Του Ανδρέα Μπεντεβή
Σε συνέντευξη του στην ”Καθημερινή της
Κυριακής”, ο γ.γ. του ΚΚΕ, Δημήτρης Κουτσούμπας, αποκάλεσε τον αρχηγό της αξιωματικής
αντιπολίτευσης, Αλέξη Τσίπρα, ”σκυλάκι του καναπέ”.
Στην ίδια συνέντευξη
έθεσε τους στόχους του ΚΚΕ για τις εκλογές, οι οποίοι είναι οι εξής δύο, και της
ίδιας βαρύτητας σύμφωνα με την εκτίμηση του : Ο περιορισμός της δύναμης της ΝΔ από
την μία, όσο και της επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη. Προηγήθηκε το ”τσογλάν
μπόι” από τα χείλη της προσωποποίησης της αθλιότητας όπου έχει εκπέσει το ΚΚΕ,
της Λιάνας Κανέλλη.
Αυτό το γαϊτανάκι της κατρακύλας του
ΚΚΕ κρατά κάμποσο καιρό. Μπήκε στην ημερήσια διάταξη
από τότε που ο Μητσοτάκης- παραμονές των δεύτερων εκλογών του 2012- έβαλε δημοσίως
το δίλημμα: ”Το ΚΚΕ, πρέπει να πάρει θέση, αν εξακολουθεί να τηρεί την συμφωνία
που κάναμε το 1974”!!
Εννοώντας, φυσικά, την τότε συμφωνία για την νομιμοποίηση
του κόμματος από την άρχουσα τάξη, η οποία συνοδευόταν, καθώς υπαινίσσεται ο επικεφαλής
της δυναστείας αυτής, με την δέσμευση εκ μέρους του ΚΚΕ ότι ο ρόλος του στο μεταπολιτευτικό
σκηνικό θα ήταν εκείνος του μη υπονομευτή του συστήματος. Με τα όποια ανταλλάγματα,
φυσικά. Τώρα, καθώς φαίνεται, ο ρόλος του θα είναι, ολοφάνερα πλέον, όχι απλώς και
μόνο να μην δείξει μια στάση ανοχής ή διακριτικής υποστήριξης σε μια ενδεχόμενη
εκλογική πρωτιά του ΣΥΡΙΖΑ (που φαίνεται, έτσι, να μένει δίχως υπολογίσιμα κοινοβουλευτικά,
μα και κινηματικά στηρίγματα), αλλά, επιπλέον, η ανοιχτή υπονόμευση της προοπτικής
να συγκροτηθεί αριστερή κυβέρνηση στην Ελλάδα- με τις όσες αδυναμίες και ιδεολογικοπολιτικές
ανεπάρκειες, έστω, που μπορεί κανείς να καταλογίσει στον ΣΥΡΙΖΑ.
Έτσι και μόνο μπορούν
να βρουν εξήγηση οι εξής επίσημες δηλώσεις, έκτοτε: ”Είμαστε οι μόνοι που μπορούν
να αντιμετωπίσουν τον ΣΥΡΙΖΑ” (Παπαρήγα, και μένουμε με την απορία σε ποιον,
άραγε, απευθύνεται). ”Ούτε μια μέρα ανοχής σε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ”, ”Αν περάσει
στον δεύτερο γύρο υποψήφιος του ΣΥΡΙΖΑ και της χρυσής αυγής, εμείς θα κάνουμε αποχή”
(Κανέλλη, ξανά, και στις δύο περιπτώσεις).
Θα πρέπει να διερευνήσουμε όμως τούτη
την στάση υπό το φως του αντίθετου ενδεχόμενου, για να την κατανοήσουμε καλύτερα.
Η επικριτκή- έστω- στήριξη από τα αριστερά ένος τέτοιου εγχειρήματος και μόνο, θα
δημιουργούσε μια άνευ προηγουμένου δυναμική βασικά και κύρια στο κίνημα, όσο και
με αμιγώς εκλογικούς όρους. Θα ήταν σε θέση να συγκροτηθεί, σε μια τέτοια περίπτωση,
ένα ισχυρό και άμεσα διεκδικητικό κοινωνικοπολιτκό μπλοκ εξουσίας υπό την ηγεμονία
του κόσμου της εργασίας. Ειδικότερα σήμερα, μια κοινή κάθοδος, ή έστω συνεργασία
της Αριστεράς στις αυτοδιοικητικές/ευρωβουλευτικές εκλογές, είναι προφανές ότι θα
αφαιρούσε κάθε ελπίδα από το μαύρο κυβερνητικό μπλοκ εξουσίας να ελπίζει στην συνέχιση
της κυριαρχίας του. Την πραγματικότητα αυτή, αλίμονο, την αντιλαμβάνεται πολύ καλά
το ίδιο το σύστημα: Την ίδια ημέρα με την συνέντευξη του Κουτσούμπα, εξάλλου, στις
αστικές εφημερίδες φιλοξενούνταν η άποψη Μπαλτάκου ότι μόνο η συνένωση όλου του
δεξιού χώρου (των φίλων του της χρυσής αυγής συμπεριλαμβανομένων) θα εξασφάλιζε
την μακρόχρονη ηγεμονία στην Δεξιά, μπροστά στο οφθαλμοφανές για εκείνον, μα όχι
για το ΚΚΕ, ενδεχόμενο της υπαρκτής, άλλωστε, αριστερής πλειοψηφίας!
