Πέμπτη 5 Μαΐου 2016

Στις 5 Μαϊου 1981 πέθανε ο ηρωϊκός απεργός πείνας Μπόμπι Σαντς

Ο Μπόμπυ Σαντς γεννήθηκε το 1954 στο βόρειο Μπέλφαστ. 
Η ζωή στην γκετοποιημένη, υποβαθμισμένη γειτονιά τον παρακίνησε να δραστηριοποιηθεί από πολύ νωρίς. Ο ίδιος έλεγε «ήμουν μονάχα ένα φτωχόπαιδο, που ζούσα σ’ ένα γκέτο, με διαιρεμένη πατρίδα, αλλά πάλι είναι η καταπίεση που γεννά το επαναστατικό πνεύμα της ελευθερίας. Δεν θα ησυχάσω, ώσπου να απελευθερωθεί η πατρίδα μου, ώσπου η Ιρλανδία να γίνει μια ανεξάρτητη σοσιαλιστική δημοκρατία.»
Στα 18 του χρόνια έγινε μέλος του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (IRA). Στο ημερολόγιό του έγραφε: 
«Η ζωή μου τώρα έχει αλλάξει. Τις νύχτες κοιμάμαι υποχρεωτικά με το ένα μάτι ανοιχτό κι όταν διεξάγουμε κάποια επιχείρηση, είμαστε συνέχεια σε εγρήγορση, για να αποφύγουμε τους ελέγχους των Βρετανών. Ο κόσμος όμως είναι στο πλευρό μας. Δεν είναι μονάχα το ότι μας άνοιξαν διάπλατα τα σπίτια τους κι ότι μας βοηθούν όπως μπορούν, αλλά το ότι μας έχουν ανοίξει την καρδιά τους. Έμαθα ότι χωρίς τη συμπαράσταση του κόσμου, δεν είναι δυνατόν να επιβιώσουμε πολιτικά και τώρα ξέρω ότι τους χρωστώ τα πάντα».
Τον Οκτώβριο του 1972, ο Μπόμπυ Σαντς συλλαμβάνεται για πρώτη φορά. Κατηγορείται για οπλοκατοχή (τέσσερα περίστροφα, που βρέθηκαν στο σπίτι όπου φιλοξενείτο) και καταδικάζεται σε τρία χρόνια φυλάκιση, στα μπουντρούμια τουLong Kesh. Στη διάρκεια αυτών των ετών, διαβάζει όσο μπορεί περισσότερο και μαθαίνει μόνος του ιρλανδικά. Αργότερα, θα μεταδώσει όσα έμαθε στους συγκρατούμενούς του, στη διαβόητη Πτέρυγα Η.
Το 1976 αποφυλακίζεται και επιστρέφει στο Τουίνμπρουκ, του Δυτικού Μπέλφαστ, στο οποίο διαμένει η οικογένειά του, πολύ κοντά στην «υγειονομική» διαχωριστική ζώνη, που απαγορεύει την ελεύθερη διακίνηση Καθολικών και Προτεσταντών. Εκεί γίνεται ενεργό μέλος της κοινότητάς του. Ασχολείται με το Σύνδεσμο Ενοικιαστών και πείθει τα ταξί της περιοχής να μεταφέρουν κόσμο από τη μία περιοχή στην άλλη, δεδομένου ότι τα λεωφορεία δεν επαρκούσαν. Μέσα σε έξι μήνες, συλλαμβάνεται ξανά, έπειτα από βομβιστική επίθεση και ανταλλαγή πυρών. Ο Μπόμπυ τη στιγμή της έκρηξης και των γεγονότων που ακολούθησαν, βρισκόταν μέσα σ’ ένα αμάξι λίγο πιο κει και η Αστυνομία βρήκε πάνω του ένα ρεβόλβερ.
Με αυτά τα «αποδεικτικά στοιχεία» προσάγεται σε δίκη μαζί με άλλους τρεις συντρόφους του, αφού πρώτα υποβάλλεται σε εξουθενωτική εξαήμερη ανάκριση και υφίσταται κάθε λογής βασανιστήρια. Αρνείται να απαντήσει σε οτιδήποτε άλλο, εκτός από το όνομά του, την ηλικία του και τη διεύθυνση κατοικίας του. Παραμένει υπόδικος για έντεκα μήνες και τελικά, η δίκη γίνεται το Σεπτέμβριο του 1977. Όπως και την άλλη φορά, αρνείται να αναγνωρίσει το κύρος των Δικαστικών Αρχών. Ο δικαστής παραδέχεται ότι τα «αποδεικτικά στοιχεία» είναι σαθρά, ωστόσο τον καταδικάζει μαζί με τους συντρόφους του σε δεκατέσσερα χρόνια κάθειρξη (έκαστος) για οπλοκατοχή (το ένα και μοναδικό ρεβόλβερ).
