικών του διακηρύξεων ή να τον εκθέσει, αν φανεί ασυνεπής, και να δοθεί έτσι προβάδισμα στην ειρηνική διπλωματία των λαών. 18
Εν ολίγοις, από εκεί που κουβεντιάζαμε για το εάν ο νεο-οθωμανισμός είναι υπερεκτιμημένος, περάσαμε στο ότι αξιώνει «φαντασιακά» να παίξει ρόλο μεγάλης δύναμης στην ευρύτερη περιοχή, κι από εκεί στο «να συνεργαστούμε μαζί του για να τον… εκθέσουμε». Πίσω από αυτά, δυστυχώς, κρύβεται η απόλυτη επίγνωση ότι η ύπαρξη της νεο-οθωμανικής απειλής, και άρα η πραγματικότητα του διμέτωπου αγώνα που αυτή συνεπάγεται, ταυτόχρονα ενάντια στην αποικιοποίηση Δύσης και Ανατολής, καθιστά εξαιρετικά ανεδαφική τα στρατηγική της ολικής ρήξης με τη Δύση που εισηγείται. Μία και μόνο προϋπόθεση θα μπορούσε να στηρίξει μια ανάλογη στρατηγική μετωπικής ρήξης με τη Δύση, η συγκρότηση ενός βαλκανικού πόλου και η πιθανή στήριξή του στην και από τη Ρωσία. Όμως, σήμερα βρισκόμαστε πολύ μακριά από κάτι τέτοιο και εξ άλλου το παράδειγμα της Κύπρου και της εγκατάλειψής της από τη Ρωσία είναι πολύ πρόσφατο, γι’ αυτό ομολογεί, λίγο ως πολύ, ότι «αν παίρναμε στα σοβαρά την Τουρκία, η ελληνική αριστερά δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα», και μερικές σελίδες μετά, ενώ έχει τελειώσει, υποτίθεται, με το ζήτημα της «φαντασιακής» απειλής του νεο-οθωμανισμού, λέει:
Σ’ αυτό το φόντο, μια αριστερή κυβέρνηση θα κριθεί, ας το πούμε έτσι, στο «γεωοικονομικό πεδίο». Μια χώρα με πρωτογενές έλλειμμα, απομονωμένη στο σύγχρονο κόσμο, θα χρειαστεί να κάνει κάποιες συμμαχίες και ενδεχομένως κάποιο δικό της οικονομικό και πολιτικό «Μπρεστ Λιτόφσκ»19.
Ας ελπίσουμε, ότι, μετά την ρήξη με τη Δύση, ο Π.Π. δεν εννοεί το «Μπρεστ Λιτόφσκ» με τους όρους μιας τακτικής συμμαχίας με τον νεο-οθωμανισμό. Στην περίπτωση που το κάνει, αξίζει να του υπενθυμίσουμε πάντως ότι η Ρωσία των μπολσεβίκων, με τη συνθήκη του Μπρέστ Λιτόφσκ, εγκατέλειψε την κατεχόμενη Πολωνία, και όχι βέβαια κάποια Κύπρο, Θράκη ή μέρος του Αιγαίου, όπως θα αναγκαστούμε να κάνουμε εμείς…
6. Αντί επιλόγου
Οι συμπληγάδες της υποταγής και του… απονενοημένου διαβήματος
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Ότι έχει δίκιο ο… Σαμαράς και ο Στουρνάρας; Και βέβαια όχι. Σημαίνουν κατ’ αρχάς ότι, σε εποχές απελπισίας, σε εποχές όπου βασιλεύουν οι αυταπάτες, η διάδοση της αλήθειας είναι μια πράξη επαναστατική.