Ένα επαναστατικό κόμμα θα στήριζε μια
τέτοια προοπτική.
Πρώτον, αν αντιλαμβανόταν, βέβαια,
ως βασικό και άμεσο εχθρό του το παρών εξουσιαστικό πολιτικό σύστημα. Τον ίδιο,
δηλαδή, που αντιλαμβάνεται σαν εχθρό της η μεγάλη κοινωνική πλειονότητα.
Δεύτερον,
αν είχε εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του, ότι δηλαδη μπορούν να υπερφαλαγγίσουν τους
”σοσιαλδημοκράτες”, τους ”ρεφορμιστές” και τους ”ψευτοαριστερούς” του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό
το βήμα της πολιτικής ηγεμονίας στον χώρο της αριστεράς και στην εργατική τάξη,
άλλωστε, του τον προσφέρει απλόχερα ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ- δεν θα μπορούσε, εξάλλου,
έτσι κι αλλιώς, να την διεκδικήσει μόνο για τον εαυτό του σε μια ενιαιομετωπική
κινηματική ή εκλογική πραγματικότητα. Όπως, φαίνεται, ότι δεν μπορεί να την εξασφαλίσει
και σήμερα.
Το ΚΚΕ θα στήριζε μια τέτοια προοπτική,
τέλος, αν η ηγεσία του είχε και την παραμικρή αίσθηση της επαναστατικής τακτικής.
Αν ήταν, εν τέλλει, και ξαναγυρνώντας στην αρχή του συλλογισμού, ένα επαναστατικό
κόμμα, και όχι ένας μηχανισμός εγκλωβισμού μεγάλων κοινωνικών μαζών στην λογική
του μαγγανοπήγαδου της ήττας, καθώς και στην θρησκόληπτη επαγγελία της δευτέρας
παρουσίας της Σοβιετικής Ένωσης.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ως προς αυτό
το γεγονός ότι το ΚΚΕ, τελευταία, δια στόματος Μαϊλη, έβγαλε σκάρτο μέχρι και το
ΕΑΜ της εποποιίας του ’41-’44, με επιχείρημα την αμπελοφιλοσοφία του ότι ήτανε λάθος,
όχι μόνο η Βάρκιζα, αλλά όλη η πορεία του ΕΑΜ από την αρχή του- μιας και επρόκειτο
για μια κεντροαριστερή συμμαχία, και όχι μια καθαρά κομμουνιστική οργάνωση! Και
αυτή η αποτυχημένη στρεψοδικία, όσο και η απίστευτη απαξίωση μιας λαμπρής σελίδας
του λαϊκού κινήματος και τόσων χιλιάδων αγωνιστών του, γίνεται από τα σημερινά υπερεπαναστατικά
στελέχη του ΚΚΕ, μόνο και μόνο γιατί έτσι ελπίζουν να απαντήσουν στο σήμερα στα
μέλη και στους οπαδούς του, στην προφανή απορία τους για ποιον λόγο το κόμμα τους
δεν διεκδικεί την ηγεμονία στον χώρο της ευρύτερης αριστεράς.
Πρέπει να πούμε ότι
δεν ανακαλύπτουμε την Αμερική λέγοντας ότι είναι τεράστιες οι ιδεολογικοπολιτικές
αδυναμίες του ΣΥΡΙΖΑ. Και πρώτα πρώτα, ότι εκφράζει αποκλειστικά την μεσαία τάξη
και όχι τις μεγάλες μάζες της αποκλεισμένης κοινωνίας. Ότι είναι ένα μόρφωμα που
αποτελεί επίδικο και στοίχημα αν θα το βάλει από κάτω της η αντίδραση ή όχι, καθώς
και αν θα αποτελέσει ένα γεφύρι για την επαναθεμελίωση της συμμαχίας των μεσοστρωμάτων
με την άρχουσα τάξη, και όχι μια πολιτική πλατφόρμα που να εκφράζει την πλατιά μάζα
των περιθωριοποιημένων κομματιών της εργατικής τάξης. Και πολλές άλλες αδυναμίες,
που τις έχουμε πει και ξανά πει.
Όμως, το να σπάσει
το διαχρονικό ταμπού της απιθανότητας η Αριστερά κάποτε να κυβερνήσει- αυτό αποτελεί
καρφί στο μάτι του συστήματος σε αυτήν την συγκυρία.
Είναι φανερό αυτό αν αναλογιστεί κανείς
το μέγεθος της επίθεσης του σύγχρονου γκεμπελισμού, όχι προς τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά βασικά
προς τις δυνάμεις του λαϊκού κινήματος και ακριβώς μπροστά στον κίνδυνο αυτές οι
δυνάμεις να νικήσουν εκλογικά την μαφία που μάς κυβερνά, μέσω του ΣΥΡΙΖΑ.