Τον μεταφέρουν στη φυλακή της οδού Κράμλιν, όπου περνά τις πρώτες 22 ημέρες ολόγυμνος και σε τέλεια απομόνωση. Έπειτα μεταφέρεται στην Πτέρυγα Η του Long Kesh, όπου μαζί με άλλους συγκρατούμενούς του ξεκινούν τη διαμαρτυρία της «κουβέρτας» (δεδομένου ότι δεν τους επιτρεπόταν να φορούν τα πολιτικά τους ρούχα, αφού δεν τους αναγνώριζαν ως ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΥΣ). 
Αρχίζει να αρθρογραφεί στην An Phobnacht/Republican News, σε χαρτί τουαλέτας, μιας και η γραφική ύλη απαγορεύεται δια ροπάλου. Γράφει: «Η απότομη και απόλυτη στέρηση βασικών ανθρώπινων αναγκών, όπως η άσκηση και ο καθαρός αέρας, η επαφή με άλλους ανθρώπους, το ότι δεν μπορώ να φορέσω τα ρούχα μου και δεν μπορώ να διαβάσω εφημερίδα, ν’ ακούσω ραδιόφωνο, να καπνίσω ένα τσιγάρο, να διαβάσω ένα βιβλίο κι άλλα πολλά, έχουν κάνει τη ζωή μου πολύ δύσκολη».
Γίνεται ο βασικός εκπρόσωπος της διαμαρτυρίας και έρχεται συνεχώς σε αντιπαράθεση με το καθεστώς της φυλακής. Τον Απρίλιο του 1978, έπειτα από συστηματική κακομεταχείριση, ειδικά στις τουαλέτες και το ντους, οι κρατούμενοι αρνούνται να πλυθούν και να παραδώσουν τα δοχεία νυκτός τους. Κάνουν τις βασικές τους ανάγκες μέσα στο κελί, αφού έτσι κι αλλιώς έχουν καταστρατηγηθεί ακόμα και τα πιο βασικά ανθρώπινα δικαιώματά τους. Οι γυναικείες φυλακές ακολουθούν, με ανάλογη διαμαρτυρία, το Φεβρουάριο του 1980.
Στις 27 Οκτωβρίου 1980, έπειτα από την κατάρρευση συνομιλιών μεταξύ των Βρετανών και του Καρδινάλιου O’ Fiaich, επτά κρατούμενοι της Πτέρυγας Η προχωρούν σε απεργία πείνας. Στις 19 Δεκεμβρίου 1980, ο Μπόμπυ Σαντς ανακοινώνει ότι οι κρατούμενοι δεν θα ξαναφορέσουν ρούχα φυλακής, ούτε θα υποχρεωθούν ξανά σε «κοινωνική εργασία» εντός των φυλακών. Προσφέρεται να αρχίσει πρώτος απεργία πείνας και μάλιστα, δυο εβδομάδες πριν από τους υπόλοιπους συγκρατούμενούς του, ώστε, εάν πεθάνει, ο θάνατός του να εξασφαλίσει την ικανοποίηση των αιτημάτων τους. 
Τις πρώτες 17 ημέρες, κρατά προσωπικό ημερολόγιο (σε χαρτί τουαλέτας και κρύβοντάς το μέσα στις κοιλότητες του σώματός του), όπου εκφράζει τις πιο ενδόμυχες σκέψεις του. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, δεν φοβόταν το θάνατο.  Έβλεπε την απεργία πείνας σαν κάτι πιο σημαντικό, από απλά και μόνο την ικανοποίηση των αιτημάτων που είχαν τεθεί, και ήλπιζε ότι η έκβασή της (θετική ή αρνητική) θα προκαλούσε την πτώση της βρετανικής κυριαρχίας στην Ιρλανδία.
Στις 30 Μαρτίου (31η ημέρα απεργίας πείνας), εξελέγη αντιπρόσωπος της περιοχής του στις δημοτικές εκλογές. 
media_22947_ZO_1980_11_29_0.jpg
Στις 1.15 π.μ. της 5ης Μαΐου 1981 αφήνει την τελευταία του πνοή. Είχε πει: «Φυσικά και μπορεί να δολοφονηθώ. Ωστόσο, παραμένω αυτό που ήμουν πάντα: ενεργός πολίτης. Κι αυτό, κανείς δεν μπορεί να μου το στερήσει, ούτε καν οι Βρετανοί».
Ήταν μόλις 27 ετών.