Στη δική μας περίπτωση, ένα «Μέτωπο Ανατροπής» θα πρέπει πρώτα και πάνω απ’ όλα να βγει και να παραδεχθεί ανοιχτά ότι δεν υπάρχει άμεσα δυνατότητα υλοποίησης ενός Σχεδίου Β’, το οποίο θα αποκαταστήσει ως δια μαγείας όσα χάθηκαν τα τελευταία πέντε ή έξι χρόνια. ΟΙ Έλληνες εξακολουθούν να βρίσκονται κάτω από τον ζυγό της τρόικας, διότι διαθέτουν τις συγκεκριμένες ενδοτικές και προδοτικές ελίτ και κυρίως διότι το παρασιτικό–δουλοκτητικό μοντέλο έχει διαβρώσει το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας και τις ίδιες τις λαϊκές τάξεις, έτσι ώστε είναι πολύ δύσκολο να αντιδράσουν αποτελεσματικά. Μέχρι σήμερα, αντιδρούν κατ’ εξοχήν αμυντικά, έχουν αποδομήσει το πολιτικό σύστημα, αλλά δεν έχουν ακόμα αναδείξει κάποιες εναλλακτικές οικονομικές και κοινωνικές προτάσεις. Γι’ αυτό έξαλλου αναλίσκονται σε ονειροφαντασίες οι διάφοροι επίδοξοι σωτήρες του.
Κατά τα άλλα, αυτό που πραγματικά μπορεί να γίνει στην Ελλάδα είναι να οργανωθεί ένα κίνημα στην προοπτική του παρατεταμένου, «αντάρτικου» πολέμου. Με ποια έννοια;
Πρώτον, με την έννοια ότι θα γυρεύει τη μεγιστοποίηση των κοινωνικών αντιστάσεων σε κάθε εστία της κοινωνίας όπου αποπειράται να περάσει τα σχέδιά της η Τρόικα. Πρώτος στόχος, δηλαδή, θα είναι να μπλοκάρει τα σχέδιά της και την πολιτική της κυβέρνησης που τα υλοποιεί. Να προκαλεί δηλαδή φθορές στη μηχανή της μεταμοντέρνας κατοχής, ελαχιστοποιώντας την καταστροφή που προκαλεί στη χώρα. Και αυτό συνέβη ήδη με την φορολογική απεργία που υποχρέωσε σε σχετική αναδίπλωση των φορομπηχτικών μέτρων. Παράλληλα, πρέπει να ενθαρρύνουμε και να οργανώσουμε κάθε έκφραση κοινωνικής αλληλεγγύης, ως δίχτυ αυτοπροστασίας του ελληνικού λαού ενάντια στην ραγδαία φτωχοποίηση, δίχτυ το οποίο ακόμα είναι εξαιρετικά αναιμικό και στηρίζεται προνομιακά από τους παραδοσιακούς θεσμούς, όπως η Εκκλησία πρωταρχικά και η τοπική αυτοδιοίκηση δευτερευόντως.
Δευτέρον, να επεξεργαστεί βήμα-το-βήμα ένα σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης. Βεβαίως, οι φραγμοί που βάζει η Ε.Ε. και η πολιτική της Τρόικας δυσχεραίνουν την εξέλιξή του. Ωστόσο, η δυναμική της παραγωγικής ανασυγκρότησης θα πρέπει να αρχίσει να εξελίσσεται στην πράξη, προκειμένου να συγκρουστεί με την πραγματικότητα της αποικίας χρέους και αν χρειαστεί να οδηγήσει στη ρήξη από θέσεις ανασυγκρότησης! Η ρήξη θα καταστεί δυνατή μόνο αν θα υπάρχει η πραγματική βάση ενός ελάχιστου παραγόμενου πλούτου, ο οποίος θα επιτρέψει την απεξάρτησή μας από το ευρώ.
