Του Γιώργου Ηλ. Τσιτσιμπή
Τι
μας αφήνουν οι ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΙ κάθε εποχής, για να μπορούμε να τους θυμόμαστε ή να
τους δοξολογούμε; Την βιοτή τους, θα μπορούσαμε να απαντήσουμε λιτά και
συνοπτικά. Τα όσα είπαν και πολύ περισσότερο τα όσα έπραξαν. Το δίπολο, λόγια
και πράξεις, είναι αυτό που ισχυροποιεί τη μνήμη.
Ήταν
και οι τρεις σπουδαίοι. Τιμώνται για την επιστημοσύνη τους, την ευρυμάθειά
τους, τον θεολογικό τους λόγο αλλά κυρίως για το ανθρώπινο πρόσωπο. Λογικό
άλλωστε, αφού είναι τα πρόσωπα που σηματοδοτούν αυτό που η εκκλησία θέλει ως
παράδειγμα, ως πρότυπο. Δηλαδή όχι απλά μια παρουσία στον θρησκευτικό χώρο και λόγο,
αλλά μια παρουσία στην κοινωνία, στη ζωή.
Παιδιά
«καθώς πρέπει», με περγαμηνές στις επιστήμες της εποχής τους, κερδίθηκαν από το
βίωμα της εκκλησίας και αποτέλεσαν την έκφραση της ελληνοχριστιανικής
παράδοσης, συνδυάζοντας άριστα και τα δύο συνθετικά του όρου. Σε μια αποστροφή
του, σε ένα κείμενο – ομιλία ο θεολόγος Μπεκριδάκης Δημήτρης, αποσαφηνίζει την
σύνθεση αρχαιοελληνικής ευφυΐας και χριστιανικής αρετής: «Με επίγνωση ότι ο αρχαίος Ελληνισμός και ο
Χριστιανισμός είναι από κάθε άποψη, πολιτισμικά και συμβολικά, συστήματα
ασύμπτωτα και αντιθετικά, οι Πατέρες, δεν ανάμειξαν Ελληνισμό και Χριστιανισμό,
διότι εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο θα επρόκειτο για περίπτωση συγκρητισμού, όπου
νέα θρησκευτικά μορφώματα γεννιούνται από θραύσματα των παλιών. Εκείνο που
έκαναν, οι Τρεις Ιεράρχες, ήταν μια σύνθεση στο επίπεδο της μεθόδου και της
μορφής. Προσέλαβαν το γλωσσικό και εννοιολογικό όργανο του αρχαίου κόσμου
και το χρησιμοποίησαν για να εκφραστεί με περισσότερη πληρότητα και σαφήνεια η
αλήθεια του Ευαγγελίου». Μια αλήθεια που δίνει απάντηση και στα
σημερινά νεοπαγανιστικά
ιδεολογήματα ακροδεξιών ρητορειών, αφού δεν
αναγνωρίζει περιούσιους λαούς και ανώτερα έθνη, αλλά μόνο ανθρώπους, παιδιά του
ίδιου Θεού.
Αυτή
η ζεύξη ελληνο-χριστιανικής μορφής, αποτυπώνεται, κατά την γνώμη μας, στη
μνημειώδη στιχομυθία του Μ. Βασιλείου και του αυτοκράτορα Ιουλιανού, αναδεικνύοντας
τον ελληνικό λόγο από την μια και την γνώση της χριστιανικής αλήθειας από την άλλη. Ο Ιουλιανός
«ρομαντικός» ελληνολάτρης, πίστευε πως θα μπορούσε, ακόμα και με την βία, να
επαναφέρει την ήδη θανούσα ειδωλολατρική λατρεία της αρχαίας Ελλάδας και το
μεγαλείο της. Μιμούμενος, ως αρχαιολάτρης, το λακωνίζειν, απευθύνεται στον Μ. Βασίλειο με το συνοπτικό
«ανέγνων, έγνων, κατέγνων» (διάβασα, κατανόησα, καταδίκασα), θεωρώντας πως ήδη
έχει καταγάγει μια σημαντική νίκη απέναντι στον παλιό του συμφοιτητή και σφοδρό
υπερασπιστή του χριστιανικού πνεύματος. Δυστυχώς όμως γι’ αυτόν, αποδεικνύεται,
πως το ζήτημα της αρχαιοελληνικής γνώσης δεν είναι θέμα αναβίωσης απλά, των
ίδιων πραγμάτων σε μια άλλη εποχή, αλλά χρειάζεται η αναπλαισίωση και η
συμμόρφωσή τους στα όποια νέα δεδομένα. Έτσι η απάντηση έρχεται, από έναν βαθύ
γνώστη της ελληνικής γλωσσικής παιδείας, με την αφοπλιστική απάντηση: «ανέγνως,
αλλά ουκ έγνως, ει γαρ έγνως, ουκ αν κατέγνως» (διάβασες αλλά δεν κατανόησες,
αν είχες κατανοήσει δεν θα είχες καταδικάσει). Και αν αυτό μπορεί να θεωρηθεί
μια ψηφίδα στην ουσία των
πραγμάτων με τα οποία ασχολήθηκαν οι μεγάλοι Πατέρες, το σύνολο του έργου τους
μαρτυρά πραγματικά κάτι το συγκλονιστικό.
Η
διείσδυσή τους στην ουσία του Θείου Λόγου είχε ως αποτέλεσμα τα έργα τους να
παραμείνουν διαχρονικά και κυρίως ζωντανά, από τότε έως και σήμερα. Ας σκεφτούμε
ότι η Θεία Λειτουργία, αυτή η κειμενική δραματουργία που παρακολουθούμε κάθε
φορά, είναι έργο του Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Έργο ζωντανό, που το
απολαμβάνουμε σήμερα όπως και τότε, ακριβώς το ίδιο. Οι αρχές της μοναστικής
ζωής, του Μεγάλου Βασιλείου, επίσης διατηρούνται ως σήμερα.