Αγνοώ τη θέα της τροφής που μου βάζουν μπροστά στα μάτια μου, καθημερινά……
Πιστεύω ότι η υλική τροφή δεν είναι αρκετή γιά να ζήσει ο άνθρωπος γιά πάντα και με ξαλαφρώνει το γεγονός πως θάβρω υπέροχη τροφή εκεί πάνω άν την αξίζω. Και μετά κολλάω στην τρομαχτική ιδέα ότι εκεί πάνω δεν τρώνε…”
«Κάποιος πρέπει να γράψει ένα ποίημα για τα βάσανα των απεργών πείνας. Θα θελα να το γράψω εγώ, αλλά πώς να το τελειώσω;»
Ο Μπόμπι Σαντς δεν πρόλαβε να τελειώσει αυτό το ποίημα. Έγινε ο ίδιος ποίημα, τραγούδι, ταινία και σύνθημα. Κατέγραψε στο ημερολόγιο του τις πρώτες 17 μέρες της απεργίας πείνας στη φυλακή Maze, μετά οι σωματικές του δυνάμεις εξασθένησαν, οι ψυχικές όμως δεν τον εγκατέλειψαν ποτέ, τον συνόδευσαν μέχρι το θάνατο του στις 5 Μαΐου το 1981….
«Δεν ήμουν τίποτε περισσότερο από ένα παιδί της εργατικής τάξης, όμως η καταπίεση είναι που γεννά το επαναστατικό πνεύμα της ελευθερίας» έγραφε για τον εαυτό του ο Μπόμπι Σάντς και δήλωνε πως «δεν θα λυγίσω αν δεν πετύχω την απελευθέρωση της Ιρλανδίας και τη μετατροπή της σε κυρίαρχη, ανεξάρτητη και σοσιαλιστική δημοκρατία». Στις 6 Μαΐου, μία μέρα μετά το θάνατό του, η Μάργκαρετ Θάτσερ, πρωθυπουργός τότε της Βρετανίας, σχολίαζε: «Θα συνεχίσουμε την προσπάθεια εξάλειψης της τρομοκρατίας. Ο κ. Σαντς ήταν απλά ένας κατάδικος. Που επέλεξε να πεθάνει».
Ο Σαντς περιέγραψε τις «ατελείωτες μοναχικές μέρες» της απομόνωσης: «Η ξαφνική και πλήρης κατάργηση των βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων όπως το βάδισμα και ο καθαρός αέρας, η επιλογή των ρούχων που θα φορώ και των ανθρώπων που θα συναναστρέφομαι, των εφημερίδων και των βιβλίων που θα διαβάζω, ακόμη και των τσιγάρων μου, κάνουν τη ζωή ανυπόφορη».
Ο Σαντς, όπως και οι συγκρατούμενοί του αντάρτες, δεν θεωρούνταν από τους Βρετανούς πολιτικοί κρατούμενοι ή αιχμάλωτοι πολέμου, αλλά κάτι σαν το σημερινό απαξιωτικό, πολιτικά κενό και ψευδεπίγραφο «παράνομοι μαχητές» που εμπνεύστηκαν οι Αμερικανοί στήνοντας το Γκουαντάναμο.
στις 5 Μαΐου 1981, ο Μπόμπι Σαντς πεθαίνει σε ηλικία 27 ετών, στις φυλακές Λονγκ Κες, κοντά στο Μπέλφαστ, έπειτα από 66 μέρες απεργίας πείνας.
Πολιτικός κρατούμενος και αιχμάλωτος πολέμου, εκλεγμένος βουλευτής και μαχητής του αντάρτικου στρατού του IRA, ο Σαντς ξεκίνησε την απεργία πείνας την 1η Μαρτίου, και σύντομα τον ακολούθησαν σ’ αυτήν κι άλλοι συγκρατούμενοί του αντάρτες, που συνέχισαν και μετά τον θάνατό του, μέχρι τον Οκτώβριο του 1981.
sands_funeral16.jpg
Αλλοι εννέα πέθαναν όπως κι εκείνος. Η απεργία τους καταγράφηκε στην ιστορία των απελευθερωτικών κινημάτων και των αυτονομιστικών αντάρτικων ως η διαμαρτυρία των Πέντε Αιτημάτων, επειδή πέντε ήταν τα αιτήματα των απεργών του Λονγκ Κες: το δικαίωμα να μην φορούν στολές φυλακισμένων, το δικαίωμα να αρνούνται την καταναγκαστική εργασία στη φυλακή, το δικαίωμα να συναναστρέφονται ελεύθερα με άλλους κρατούμενους και να οργανώνουν δικές τους ψυχαγωγικές δραστηριότητες, το δικαίωμα να δέχονται μία επίσκεψη, ένα γράμμα, ένα πακέτο κάθε εβδομάδα, και τέλος να επανακτήσουν το δικαίωμα μείωσης ποινής, μετά τη λήξη της απεργίας.