Τρίτον, να καταρτίσει διεθνή στρατηγική και τακτική για τη χώρα, υιοθετώντας τη στρατηγική ενός «διπλωματικού αντάρτικου». Δηλαδή, να κοιτάξουμε να εκμεταλλευτούμε τις ευρύτερες αντιθέσεις στο εσωτερικό της Ε.Ε., κύρια με τον ευρωπαϊκό Νότο. Να εκμεταλλευτούμε την κρίση στην Ιταλία, την αποσταθεροποίηση στην Πορτογαλία και την Ισπανία και να συντονιστούμε με τα βήματά τους. Διότι, τα μεγέθη είναι αμείλικτα, και οποιαδήποτε σύγκρουση θα πρέπει να δώσουμε, θα πρέπει να την πραγματοποιήσουμε από κοινού με άλλες χώρες της ευρωζώνης. Και μόνο σε περίπτωση ενός ευρύτερου μετώπου να προχωρήσουμε ακόμα και σε ρήξεις στο νομισματικό πεδίο, αν καταστεί αναγκαίο. Ρήξεις που μπορεί να οδηγήσουν είτε σε διάλυση του ευρώ, είτε σε έξοδο του Νότου, είτε σε έξοδο της… Γερμανίας, αν η Γαλλία συνταχθεί με τον Νότο.
Τέταρτον, και κυριότερο. Να σταθούμε στις ιδιαιτερότητες της ελληνικής κρίσης. Κι εδώ θα πρέπει να είμαστε ειλικρινείς: Η ελληνική κοινωνία είναι μια παρηκμασμένη κοινωνία. Έτσι, δεν νοείται αγώνας ενάντια στην αποικία χρέους, δίχως ταυτόχρονα να είναι και αγώνας ενάντια στην εσωτερική μας παρακμή. Σε επίπεδο αρχών και αξιών, σε πολιτιστικό επίπεδο, στην ανασυγκρότηση της ταυτότητάς μας.
Εδώ τίθεται ένα πολύ σημαντικό ζήτημα. Το ζήτημα του χρόνου, το κυριότερο επιχείρημα των υποστηρικτών της άμεσης επιστροφής στο εθνικό νόμισμα είναι ότι η λεηλασία εξελίσσεται εδώ και τώρα, κι ότι αύριο θα είναι πολύ αργά για οτιδήποτε.
Δυστυχώς, κι εδώ θα πρέπει να είμαστε ειλικρινείς: Ήδη, η χώρα έχει περιέλθει σε συνθήκες μεταμοντέρνας κατοχής. Επομένως, δεν τίθεται ζήτημα να την αποφύγουμε, τίθεται ζήτημα να την αποτινάξουμε. Ως προς αυτό, το ζήτημα του χρόνου τίθεται αντιφατικά.
Απ’ τη μία, όντως λειτουργεί σε βάρος μας καθώς οι όροι διαβίωσης της πλειοψηφίας επιδεινώνονται.
Από την άλλη, οι ίδιες οι αντιφάσεις του «γερμανικού σχεδίου» απελευθερώνουν δυνάμεις που μπορούν να τροφοδοτήσουν με τη σειρά τους την αντίσταση στην αποικία χρέους. Δεν είναι μόνο ότι παροξύνουν τις αντιθέσεις στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας. Μέσα από την κρίση του παρασιτικού μοντέλου αναπόφευκτα αναδεικνύονται αντίρροπες δυναμικές, οι εξαγωγές βελτιώνονται (αυξήθηκαν κατά 59% τα 4 τελευταία χρόνια), η πρωτογενής παραγωγή σηκώνει κεφάλι κ.ο.κ. Προοπτικά, αυτές οι δυναμικές έρχονται σε αντίθεση με το σχέδιο των αντιπάλων. Και αυτοί οι μετασχηματισμοί μας δίνουν όχι μόνο μεγαλύτερη δυνατότητα αντίστασης αλλά και μας επιτρέπουν βαθύτερες ρήξεις όταν και όποτε χρειαστεί.