Μια νίκη,
που σήμερα, το ελάχιστο που θα μπορούσε (αλλά είναι και αυτό εξαιρετικά σημαντικό,
και ίσως το μόνο που θα μπορούσε να κάνει) θα ήταν να ”ξεμπλοκάρει” την ταξική πάλη
(που μοιάζει σαν να μην ξεσπάει), και να προκαλέσει η ίδια αυτή η νίκη συγκρούσεις
των πλατιών εργαζόμενων μαζών απέναντι στην άρχουσα τάξη, και όχι το αντίστροφο.
Συγκρούσεις που μέσα τους μπορεί ξανά να συγκροτηθεί στους δρόμους, στο εργατικό
και στο νεολαιίστικο κίνημα, ένα κοινωνικοπολιτικό μπλοκ συμφερόντων για την ανατροπή.
Την ανατροπή, έστω, όχι του καπιταλισμού, αλλά τουλάχιστον μιας σειράς από τους
όρους της ταξικής σκλαβιάς, και ακριβώς προς τον δρόμο προς την ανατροπή συνολικά
του συστήματος. Που δεν θα είναι δουλειά του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά της εργατικής τάξης και
του λαού.
Για αυτό και οι ευθύνες του ΚΚΕ, η προδοσία
του, ουσιαστικά, αυτήν την περίοδο, μόνο με ιστορικές στιγμές προδοσίας του λαού
μπορεί να συγκριθεί.
Και είναι μια σκέτη και μόνο υπεκφυγή οι ψευδοεπαναστατικές
κορώνες, οι βερμπαλισμοί, αλλά και οι προσωποκεντρικές, συχνά, διασπαστικές διαφωνίες
μέσα στο κίνημα σε σχέση με το ότι πρέπει από σήμερα να συμφωνήσουμε ”μέσα ή έξω
από το Ευρώ”- ιδιαίτερα όταν το κίνημα δεν ήτανε ποτέ τόσο πολύ σε στάση υποχώρησης,
αν όχι και διαλυτικότητας-, αλλά και ιδιαίτερα όταν κανείς (αλλά ούτε και ο ΣΥΡΙΖΑ)
δεν έχει μια συγκεκριμένη τοποθέτηση για την πορεία της Ελλάδας έξω από το ευρώ,
καθώς και για την θέση της στον παγκόσμιο καταμερισμό της εργασίας, για τις διεθνείς
της συμμαχίες, έπειτα από μια ενδεχόμενη απεμπλοκή της χώρας από τα δίχτυα του ιμπεριαλισμού.
Αυτή η ελλειματική, δυστυχώς, μοιάζει να επιβεβαιώνει την εντύπωση ότι όλες αυτές
οι κοκορομαχίες γίνονται πάνω στην πλάτη της κοινωνίας που στενάζει, και κόντρα
σε αυτήν. Η απτή, συγκεκριμένη τοποθέτηση για όλα αυτά είναι που λείπει, και όχι
τα συνθήματα και οι διαμάχες των μηχανισμών για την επικράτηση στο ”αριστερό χωριό”.
Λοιπόν, ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ είναι επαναστατικό
κόμμα, ούτε και ο Τσίπρας μάς θυμίζει σε τίποτε τον Φιντέλ Κάστρο. Αλλά είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο που εκφράζει μια ανάγκη
του κόσμου της εργασίας να ελπίσει κάπου.Αυτό είναι, δυστυχώς, το όριο που φαίνεται
να φτάνει σήμερα η πολιτική και αγωνιστική ωριμότητα του. Οι εκλογές δεν αλλάζουν
τον κόσμο, και για αυτό, εφόσον δεν είναι σε θέση το κίνημα να της περιφρονεί καλώντας
στην αποχή και στους δρόμους αντί για τις κάλπες της αστικής δημοκρατίας, όταν μιλάμε
για εκλογές, μιλάμε για μια επιλογή σήμερα από τις κάλπες να βγει ο πιο ευνοϊκός
για το κίνημα συσχετισμός δυνάμεων.
Η αναγωγή του ΣΥΡΙΖΑ στον υπέρατο εχθρό
από μέρους της ηγεσίας του ΚΚΕ, δεν εκφράζει καμιά συνεπή λενινιστική γραμμή, αλλά
παρά μόνο τον φόβο της για την ανεξέλεγκτη (και από το ΣΥΡΙΖΑ και από την ίδια)
κίνηση μαζών που μπορεί να προκαλέσει.
Κα ας μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για τις
αστικές εκλογές μόνο, και ότι η ψήφος των κομμουνιστών στις κάλπες της αστικής δημοκρατίας,
δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι ιδεολογική. Είναι μόνο ψήφος τακτικής, δηλαδή που
υπακούει σε ένα ευρύτερο στρατηγικό σχέδιο…
Ανάρτηση από:http://eamgr.wordpress.com