Ο θάνατος του Μπόμπι Σαντς και των άλλων 9 συναγωνιστών του που πέθαναν κατά τη διάρκεια της απεργίας πείνας ενάντια στις ειδικές συνθήκες κράτησης τους και ζητώντας την αναγνώριση του πολιτικού χαρακτήρα των πράξεων τους, συμπύκνωσε την αποφασιστικότητα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του ιρλανδέζικου λαού αλλά ταυτόχρονα έγινε σύμβολο ενάντια στο μείγμα ακραίου νεοφιλελευθερισμού και κρατικού αυταρχισμού που πρέσβευε η Σιδηρά Κυρία. Κυρίως έφερε στο προσκήνιο την απεργία πείνας ως ύστατο όπλο μιας μάχης όπου ο κίνδυνος του θανάτου αποτελεί ένα οριακό διάβημα για την υπεράσπιση της ζωής.

 Η απεργία πείνας ως μέσο διεκδίκησης πήρε μαζικές διαστάσεις τη δεκαετία του 50. Οι ρίζες της όμως τοποθετούνται πολύ παλιότερα στο ρολόι της ιστορίας. Από τις πρώτες απεργίες πείνας είναι οι μαζικές νηστείες την εποχή του αγώνα για την αμερικάνικη ανεξαρτησία. Οι ρώσοι πολιτικοί κρατούμενοι, μεταξύ των οποίων και ο ίδιος ο Τρότσκι και οι Αγγλίδες σουφραζέτες υποθήκευσαν το σώμα τους ως πράξη πολιτικής διαμαρτυρίας. Στις τελευταίες εφαρμόστηκε το μέτρο της βίαιης σίτισης.
 Η Μάιρη Λη περιέγραψε με συγκλονιστικό τρόπο το βίωμα που αργότερα καταχωρήθηκε από το διεθνή <νομικό πολιτισμό> ως βασανιστήριο: «Με περικύκλωσαν τότε δέκα περίπου άτομα, με έσπρωξαν πίσω στην καρέκλα, και, ενώ ο γιατρός μου κρατούσε ανοικτό το στόμα, μία από τις δεσμοφυλάκισσες έριξε μέσα με ένα κουτάλι γάλα και κονιάκ. Δύο ημέρες αργότερα, το Σάββατο, οι δεσμοφυλάκισσες μπήκαν στο κελί και με έσπρωξαν στο κρεβάτι. Καθώς με κρατούσαν ακίνητη, δύο γιατροί μου έβαλαν στη μύτη ένα σωληνάκι που κατέληγε σε χωνί και είχε στη μέση ένα γυάλινο δοχείο, από όπου μπορούσε κανείς να ελέγξει τη ροή. Το σωληνάκι αυτό έμπαινε τη μία φορά στο ένα ρουθούνι και την επόμενη στο άλλο. Ο πόνος, ψυχικός και σωματικός, ήταν μεγάλος κατά τη διάρκεια της σίτισης» (από τον ποινικό κώδικα είχε προβλεφθεί το δικαίωμα στην απεργία και η αναγκαστική σίτιση είχε οριστεί διεθνώς ως βασανιστήριο)
 Από τους κομμουνιστές του Μεσοπολέμου μέχρι τους αλγερινούς πολιτικούς κρατούμενους , τους κρατούμενους της RAF στα γερμανικά λευκά κελιά που οδήγησε στο θάνατο του Χολγκερ Μαινς , τους έγκλειστους στο Γκουαντάναμο, τους παλαιστίνιους κρατούμενους στις ισραηλινές φυλακές κι από κει στα λευκά κελιά της Τουρκίας που υπολογίζεται ότι έχουν ξεψυχήσει συνολικά 122 απεργοί πείνας, η απεργία πείνας είναι κάτι παραπάνω από κοινωνικό φαινόμενο ή θέαμα μιας αυτοκτονίας σε αργή κίνηση που την είχε αποκαλέσει ο Σερζ Ζιλί, είναι κραυγή αξιοπρέπειας στην παρατεταμένη σιωπή της εμπεδωσης του σοκ. Στην Ελλάδα πριν ακόμα οι γυναίκες κατοχυρώσουν το δικαίωμα της ψήφου για τις γυναικες, το Νοέμβρη του 1930 οι έγκλειστες κομμουνίστριες στις φυλακές Αβέρωφ έκαναν απεργία πείνας.
Η απεργία πέινας στη χώρα χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον ως μέσο διεκδίκησης αξιοπρεπών συνθηκών κράτησης ή αναγνώρισης του πολιτικού χαρακτηρα των αποδιδόμενων πράξεων.”


Ανάρτηση από: https://lefterianews.wordpress.com