Ταυτόχρονα βαθαίνουν και οι αντιθέσεις σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, το αντιδραστικό πρόσωπο της Γερμανίας αποκαλύπτεται μέρα με τη μέρα, πράγμα που ευνοεί τις αντισυσπειρώσεις, ιδιαίτερα μεταξύ των χωρών που πλήττονται περισσότερο. Και σε παγκόσμιο επίπεδο όμως, αργά αλλά σταθερά, τα BRICS ετοιμάζουν την δική τους απάντηση στις γεωπολιτικές και γεω-οικονομικές προκλήσεις της Αμερικής και της Ευρώπης.
Ο παρατεταμένος αγώνας που θα πρέπει να δώσει ο ελληνικός λαός, επομένως, είναι ταυτόχρονα και μια μάχη αντοχής. Μια μάχη με τον χρόνο, καθώς παράλληλα θα εκμεταλλεύεται τις αντιφάσεις του αντίπαλου σχεδίου, τις διεθνείς και τις εσωτερικές αντιθέσεις που προκαλεί.
Εν κατακλείδι, η συζήτηση για το νόμισμα, με τον τρόπο που διεξάγεται, είναι παραπλανητική. Διότι συγκαλύπτει τις πραγματικότητες της χώρας, την πραγματική της θέση και κατάσταση, ποιες απειλές δοκιμάζουν τον ελληνισμό στην αυγή του 21ου αιώνα. Εάν δεν το έχουμε καταλάβει, αυτό που παίζεται στην εποχή μας είναι η συλλογική μας ύπαρξη. Όταν λέμε «αποικία χρέους», δεν εννοούμε μια οποιαδήποτε διαδικασία αποικιοποίησης, σαν αυτή που συντελέστηκε κατά το άμεσό παρελθόν στη Λατινική Αμερική.
Εννοούμε ότι η συνέργεια της Ευρωπαϊκής Δύσης και της νεο-οθωμανικής Ανατολής, σε συνδυασμό με την δική μας εσωτερική παρακμή, δημιουργούν όρους οριστικής υπαγωγής μας σε συνθήκες μεταμοντέρνας υποδούλωσης: Δημογραφικά συρρικνωνόμαστε, ο τόπος ερημώνει, οι νέοι τον εγκαταλείπουν, παράλληλα βιώνουμε το σκληρότερο πρόσωπο της γερμανικής Ευρώπης, δίπλα μας βρίσκεται μια Τουρκία που αξιώνει ρητά να αναβιώσει, υπό μια νέα εκδοχή, τις αυτοκρατορικές πραγματικότητες των Βαλκανίων του 16ου αιώνα, και ταυτόχρονα επάνω μας διασταυρώνεται η μεγαλύτερη μετακίνηση πληθυσμών στην ανθρώπινη ιστορία, από την Ανατολή προς τη Δύση και από τον Βορρά προς τον Νότο. Σε αυτές τις συνθήκες, εάν συνεχίζουμε για πολύ να παίζουμε τους στρατηγούς Μπρανκαλεόνε ή τους Αντάρτες στις Μπανάνες του Γούντι Άλεν, το μόνο που θα καταφέρουμε είναι να επιβεβαιώσουμε την αμείλικτη ετυμηγορία των γραφών: «Μωραίνει κύριος ον βούλεται απωλέσαι».
Εμείς, επειδή έχουμε περάσει όλη τη μακρά περίοδο της μεταπολίτευσης στην ουσιαστική αντιπολίτευση με το σύστημα στο σύνολό του, επειδή έχουμε μάθει να αντιστεκόμαστε, επειδή ξέρουμε την ιστορία μας και έχουμε αποδείξει έμπρακτα πως δεν παίζουμε στα ζάρια την τύχη της χώρας, δεν είμαστε διατεθειμένοι να δεχτούμε μαθήματα επαναστατικότητας από μεταλλαγμένους κνίτες, υπαλλήλους μεγάλων τραπεζών, βολεμένους για χρόνια σε δημοσιογραφικούς οργανισμούς και κοινοβούλια. Εμείς θέλουμε πραγματικά να πραγματοποιηθεί μια μεγάλη επαναστατική ανατροπή και παλεύουμε γι’ αυτήν και ξέρουμε πως πρώτη προϋπόθεση της αλλαγής είναι η αλλαγή στις νοοτροπίες. Μαζί με τη μεταπολίτευση, πρέπει πριν από όλα να πεθάνει η εύκολη παρόλα, η δημοκοπία, ο «σοσιαλισμός» του «αμύνεσθαι περί πάρτης», όλα αυτά που οδήγησαν το μεγάλο δημοκρατικό κίνημα της μεταπολίτευσης σε εκφυλισμό. Εμείς είμαστε πραγματικοί αντίπαλοι του καθεστώτος, γι’ αυτό και στα κανάλια τους περνοδιαβαίνουν οι γιαλατζή επαναστάτες του «κόμματος της δραχμής».