Αν
όμως οι εκκλησιαστικές τους απόψεις είναι αναμενόμενες, οι κοινωνικοπολιτικές
τους παρεμβάσεις ξαφνιάζουν ευχάριστα. Αν κάποιος διαβάσει τα συναξάρια τους θα
διαπιστώσει την παρρησία τους σ’ αυτό που θα λέγαμε πολιτική θεολογία.
Δεν κρύβονται, αλλά και δεν επιτρέπουν η ευγένειά τους να θεωρηθεί αδυναμία.
Κρίνουν, επικρίνουν και επιτιμούν, όπου και όπως πρέπει. Για τον πλούτο και την
προέλευσή του, για την αδικία, για τους διοικούντες και τις παρεκκλίσεις τους,
εκφράζοντας και δοκιμάζοντας την αλληλεγγύη τους στους καταφρονημένους. Παρόλο
που βρέθηκαν στην κορυφή της εκκλησιαστικής διοικητικής πυραμίδας, υπηρέτησαν
ταπεινά, χωρίς προκλήσεις την βάση της. Τον απλό συμπολίτη τους. Χωρίς
ξενοφοβικά σύνδρομα, εκλεκτικές προσεγγίσεις, φυλογενετικές προτιμήσεις, είδαν
τον «άλλο» ως αδελφό. Και για χάρη του αδελφού δεν δίστασαν να συγκρουστούν με
συμφέροντα αλλά και διοικούντες. Κάνανε δηλαδή πολιτική, σύμφωνα με την γνώμη
του γνωστού βυζαντινολόγου Ράνσιμαν, όπως γράφαμε και άλλοτε. Αναδεικνύοντας
την ηθική διάσταση των πραγμάτων και μετουσιώνοντας τα λόγια σε έργα.
Σήμερα
η πραγματικότητα ζοφερή. Κοινωνική παραλυσία, ακηδία θα λέγαν οι νηπτικοί
πατέρες, επικρατεί παντού. Ο δυτικός τρόπος ζωής αλλά και σκέψης και αντίληψης,
έφτασε στα όριά του. Ζούμε στην μετανεωτερική εποχή. Ο λαός μετατράπηκε σε
μάζα, σε απλό καταναλωτή. Ο πολίτης σε πελάτη. Η κοινωνία έγινε ατομοκεντρική. Η
επανάσταση έχασε την Ανάσταση, την προοπτική. Όλα ισοπεδώθηκαν. Η πλειονότητα
παρακολουθεί αποσβολωμένη, αρνούμενη να αντιδράσει. Η κατάπτωση φοβερή. Χωρίς ταγούς και χωρίς μπροστάρηδες.
Ποιον να εμπιστευτείς;
Σ’
αυτά τα πλαίσια, θα πρέπει να θεωρούμε δεδομένο πως αν είχαμε, σε ενεστώτα χρόνο τους Τρεις Ιεράρχες, θα τους
απολαμβάναμε όχι απλά σε λεκτικές παρεμβάσεις αλλά σε έμπρακτες πρωτοβουλίες
αλληλεγγύης και στήριξης του χειμαζόμενου λαού. Δεν αρκεί η «αδάπανος ευσέβεια»
λέει ο Μ. Βασίλειος, αλλά μας θέλει πραγματικούς αλληλέγγυους, χωρίς την συνήθη
υποκρισία μας. Κάνει αυστηρή κριτική στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της εποχής
του (θα λέγαμε), μέσα από τον πύρινο λόγο του που μας άφησε, τον «κατά τοκιζόντων». Τι άραγε θα έλεγε για
τις σημερινές δανειακές συμβάσεις, για την τρόικα, το κουαρτέτο, τους λοιπούς
θεσμούς, τις φορολογίες και όλα όσα μας συμβαίνουν από δεξιούς και αριστερούς,
ξένους και ντόπιους εκμεταλλευτές; Ο επιστήθιος φίλος του, ο Γρηγόριος ο
Θεολόγος, παραιτείται από τον πατριαρχικό θρόνο για να μην σκανδαλίζει τους
φανατικούς αντιπάλους του. Ακριβώς το αντίθετο κάνουν οι σημερινοί εραστές της
εξουσίας. Γαντζώνονται πάνω της και δικαιολογούν τα πάντα, αρκεί να μην φύγουν
από κοντά της. Και το κάνουν όλοι, ασχέτως πόσο ψηλά ή πόσο χαμηλά είναι στην
ιεραρχία. Λίγη εξουσία και όλα γίνονται…Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος από την άλλη,
προτιμά την εξορία, ως συνέπεια της κριτικής του προς την αυτοκρατορική εξουσία
και την πλουτοκρατία της Κων/πολης, μη αποδεχόμενος αξιακές εκπτώσεις, μη
συμβιβαζόμενος με το άδικο, μη γελοιοποιούμενος με ανακυβιστήσεις και τόσα άλλα που βλέπουμε στις μέρες
μας.
Αν
κάτι πρέπει να κρατήσουμε, ως παρακαταθήκη, είναι η κοινωνική δικαιοσύνη, η
ευθυκρισία, η ενσυναίσθηση, η παρρησία, η αλληλεγγύη και φυσικά ο
παραδειγματισμός μας από το ήθος των Αγίων μας για μια ελεγκτική στάση προς
όλους τους εκμεταλλευτές απ’ όπου κι αν προέρχονται.