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Ότι έχει δίκιο ο… Σαμαράς και ο Στουρνάρας; Και βέβαια όχι. Σημαίνουν κατ’ αρχάς ότι, σε εποχές απελπισίας, σε εποχές όπου βασιλεύουν οι αυταπάτες, η διάδοση της αλήθειας είναι μια πράξη επαναστατική.
Στη δική μας περίπτωση, ένα «Μέτωπο Ανατροπής» θα πρέπει πρώτα και πάνω απ’ όλα να βγει και να παραδεχθεί ανοιχτά ότι δεν υπάρχει άμεσα δυνατότητα υλοποίησης ενός Σχεδίου Β’, το οποίο θα αποκαταστήσει ως δια μαγείας όσα χάθηκαν τα τελευταία πέντε ή έξι χρόνια. ΟΙ Έλληνες εξακολουθούν να βρίσκονται κάτω από τον ζυγό της τρόικας, διότι διαθέτουν τις συγκεκριμένες ενδοτικές και προδοτικές ελίτ και κυρίως διότι το παρασιτικό–δουλοκτητικό μοντέλο έχει διαβρώσει το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας και τις ίδιες τις λαϊκές τάξεις, έτσι ώστε είναι πολύ δύσκολο να αντιδράσουν αποτελεσματικά. Μέχρι σήμερα, αντιδρούν κατ’ εξοχήν αμυντικά, έχουν αποδομήσει το πολιτικό σύστημα, αλλά δεν έχουν ακόμα αναδείξει κάποιες εναλλακτικές οικονομικές και κοινωνικές προτάσεις. Γι’ αυτό έξαλλου αναλίσκονται σε ονειροφαντασίες οι διάφοροι επίδοξοι σωτήρες του.
Κατά τα άλλα, αυτό που πραγματικά μπορεί να γίνει στην Ελλάδα είναι να οργανωθεί ένα κίνημα στην προοπτική του παρατεταμένου, «αντάρτικου» πολέμου. Με ποια έννοια;
Πρώτον, με την έννοια ότι θα γυρεύει τη μεγιστοποίηση των κοινωνικών αντιστάσεων σε κάθε εστία της κοινωνίας όπου αποπειράται να περάσει τα σχέδιά της η Τρόικα. Πρώτος στόχος, δηλαδή, θα είναι να μπλοκάρει τα σχέδιά της και την πολιτική της κυβέρνησης που τα υλοποιεί. Να προκαλεί δηλαδή φθορές στη μηχανή της μεταμοντέρνας κατοχής, ελαχιστοποιώντας την καταστροφή που προκαλεί στη χώρα. Και αυτό συνέβη ήδη με την φορολογική απεργία που υποχρέωσε σε σχετική αναδίπλωση των φορομπηχτικών μέτρων. Παράλληλα, πρέπει να ενθαρρύνουμε και να οργανώσουμε κάθε έκφραση κοινωνικής αλληλεγγύης, ως δίχτυ αυτοπροστασίας του ελληνικού λαού ενάντια στην ραγδαία φτωχοποίηση, δίχτυ το οποίο ακόμα είναι εξαιρετικά αναιμικό και στηρίζεται προνομιακά από τους παραδοσιακούς θεσμούς, όπως η Εκκλησία πρωταρχικά και η τοπική αυτοδιοίκηση δευτερευόντως.
Δευτέρον, να επεξεργαστεί βήμα-το-βήμα ένα σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης. Βεβαίως, οι φραγμοί που βάζει η Ε.Ε. και η πολιτική της Τρόικας δυσχεραίνουν την εξέλιξή του. Ωστόσο, η δυναμική της παραγωγικής ανασυγκρότησης θα πρέπει να αρχίσει να εξελίσσεται στην πράξη, προκειμένου να συγκρουστεί με την πραγματικότητα της αποικίας χρέους και αν χρειαστεί να οδηγήσει στη ρήξη από θέσεις ανασυγκρότησης! Η ρήξη θα καταστεί δυνατή μόνο αν θα υπάρχει η πραγματική βάση ενός ελάχιστου παραγόμενου πλούτου, ο οποίος θα επιτρέψει την απεξάρτησή μας από το ευρώ.
Τρίτον, να καταρτίσει διεθνή στρατηγική και τακτική για τη χώρα, υιοθετώντας τη στρατηγική ενός «διπλωματικού αντάρτικου». Δηλαδή, να κοιτάξουμε να εκμεταλλευτούμε τις ευρύτερες αντιθέσεις στο εσωτερικό της Ε.Ε., κύρια με τον ευρωπαϊκό Νότο. Να εκμεταλλευτούμε την κρίση στην Ιταλία, την αποσταθεροποίηση στην Πορτογαλία και την Ισπανία και να συντονιστούμε με τα βήματά τους. Διότι, τα μεγέθη είναι αμείλικτα, και οποιαδήποτε σύγκρουση θα πρέπει να δώσουμε, θα πρέπει να την πραγματοποιήσουμε από κοινού με άλλες χώρες της ευρωζώνης. Και μόνο σε περίπτωση ενός ευρύτερου μετώπου να προχωρήσουμε ακόμα και σε ρήξεις στο νομισματικό πεδίο, αν καταστεί αναγκαίο. Ρήξεις που μπορεί να οδηγήσουν είτε σε διάλυση του ευρώ, είτε σε έξοδο του Νότου, είτε σε έξοδο της… Γερμανίας, αν η Γαλλία συνταχθεί με τον Νότο.
Τέταρτον, και κυριότερο. Να σταθούμε στις ιδιαιτερότητες της ελληνικής κρίσης. Κι εδώ θα πρέπει να είμαστε ειλικρινείς: Η ελληνική κοινωνία είναι μια παρηκμασμένη κοινωνία. Έτσι, δεν νοείται αγώνας ενάντια στην αποικία χρέους, δίχως ταυτόχρονα να είναι και αγώνας ενάντια στην εσωτερική μας παρακμή. Σε επίπεδο αρχών και αξιών, σε πολιτιστικό επίπεδο, στην ανασυγκρότηση της ταυτότητάς μας.
Εδώ τίθεται ένα πολύ σημαντικό ζήτημα. Το ζήτημα του χρόνου, το κυριότερο επιχείρημα των υποστηρικτών της άμεσης επιστροφής στο εθνικό νόμισμα είναι ότι η λεηλασία εξελίσσεται εδώ και τώρα, κι ότι αύριο θα είναι πολύ αργά για οτιδήποτε.
Δυστυχώς, κι εδώ θα πρέπει να είμαστε ειλικρινείς: Ήδη, η χώρα έχει περιέλθει σε συνθήκες μεταμοντέρνας κατοχής. Επομένως, δεν τίθεται ζήτημα να την αποφύγουμε, τίθεται ζήτημα να την αποτινάξουμε. Ως προς αυτό, το ζήτημα του χρόνου τίθεται αντιφατικά.
Απ’ τη μία, όντως λειτουργεί σε βάρος μας καθώς οι όροι διαβίωσης της πλειοψηφίας επιδεινώνονται.
Από την άλλη, οι ίδιες οι αντιφάσεις του «γερμανικού σχεδίου» απελευθερώνουν δυνάμεις που μπορούν να τροφοδοτήσουν με τη σειρά τους την αντίσταση στην αποικία χρέους. Δεν είναι μόνο ότι παροξύνουν τις αντιθέσεις στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας. Μέσα από την κρίση του παρασιτικού μοντέλου αναπόφευκτα αναδεικνύονται αντίρροπες δυναμικές, οι εξαγωγές βελτιώνονται (αυξήθηκαν κατά 59% τα 4 τελευταία χρόνια), η πρωτογενής παραγωγή σηκώνει κεφάλι κ.ο.κ. Προοπτικά, αυτές οι δυναμικές έρχονται σε αντίθεση με το σχέδιο των αντιπάλων. Και αυτοί οι μετασχηματισμοί μας δίνουν όχι μόνο μεγαλύτερη δυνατότητα αντίστασης αλλά και μας επιτρέπουν βαθύτερες ρήξεις όταν και όποτε χρειαστεί.
Ταυτόχρονα βαθαίνουν και οι αντιθέσεις σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, το αντιδραστικό πρόσωπο της Γερμανίας αποκαλύπτεται μέρα με τη μέρα, πράγμα που ευνοεί τις αντισυσπειρώσεις, ιδιαίτερα μεταξύ των χωρών που πλήττονται περισσότερο. Και σε παγκόσμιο επίπεδο όμως, αργά αλλά σταθερά, τα BRICS ετοιμάζουν την δική τους απάντηση στις γεωπολιτικές και γεω-οικονομικές προκλήσεις της Αμερικής και της Ευρώπης.
Ο παρατεταμένος αγώνας που θα πρέπει να δώσει ο ελληνικός λαός, επομένως, είναι ταυτόχρονα και μια μάχη αντοχής. Μια μάχη με τον χρόνο, καθώς παράλληλα θα εκμεταλλεύεται τις αντιφάσεις του αντίπαλου σχεδίου, τις διεθνείς και τις εσωτερικές αντιθέσεις που προκαλεί.
Εν κατακλείδι, η συζήτηση για το νόμισμα, με τον τρόπο που διεξάγεται, είναι παραπλανητική. Διότι συγκαλύπτει τις πραγματικότητες της χώρας, την πραγματική της θέση και κατάσταση, ποιες απειλές δοκιμάζουν τον ελληνισμό στην αυγή του 21ου αιώνα. Εάν δεν το έχουμε καταλάβει, αυτό που παίζεται στην εποχή μας είναι η συλλογική μας ύπαρξη. Όταν λέμε «αποικία χρέους», δεν εννοούμε μια οποιαδήποτε διαδικασία αποικιοποίησης, σαν αυτή που συντελέστηκε κατά το άμεσό παρελθόν στη Λατινική Αμερική.
Εννοούμε ότι η συνέργεια της Ευρωπαϊκής Δύσης και της νεο-οθωμανικής Ανατολής, σε συνδυασμό με την δική μας εσωτερική παρακμή, δημιουργούν όρους οριστικής υπαγωγής μας σε συνθήκες μεταμοντέρνας υποδούλωσης: Δημογραφικά συρρικνωνόμαστε, ο τόπος ερημώνει, οι νέοι τον εγκαταλείπουν, παράλληλα βιώνουμε το σκληρότερο πρόσωπο της γερμανικής Ευρώπης, δίπλα μας βρίσκεται μια Τουρκία που αξιώνει ρητά να αναβιώσει, υπό μια νέα εκδοχή, τις αυτοκρατορικές πραγματικότητες των Βαλκανίων του 16ου αιώνα, και ταυτόχρονα επάνω μας διασταυρώνεται η μεγαλύτερη μετακίνηση πληθυσμών στην ανθρώπινη ιστορία, από την Ανατολή προς τη Δύση και από τον Βορρά προς τον Νότο. Σε αυτές τις συνθήκες, εάν συνεχίζουμε για πολύ να παίζουμε τους στρατηγούς Μπρανκαλεόνε ή τους Αντάρτες στις Μπανάνες του Γούντι Άλεν, το μόνο που θα καταφέρουμε είναι να επιβεβαιώσουμε την αμείλικτη ετυμηγορία των γραφών: «Μωραίνει κύριος ον βούλεται απωλέσαι».
Εμείς, επειδή έχουμε περάσει όλη τη μακρά περίοδο της μεταπολίτευσης στην ουσιαστική αντιπολίτευση με το σύστημα στο σύνολό του, επειδή έχουμε μάθει να αντιστεκόμαστε, επειδή ξέρουμε την ιστορία μας και έχουμε αποδείξει έμπρακτα πως δεν παίζουμε στα ζάρια την τύχη της χώρας, δεν είμαστε διατεθειμένοι να δεχτούμε μαθήματα επαναστατικότητας από μεταλλαγμένους κνίτες, υπαλλήλους μεγάλων τραπεζών, βολεμένους για χρόνια σε δημοσιογραφικούς οργανισμούς και κοινοβούλια. Εμείς θέλουμε πραγματικά να πραγματοποιηθεί μια μεγάλη επαναστατική ανατροπή και παλεύουμε γι’ αυτήν και ξέρουμε πως πρώτη προϋπόθεση της αλλαγής είναι η αλλαγή στις νοοτροπίες. Μαζί με τη μεταπολίτευση, πρέπει πριν από όλα να πεθάνει η εύκολη παρόλα, η δημοκοπία, ο «σοσιαλισμός» του «αμύνεσθαι περί πάρτης», όλα αυτά που οδήγησαν το μεγάλο δημοκρατικό κίνημα της μεταπολίτευσης σε εκφυλισμό. Εμείς είμαστε πραγματικοί αντίπαλοι του καθεστώτος, γι’ αυτό και στα κανάλια τους περνοδιαβαίνουν οι γιαλατζή επαναστάτες του «κόμματος της δραχμής».
Σημειώσεις
1. Mao ZeDong, On protracted War, Selected Writings, Vol. 2, Foreign Language Press, Peking 1965, σ. 113-118.
2. «Ευρώ ή δραχμή; Σχέδιο Β. Ερωτήσεις και απαντήσεις» στο συλλογικό έργο Μέτωπο Αλληλεγγύης και Ανατροπής, Ο Μόνος δρόμος είναι ο δεύτερος δρόμος. Ευρώ ή δραχμή; Σχέδιο Β. Εκδ. Κοροντζή, Αθήνα 2013, σ. 29.
3. Ό.π., σ. 61-68.
4. «Ευρώ ή δραχμή; Σχέδιο Β. Ερωτήσεις και απαντήσεις» στο Ο Μόνος δρόμος…, σ. 18.
5. Ό.π., σ. 18.
6. Πέτρος Παπακωνσταντίνου, Η μεγάλη πρόκληση: Η κρίση, η αριστερά, η εξουσία, Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα 2013, σ. 69-70.
7. Ό.π., σ. 81.
8. Ό.π., σ. 19.
9. Ό.π., σ. 61-62.
10. Ό.π., σ. 67.
11. Π. Παπακωνσταντίνου, Η μεγάλη…, σ. 17.
12. Μέτωπο Αλληλεγγύης…, ό.π., σ. 19.
13. Ό.π., σ. 27.
14. Μέτωπο Αλληλεγγύης… ό.π., σ. 63.
15. Μέτωπο Αλληλεγγύης… ό.π., σ. 68.
16. Μέτωπο Αλληλεγγύης… ό.π., σ. 83.
17. Μέτωπο Αλληλεγγύης… ό.π., σ. 85.
18. Μέτωπο Αλληλεγγύης… ό.π., σ. 86.
19. Μέτωπο Αλληλεγγύης… ό.π., σ. 89.
Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr